Λέγαμε στο προηγούμενο τεύχος ότι ο αντιεξουσιαστικός χώρος είναι το προϊόν της διαδικασίας μεσολάβησης της νεανικής δυσαρέσκειας όπως εξελίχθηκε από το 1974 και μετά. Μαζί λέγαμε ότι πρόκειται ίσως για την λαμπρότερη στιγμή της παραγωγικής μεσολάβησης των κοινωνικών σχέσεων στην Ελλάδα της μεταπολίτευσης. Το κοινωνικό μόρφωμα που προέκυψε ήταν όπως θα το περίμενε κανείς. Η κοινωνική του σύνθεση ήταν ένα μέρος μικροαστοί και ένα (μικρότερο) μέρος εργάτες. Η ηλικιακή του σύνθεση λαχάνιαζε για να ξεπεράσει τον μέσο όρο των εικοσιπέντε ετών. Τα πολιτισμικά του χαρακτηριστικά προέκυπταν από τον διάχυτο ατομικίστικο αντικομφορμισμό των μελών του, που ήταν άλλωστε και η γενεσιουργός του αιτία. Πέρα από το πολιτισμικό θέμα πάντως, οι ιδεολογίες δεν ήταν πολύ διαφορετικές από εκείνες που χαρακτήριζαν την ελληνική νεολαία στο σύνολό της• όπως “το παιδί” και η ευημερία του ήταν το κέντρο του κόσμου της ελληνικής οικογένειας, έτσι και ο “χώρος” όλος μαζί έβλεπε τον εαυτό του σαν το κέντρο του κόσμου. Παράλληλα, όπως η ανευθυνότητα είναι εκείνο που αναμένεται από “το παιδί”, η ανευθυνότητα έγινε το πιο σίγουρο από τα συστατικά της αντιεξουσιαστικής οργάνωσης. Οι οργανωτικές δομές που εφευρέθηκαν ήταν στη συντριπτική τους πλειοψηφία ευκαιριακές, δίχως κανείς να δίνει λογαριασμό ή να ζητάει λογαριασμό. Το άτομο και οι επιθυμίες του ήταν το τελικό ντουβάρι που μπορούσε να ακυρώσει κάθε συλλογική απόφαση. Η συλλογική δέσμευση σε ένα σκοπό, η συλλογική αντίληψη για την ιστορία, το καθήκον, όλα τους μετατράπηκαν σε γραφικότητες. Αντιθέτως, η περιστασιακότητα, η άγνοια της ιστορίας και της ιστορίας μας, το “σήμερα είμαι – αύριο δεν είμαι”, το “είπα – ξείπα”, το κυνήγι της ατομικής καλοπέρασης, η ιερότητα της ατομικής γνώμης, όλα τους μετατράπηκαν σε αδιαμφισβήτητα πειστήρια ριζοσπαστικότητας. Η ιαχή “να περνάμε καλά”, που βροντούσε πάνω από το τελικό σάπισμα της ελληνικής κοινωνίας στα ’90′s, υιοθετήθηκε ανερυθρίαστα ως η πεμπτουσία της αντιεξουσιαστικής λογικής. Οι υλικές δυνατότητες είναι βέβαια σκληρά εξαρτημένες από τον τρόπο οργάνωσης. Οπότε κι εδώ τα πράγματα εξελίχθηκαν αναμενόμενα. Οι συλλογικές απόψεις για τον καπιταλιστικό κόσμο ήταν και παραμένουν καχεκτικές. Η γνώση για το ελληνικό κράτος και την ιστορία του νηπιακή. Οι τρόποι και τα περιεχόμενα της δράσης προέκυπταν αντίστοιχα, ή για να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους, είχαν ανατεθεί στην αριστερά. Όλα αυτά τα όμορφα με δύο εξαιρέσεις, οι ρίζες των οποίων βρίσκονταν εξαρχής στη φύση του χώρου: την αντιμπατσική και αντιφασιστική θεματολογία. Η απέχθεια για τα δύο συγκεκριμένα είδη, μπορεί να μην προέκυψε από κάποια αυτόνομη ανάλυση του καπιταλιστικού κόσμου, ακόμη πιο σίγουρο όμως είναι ότι δεν περιλαμβανόταν στα προτάγματα της αριστερής μεσολάβησης. Η αντιφασιστική και αντιμπατσική αντίθεση ήταν αυτό που λένε πηγαία: προέκυψε από την ίδια τη φύση του “χώρου”, από την μεγάλη πηγή της απέχθειας προς την εξουσία. Ιστορικά οι μπάτσοι και οι φασίστες προέκυψαν ως οι βασικοί ανταγωνιστές για την κατοχή του δημόσιου χώρου, ως οι “φυσικοί” εχθροί ενός υποκειμένου οι κοινωνικές εμπειρίες του οποιου συνοψίζονται υποδειγματικά στο “Βρέθηκες ξάφνου σ’ ένα κελί / και η δικογραφία σου λέει εξύβριση αρχής”. Δηλαδή οι μπάτσοι και οι φασίστες κόλλησαν εξαίρετα με τον ανιστορικό εμπειρισμό, που ήταν και είναι η μέθοδος κατανόησης του κόσμου στην οποία διαπρέπουμε περισσότερο από κάθε άλλον ντόπιο. Μην το πάρετε στραβά. Ως μέθοδος, ο ανιστορικός εμπειρισμός έχει και τα καλά του. Γιατί τα περίφημα “φαινόμενα” που τρέφουν το ανοικτό μάτι του παρατηρητή, είναι βέβαια τα φαινόμενα της καπιταλιστικής κοινωνίας. Αν συνδέονται μεταξύ τους ως μορφές, είναι λόγω της βαθύτατης σύνδεσής τους ως λειτουργίες, λόγω της βαθύτατης αλληλεξάρτησης όλων με όλους που χαρακτηρίζει το καπιταλιστικό σύστημα κοινωνικής οργάνωσης• δεν είναι επιστημονικό, αλλά είναι αυτή η αλληλοσύνδεση που οδήγησε τον Μαρξ να μιλήσει για “αφηρημένη εργασία”. Όπως και να ‘χει: σήμερα αποδεικνύεται ότι οι μπάτσοι και οι φασίστες που έγιναν από νωρίς αντιληπτοί ως οι “φυσικοί” αντίπαλοι του “χώρου”, τελικά ήταν βαθιά συνδεδεμένοι, όχι μόνο μεταξύ τους, αλλά και με την ιστορία του ελληνικού κράτους. Ότι όντως ήταν ο αντίπαλος που μας αντιστοιχεί και ότι είχαν να παίξουν ρόλο πολύ πέρα από την κατοχή των πλατειών. Με αυτόν τον στρεβλό τρόπο, ο “χώρος” τα τελευταία χρόνια έχει αναδειχθεί στον πλέον έγκυρο μελλοντολόγο, δίχως βέβαια να καταλαβαίνει με ποιον ακριβώς τρόπο. Από τη μια αυτό το γεγονός θα πρέπει να γεμίζει τους κρατικούς υπάλληλους με αμηχανία. Στις αρχές του Φθινοπώρου, με το σχέδιο “κυριαρχία της Χρυσής Αυγής στο δρόμο” να έχει ξεκινήσει με ταρατατζούμ και κρατική χρηματοδότηση, υποστηρίζαμε ότι το σχέδιο δε μας πείθει και τόσο και κάναμε τρεις διαπιστώσεις: Η πρώτη: όσο το σχέδιο “ultra violent Χρυσή Αυγή” προχωράει, τόσο οι φασίστες ξεθαρρεύουν και γίνονται εμφανείς. Παλιά τους ψάχναμε και δεν τους βρίσκαμε. Τώρα κάνουν μπαμ. Η δεύτερη: όσο το σχέδιο “ultra violent Χρυσή Αυγή” προχωράει, τόσο πιο αποδεκτή κοινωνικά θα γίνεται κάθε αντίθεση εναντίον της και τόσο περισσότερο εμψυχωτικά θα είναι τα αποτελέσματά της. Η τρίτη: μπορεί οι φασίστες και οι μπάτσοι να υπονοούν ότι “όποιος κουνηθεί θα θαφτεί”, αλλά οι υποψήφιοι να κινηθούν όλο και πληθαίνουν. Το σώμα των εχθρών του φασισμού παύει να εξαντλείται στους “συνήθεις υπόπτους” και αρχίζει να περιλαμβάνει κομμάτια που προς το παρόν (το τονίζουμε αυτό όσο δεν παίρνει) είναι πολύ δύσκολο να υπαχθούν σε μεταχείριση στρατοπέδου συγκέντρωσης. Παράδειγμα: μπορεί οι μαθητές που απεχθάνονται τους φασίστες συμμαθητές τους προς το παρόν να φοβούνται, ποιος φασίστας και ποιος μπάτσος όμως μπορεί να σηκώσει χέρι σε μαζική συγκέντρωση μαθητών;[1] Το σχέδιο κυριαρχίας των φασιστών κατέρρευσε σχεδόν ολοκληρωτικά στους μήνες που ακολούθησαν. Δεν είναι μόνο που μοιράστηκαν φάπες στους φασίστες με κάθε ευκαιρία. Είναι κάτι πολύ σημαντικότερο. Απέναντι στη γιγάντωση του “φυσικού εχθρού”, βρέθηκαν δραστήριες μειοψηφίες της ελληνικής νεολαίας. Και άρχισαν να οργανώνονται όπως τους επέτρεπαν ο τόπος και η ιστορία τους. Είναι “χώρος” όσο όλοι μας και έχουν όλα μας τα κουσούρια. Είναι πηγαία νεανική, ηθική και ταξική δυσαρέσκεια και ταυτόχρονα είναι ένα αποτέλεσμα της κοινωνικής κίνησης που κινδυνεύει να παραμυθιαστεί πως είναι η αιτία της. Αλλά δεν είναι οι χειρότεροι και οι χειρότερες της γενιάς τους, κάθε άλλο. Και πολύ περισσότερο από την αντιφασιστική δράση, στο μέλλον θα έχουν να ωφεληθούν με χίλιους τρόπους από την ανακάλυψη της συλλογικής τους ύπαρξης. Και αυτό πραγματικά δεν ειναι καθόλου λίγο, είναι πολύ, τόσο πολύ, που φτάνει να ενθουσιάζει ως κι εμάς τους γρουσούζηδες. Σχεδόν. Γιατί είπαμε: όλα μας τα κουσούρια. Κι απ’ όλα μας τα κουσούρια, εκείνο που βγάζει μάτι είναι η οργανωτική μας κατάσταση. Οι κατ’ όνομα συνελεύσεις των ανεύθυνων που στρώνουν χαλιά για να περάσει το (πάντα αρσενικό) άτομο με το βαρύτερο ύφος. Οι κατ’ όνομα συζητήσεις των σιωπηλών όπου θριαμβεύει η ημιμάθεια. Τα γήπεδα που ανοίγονται για να καλπάσει κάθε άγνοια, κάθε προκατάληψη, κάθε συντηρητισμός, κάθε γαμημένος αρχηγός με εμβέλεια δέκα ατόμων -και βέβαια η χαρακτηριστική μας αυταρέσκεια. Εν ολίγοις, το μεγαλύτερο κουσούρι μας είναι το σύνολο των μεταφυσικών αντιλήψεων που θεωρεί “οργάνωση” κάθε μάζωξη τυχαίων ατόμων που είναι ό,τι δηλώνουν. Μη γελιέστε. Αυτή η κατάσταση επιτρεπόταν να υπάρχει μόνο σε περιβάλλον λιακάδας. Τότε που κάθε ανευθυνότητα είχε στην τελική δίκιο να είναι τέτοια, ακριβώς γιατί εξέλειπαν οι συνέπειές της. Αλλά αυτοί οι καιροί τελείωσαν. Σήμερα, τώρα που μιλάμε, όλες οι κατ’ όνομα οργανωτικές δομές της αντεξουσίας καταρρέουν με πάταγο γύρω μας υπό το βάρος της κρατικής επίθεσης και της καπιταλιστικής κρίσης.[2] Και θα πρέπει να ανακαλυφθούν καινούριες. Οργανωτικές δομές για τους καιρούς της θύελλας. Και μαζί ο τρόπος για να σταματήσουμε να γράφουμε κείμενα γεμάτα αφηρημένα ουσιαστικά. Το βασικό δηλαδή είναι να μην ενθουσιαζόμαστε.
[1] “Φασισμός και αντιφασισμός σήμερα: Στη μαλακία, στη θεωρία και στην πράξη”, Antifa #33, 10/2012. [2] Η μεταφυσική που λέγαμε είναι τέτοια που τα mailing list με ονόματα αγνώστων έχουν καταστεί η βασική μέθοδος επικοινωνίας. Οπότε τα πότε και τα πώς είναι γνωστά σε όλους τους ενδιαφερόμενους, από τους νέους συντρόφους μέχρι τους αναρχολόγους της Ασφάλειας Αθηνών. Τεύχος 36 περιοδικού Antifa, 26/04/2013. Θα το βρείτε σε βιβλιοπωλεία και περίπτερα των Eξαρχείων και σε αυτοδιαχειριζόμενους κοινωνικούς χώρους. Για ταχυδρομική αποστολή του τρέχοντος ή παλαιότερων τευχών στείλτε mail στο antifascripta@yahoo.com