και ο εργατικός ανταγωνισμός;
http://www.sarajevomag.gr/entipa/teuhos_64/i64_p18_prol.html
Πώς έχει επηρεαστεί, απ’ την τεθλασμένη διαδρομή της “ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης”, οτιδήποτε μπορεί να ονομαστεί ταξικός ανταγωνισμός (στην ευρώπη) το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα; Πώς επηρέασε την ως τώρα πορεία; Και γιατί το σύγχρονο προλεταριάτο στην ευρώπη είναι τόσο αδύναμο (κατά την ταπεινή μας άποψη: απόν) στην τωρινή φάση της κρίσης και της διαχείρισής της, που στρέφεται τόσο γερά (αν και όχι ομοιόμορφα) εναντίον του;
Σημαντικές ερωτήσεις. Για να τις απαντήσει κανείς σωστά και σοβαρά θα έπρεπε να ξέρει με ακρίβεια, τόσο την ιστορία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης όσο και την ιστορία των κοινωνικών και ταξικών αγώνων και αρνήσεων στο ευρωπαϊκό έδαφος. Δεν τα ξέρουμε, οπότε δεν μπορούμε να δώσουμε ολοκληρωμένες απαντήσεις.
Υπάρχει όμως ένα υπο-ερώτημα, που μπορεί να διερευνηθεί με βάση την πολύ πρόσφατη εμπειρία, από το 2009 και μετά. Οι πιθανές απαντήσεις θα μπορούσαν να φωτίσουν αναδρομικά την ιστορία ως το 2009. Και το υποερώτημα είναι: συμφέρει ή όχι τα αφεντικά (οποιαδήποτε αφεντικά) η διαίρεση των εργατών και των εργατριών, με κάθε δυνατό τρόπο (τοπικιστικό, φύλου, φυλής, ηλικίας, ειδικότητας, κλπ) – άρα και στη βάση εθνικών γραμμών; Η απάντηση είναι τεκμηριωμένα απλή: ναι, τα συμφέρει! Συνεπώς, η διαδικασία της “ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης”, έστω και οικονομικής μόνο ή κυρίως, ειδικά απ’ την στιγμή που απέκτησε ορισμένες χειροπιαστές για την καθημερινή ζωή των εργατών διαστάσεις (όπως η ελευθερία μετακίνησης εντός της “ζώνης σέγκεν”, η εναρμόνιση διάφορων νομοθεσιών ή το κοινό νόμισμα) θα πρέπει κατ’ αρχήν να ελεγχθεί σαν “αντιφατική” (για τα συμφέροντα των αφεντικών). Απ’ την μεριά σκόπευε (και σκοπεύει) στη διαμόρφωση ενός ισχυρού μπλοκ μέσα στον παγκόσμιο καπιταλιστικό καταμερισμό. Απ’ την άλλη όμως διευκόλυνε την αμοιβαία όσμωση και σύνθεση μεταξύ εργατικών τάξεων (ή και κινημάτων) εθνοτικά διαχωρισμένων. Γιατί αυτό το τελευταίο τα αφεντικά δεν το είδαν σαν κίνδυνο;
Η ερώτηση θα μπορούσε να διατυπωθεί κι ανάποδα. Γιατί τα οργανωτικά σχήματα των εργατικών τάξεων (ή και διάφορων άλλων κοινωνικών αρνήσεων) δεν απέκτησαν σταθερές και μόνιμες διεθνικές δομές, τέτοιες που να επιτρέπουν, απ’ το 2009 και μετά, την κοινή δράση στη βάση κοινών στόχων και αιτημάτων; Και γιατί, αντίθετα, η διαχείριση της κρίσης παράγει όλο και πιο έντονα ένα είδος “εθνικής αναδίπλωσης” ακόμα και σε κοινωνικά υποκείμενα (με πρώτους τους σύγχρονους εργάτες) που θα είχαν το ακριβώς αντίθετο συμφέρον;
Μια πρώτη απάντηση, ότι τέτοιες σταθερές, μόνιμες και (κυρίως) λειτουργικές διεθνικές / πανευρωπαϊκές δομές οργάνωσης είναι (ήταν) τεχνικά δύσκολες, θα πρέπει να απορριφθεί αμέσως. Τα τεχνικά μέσα (απ’ τις μεταφορές ως τις τηλεπικοινωνίες και, τελικά, το διαδίκτυο) ήταν και είναι περισσότερο πρόσφορες από ποτέ στην ιστορία της εργατικής τάξης. Δεν θα έπρεπε να ξεχνάει ή να υποτιμάει κανείς ότι οι “Διεθνείς”, αρχίζοντας απ’ την Α, δημιουργήθηκαν και εργάστηκαν αποτελεσματικά (δεν πιάνουμε ζητήματα ιδεολογικής κριτικής…) στην ευρώπη σε συνθήκες που, από τεχνική άποψη, θα θεωρούνταν αδιανόητες σήμερα. To 1864, όταν δημιουργήθηκε στο Λονδίνο η “Διεθνής Ομοσπονδία Εργατών” στο Λονδίνο, ούτε τηλεπικοινωνίες υπήρχαν, ούτε τα ταξίδια ήταν “παιχνιδάκι”. Κι ούτε, σε γενικές γραμμές, αναγνωριζόταν επίσημα οποιαδήποτε “ελευθερία διακίνησης ιδεών” σαν εκείνες που ενέπνεαν τα μέλη της διεθνούς τότε…
Μια δεύτερη απάντηση, ότι τέτοιου είδους ευρωπαϊκές οργανωτικές δομές είναι (ήταν) μη αποδεκτές (λόγω μεγέθους, γραφειοκρατικής συγκέντρωσης, κλπ) την θεωρούμε υπεκφυγή. Οι επίσημες συνδικαλιστικές δομές στην ευρώπη είναι αρκετά γραφειοκρατικές ώστε δεν θα ανησυχούσαν καθόλου για “δυσλειτουργίες” εάν είχαν καθιερώσει μια, για παράδειγμα, συνάντηση όλων των ευρωπαϊκών τριτοβάθμιων οργανώσεων, κάθε έξι μήνες, ήδη απ’ την δεκαετία του ‘90, ώστε να υπάρχει (τουλάχιστον) μια αλληλοενημέρωση για το τι συμβαίνει σε κάθε καπιταλιστικό κράτος. Το αντίθετο μάλιστα: θα ήταν μια ευκαιρία για ταξίδια, και τα υπόλοιπα ωραία. Ούτε οι όποιες “πρωτοβουλίες βάσης”, όπου έχουν υπάρξει τέτοιες, θα γραφειοκρατικοποιούνταν αν έφτιαχναν ένα διαρκές ευρωπαϊκό εργατικό “συνέδριο”.
Μια τρίτη απάντηση, για τις δυσκολίες που προκαλεί η διαφορά γλώσσας, κουλτούρας ή παράδοσης, από μέρος σε μέρος στην ευρώπη, δεν αξίζει καν συζήτηση.
Επειδή δεν φαίνεται να υπάρχει κάποιος σοβαρός λόγος εξαιτίας του οποίου μια ορισμένη αλληλοενημέρωση + συντονισμός μεταξύ των επίσημων (ή και των όχι – και – τόσο – επίσημων) ευρωπαϊκών συνδικάτων δεν πήραν σταθερές μορφές εδώ και δεκαετίες, τείνουμε να υποθέσουμε ότι αυτή η “έλλειψη” ήταν σκόπιμη: οι όποιες διαδικασίες ενοποίησης ή συντονισμού ή συμμαχιών των αφεντικών στην ευρώπη ΔΕΝ έπρεπε να συνοδευτούν από αντίστοιχες (και, φυσιολογικά, πιο προωθημένες) κινήσεις έστω των γραφειοκρατικών και ενταγμένων στο κράτος, συνδικάτων. Η απάντηση στην προηγούμενη ερώτηση, στο γιατί δηλαδή τα αφεντικά στην ευρώπη δεν είδαν σαν κίνδυνο την αμοιβαία όσμωση μεταξύ των ευρωπαϊκών εργατικών τάξεων, είναι τελικά οφθαλμοφανής: επειδή την εμπόδισαν διακριτικά μεν, αλλά εξαιρετικά αποτελεσματικά! Ούτε καν οι όποιες (κατά δήλωσή του) αντικαπιταλιστικές ή/και αντικρατικές μειοψηφίες μέσα σ’ αυτές τις εργατικές τάξεις δεν ασχολήθηκαν με το ζήτημα…
Σ’ αυτό το σημείο θα πρέπει να θυμηθούμε τις “ευρωπορείες”. Αντιγράφουμε γι’ αυτές ένα απόσπασμα από μια διθυραμβική αναφορά (περιοδικό κόκκινο), έτσι ώστε να μην θεωρηθούμε προκατειλημένοι:
Την άνοιξη του 1996, μπροστά στη παρατεταμένη μαζική και μεγάλης διάρκειας ανεργία (εκείνη την εποχή υπήρχαν στην Ευρωπαϊκή Ένωση 20 εκατομμύρια άνεργοι και 50 εκατομμύρια φτωχοί), κινήματα και συνδικάτα συναντιούνται τον Ιούνιο στη Φλωρεντία και αποφασίζουν κάτι πρωτόγνωρο: να οργανώσουν τον Ιούνιο του 1997 με την ευκαιρία της Διακυβερνητικής Διάσκεψης, μαζί με όλες τις οργανώσεις που το θέλουν και χωρίς κανέναν αποκλεισμό, ευρωπαϊκές πορείες ενάντια στην ανεργία, την επισφαλή απασχόληση και τους κοινωνικούς αποκλεισμούς.
Ξεκινώντας από διάφορα σημεία όπως τη Φινλανδία, το μαρτυρικό Σαράγεβο, την Ταγγέρη του Μαρόκου κ.λπ., οι πορείες διασχίζουν επί δύο μήνες όλες τις χώρες της Ε.Ε. πριν συγκλίνουν στους δρόμους του Άμστερνταμ μαζί με άλλους 50.000 διαδηλωτές και διαδηλώτριες. (Ένα φιλμ του Πατρίς Σπαντονί και του Canal Marches περιγράφει αυτή την “εποποιία”).
Γύρω από μια κοινή πρωτοβουλία είχαν συσπειρωθεί, σε ευρωπαϊκή κλίμακα, οργανώσεις τόσο διαφορετικές όσο η DGB (Γενική Συνομοσπονδία Εργατών της Γερμανίας) της Θουριγγίας, η FIOM (Ομοσπονδία Εργατών Μετάλλου) και τα Sin.Cobas (ανεξάρτητα ριζοσπαστικά συνδικάτα) της Ιταλίας, τα SUD (ανεξάρτητα ριζοσπαστικά συνδικάτα) και τα κινήματα ανέργων της Γαλλίας, η αναρχική CGT της Ισπανίας, γεγονός που θα ήταν αδιανόητο σε εθνικά πλαίσια και εγκαινίαζε τη συσπειρωτική διαδικασία των Κοινωνικών Φόρουμ. Είναι ακριβώς μέσα από αυτή την κινητοποίηση που δημιουργήθηκε το ευρωπαϊκό δίκτυο των Ευρωπαϊκών Πορειών /Ευρωπορειών.
Στην πραγματικότητα, πρόκειται για ένα πανευρωπαϊκό ευέλικτο, οριζόντιο και προσαρμοζόμενο στις ανάγκες κέντρο πρωτοβουλιών και συντονισμού μαχόμενων κινημάτων και συνδικαλιστικών δομών ενάντια στην ανεργία και την επισφαλή απασχόληση. Αυτό το συντονιστικό επιτρέπει να ανταλλάσσονται οι πληροφορίες μεταξύ των χωρών, να παρακολουθούνται εκ του σύνεγγυς οι πολιτικές της Ε.Ε. και να προετοιμάζονται από όλους μαζί κοινές πρωτοβουλίες και καμπάνιες. Ριζωμένο βασικά στη δύση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το δίκτυο των Ευρωπορειών επεκτάθηκε πρόσφατα και στην ανατολή της με την ένταξη αγωνιστικών συλλογικοτήτων (κινήματα ανέργων, συνδικάτων…) της Πολωνίας.
Επιτέλους, το πρόβλημα της ανεργίας και ακόμα περισσότερο των ίδιων των ανέργων είχε εισβάλει στο προσκήνιο με τον πιο μαχητικό τρόπο.
Θα μπορούσε κανείς να θεωρήσει (το 1996 και το 1997) τις “ευρωπορείες” σαν πρόπλασμα ενός εργατικού συντονισμού, έστω και μειοψηφικού, σε ευρωπαϊκή κλίμακα; Ίσως. Αλλά για λόγους που ποτέ δεν θα μάθουμε καθαρά (και μόνο να υποθέσουμε μπορούμε) ακόμα κι αυτή η εξαιρετικά διστακτική και οπωσδήποτε εξαιρετικά περιορισμένων στοχεύσεων κίνηση, κατέληξε να “εξατμιστεί” γρήγορα μέσα στους ελιγμούς, τα συμφέροντα και τις μεταμορφώσεις διαφόρων κομματικών σχηματισμών. Ακόμα και η διθυραμβική αναφορά απ’ την οποία πήραμε το πιο πάνω απόσπασμα κάνει γαργάρα την γρήγορη “εξαφάνιση” του αρχικού ενθουσιασμού περί “ευρωπορειών” και κοινών δράσεων, και με ένα αριστοτεχνικό άλμα στο χρόνο (και στο κενό) προσγειώνεται σε κάτι γεμάτο “αντιπαγκοσμιοποίηση” και άλλα ωραία. Προσγειώνεται στο πάρτυ του “ευρωπαϊκού κοινωνικού φόρουμ” της Αθήνας, το 2006:
…Είναι πράγματι επείγον να επεξεργαστούμε προτάσεις που συγκεκριμενοποιούν την “άλλη Ευρώπη” που θέλουμε. Και αυτό είναι το νόημα της ενεργού συμμετοχής των Ευρωπορειών στα Κοινωνικά Φόρουμ. Από αυτή την άποψη, το επόμενο ΕΚΦ της Αθήνας είναι κεφαλαιώδους σημασίας. Μετά από την απόρριψη της ευρωπαϊκής συνταγματικής συνθήκης, επείγει να προτείνουμε στους λαούς της Ευρώπης εναλλακτικές λύσεις στο νεοφιλελευθερισμό που εφαρμόζεται στην Ευρωπαϊκή Ένωση και σε όλο τον κόσμο. Για εμάς, αυτή είναι η διακύβευση του ΕΚΦ της Αθήνας…