Ο ελληνικός εμφύλιος πόλεμος δεν επιλύθηκε με ένα μεγάλο κρατικό σχέδιο μεσολάβησης, όπως στις χώρες της “βιομηχανικής Δύσης”. Το ελληνικό 1950 δεν είχε βιομηχανία και αλυσίδα συναρμολόγησης, ούτε αριστερά συνδικάτα να καναλιζάρουν τις εργατικές αντιστάσεις, ούτε Κομμουνιστικό Κόμμα να κατεβαίνει στις εκλογές και να θεωρητικολογεί περί “ειρηνικού δρόμου προς τον σοσιαλισμό”. Το ελληνικό 1950 είχε χωροφύλακα στη γωνία, κομμουνιστές στην εξορία, δωσίλογους στα κρατικά πόστα και “συμμοριτοπόλεμο” στις εθνικές εορτές. Ως και η “εκπαίδευση” και ο ακόλουθος διορισμός στο δημόσιο, αυτή η προπατορική δικλείδα εκτόνωσης των κοινωνικών εντάσεων, ναρκοθετήθηκε με σημεία ελέγχου των “κοινωνικών φρονημάτων”. Με άλλα λόγια, η κεϊνσιανή κοινωνική σταθερότητα και οικονομική ανάπτυξη των “χρυσών χρόνων” 1950 – 1970, που αλλού επιτεύχθηκε με την παραγωγική ενσωμάτωση των εργατικών αντιστάσεων, εδώ πήρε μια μορφή ελαφρώς ιδιόμορφη. Η σχέση με το κράτος παρέμενε ο μετρητής του ποσοστού του κοινωνικού πλούτου που αποκόμιζε κανείς. Αλλά εκείνη η σχέση ήταν μια σχέση με ένα κράτος αστυνομικό και ο “πλούτος” είχε ένα σημαντικό κομμάτι εξωτερικού, μια ροή χρήματος που λεγόταν σχέδιο Μάρσαλ και ερχόταν από την άλλη μεριά του Ατλαντικού σαν πληρωμή για τον ρόλο του “προκεχωρημένου φυλακίου του δυτικού κόσμου”. Το ελληνικό αστυνομικό κράτος φύλαγε τα Δαρδανέλια από τον κομμουνιστικό κίνδυνο και πληρωνόταν για τη δουλειά του• ταυτόχρονα είχε αποκλείσει τον μισό πληθυσμό και τις ικανότητές του με ένα σύστημα κτηνώδους αστυνομικής επιτήρησης. Η διατήρηση της κοινωνικής σταθερότητας ενός τέτοιου μορφώματος δεν ήταν εύκολη δουλειά. Ο εμφύλιος καραδοκούσε έτοιμος να ξαναρχίσει. Ο αποκλεισμός βάσει φρονήματος δημιουργούσε τεράστιες εντάσεις. Η τρομερή ιστορία της δεκαετίας του ’40, ακόμη μεγαλύτερες. Το ελληνικό κράτος έψαξε την ιστορία του για μεθόδους επίτευξης της κοινωνικής σταθερότητας που να του ταιριάζουν. Και βάσισε την σταθερότητά του στο “εθνικόφρον” κομμάτι του πληθυσμού. Αυτό το εν τέταρτο της κοινωνίας, οι νικητές της ένοπλης κορύφωσης του εμφυλίου πολέμου κατά την μακρά δεκαετία του ’40, δεν ήταν σκέτοι ιδεολόγοι. Η υλική βάση της ιδεολογίας τους ήταν τα μικρά χωράφια, τα μικρά ιδιόκτητα σπίτια και τα μικρά μαγαζιά που είχαν προκύψει ή διασωθεί από την βρώμικη περίοδο της “κατοχικής συσσώρευσης”. Αυτά και μαζί με μια σχέση με το κράτος ως πηγή υλικών απολαβών οι οποίες ξεκινούσαν από τις πάσεις φύσεως άδειες για εξάσκηση επαγγέλματος, συνέχιζαν στους ατομικούς διορισμούς στο δημόσιο και κατέληγαν στον τρόπο που κατασκευάζονταν οι υποδομές στην επαρχία. Με λίγα λόγια η μικρή ιδιοκτησία, η σύνδεσή της με το κράτος και οι ιδεολογίες που παράγονταν από αυτόν τον συνδυασμό• αυτό ήταν το θεμέλιο της ελληνικής κοινωνικής σταθερότητας, σταθερό σαν θεμέλιο πολυκατοικίας χτισμένης με αντιπαροχή. Αυτό το σχήμα ολοκληρώθηκε το 1982. Τότε ολοκληρώθηκε η υλική και ιδεολογική ένταξη σε αυτό και των ηττημένων του εμφυλίου. Από εκεί και πέρα οι κρατικές μεσολαβήσεις άρχισαν να αφορούν με τα σωστά τους ολόκληρο τον πληθυσμό. Φυσικά υπήρχε ένα κρυφό προβληματάκι. Το σχήμα που εξασφάλιζε τη σταθερότητα του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού, δηλαδή το σχήμα “εργάτες δεν υπάρχουν – θα γίνουμε όλοι μικροαστοί στην ιδεολογία και στην πράξη”, μπορεί να είχε σοβαρά πλεονεκτήματα ως προς την σταθερότητα και το ιδεολογικό μπετονάρισμα, ταυτόχρονα όμως έπασχε σοβαρά στον τομέα της “διεθνούς ανταγωνιστικότητας”. Η χρηματοδότηση του σχήματος “λίγοι εργάτες – κάμποσοι μικροαστοί στην πράξη – μιλιούνια μικροαστοί στην ιδεολογία” δεν πήγαζε από τη ρώμη του ελληνικού κεφαλαίου. Μεγάλο μέρος της ερχόταν απ’ έξω ως πληρωμή για την περίφημη “θέση της χώρας”. Αυτή η πληρωμή εκφράστηκε από το 1982 και μετά, πρώτα σαν ένταξη στην ΕΟΚ και ευρωπαϊκές επιδοτήσεις και έπειτα σαν η ροή των δωρεάν εργατών που από το 1990 και μετά έγιναν παράνομοι με το ζόρι έπειτα από τη νίκη του δυτικού κόσμου στον ψυχρό πόλεμο. Και δούλεψε καλά αυτή η πληρωμή, “καλά” όπως θα ανέμενε κανείς για τον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό. Ο θρίαμβος της μικρής ιδιοκτησίας φάνηκε τελειωτικός, η ιδεολογική κυριαρχία της ασφυκτική. Ο ελληνικός καπιταλισμός, από την άλλη, παρέμεινε τεχνολογικά καθυστερημένος, χαμηλής οργανικής σύνθεσης, χαμηλής παραγωγικότητας, χαμηλής ανταγωνιστικότητας. Οι “ρομποτικές ντοματοκαλλιέργειες” που λαχταρούν τελευταία οι αστοί διανοούμενοι εκφράζουν ακριβώς το γεγονός ότι οι ευρωπαϊκές επιδοτήσεις δύο δεκαετιών έγιναν πέτσινα αγροτικά, διαμερίσματα αγορασμένα με στεγαστικό δάνειο, παράνομοι εργάτες που δουλεύουν με το μαστίγιο, βιασμοί στα κωλόμπαρα και πτυχία του κώλου. Τα αναμενόμενα δηλαδή: η μικρή ιδιοκτησία, τα ενδιαφέροντά της και οι ιδεολογίες της• αυτό θριάμβευσε για τριάντα χρόνια και αυτό καταρρέει σήμερα. Αλλά καμία κατάρρευση δεν είναι τζάμπα. Σήμερα το ελληνικό κράτος, πιεσμένο από την κρίση του, επιλέγει να γκρεμίσει ολόκληρο το οικοδόμημα της μεταπολιτευτικής σταθερότητας. Οι θέσεις στην εκπαίδευση λιγοστεύουν, οι διορισμοί στο δημόσιο παγώνουν. Τα ίδια τα θεμέλια της μικρής ιδιοκτησίας που λέγονται “ιδιόκτητο σπίτι” και “αυτοκίνητο” γίνονται στόχος φορολόγησης και κατάσχεσης. Μαζί τα κάθε είδους ιδεολογικά χωνιά θρηνούν και εξοργίζονται για την ανυπαρξία μιας παραγωγικής εργατικής τάξης και ενός τεχνολογικά εξελιγμένου κεφαλαίου που θα την εκμεταλλευτεί όπως της πρέπει. Και σχεδιάζουν: “Ειδικές Οικονομικές Ζώνες”, “επενδύσεις από το Κατάρ”, “αναμόρφωση της εκπαίδευσης”. Κάτι πρέπει να κάνουν κι αυτοί. Από την άλλη ξέρουν καλά πως είναι αδύνατον να ξεπεραστούν εξήντα χρόνια ιστορίας με μια ιαχή του είδους “πάμε ρε για τον υπερτεχνολογικό καπιταλισμό αλά ελληνικά”. Ξέρουν ακόμη καλύτερα ότι τα προβλήματα του ελληνικού καπιταλισμού, αν ξεπεραστούν, θα ξεπεραστούν για άλλη μια φορά με προσφυγή στη “θέση της χώρας”. Ξέρουν ότι αυτό σημαίνει από τη μια την γοργή επαναφορά της φασιστικής μορφής του κράτους που επόπτευσε την διεξαγωγή του εμφυλίου και από την άλλη βασανιστική αναμονή• έως ότου οι “διεθνείς συνθήκες” κριθούν ευνοϊκές. Όσο αυτός ο αγώνας με τον χρόνο εξελίσσεται, είναι αναγκασμένοι να ταρακουνούν τα ίδια τα θεμέλια της ελληνικής κοινωνικής σταθερότητας: τους μικροαστούς, τις ιδεολογίες τους και τις υλικές τους απολαβές. Όποιος πειραματίζεται με δυναμικές ισορροπίες οφείλει να γνωρίζει ότι η κατάρρευσή τους μπορεί να προέλθει από εκεί που δεν το περιμένει κανείς και γρήγορα να πάρει τη μορφή κατολίσθησης. Τα αφεντικά του ελληνικού κράτους, που η μοίρα τους τα ‘φερε να προσπαθούν να νεκραναστήσουν τον φασιστικό τους εαυτό, δηλαδή να πειραματίζονται με μια δυναμική ισορροπία έξι δεκαετιών, πρέπει να έχουν τα μάτια τους εικοσιτέσσερα. Να προβλέψουν κάθε ρωγμή και τις συνέπειές της και να κοιτάξουν να δράσουν προληπτικά. Όσο για “πιθανές ρωγμές”, η πρόσφατη ιστορία της χώρας γνέφει με νόημα. Σε αυτή την πρόσφατη ιστορία, οι κοινωνικά καθολικές μεσολαβήσεις της μεταπολίτευσης δούλεψαν όσο καλύτερα μπορούσαν. Κοιτάξτε ειδικά την περίπτωση της νεανικής κοινωνικής δυσαρέσκειας, δηλαδή των ρευμάτων αμφισβήτησης που πηγάζουν κατευθείαν από το σαλόνι των μικροαστών, κατευθείαν από την αγορά εργασίας όπου καταλήγουν τα παιδιά των εργατών, από την εξουσία του σχολείου, από τον υποχρεωτικό εκκλησιασμό, από την αντίθεση στην κρατική εξουσία. Το μεταπολιτευτικό σύστημα των μεσολαβήσεων περιέλαβε αυτή τη διαδικασία με ό,τι εργαλείο είχε διαθέσιμο. Και το αποτέλεσμα ήταν αυτό που λέμε “ο χώρος”. Ο χώρος, ακριβώς λόγω της ιστορικής διαδικασίας που τον παρήγαγε, ήταν και είναι περίεργο πράγμα. Φαινόμενο πολιτιστικό, αλλά όχι μόνο. Μικροαστικής προέλευσης, αλλά όχι μόνο. Φοιτητές, αλλά όχι μόνο. Αντικαπιταλιστικός, αλλά όχι μόνο. Νεολαιίστικος, αλλά όχι μόνο. Ελεγχόμενος από τις αριστερές μεσολαβήσεις, αλλά όχι μόνο. Πολλοί και πολλές, αλλά όχι και τόσο. Στα χρόνια από το 1982 και μετά, ο χώρος αποδείχτηκε πλούσια πηγή ιδεών και στελεχών για το κεφάλαιο στην ελληνική εκδοχή του, ίσως η λαμπρότερη περίπτωση της παραγωγικής μεσολάβησης των κοινωνικών σχέσεων στην Ελλάδα.[1] Το δόγμα “ομάδα που κερδάει δεν την αλλάζεις” είναι βγαλμένο απ’ τη ζωή. Τι γίνεται όταν πειράζεις τις μεσολαβήσεις, όταν παίζεις με τις δυναμικές τους ισορροπίες; Τα διδάγματα των τελευταίων χρόνων είναι ίσως αμελητέα, όχι όμως για ανθρώπους με φιλοδοξίες καθολικού social engineering. Ο χώρος και ο χρόνος πιέζουν, οπότε θα πούμε δύο σύντομα: το 2008 οι ακροδεξιοί κοινωνικοί μηχανικοί που έχουν αναλάβει τη μοίρα του τόπου ξεκίνησαν να χτίζουν την καθολική κυριαρχία των μπάτσων στον πολεοδομικό ιστό και χώθηκαν στα γρήγορα στα Εξάρχεια. Κατέληξαν με ένα παιδί της μεσαίας τάξης 16 ετών δολοφονημένο και με μια πολυεθνική εξέγερση πανελλήνιας εμβέλειας στα χέρια τους. Το 2012 ξεκίνησαν να παίξουν το έργο “κυριαρχία των νεοναζί στους δρόμους και τα σχολεία” και σήμερα το βλέπουν να κουτσαίνει μπροστά σε ασυνάρτητες δράσεις, αφίσες που δεν συμφωνούν μεταξύ τους, μαθητικές ομάδες που ξεφυτρώνουν όπου λάχει, πανκ συναυλίες και τυχαία ξυλοφορτώματα• βασικά όμως μπροστά σε ένα γεγονός που χτίζεται από το 1973: ο δρόμος δεν ανήκει στην άκρα δεξιά – η άσφαλτος τούς καίει τα πόδια. Αυτό είναι το πρόβλημα με όλους εμάς: είμαστε ένα αντικουλτουριάρικο, νεολαιίστικο, ανοργάνωτο, βαθιά κοινωνικό φαινόμενο. Είμαστε δυνάμει πολυεθνικό και διαταξικό πεδίο συνάντησης. Λέμε πως δουλεύουμε στη βάση της αφιλοκερδούς και ανιδιοτελούς προσφοράς και πολλές φορές το κάνουμε κιόλας. Με λίγα λόγια εγκαλούμε στην πράξη, δίχως να ξέρουμε πώς να την πραγματώσουμε, την μόνη ρεαλιστική αντικαπιταλιστική και αντιφασιστική δυνατότητα: την οργάνωση της κοινωνικής εργασίας και δημιουργικότητας έξω από τη σχέση κεφάλαιο και εναντίον της. Αυτό είναι το πρόβλημα με όλους εμάς: από μόνοι μας μπορεί να μην λέμε και πολλά πράγματα. Αν όμως μας τοποθετήσει κανείς στο φόντο ενός γενικού γκρεμίσματος, μπορεί να μας φανταστεί να διαμορφώνουμε στο μέλλον μικρές περιοχές εργατικής αυτονομίας. Γι’ αυτό η βίλα Αμαλίας τυλίχτηκε με ξυραφόσυρμα, γι’ αυτό είμαστε όλοι μας ο πιο πρόσφατος στόχος της “εκστρατείας πάταξης της ανομίας”. Ετούτη είναι η τελευταία λέξη της κοινωνικής μηχανικής του ελληνικού φασισμού. Που όταν έχει να κάνει μαζί μας, είναι αναγκασμένη να είναι προσεκτική, ευπροσάρμοστη και εφευρετική. Εξαιτίας αυτού που είμαστε, κυρίως όμως εξαιτίας αυτού που μπορούμε να γίνουμε.
[1]. Όπως θα δείτε παρακάτω στο τεύχος που κρατάτε στα χέρια σας, ακόμη και φασίστες σύμβουλοι του κύκλωπα Αντώνη Σαμαρά προέρχονται από τον “χώρο” (πρώην σύντροφοι!). Πίσω τους βρίσκουμε πληθώρα καθηγητών πανεπιστημίου, στελέχη εταιρειών πάσης φύσεως, κοπάδια κομματικών καθοδηγητών, επιτυχημένους επιχειρηματίες και πάει λέγοντας.