Η ρητορική που ταυτίζει την ριζοσπαστική αριστερά με την ακροδεξιά, μέσα από το ιδεολόγημα-ευφυολόγημα των «δύο άκρων», έχει σαθρά θεμέλια και είναι οπωσδήποτε παραπλανητική. Και αυτό γιατί συνιστούν πόλους μιας «καθαρής» αντίθεσης, ως απόρροια των ίδιων των – αλληλοαναιρούμενων – χαρακτηριστικών τους, και όχι, όπως θέλει η καθεστωτική ιδεολογία, σε σχέση με τη δημοκρατία. Εδώ ακριβώς έγκειται η παραπλάνηση. Πάντως, ούτως ή άλλως, η θέση ότι η «άκρα» αριστερά έχει την ίδια προοπτική, στόχους και αντίληψη με την ακροδεξιά, έχοντας ως κοινή βάση την απόρριψη και απαξίωση της δημοκρατίας, δεν στέκει τόσο ιστορικά όσο και λογικά.
Η αριστερά (αλλά και οι αναρχικοί) διαχρονικά έχουν υπερασπιστεί δημοκρατικά καθεστώτα ενάντια σε δικτατορικές εκτροπές και πραξικοπήματα, θεωρώντας ότι ένα ολοκληρωτικό σύστημα είναι πισωγύρισμα και δυσμενής συνθήκη για το εργατικό και επαναστατικό κίνημα, διεθνώς. Περαιτέρω, τόσο η αριστερά όσο και ο αναρχισμός, ως τέκνα του διαφωτισμού, ανήκουν στην ευρύτερη σοσιαλιστική παράδοση που επιδιώκει όχι την επιστροφή στο παρελθόν, το πισωγύρισμα σε σχέση με δημοκρατικές κατακτήσεις, ελευθερίες και δικαιώματα, αλλά στο προχώρημα και υπέρβαση της αστικής δημοκρατίας. Δηλαδή στη διεύρυνσή της και στο βάθεμά της σε μια άμεση δημοκρατία και σε ένα σύστημα ισότητας και δικαιοσύνης, οικονομικής, πολιτικής και κοινωνικής. Συνεπώς, τόσο η αριστερά όσο και ο αναρχισμός δεν επιδιώκουν δικτατορική και μηχανιστική κατάργηση της δημοκρατίας αλλά αναβάθμιση και εξύψωσή της σε μια οικουμενική αταξική-αμεσοδημοκρατική κοινωνία.
Αντίθετα, ο φασισμός-ναζισμός δεν έχουν κανένα φιλοσοφικό και ιδεολογικό δεσμό με τον διαφωτισμό, μα περισσότερο έλκουν την καταγωγή τους από έναν αρχαϊσμό και φυλετισμό, τον μύθο του αίματος και τον ανορθολογισμό, στον αντίποδα όλων όσων πρέσβευε ο διαφωτισμός και τα σοσιαλιστικά, εργατικά και επαναστατικά κινήματα που αυτός γέννησε. Κατ’ επέκταση, ο φασισμός-ναζισμός επιδιώκουν ένα κρίσιμο πισωγύρισμα της ιστορίας, την κατάργηση κάθε δημοκρατικής αρχής, ατομικής ελευθερίας και σεβασμού της προσωπικότητας. Την επιστροφή σε μια προ-πολιτική κατάσταση όπου ο ηγέτης-αρχηγός κυβερνά ένα απρόσωπο πλήθος, μια άβουλη μάζα η οποία τον λατρεύει και τον προσκυνά, σε ένα καθεστώς μάλλον θρησκευτικού φανατισμού, σε σκοταδιστική κατάσταση.
Ενώ ο σοσιαλισμός, ιδιαίτερα δε ο αναρχικός σοσιαλισμός, δεν καταργεί την πολιτική πρακτική αλλά θεωρεί και επιδιώκει ότι η πολιτική πρέπει να πάψει να είναι μια διακριτή, διαχωρισμένη και εξωτερική στην κοινωνία σφαίρα. Κατά συνέπεια πρέπει να ενσωματωθεί στην κοινωνική, δηλαδή .στη δημόσια σφαίρα ως συστατικό στοιχείο της κοινωνικής και οικονομικής-παραγωγικής οργάνωσης. Αυτό σημαίνει ότι αφορά όλους τους ανθρώπους-παραγωγούς-πολίτες και επιτρέπει την ολόπλευρη αμεσοδημοκρατική συμμετοχή όλων των μελών της κοινωνίας στις κοινές αποφάσεις, στη χάραξη σχεδίων και προοπτικών της κοινωνίας για το μέλλον της. Για αυτό οι αναρχικοί υποστηρίζουν όχι την πολιτική αλλά την κοινωνική επανάσταση.
Συνάγεται λοιπόν, από τα παραπάνω, ότι η ιδεολογική θέση που υποστηρίζει ότι η επαναστατική («άκρα») αριστερά και ο αναρχισμός έχουν κοινή ιστορική και ιδεολογική-φιλοσοφική αφετηρία και, πολύ περισσότερο, κοινή προοπτική και στόχους με την ακροδεξιά, είναι είτε στενοκέφαλη και ανιστόρητη-ανενημέρωτη είτε εκ του πονηρού, υποκινούμενη από συγκεκριμένα πολιτικά συμφέροντα και επιδιώξεις.