plan europe
η ταραγμένα ενωμένη ευρώπη
http://www.sarajevomag.gr/entipa/teuhos_64/i64_p11_euzone.html
Θα διαλυθεί άραγε η “ευρωζώνη”; Μήπως και η ευρωπαϊκή ένωση; Θα μπορούσε μια “έξοδος” ενός κάποιου κράτους (σαν το τεράστιο ελληνικό, για παράδειγμα…) να αποτελέσει τον πρώτο “χαμένο πόντο” που γίνεται η αρχή του ξηλώματος; Ή όχι;
Τόσο σαν υπήκοοι όσο και σαν καθεστωτική δημαγωγία θα έπρεπε να έχουμε την στοιχειώδη επίγνωση πως ανήκουμε στους τελευταίους που έχουν σοβαρή ιδέα για το πως “δουλεύει” ή δεν “δουλεύει” το κόλπο που λέγεται ευρωπαϊκή ένωση ή ευρωπαϊκό νόμισμα. Εκβιασμούς και απειλές μπορεί να ονειρεύεται ο καθένας, και μάλιστα όσο πιο καμμένος είναι στην πραγματικότητα τόσο πιο σπουδαίος νοιώθει στα όνειρά του. Αλλά η υπόθεση και η ιστορία της δημιουργίας ενός ευρωπαϊκού καπιταλιστικού μπλοκ μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο είναι πολύ σοβαρή για να κριθεί απ’ τα συμπλέγματα ανωτερότητας μερικών επαρχιωτών βαλκάνιων, ακόμα κι αν το “μερικοί” σημαίνει λίγα εκατομμύρια.
Την σοβαρότητα (και τα κατα καιρούς πισωγυρίσματα) της “ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης” δεν μπορούμε να περιγράψουμε αναλυτικά. Δεν ξέρουμε, άλλωστε, κι όλα όσα θα χρειάζονταν. Μέσα, όμως, στη δημαγωγική φασαρία των ημερών, βρίσκουμε χρήσιμο να αναπαράξουμε (να αναδημοσιεύσουμε) ορισμένα αποσπάσματα από ένα παλιό βιβλίο ενός μαρξιστή, εχθρού της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Ο γερμανός Klaus Busch έγραψε το η κρίση των ευρωπαϊκών κοινοτήτων το 1978. Όμως έχει αξία (θεωρούμε) και σήμερα, όχι μόνο για μερικά ιστορικά δεδομένα, αλλά και για την απόδειξη ότι ουσιαστικά τα “βήματα μπροστά” και τα “βήματα πίσω” στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση περιστρέφονται μονότονα γύρω απ’ τις ίδιες ενδοευρωπαϊκές αντιθέσεις. Οι οποίες, ναι μεν δεν έχουν πάντα το ίδιο ιστορικό βάρος, δεν εκδηλώνονται όμως ποτέ σε κενό εναλλακτικών λύσεων ή διαχείρισης ή συμβιβασμών. Τουλάχιστον ως σήμερα.
Ας αντιγράψουμε λοιπόν, σχολιάζοντας όπου έχουμε κάτι να πούμε.
… Η σχετική ενίσχυση της Δυτ. Ευρώπης στον ενδοϊμπεριαλιστικό συσχετισμό συνάμεων μείωσε στο τέλος της δεκαετίας του ‘50 την επιρροή των ΗΠΑ πάνω στη δυτικοευρωπαϊκή διαδικασία ολοκλήρωσης και αύξησε τον αυτόνομο ρόλο των χωρών της ΕΚΑΧ. [1] Το οικονομικό κίνητρο της δυτικοευρωπαϊκής διαδικασίας ολοκλήρωσης, να μετατοπίσει το συσχετισμό δυνάμεων προς όφελος της Δυτ. Ευρώπης με την πραγματοποίηση της Κοινής Αγοράς, αποκτούσε σταδιακά μια κυρίαρχη θέση. Το απόλυτο οικονομικό προβάδισμα των ΗΠΑ βασιζόταν κατά κύριο λόγο στη μεγάλη εγχώρια αμερικανική αγορά που επέτρεπε στο αμερικανικό κεφάλαιο ένα βαθμό συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης που δεν υπήρχε σε κανένα μέρος του καπιταλιστικού κόσμου. Στόχος των χωρών της ΕΚΑΧ ήταν με τη δημιουργία της Κοινής Αγοράς να εξαλείψουν αυτά τα πλεονεκτήματα συσσώρευσης, που είχε το αμερικανικό κεφάλαιο.
Μετά την αποτυχία των στρατιωτικοπολιτικών σχεδίων (ΕΚΑ, ΕΠΚ), τα κράτη της ΕΚΑΧ συγκέντρωσαν στις προσπάθειές τους για να προωθήσουν τον οικονομικό τομέα της διαδικασίας ολοκλήρωσης. Με βάση την πρωτοβουλία του Βελγίου (υπόμνημα Spaak) και της Ολλανδίας (Σχέδιο Beyen) άρχισαν το καλοκαίρι του 1955 διακυβερνητικές διαπραγματεύσεις των χωρών της ΕΚΑΧ, που κατέληξαν τον Μάιο του 1957 στη Συνθήκη της Ρώμης, η οποία κατοχύρωσε την ίδρυση μιας Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας. Στις διαπραγματεύσεις που προηγήθηκαν της Συνθήκης της Ρώμης, αποκρυσταλλώθηκαν τα αντιτιθέμενα συμφέροντα μεταξύ Γαλλίας και Γερμανίας (των δυο ηγεμονικών χωρών της ΕΚΑΧ) στα εξής θέματα: Στο μέγεθος του προστατευτισμού που θα είχε η τελεωνειακή ένωση που επρόκειτο να δημιουργηθεί, στο εύρος των αρμοδιοτήτων που θα είχαν τα νέα κοινοτικά όργανα και στον τρόπο μεταχείρισης των αποκιών των κρατών μελών. Ενώ η Γαλλία έκλινε προς τον προστατευτισμό και ασκούσε πίεση στην Κοινότητα να επιβάλει ένα ψηλό εξωτερικό δασμό και προστατευτικά μέτρα για τη γαλλική βιομηχανία στα πλαίσια του ενδοκοινοτικού εμπορίου, η ΟΔΓ [2] προσανατολιζόταν προς ένα χαμηλό προστατευτικό δασμό της Κοινότητας, εξαιτίας της σχετικά αυξημένης διαπλοκής του εμπορίου της με τις χώρες του Τρίτου Κόσμου και εναντιωνόταν στη δημιουργία ιδιαίτερων προστατευτικών μηχανισμών για τη βιομηχανία των μεμονωμένων κρατών της Κοινότητας. Άλλωστε η Γαλλλία διέθετε το 50% της καλλιεργούμενης αγροτικής έκτασης των έξι χωρών της ΕΚΑΧ, πράγμα που επέτρεπε στην ΟΔΓ να τονίζει τον ιδιαίτερο ρόλο της Γαλλίας σαν εξαγωγέα αγροτικών προϊόντων στα πλαίσια της Κοινής Αγροτικής Αγοράς.
Στο θέμα που αφορούσε τις υπερεθνικές αρμοδιότητες των κοινοτικών οργάνων, η ΟΔΓ προωθούσε μια ισχυρότερη υπερεθνική δομή απ’ ότι η Γαλλία. Ενώ η ΟΔΓ ήλπιζε ότι μ’ αυτό τον τρόπο θα μπορούσαν να επιτευχθούν γρηγορότερα βήματα προς την κατεύθυνση μιας οικονομικής, νομισματικής και πολιτικής ένωσης, η Γαλλία απέρριπτε τον περιορισμό της εθνικής κυριαρχίας της και ιδιαίτερα δεν ήταν πρόθυμη να παραχωρήσει τις εθνικές αρμοδιότητες στον τομέα της οικονομικής και νομισματικής πολιτικής σε κοινοτικά όργανα. Όσο αφορά τις αποικίες της, η Γαλλία αποσκοπούσε σε μια σύνδεσή τους με την Κοινότητα.
Σ’ αυτό το αίτημά της η Γαλλία συνάντησε αντίσταση όχι μόνο από την ΟΔΓ, αλλά και από την Ολλανδία και την Ιταλία, που δεν ήθελαν να θέσουν σε κίνδυνο της πολιτικές και οικονομικές τους σχέσεις με τις χώρες της Αφρικής, της Ασίας, και της Λατ. Αμερικής, υποβοηθώντας την αναζωπύρωση μιας εκ νέου ανοιχτά αποικιοκρατικής πολιτικής.
Στη Συνθήκη της Ρώμης, ο συμβιβασμός πήρε τελικά την παρακάτω μορφή: η ΟΔΓ επέβαλε τα συμφέροντά της στον τομέα της τελωνειακής πολιτικής σε μεγαλύτερο βαθμό απ’ ότι η Γαλλία. Το κοινό δασμολόγιο που προέκυψε από τις διαπραγματεύσεις βρισκόταν στο ίδιο ύψος με το δυτικογερμανικό επίπεδο, και είχε σαν αποτέλεσμα να μειωθούν οι δασμοί για τη Γαλλία και την Ιταλία και να αυξηθούν για τις χώρες της Μπενελούξ. Σύμφωνα μ’ ένα χρονοδιάγραμμα, η κατάργηση των δασμών στο εσωτερικό της ΕΟΚ έπρεπε να πραγματοποιηθεί σε τρία στάδια των 4 χρόνων το καθένα.
Στο θέμα της υπερεθνικής δομής λήφθηκαν περισσότερο υπόψη τα συμφέροντα της Γαλλίας. Η “Συνέλευση”, το ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, που συγκροτείται με έμμεσο τρόπο από τα κράτη μέλη, δεν κατέχει ούτε νομοθετικά δικαίωματα, ούτε δικαίωματα στη διαμόρφωση του προϋπολογισμού. Η πραγματική αρμοδιότητα μεταβιβάστηκε στο “Συμβούλιο Υπουργών”, το οποίο πρέπει να παίρνει τις αποφάσεις του ομόφωνα. Η προβλεπόμενη από τη Συνθήκη δυνατότητα να παίρνονται αποφάσεις κατά πλειοψηφία μετά από μια μεταβατική περίοδο, για απλά και εξειδικευένα ζητήματα, (π.χ. αγροτική πολιτική, πολιτική για εξωτερικό εμπόριο) καταργήθηκε στην πράξη στη Συμφωνία του Λουξεμβούργου το 1966. Η Συνθήκη παρείχε στις υπερεθνικές αρχές της ΕΟΚ, στην “Επιτροπή”, το δικαιωμα να εισηγούνται θέματα προς απόφαση από το Συμβούλιο Υπουργών, όμως στην πραγματικότητα η Επιτροπή των μονίμων αντιπροσώπων από τις χώρες μέλη προετοίμαζε τις κατάλληλες αποφάσεις του Συμβουλίου Υπουργών μέσα από διαπραγματεύσεις με στόχο τους αμοιβαίους συμβιβασμούς.
Η “Συνθήκη της Ρώμης” είναι η γενέθλια της εοκ, πρόγονου για κάμποσες δεκαετίες της ε.ε. Και δεν είναι παράξενο που απ’ την αρχή εκδηλώνονται οι εθνικές αντιθέσεις που συνοδεύουν το εγχείρημα της “ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης” ως σήμερα, οι διαφορετικοί στόχοι, οι διαφορετικές στρατηγικές· αλλά και η ικανότητα συμβιβασμών. Ωστόσο, ευθύς εξαρχής, η ευρωκαπιταλιστική ολοκλήρωση, δεν ήταν ζήτημα ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος και μόνο. Ο Klaus Busch συνεχίζει την εξιστόρηση:
Η μετατόπιση του ενδοϊμπεριαλιστικού συσχετισμού δυνάμεων που έγινε από το τέλος του δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου ως το 1957 έγινε ολοφάνερη με τη στάση που υιοθέτησαν οι ΗΠΑ και η Μ. Βρετανία απέναντι στη Συνθήκη της Ρώμης. Οι ΗΠΑ εκφράστηκαν μεν υπέρ της ΕΟΚ, άσκησαν όμως ταυτόχρονα κριτική στην οχύρωση της Κοινής Αγοράς πίσω από ψηλούς εξωτερικούς δασμούς και ιδιαίτερα στον αγροτικό προστατευτισμό της ΕΟΚ. Αυτή η αισθητά διαφοροποιημένη θέση των ΗΠΑ σε σύγκριση με την αντίστοιχη προηγούμενή τους στάση, απέναντι στη δυτικοευρωπαϊκή διαδικασία ολοκλήρωσης, ήταν κατά κύριο λόγο αποτέλεσμα της μετατόπισης του οικονομικού συσχετισμού των δυνάμεων προς όφελος της ΕΟΚ, που στα πλαίσια του παγκόσμιου ανταγωνισμού άρχισε να δημιουργεί δυσκολίες στο αμερικανικό κεφάλαιο. Ο Kirsanow περιέγραψε περιληπτικά την αλλαγή της αμερικανικής στάσης απέναντι στη δυτικοευρωπαϊκή διαδικασία ολοκλήρωσης ως εξής: “Η Κοινή Αγορά δημιουργήθηκε σε μια τελείως διαφορετική συγκυρία απ’ ότι ο ΕΟΟΣ. Ενώ η δημιουργία του τελευταίου ήταν μέχρι ένα σημείο αποτέλεσμα της πίεσης των ΗΠΑ, δεν ισχύει το ίδιο και για την ΕΟΚ. Ο ΕΟΟΣ αποτελούσε προϋπόθεση για την αμερικανική βοήθεια στα πλαίσια του Σχεδίου Μάρσαλ, που χρειαζόντουσαν απαραίτητα τα δυτικοευρωπαϊκά κράτη εκείνη την περίοδο. Η ιδέα της “Κοινής Αγοράς” γεννήθηκε όταν η βιομηχανική παραγωγή πολλών δυτικών ευρωπαϊκών κρατών ξεπέρασε κατά 1,5 – 2 φορές το επίπεδο της προπολεμικής περιόδου, όταν το εξωτερικό εμπόριο διευρύνθηκε σημαντικά, και όταν κορέστηκε η “πείνα για δολάρια”. Τα ενδιαφερόμενα κράτη είχαν ισχυροποιηθεί οικονομικά σε τέτοιο βαθμό που ήταν πια σε θέση να ανταγωνισθούν σοβαρά τα αμερικανικά μονοπώλια”.
Η δημιουργία ενός μπλοκ στα πλαίσια της ΕΟΚ τρόμαζε τη Μ. Βρετανία ακόμα περισσότερα απ’ ότι τις ΗΠΑ. Στα μέσα της δεκαετίας του ‘50, η Μ. Βρετανία στηριζόμενη στις χώρες της Κοινοπολιτείας προσπαθούσε να καταλάβει μια ανεξάρτητη θέση υπερδύναμης μεταξύ των ΗΠΑ και της Δυτ. Ευρώπης, και γι’ αυτό δεν συμμετείχε στις προδιαπραγματεύσεις της Συνθήκης της Ρώμης. Από την άλλη όμως έχανε έδαφος στον οικονομικό τομέα προς όφελος των κρατών της ΕΚΑΧ, πράγμα που την έκανε να πιστεύει ότι η τελεωνειακή ένωση θα μείωνε ακόμα περισσότερο την ανταγωνιστική της θέση στην παγκόσμια αγορά. Ενώ στο τέλος της δεκαετίας του ‘40 ο βρετανικός ιμπεριαλισμός υποστήριζε την πολιτική και οικονομική ολοκλήρωση των υπόλοιπων δυτικοευρωπαϊκών χωρών, τώρα προσπαθούσε να εμποδίσει με κάθε τρόπο την ίδρυση της ΕΟΚ. Για να αποτρέψει τη δημιουργία μιας Κοινής Αγοράς των έξι, η Μ. Βρετανία άρχισε το καλοκαίρι του 1956 στα πλαίσια του ΕΟΟΣ να διαπραγματεύται τη δημιουργία μιας δυτοκοευρωπαϊκής ζώνης ελεύθερων συναλλαγών (ΖΕΣ). Το σχέδιο για τη ΖΕΣ υποστηρίχτηκε από την Αυστρία, την Ελβετία, την Δανία, τη Νορβηγία, την Σουηδία και την Ιρλανδία, που για λόγους ουδετερότητας και εξαιτίας της ισχυρής οικονομικής τους διαπλοκής με τη Μ. Βρετανία δεν μπορούσαν να υποστηρίξουν τα σχέδια των χωρών της ΕΚΑΧ. Ο Άγγλος Πρωθυπουργός MacMillan δήλωνε το καλοκαίρι του ‘58 στο Γάλλο Πρόεδρο De Gaulle που μόλις είχε ανέβει στην εξουσία:
“Η Κοινή Αγορά αποτελεί ένα τείχος μεταξύ της Μ. Βρετανίας και της ευρωπαϊκής ηπείρου. Η Αγγλία δεν τη δέχεται. Σας παρακαλώ, εγκαταλείψτε την! Αλλιώς θ’ αρχίσει μεταξύ μας ένας πόλεμος σε οικονομικό επίπεδο, που σταδιακά θα εξαπλωθεί και σ’ άλλους τομείς”…
… Η Μ. Βρετανία, η Δανία, η Νορβηγία, η Σoυηδία, η Αυστρία, η Ελβετία και η Πορτογαλία αντέδρασαν στην ΕΟΚ και στην αποτυχία που σημείωσαν οι διαπραγματεύσεις του ΕΟΟΣ, με τη δημιουργία μιας μικρής δυτικοευρωπαϊκής ζώνης ανταλλαγών, της EFTA (European Free Trade Association).
Την EFTA κανένας δεν την θυμάται εδώ και χρόνια… H αγγλία προσχώρησε τελικά στην “κοινή αγορά” (το 1973, μαζί με την δανία και την ιρλανδία), με την δεύτερη προσπάθεια, κι αφού είχε υποστεί την ταπείνωση να απορριφθεί η πρώτη αίτησή του απ’ το Παρίσι του ντε Γκώλ… Όμως το Λονδίνο έμεινε (και εξακολουθεί να είναι) ένας άσπονδος φίλος της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Έχοντας χάσει προ πολλού την ευρωπαϊκή και παγκόσμια ισχύ που είχε (στην πραγματικότητα ο αγγλικός καπιταλισμός θα έπρεπε να συγκαταλέγεται στους ηττημένους και του Α και του Β παγκόσμιου πολέμου…) το Λονδίνο προσπαθούσε πάντα να φρενάρει την ευρωκαπιταλιστική ολοκλήρωση κρατώντας την στο επίπεδο μιας απλής ζώνης ελεύθερου εμπορίου. Σήμερα, παρότι ο αγγλικός καπιταλισμός έχει κτυπηθεί άσχημα απ’ την γενική χρηματοπιστωτική κατάρρευση, οχυρωμένος πίσω απ’ το εθνικό του νόμισμα (το οποίο τυπώνει αφειδώς για να “σώσει” τις τράπεζές του…), εξακολουθεί να δοκιμάζει πολιτικές (και δημαγωγικές) τρικλοποδιές στην διαχείριση της ευρωπαϊκής κρίσης απ’ το Βερολίνο και τους συμμάχους του. Υπάρχει πάντα περιθώριο για την βρετανική τακτική: η ευρώπη είναι η ήπειρος όχι μόνο με τα παλιότερα εθνικά κράτη του κόσμου, αλλά – κυρίως – με τα παλιότερα ιμπεριαλιστικά κράτη. Οι αναμνήσεις των παλιών μεγαλείων είναι βαθιά μέσα στις εθνικές συλλογικές αφηγήσεις και ιδεολογίες, οπότε (συνεχίζει ο Klaus Busch):
Σε γενικές γραμμές, η διαδικασία ολοκλήρωσης από την ίδρυση της ΕΟΚ ως τη συνδιάσκεψη κορυφής στη Χάγη το Δεκέμβριο του 1969, καθώς και η περίοδος που προηγήθηκε της Συνθήκης της Ρώμης, δείχνουν ότι οι επιτυχίες που σημειώθηκαν στα πλαίσια του οικονομικού μηχανισμού ολοκλήρωσης συνοδεύονταν από τάσεις στασιμότητας στα πλαίσια της πραγματοποίησης της “Πολιτικής Ένωσης”. Αυτή η ανισότητα ανάμεσα στην οικονομική και πολιτική ολοκλήρωση δεν ήταν τυχαία. Ο συντονισμός των πολιτικών συμφερόντων των κοινοτικών χωρών, ή έστω η παραχώρηση της πολιτικής διαδικασίας λήψης αποφάσεων σε υπερεθνικά όργανα, προϋποθέτει μια παρόμοια υλική δομή σε όλα τα κράτη μέλη, που να θεμελιώνει αυτά τα πολιτικά συμφέροντα. Η έλλειψη ενός ισοβαρούς οικονομικού θεμελίου έχει σαν συνέπεια να αποκλίνουν κατά πολύ τα πολιτικά συμφέροντα, με αποτέλεσμα να μη μπορούν να αντισταθμιστούν ούτε από ένα απλό συμβουλευτικό μηχανισμό ούτε από υπερεθνικά όργανα.
Η πολιτική ολοκλήρωση με τη μορφή της “Πολιτικής Ένωσης”, που επαγγέλονται οι χώρες της ΕΟΚ, μπορεί να πραγματοποιηθεί ως εκ τούτου, μόνο μέσα από μια αυξανόμενη οικονομική διαπλοκή στον κοινοτικό χώρο και μια εξίσωση των οικονομικών δομών των μεμονωμένων κρατών μελών.
…
Εκπρόσωποι των “μεγάλων ευρωπαϊκών δυνάμεων”
κάπου στα mid70s…
Ο μαρξιανός οικονομισμός του Busch, όπως και ο μη μαρξιανός οικονομισμός άλλων, χρησιμοποιούν το ίδιο επιχείρημα: η πολιτική ένωση των ευρωπαϊκών κρατών μπορεί να συμβεί μόνο αν έχουν παρόμοιες οικονομικές δομές, ή ίδιο περίπου επίπεδο ανάπτυξης, κλπ.
Μόνο που δεν πρέπει να υπάρχουν αξιόλογα παραδείγματα που να επιβεβαιώνουν έναν τέτοιο ισχυρισμό. Ομοσπονδιακές δομές εξουσίας (ακόμα και “υπερεθνικές” στο βαθμό που τα συστατικά τους αυτοχαρακτηρίζονται σαν “εθνικά”) έχουν υπάρξει πολλές στην ιστορία, συμπεριλαμβανομένης της ιστορίας του καπιταλισμού, άλλες περισσότερο πετυχημένες και διαρκείς, κι άλλες λιγότερο. Η γερμανία είναι ομοσπονδιακό κράτος με εσωτερικές (οικονομικές) ανισότητες, όπως και οι ηπα και η ισπανία. Το ιταλικό κράτος φτιάχτηκε σαν “εθνικό” (δύσκολα, πολύ δύσκολα) υπερνικώντας ισχυρές ιδεολογίες και παραδόσεις αυτονομίας, και ενσωματώνοντας επιπλέον τεράστιες αντιθέσεις οικονομικές, κοινωνικές, πολιτιστικές, ιδιαίτερα έντονες ως και σήμερα. Εν τέλει, η “πολιτική ολοκλήρωση” δεν γίνεται υποχρεωτικά μέσα από συναινετικές διαδικασίες (ούτε το ελληνικό κράτος υπήρξε τέτοια περίπτωση, απλά κατακτούσε εδάφη τα οποία ενσωμάτωνε στη διοίκησή του…) αλλά μπορεί να γίνει επίσης όταν υπάρχει μια αδιαμφισβήτητη υπερέχουσα δύναμη, με βία του ενός ή του άλλου είδους· ή, ακόμα, και λόγω ανάγκης, εξαιτίας έκτακτων περιστάσεων.
Η καθυστέρηση (έως και αποτυχία ως τώρα) της πολιτικής ενοποίησης / ολοκλήρωσης στην ευρώπη δεν οφείλεται, κατά τη γνώμη μας, ούτε μοσοσήμαντα ούτε γραμμικά στα “διαφορετικά επίπεδα καπιταλιστικής ανάπτυξης” των κρατών της, αλλά στη διατήρηση και την ισχύ των εθνικών μυθολογιών σε ότι αφορά τους επιμέρους ιμπεριαλισμούς. Φυσικά αυτές οι μυθολογίες περιλαμβάνουν και συμφέροντα υλικά· όχι, όμως, υποχρεωτικά, “διαφορετικά επίπεδα” ανάπτυξης. Είναι μάλιστα βάσιμο ότι εθνικοί καπιταλισμοί με παρόμοιο “επίπεδο” ανάπτυξης θα είχαν συμφέροντα αντίθετα με την “πολιτική ενοποίησή” τους, εάν θεωρούσαν ότι μπορούν να κατακτήσουν μεγαλύτερα μερίδια της παγκόσμιας αγοράς κατά μόνας. Τελικά, και όχι μόνο μία φορά, αφήνοντας διαρκώς στην άκρη τα ακανθώδη θέματα της πολιτικής ενοποίησης, η υποτιθέμενα “μη πολιτική” οικονομική ενοποίηση των ευρωπαϊκών κρατών, μπορούσε να προχωράει (όχι ευθύγραμμα) μέσα από διαρκείς συμβιβασμούς. Ο Busch είναι κατατοπιστικός επ’ αυτού, μέσα φυσικά απ’ την δική του οπτική:
Μετά τη βασική απόφαση για τη δημιουργία μιας οικονομικής και νομισματικής ένωσης, που πήραν το Δεκέμβριο του 1969 οι αρχηγοί των κρατών στη Χάγη, το Συμβούλιο Υπουργών σχημάτισε την άνοιξη του 1970 μια ομάδα εμπειρογνωμόνων υπό την προεδρία του πρωθυπουργού του Λουξεμβούργου Werner, και την επιφόρτισε να εκπονήσει ένα σχέδιο κατά στάδια, για την πραγματοποίηση της οικονομικής και νομισματικής ένωσης. Οι εργασίας της ομάδας Werner έγιναν στη βάση ενός έντονου διαλόγου ανάμεσα στους “μονεταριστές” και τους “οικονομιστές” σχετικά με τις προτεραιότητες που έπρεπε να τεθούν κατά την υλοποίηση της ΟΝΕ.
Πρωταρχικός στόχος των “μονεταριστών”, που εκπροσωπούσαν κυρίως τα συμφέροντα της Γαλλίας, ήταν να καθοριστούν όσο το δυνατό νωρίτερα οι τιμές του συναλλάγματος, με άλλα λόγια να πραγματοποιηθεί μια νομισματική ένωση. Αυτή η εσπευσμένη νομισματική ολοκλήρωση έπρεπε να εξαναγκάσει τα κράτη μέλη να ευθυγραμμίσουν και να συντονίσουην σε ευρωπαϊκό επίπεδο την οικονομική τους πολιτική, και να εναρμονίσουν μελλοντικά την οικονομική εξέλιξη στην Κοινότητα. Αντίθετα οι “οικονομιστές”, με επικεφαλής την ΟΔΓ, θεωρούσαν ότι ο συντονισμός της συγκυριακής και οικονομικής πολιτικής αποτελούσε την προϋπόθεση για να αποφευχθούν οι έντονες ανισότητες στην ΕΟΚ, στον τομέα της εξωτερικής οικονομίας. Οι τιμές συναλλάγματος ανάμεσα στα κράτη μέλη θα μπορούσαν να καθοριστούν τελικά, αφού όμως πρωτύτερα θα είχε εναρμονιστεί η οικονομική πολιτική.
Πίσω από την αντίθεση ανάμεσα στους “μονεταριστές” και τους “οικονομιστές” κρύβονταν τα διαφορετικά οικονομικά συμφέροντα των κρατών μελών. Η Γαλλία, που την περίοδο εκείνη έπρεπε να ανταπεξέλθει στην κρίση που είχε ξεσπάσει στο ισοζύγιο πληρωμών της, ήθελε στα πλαίσια ενός ενδοευρωπαϊκού εξισωτικού υπόλοιπου να “κοινοτικοποιήσει” ει δυνατό νωρίς τα νομισματικά αποθέματα των κρατών μελών, ιδίως της ΟΔΓ. Ένα σύστημα σταθερών τιμών συναλλάγματος, σε συνθήκες άνισης οικονομικής εξέλιξης ανάμεσα στις χώρες της ΕΟΚ, θα εξανάγκαζε τα κράτη μέλη που διέθεταν μια ισχυρή εξωτερική οικονομία να προβαίνουν σε χρηματοδοτικές συναλλαγές με τα αντίστοιχα κράτη που διέθεταν μια υποβαθμισμένη εξωτερική οικονομία. Η νομισματική ένωση θα σταθεροποιούσε εξάλλου την Αγροτική Αγορά της ΕΟΚ, πράγμα που για τη Γαλλία αποκτούσε τεράστια σημασία. Η ΟΔΓ από την άλλη μεριά, ήθελε να εναρμονίσει την οικονομική εξέλιξη στην Κοινότητα, ακριβώς για να αποφύγει την ιδιοποίηση των συναλλαγματικών της αποθεμάτων από άλλους.
Μια νομισματική ένωση, που θα προπορευόταν της υπερεθνικοποίησης της οικονομικής πολιτικής, θα εμπεριέκλειε (στον τομέα της εξωτερικής οικονομίας) τον κίνδυνο διαρκώς ανισοτήτων ανάμεσα στις χώρες της ΕΟΚ, που θα είχαν σαν αποτέλεσμα να εισρέουν στα ελλειματικά ισοζύγια της Γαλλίας και της Ιταλίας τα νομισματικά αποθέματα της ΟΔΓ.
Είναι άραγε παράξενο που το ίδιο ζήτημα εξακολουθεί να είναι και σήμερα ένας βασικός παράγοντας ενδο-ενωσιακών αντιθέσεων; Η “ισχυρή εξωτερική οικονομία” είναι ο δυναμικά εξαγωγικός καπιταλισμός· και τα “νομισματικά αποθέματα” είναι το εμπορικό πλεόνασμα. Βάλτε, λοιπόν, στη θέση της τότε ΟΔΓ την ενιαία σημερινή γερμανία, και έχετε μια ανάμνηση απ’ το παρελθόν σαν τρέχουσα, τωρινή αντίθεση εντός της ευρωζώνης: θα χρηματοδοτήσει το πλεονασματικό γερμανικό κράτος τα προβλήματα των εταίρων του, ναι ή όχι;
Όμως τώρα, όπως ακριβώς και τότε, το ερώτημα δεν απαντιέται μ’ ένα ξερό “ναι” ή “όχι”. Απαντιέται σε σχέση με τους όρους (όρους πολιτικούς σε πρώτη και τελευταία ανάλυση) με τους οποίους εθνικά καπιταλιστικά κράτη μπορούν να “συνεργάζονται” χωρίς να απεμπολούν τις κρισιμότερες εθνικές λειτουργίες τους. Μόνο που αυτές οι “κρισιμες εθνικές κρατικές λειτουργίες” δεν είναι στατικές. Αναδιαμορφώνονται μέσα (πότε παράλληλα και πότε ενάντια) στη διαδικασία σύνθεσης, που με τη σειρά της μπορεί να ξετυλίγεται συχνά σαν δύο βήματα μπροστά – ενάμισυ πίσω. Συνεπώς, στις αρχές της δεκαετίες του 1970 (πάντα κατά τον K. Busch):
Η αντίθεση ανάμεσα στους μονεταριστές και στους οικονομιστές εκφράστηκε σαν συμβιβασμός στην Έκθεση που παρουσίασε η ομάδα Werner. Το σχέδιο σε τρία στάδια για την υλοποίηση μιας οικονομικής και νομισματικής ένωσης έπρεπε σύμφωνα με την πρόταση της Έκθεσης Werner, να εμπεριέχει μια αυστηρή αντιστοιχία ανάμεσα στην οικονομικοπολιτική και την νομισματική ολοκλήρωση.
Την άνοιξη του 1971 το Συμβούλιο Υπουργών ψήφισε με βάση αυτή την Έκθεση την ισχύ της σταδιακής εφαρμογής της οικονομικής και νομισματικής ένωσης. Σύμφωνα με το ψήφισμα του Συμβουλίου, κύριοι στόχοι του σχεδίου της ΟΝΕ ήταν οι εξής: Στο τέλος της διαδικασίας ολοκλήρωσης η Κοινότητα θα έπρεπε
1: να αποτελεί μια ζώνη, όπου θα τηρείται ελεύθερα και χωρίς συναλλαγματικές διαστρεβλώσεις η κυκλοφορία των προσώπων, των εμπορευμάτων, των υπηρεσιών και των κεφαλαίων, χωρίς να δημιουργούνται δομικές ή περιφερειακές ανισότητες, ώστε τα οικονομικά οικοκείμενα να μπορούν να αναπτύξουν τις δραστηριότητές τους σε κοινοτικό επίπεδο·
2: στα πλαίσια του διεθνούς συστήματος, να δημιουργήσει ένα αυτόνομο νομισματικό χώρο, στον οποίο θα δρα ένα κοινοτικό κεντρικό τραπεζικό σύστημα, που θα χαρακτηρίζεται από την ολοκληρωτική και μη αντιστρέψιμη μετατρεψιμότητα των νομισμάτων, από την κατάργηση των περιθωρίων διακύμνασης των τιμών συναλλάγματος, και από το μη ανακλητό καθορισμό των σχέσεων ισοτιμίας, γεγονός που αποτελεί την αναγκαία προϋπόθεση για τη δημιουργία ενός ενιαίου νομίσματος·
3: να διαθέτει σε οικονομικό και νομισματικό επίπεδο αρμοδιότητες και ευθύνες, που θα επιτρέπουν στα όργανα να διασφαλίζουν την πρωτοκαθεδρία της Ένωσης. Γι’ αυτό το σκοπό οι αναγκαίες οικονομικοπολιτικές αποφάσεις θα παίρνονται σε κοινοτικό επίπεδο, και θα ανατίθενται στα όργανα της Κοινότητας με τις αναγκαίες αρμοδιότητες.
Αυτοί οι στόχοι θα έπρεπε να υλοποιηθούν σε τρία στάδια, συνολικά μέχρι το 1980. Το πρώτο στάδιο (1971 – 1973), έπρεπε με βάση το μεσοπρόθεσμο οικονομικό πρόγραμμα της Κοινότητας (1971 – 1975) να συντονίσει την κοντοπρόθεσμη οικονομική πολιτική στους τομείς της χρηματικής και πιστωτικής πολιτικής και του φορολογικού συστήματος. Ταυτόχρονα, οι κεντρικές τράπεζες θα πρέπει κατόπιν κοινής συμφωνίας να κρατήσουν τις διακυμάνσεις των τιμών συναλλάγματος των χωρών μελών μέσα σε στενότερα περιθώρια διακύμανσης, απ’ ότι συνηθιζόταν σε διεθνές επίπεδο με βάση το ΔΝΤ. Ένα μεσοπρόθεσμο οικονομικό σύστημα ύψους 2 δισ. Λ.Μ. (Λογιστικές Μονάδες) θα έπρεπε να βοηθήσει με νομισματικές πιστώσεις τα κράτη μέλη να γεφυρώσουν τυχόν δυσκολίες που θα παρουσίαζαν τα ισοζύγια πληρωμών τους. Η εναρμόνιση του φορολογικού συστήματος, μια διαθρωτική και περιφερειακή πολιτική, καθώς και ο συντονισμός της πολιτικής των κεφαλαιαγορών, έπρεπε να συμπληρώσουν τον κατάλογο των μέτρων του πρώτου σταδίου.
Η Νομισματική Επιτροπή και η Επιτροπή των Προέδρων των Κεντρικών Τραπεζών επιφορτίστηκαν να εκπονήσουν μέχρι το καλοκαίρι του 1972 μια Έκθεση σχετικά με τη δημιουργία ενός “Ευρωπαϊκού Ταμείου Νομισματοπολιτικής Συνεργασίας”, που θα υποστήριζε τη συλλαγματική πολιτική της Κοινότητας και θα αποτελούσε το κύτταρο ενός μελλοντικού Ευρωπαϊκού Τραπεζικού Συστήματος. Μετά από πίεση που άσκησε η ΟΔΓ προστέθηκε στο ψήφισμα η εξής ρήτρα ασφαλείας: “Οι νομισματοπολιτικοί κανονισμοί θα έχουν διάρκεια ισχύος (…) 5 χρόνων, που θα υπολογιστεί από την αρχή του πρώτου σταδίου, για να προωθηθεί η αρμονική πραγματοποίηση του σχεδίου για την ΟΝΕ (οικονομική και νομισματική ένωση), και για να διασφαλιστεί ιδιαίτερα η αναγκαία αντιστοιχία ανάμεσα στα οικονομικοκοπολιτικά και τα νομισματοπολιτικά μέτρα”.
Μ’ αυτή τη ρήτρα η ΟΔΓ ήθελε να πετύχει την εφαρμογή μιας πολιτικής που στόχευε σε στενότερα περιθώρια διακύμανσης, υπό τον όρο ότι τα κράτη μέλη θα συντόνιζαν πραγματικά την οικονομική τους πολιτική. Σε περίπτωση που ο εναρμονισμός της οικονομικής πολιτικής θα σημείωνε αποτυχία, θα έπρεπε να καταργηθεί και το μεσοπρόθεσμο σύστημα οικονομικής ενίσχυσης.
Εύκολα διαπιστώνει κανείς ότι το τότε χρονοδιάγραμμα έπεσε έξω· ότι χρειάστηκε πολύ περισσότερος χρόνος (και η “πίεση” διάφορων διεθνών / παγκόσμιων συσχετισμών δύναμης) για να προχωρήσουν αρκετά απ’ αυτά που προβλέπονταν το 1971, αλλά όχι όλα· και ότι το γερμανικό κράτος είχε τότε και έχει σήμερα την ίδια σταθερή θέση, για την σχέση ανάμεσα σε “οικονομική / χρηματική” ενοποίηση και πολιτική.
Εκείνο που, αντίθετα, δεν γίνεται εύκολα αντιληπτό, είναι οι συνέπειες που είχε (και έχει) η διαρκής επίκληση της υποτιθέμενης “αρχής” ότι η όποια ευρωπαϊκή ενοποίηση θα γίνει με “όρους ισότητας” (στο επίπεδο της καπιταλιστικής ανάπτυξης, κλπ κλπ) μεταξύ των συστατικών εθνικών κρατών / καπιταλισμών. Βολική για προπαγάνδα στους πληθυσμούς, η υπόσχεση της “ισότητας” πριν ή κατά τη διάρκεια αυτής της ενοποίησης είναι απλά, από καπιταλιστική άποψη, άστοχη έως ηλίθια. Εκτός απ’ την περίπτωση της κομμουνιστικής ουτοπίας, όπου η ισότητα είναι πρωταρχικά ζήτημα σχέσεων και δευτερευόντος μεγεθών, η καπιταλιστική συσσώρευση είναι αδύνατο να δουλέψει με όρους “ισότητας”. Όχι μόνο σε πλανητικό επίπεδο αλλά ακόμα και σε εθνική κλίμακα· πολύ περισσότερο λοιπόν σε κλίμακα “ευρώπης”. Δεν είναι εμπόδιο η “ανισότητα” στην πολιτική ενοποίηση· αν ήταν, οι ηνωμένες πολιτείες της αμερικής δεν θα είχαν φτιαχτεί ποτέ!!! Εμπόδιο, και μάλιστα δύσκολο να υπερκεραστεί, είναι η πολιτική εξύψωση της όποιας (αναπόφευκτης και επιθυμητής για τα αφεντικά) ενδοευρωπαϊκής καπιταλιστικής ανισότητας, μέσω της προτεραιότητας στο πολιτικό υποκείμενο που λέγεται έθνος / κράτος. Πράγματι, εάν οι άλλοτε “περιφέρειες” ή ακόμα και οι “κοινότητες” στη γηραιά ήπειρο είχαν το πολιτικό στάτους του “κράτους”, και μάλιστα ένα στάτους ισοδύναμο ή και ανώτερο απ’ την μελλοντική “εθνική ενοποίηση”, τότε κανένα έθνος / κράτος δεν θα είχε φτιαχτεί ποτέ στην ευρώπη. Η κατασκευή αυτής της πολιτικής μονάδας (που λέγεται έθνος / κράτος) δεν έγινε ούτε ομαλά ούτε συναινετικά όπως υποστηρίζουν οι εθνικές μυθολογίες· έγινε με επιβολή ή και βία, και πάντως με την προϋπόθεση ότι (ιδεολογικά και θεσμικά) η μονάδα έθνος / κράτος αναγνωριζόταν από συγκεκριμένα κοινωνικά υποκείμενα (τάξεις, ταξικές συμμαχίες) σαν πολύ υψηλότερης αξίας απ’ τα συστατικά (τις κοινότητες, τις επαρχίες, τις πόλεις) που θα συγχώνευε σε ένα ενιαίο σχήμα διοίκησης και εξουσίας. Αντίστοιχα, η υπερεθνική καπιταλιστική σύνθεση / ολοκλήρωση της ευρώπης, θα ήταν πετυχημένη (και θα γινόταν σχετικά γρήγορα) εάν (και μόνο τότε) τα “υπερεθνικά όργανα” και οι αποφάσεις τους επιβάλλονταν σαν σαφέστατα υψηλότερης αξίας και τάξης σε σχέση με τα αντίστοιχα εθνικά.
Αυτή η αντινομία, που ας επιμείνουμε, δεν είναι “οικονομική” αλλά πολιτική, θα συνόδευε το εγχείρημα της ΟΝΕ απ’ τα πρώτα του βήματα, εξασφαλίζοντας αν όχι την αποτυχία του οπωσδήποτε την μεγάλη καθυστέρησή του, και την κατά καιρούς υψηλή του αστάθεια. Ο Busch σημειώνει επ’ αυτού, στη συνέχεια της εξιστόρησής του:
Λίγο μετά που ψηφίστηκε το σχέδιο για την ΟΝΕ, την άνοιξη του 1971, όπου σαν ημερομηνία έναρξης του πειράματος των στενότερων περιθωρίων διακύμανσης ορίστηκε η 16η Μάη του 1971, η διεθνής νομισματική κρίση εξανάγκασε τα κράτη της ΕΟΚ να αναβάλουν τα σχέδια για την ΟΝΕ. Στην κερδοσκοπική πίεση που ασκήθηκε στο υποτιμημένο μάρκο τον Μάιο του 1971, η ΟΔΓ αντέταξη την αποδέσμευση της τιμής του μάρκου, χωρίς να μπορέσει να επιβάλει στις χώρες της ΕΟΚ (με εξαίρεση της Κάτω Χώρες) μια κοινή διακύμανση έναντι του δολαρίου… Τον Αύγουστο του 1971 η κυβέρνηση Νίξον αποδεσμεύει το δολάριο από το χρυσό, γεγονός που θέτει ένα τυπικό τέλος στο σύστημα των ισοτιμιών. Στη “Smithonean Agreement” το Δεκέμβριο του 1971 επανακαθορίζονται οι σχέσεις των τιμών συναλλάγματος ανάμεσα στα σημαντικότερα νομίσματα: έναντι της αύξησης της επίσημης τιμής του χρυσού, το δολάριο υποτιμήθηκε κατά 9%, ενώ οι χώρες της Μπενελούξ και η ΟΔΓ ανατίμησαν έναντι της παλιάς ισοτιμίας με το χρυσό τα νομίσματά τους κατά 2,5% και 4,6% αντίστοιχα. Η Ιταλία υποτίμησε το νόμισμά της κατά 1%, τα νομίσματα της Μ. Βρετανίας και της Γαλλίας παρέμειναν σταθερά έναντι της παλιάς ισοτιμίας χρυσού, υποτιμήθηκαν όμως αντικειμενικά έναντι της ΟΔΓ και των χωρών της Μπενελούξ.
Και κάτι εξαιρετικά επίκαιρο. Μιας και την πριγκίπισσα απ’ την Φοινίκη
την έκλεψε ένας μπαγάσας έλληνας θεός, εξαπατώντας την, μήπως πρέπει να δοθούν οι πρέπουσες αποζημιώσεις (επαυξημένες με ένα λογικό επιτόκιο) προς αυτήν την άκρη της Μεσογείου;
Είναι γενικά γνωστό ότι η κυβέρνηση Νίξον αποσυνέδεσε το εθνικό (και διεθνές στη χρήση του) νόμισμά της απ’ την μεταπολεμικά σταθερή ισοτιμία του με τον χρυσό, καταργώντας ουσιαστικά τις συμφωνίες του Μπρέτον Γουντς (που ήταν το θεμέλιο της μεταπολεμικής καπιταλιστικής ανάπτυξης) επειδή είχε επείγουσα ανάγκη να χρηματοδοτήσει τον πόλεμο στο βιετνάμ τυπώνοντας μεγάλες ποσότητες δολαρίων… Η υποτίμηση του δολαρίου σε σχέση με ανταγωνιστικά νομίσματα διεθνούς χρήσης θα διευκόλυνε επίσης τις αμερικανικές εξαγωγές… Είτε ήταν μέσα στις αναμενόμενες παρενέργειες είτε όχι, η αμερικανική επιλογή ενέτεινε τις εθνικές τάσεις “νομισματικής πολιτικής” των δυτικοευρωπαϊκών κρατών (άλλα υποτίμησαν και άλλα ανατίμησαν τα νομίσματα) την στιγμή που υποτίθεται θα ξεκινούσαν μια προσπάθεια “υπερεθνικοποίησης”, σε ευρωπαϊκή κλίμακα. Ουσιαστικά η Ουάσιγκτον κατέστρεψε την παγκόσμια (για τον δυτικό κόσμο) νομισματική σταθερότητα, στην οποία το δολάριο ήταν η “άγκυρα”, μέσω της σταθερής ισοτιμίας του με τον χρυσό, εισάγοντας δομικά μια μέθοδο διαρκούς (νομισματικής) “σχετικότητας” (δημιουργικής αστάθειας σε ότι αφορά τις σχέσεις ισοτιμίας μεταξύ διάφορων νομισμάτων), που όχι μόνο ενίσχυσε τον χρηματοπιστωτισμό (τα “παιχνίδια” με τις ισοτιμίες και τις αγοραπωλησίες νομισμάτων…[3]) αλλά και κρατούσε ψηλά την “εθνική διαχείριση” των ενδοκαπιταλιστικών ανισοτήτων, μέσω της τιμής των εθνικών νομισμάτων. Σαράντα χρόνια μετά, εν μέσω της τωτινής φάσης της κρίσης, δεν είναι λίγοι (και μάλιστα από “αριστεροί” μέχρι “επαναστάτες” και “ανατροπείς”) εκείνοι που νοσταλγούν τα αμερικανικής έμπνευσης χρηματοπιστωτικά κόλπα (της υποτίμησης των εθνικών νομισμάτων, σαν μέθοδο “εξόδου απ’ την κρίση”), που εξάλλου ποτέ δεν έπαψαν να βρίσκονται στην ημερήσια διάταξη των αφεντικών.
Σε ότι αφορά την τότε σχεδιαζόμενη ΟΝΕ: δεν εγκαταλείφθηκε επίσημα, σα σχέδιο· άρχισε όμως να καρκινοβατεί. Πολλοί, τότε, θα προέβλεπαν με αυξημένη σιγουριά, ότι το πράγμα απέτυχε οριστικά. Κατά τον Busch (που ήταν ένας απ’ αυτούς):
Την άνοιξη του 1972 οι χώρες της ΕΟΚ προσπάθησαν εκ νέου να πραγματοποιήσουν το πρώτο στάδιο της ΟΝΕ. Το Συμβούλιο Υπουργών αποφάσισε να καθορίσει το ανώτατο αποδεκτό όριο διακύμανσης των τιμών συναλλάγματος ανάμεσα στα νομίσματα της ΕΟΚ σε + (-) 1,125%, ενώ το περιθώριο διακύμανσης που όριζε η Smithonian Agreement ανερχόταν σε + (-) 2,25%. Αυτό το σύστημα, γνωστό σαν “φίδι στο τούνελ”, πραγματοποιήθηκε ως εξής: οι χώρες της ΕΟΚ κρατούσαν τις συναλλαγματικές ισοτιμίες στα καθορισμένα αποδεκτά όρια, μέσω παρεμβάσεων των Κεντρικών Τραπεζών τους σε κοινοτικά νομίσματα. Εντός 30 ημερών έπρεπε να αντισταθμιστούν μεταξύ τους οι θέσεις των οφειλετριών και των πιστωτριών χωρών της ΕΟΚ. Τον Απρίλιο του 1972, τα νομίσματα των χωρών μελών εντάχθηκαν σ’ αυτό το νομισματικό σύστημα.
Το επόμενο βήμα στην κατεύθυνση της ολοκληρωμένης νομισματικής πολιτικής αποφασίστηκε από τους αρχηγούς κρατών και κυβερνήσεων το φθινόπωρο του 1972. Το “Ευρωπαϊκό Ταμείο Νομισματοπολιτικής Συνεργασίας” έπρεπε να δημιουργηθεί πριν από τον Απρίλιο του 1974, πριν δηλ. από το δεύτερο στάδιο του σχεδίου της ΟΝΕ. Στον κανονισμό που εκπόνησε το Συμβούλιο Υπουργών σχετικά με τη δημιουργία αυτού του Νομισματικού Ταμείου, παρατίθενται τα παρακάτω καθήκοντά του:
“Το Ταμείο πρέπει να συμβάλλει στη σταδιακή πραγματοποίηση μιας ΟΝΕ ανάμεσα στα κράτη μέλη της ΕΟΚ, η οποία στο τελικό στάδιο θα χαρακτηρίζεται από τις εξής νομισματικές εκφάνσεις:
- Είτε από την ολοκληρωτική και μη αντιστρέψιμη μετατρεψιμότητα σταθερών συναλλαγματικών ισοτιμιών ανάμεσα στα κοινοτικά νομίσματα.
- Είτε από τη δημιουργία του ενιαίου νομίσματος….”
Στο Ταμείο κατατέθηκαν 1,4 δισ. Λ.Μ. (= 4 δισ. μάρκα), για την πραγματοποίηση αυτών των 3 στόχων: α) μείωση τωνπεριθωρίων διακύμανσης ανάμεσα στα κοινοτικά νομίσματα. [4]β) παρεμβάσεις σε κοινοτικά νομίσματα στις συλλαγματικές αγορές.4 γ) Εξίσωση των υπολοίπων ανάμεσα στις Κεντρικές Τράπεζες. Τα μέσα του μεσοπρόθεσμου ευρωπαϊκού συστήματος για την υποστήριξη των τιμών συναλλάγματος, που ανέρχονταν σε 2 δισ. Λ.Μ., δεν διατέθηκαν στο Ταμείο. Το Ταμείο, που είχε κατ’ αρχήν μια συμβολή τεχνικού χαρακτήρα στην κατεύθυνση της πολιτικής σχετικά με τα περιθώρια διακύμανσης, αποτέλεσε μια προκαταρκτική μορφή μιας Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Η σταδιακή καταβολή των νομισματικών αποθεμάτων των χωρών μελών, καθώς και η παραχώρηση των χρηματοπολιτικών και πιστωτικοπολιτικών αρμοδιοτήτων σχετικά με την Κοινότητα στο Ταμείο, έπρεπε να συμβάλλει σταδιακά στη δημιουργία ενός υπερεθνικού κεντρικού τραπεζικού συστήματος.
Το γεγονός ότι εν έτει 2012 εξακολουθεί να “κουβεντιάζεται” η δημιουργία ενός ενοποιημένου ευρωπαϊκού τραπεζικού συστήματος, και ότι παράλληλα διάφορες μορφές “υπερεθνικοποίησης” της οικονομικής πολιτικής των κρατών μελών της ευρωζώνης απ’ άλλους “κουβεντιάζονται” και από άλλους είναι ανάθεμα και προδοσία, έχει την σημασία του…
Η προσπάθεια του 1971 – 1972 πάντως βούλιαξε. Κατά τον Busch:
Η αγγλική λίρα αποχώρησε τον Ιούνιο του 1972 από το νομισματικό “φίδι”, ενώ λίγο μετά την έναρξη της λειτουργίας του, το Φεβρουάριο του 1973, την ακολούθησε η ιταλική λιρέτα. Απ’ αυτή τη στιγμή η Αγγλία και η Ιταλία θα διακυμαίνουν ανεξέλεγκτα τα νομίσματά τους. Η υποτίμηση του δολαρίου που ήταν αναγκαία στις αρχές του 1973 και η πίεση ανατίμησης που ασκήθηκε εκ νέου την άνοιξη σ’ όλα τα νομίσματα του “φιδιού”, και ιδιαίτερα στο μάρκο, ώθησε τις χώρες της ΕΟΚ στην απόφαση να διακυμάνουν από κοινού (en bloc) τα νομίσματά τους έναντι του δολαρίου. Το Μάρτιο του 1973 το φίδι εγκατέλειψε το περίφημο “τούνελ” του. Το ανώτατο όριο απόκλισης ανάμεσα στα κοινοτικά νομίσματα καθορίστηκε έκτοτε σε + (-) 2,25%. Η αγγλική λίρα και η ιταλική λιρέτα δεν συμμετείχαν σταθερά στο σύστημα της από κοινού διακύμανσης. Αντίθετα, η Νορβηγία και η Σουηδία, παρ’ ότι δεν ανήκαν στην ΕΟΚ, συμμετείχαν στην ευρωπαϊκή νομισματική ένωση.
Κατά τη διάρκεια του 1973 φάνηκε ξεκάθαρα, ότι σε καμιά περίπτωση δεν μπορούσε να πραγματοποιηθεί η μετάβαση στο δεύτερο στάδιο της ΟΝΕ, που είχε προγραμματιστεί για το 1974. Ούτε τα κράτη μέλη της ΕΟΚ είχαν συντονίσει την οικονομική τους πολιτική, όπως είχαν προγραμματίσει, ούτε η σύλληψη για τη νομισματική ολοκλήρωση είχε σημειώσει επιτυχία, εξαιτίας της αποχώρησης της Μ. Βρετανίας και της Ιταλίας.
Αυτή η θλιβερή κατάσταση της ΟΝΕ δεν άλλαξε καθόλου μετά το τέλος του 1973. Κάθε χρόνο γίνονταν έντονες μεταβολές στο νομισματικό φίδι, χωρίς ν’ αυξάνει όμως και ο αριθμός των νομισμάτων που διακυμαίνονταν μεταξύ τους. Δεν μπορεί να γίνει λόγος ούτε για μια συντονισμένη ενέργεια των οικονομικοπολιτικών εργαλείων των κρατών μελών. Στο σύστημα των από κοινού διακυμάνσεων σημειώθηκαν από το Μάρτιο του 1973 μέχρι τον Αύγουστο του 1977 οι παρακάτω σημαντικές μετατοπίσεις: Στα μέσα του 1973 ανατιμήθηκε το μάρκο κατά 5,5% στα πλαίσια του μπλοκ των νομισμάτων. Από τον Ιανουάριο του 1974 μέχρι τον Ιούλιο του 1975, το γαλλικό φράγκο αποχώρησε από την νομισματική ένωση, επέστρεψε εκ νέου το Μάρτη του 1976, για να αποχωρήσει και πάλι από το “φίδι” αργότερα. Τα νομίσματα της Μ. Βρατανίας, της Ιταλίας και της Ιρλανδίας διακυμαίνονταν ανεξέλεγκτα σ’ όλη τη διάρκεια αυτής της περιόδου. Τον Αύγουστο του 1977 αποσυνδέθηκε η σουηδική κορώνα από το νομισματικό μπλοκ της ΕΟΚ. Ταυτόχρονα υποτιμήθηκε η δανική κορώνα κατά 5%. Χωρίς το αγγλικό, το γαλλικό, το ιταλικό και το ιρλανδικό νόμισμα, και μετά την αποσύνδεση του ενός από τα δύο σκανδιναβικά νομίσματα, το “φίδι” μεταμορφώθηκε – όπως ωραία το διατύπωσε κάποιος δημοσιογράφος – σε σκουλίκι της βροχής…