Έθνος και Τάξεις (Μέρος 2ο)
«Κατά τη διάρκεια της ζωής μου, έχω δει Γάλλους, Ρώσσους, Ιταλούς, κλπ. Χάρη στον Μοντεσκιέ, τυχαίνει ακόμη να γνωρίζω ότι κάποιος μπορεί να αυτοπροσδιορίζεται σαν Πέρσης. Όσο για τον Άνθρωπο, δηλώνω καθαρά ότι δεν τον έχω συναντήσει ποτέ στην ζωή μου».
Ζοζέφ Ντε Μαιστρ, «Στοχασμοί Πάνω στην Γαλλία»
Τάξεις κι Εθνικισμός
Ο πόλεμος είναι το προνομιακό πεδίο μέσα από το οποίο η εθνικιστική κοσμοθεωρία θα όφειλε να είναι σε θέση να αντλήσει εκείνα τα εμπειρικά δεδομένα που θα την βοηθούσαν να επικυρώσει τις οντολογικές κατηγορίες γύρω από τις οποίες δομεί και αντιλαμβάνεται τον κόσμο. Αυτό που εννοούμε είναι ότι αν οι φαντασιακές σημασίες και οι πυρηνικές έννοιες του κυρίαρχου εθνικιστικού φαντασιακού έχουν κάποια σχέση προς τις πραγματικές κοινωνικές συνθήκες και τους υλικούς όρους ύπαρξης της «εθνικής κοινότητας», αν μπορούν να λειτουργήσουν ως ιδεολογικά εργαλεία για την αποτύπωση υπαρκτών επιθυμιών και ταξικών συμφερόντων, τότε η εκάστοτε πολεμική σύρραξη θα όφειλε να εκτυλίσσεται σε συμφωνία με τα έτοιμα θεωρητικά σχήματα των εθνικιστών ως προς τα βασικά στοιχεία που προσδίδουν σε μια εθνική μονάδα κοινωνικής οργάνωσης το περιεχόμενο και τον προσανατολισμό της. Η ιστορία άλλωστε είναι το πεδίο όπου οι κοινωνικές θεωρίες υποβάλλονται στην ανελέητη δοκιμασία της πράξης, και είτε κατορθώνουν να επηρεάσουν την εξέλιξη της κοινωνίας προς την μια ή την άλλη ταξική κατεύθυνση, επαληθεύοντας την βιωσιμότητα και ζωτικότητα των αναλυτικών κατηγοριών τους, ή συντρίβονται στην πολυμορφία της ζωής και της κοινωνικής πραγματικότητας, χωρίς να διαδραματίσουν κάποιο ρόλο ως προς τις δυνάμεις που τίθενται αντιμέτωπες στο πεδίο της Κοινωνικής Πάλης. Υπό αυτή την έννοια, μια προσεκτικότερη επισκόπηση των διακρατικών πολέμων ως ιστορικού φαινομένου, είναι αρκετή για να μας πείσει ότι η εξιστόρηση του πολέμου από τους πάσης φύσεως «πατριώτες» και εθνικιστές ως μιας συγκρουσιακής συνθήκης όπου δύο ή περισσότερες συμπαγείς κοινωνικές ολότητες, ενωμένες στο εσωτερικό τους χάρη στον αδιάσπαστο δεσμό φυλετικής αλληλεγγύης και πολιτισμικής συγγένειας που υπάρχει ανάμεσα στα μέλη τους, εμπλέκονται σε μια κατά μέτωπο αναμέτρηση, δεν είναι παρά μια φαντασιοπληξία, μια ιδεολογικοποιημένη ερμηνεία της ιστορικής πραγματικότητας. Ούτε βέβαια είναι ποτέ αποκλειστικά και μόνο τα λεγόμενα «εθνικά» ζητήματα εκείνα που δημιουργούν το υπόβαθρο για την εκδήλωση έντονων διακρατικών ανταγωνισμών που μπορεί να οδηγήσουν στην επίλυση της διαφοράς μέσω της ένοπλης επιβολής.
Είναι το ταξικό ζήτημα ο βασικός παράγοντας που οδηγεί στον πόλεμο και ο συσχετισμός δυνάμεων ανάμεσα στις κοινωνικές τάξεις που ενίοτε αλλάζει τις ισορροπίες και τη διάταξη των συμμαχιών στο πλαίσιο μιας πολεμικής αναμέτρησης, υπερβαίνοντας τα τυπικά εθνικά όρια των εμπόλεμων παρατάξεων και καλλιεργώντας σχέσεις και επαφές ανάμεσα στις ιεραρχικά διαβαθμισμένες κοινωνικές ομάδες των φαινομενικά εχθρικών στρατοπέδων. Οι ελλαδικές κατοχικές κυβερνήσεις του Τσολάκογλου (1941)[i], του Λογοθετόπουλου (1942) και του Ράλλη (1943) αποτελούν θεσμική έκφραση της κοινότητας συμφερόντων που υπάρχει ανάμεσα στις κυρίαρχες ελίτ και τα προνομιούχα κοινωνικά στρώματα που φαινομενικά ανήκουν σε διαφορετικούς ετερόνομους κοινωνικούς σχηματισμούς και της φυσικής συνέχειας των οργανικών δεσμών που αναπτύσσονται ανάμεσα τους, ακόμη και μέσα σε συνθήκες ανοικτού πολέμου. Είναι οι μαύρες κηλίδες που η εθνική ιστοριογραφία αδυνατεί να ξεφορτωθεί ή να εξηγήσει ικανοποιητικά, χωρίς να αποφασίσει να εισχωρήσει στα επικίνδυνα και φουρτουνιασμένα νερά του δυσεπίλυτου κοινωνικού ζητήματος. Κι αυτό γιατί, στην συντριπτική τους πλειοψηφία, οι άνθρωποι που υπηρέτησαν με την ιδιότητα του υπουργού ή του αξιωματούχου στις κυβερνήσεις της κατοχικής περιόδου, υπήρξαν εξέχοντα μέλη της πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής ελίτ, καθώς και των προνομιούχων κοινωνικών ομάδων της Ελλάδας του μεσοπολέμου. Ο Χατζημιχάλης, υπουργός Οικονομικών στην κυβέρνηση του Τσολάκογλου, και ο Τσιρονίκος, υπουργός Γεωργίας & Επισιτισμού στην κυβέρνηση του Λογοθετόπουλου, ήταν μεγαλοεπιχειρηματίες, σάρκα εκ της σαρκός του ελλαδικού μεγάλου κεφαλαίου. Ο ίδιος ο Λογοθετόπουλος ήταν ένας ευυπόληπτος επιστήμονας ακαδημαϊκός, καθηγητής της ιατρικής στο παν/μιο της Αθήνας, ενώ ο Ράλλης ήταν γόνος μεγάλης πολιτικής οικογενείας των Αθηνών και προτού στραφεί σε μια καριέρα επαγγελματία πολιτικού ασκούσε το επάγγελμα του δικηγόρου.[ii] Σε ότι αφορά τα υπόλοιπα στελέχη των δοσιλογικών κυβερνήσεων συνεργασίας, αυτά προήλθαν μαζικά από τις γραμμές των ανώτερων αξιωματικών των σωμάτων των ενόπλων δυνάμεων.
Ήταν λοιπόν η «αφρόκρεμα» του ελλαδικού ετερόνομου κοινωνικού σχηματισμού που διέθεσε το ανθρώπινο δυναμικό το οποίο χρησιμοποιήθηκε για την στελέχωση των ανώτατων κυβερνητικών οργάνων των δοσιλογικών αρχών της κατοχής. Το γεγονός αυτό έχει την σημασία του, αν αναλογιστούμε ότι σύμφωνα με την συντηρητική, εθνικιστική κοσμοθεωρία, στο επίπεδο των ανώτερων στρωμάτων της κοινωνικής ιεραρχίας υποτίθεται ότι συμπυκνώνονται οι ατομικές και κοινωνικές «αρετές» που δικαιωματικά απέφεραν στα μέλη τους την κατοχή ηγεμονικών θέσεων στο πλαίσιο της ετερόνομης κοινωνικής ολότητας, μιας και τους επέτρεψαν να επικρατήσουν στον κοινωνικό ανταγωνισμό, ο καθένας στο πεδίο δράσης που είχε επιλέξει. Επιπλέον, ανάμεσα στα μέλη αυτής της «φυσικής» κοινωνικής αριστοκρατίας,[iii] είναι που οι παραδοσιακές αξίες εμφανίζονται να είναι πιο βαθιά ριζωμένες και πιο ισχυρές, όπου ο σεβασμός στις θεσμοποιημένες ιεραρχίες εκλαμβάνεται ως προϋπόθεση για την επιβίωση και μακροημέρευση της «πολιτισμένης» κοινωνίας και η αφοσίωση στο καλό της «πατρίδας» αποτελεί το ύψιστο ιδανικό και το σημείο αναφοράς για την κοινωνική υπόσταση του μεμονωμένου ατόμου. Μάλιστα, αν οι αρετές του «καλού πολίτη» και του εξέχοντος μέλους της εθνικής κοινότητας σηματοδοτούν τον θρίαμβο του εθνικιστικού φαντασιακού και βρίσκουν την απόλυτη δικαίωση και το φυσικό επιστέγασμα τους στην απονομή του άτυπου τίτλου του «καλού πατριώτη» μέσω της κοινωνικής αναγνώρισης που παρέχεται αφειδώς προς τον κάτοχο τους, τότε η ερμηνεία της ευθείας σύμπραξης των ολιγαρχικών αυτών στρωμάτων με τον κατακτητή καθίσταται διπλά προβληματική και σχεδόν αδύνατο να ερμηνευτεί με βάση τις συμβατικές ιδεολογικές αφηγήσεις περί του παγιωμένου καταμερισμού των κοινωνικών ρόλων σε μια συνεκτική εθνική «κοινότητα».
Με άλλα λόγια, είναι δύσκολο κανείς να αποδεχτεί τον «προδοτικό» ρόλο που επιτέλεσαν οι «εθνικόφρονες» ελίτ και τα προνομιούχα κοινωνικά στρώματα κατά την περίοδο της γερμανικής κατοχής και ταυτόχρονα να υπεραμύνεται της φαντασιοπληξίας μιας υπερταξικής εθνικής κοινότητας που αντιπαρατέθηκε με ομοψυχία στον «ξένο» εισβολέα. Ήταν μάλιστα οι εντεταλμένοι θεματοφύλακες των υψηλών ιδανικών του έθνους, οι επιχειρηματικοί και βιομηχανικοί ηγέτες, οι επαγγελματίες διαχειριστές της πολιτικής εξουσίας, καθώς και οι ένστολοι υπερασπιστές της ανεξαρτησίας της «πατρίδας», που έσπευσαν να τείνουν πρώτοι χείρα βοηθείας στους ναζιστές και να συνεισφέρουν συλλογικά στη συγκρότηση μιας πολιτικής διοίκησης που θα κυβερνούσε εξ ονόματος του κατακτητή. Εξάλλου, υπάρχουν βάσιμες ιστορικές ενδείξεις ότι οι δοσιλογικές ενέργειες του στρατηγού Τσολάκογλου συνάντησαν την επιδοκιμασία του συνόλου της ελίτ των επαγγελματιών πολιτικών της εποχής, παρά το γεγονός ότι οι περισσότεροι αστοί πολιτικοί δίσταζαν να αναλάβουν πολιτικά αξιώματα υπό την σκιά της γερμανικής επικυριαρχίας, προφανώς αναλογιζόμενοι τον αντίκτυπο που θα είχε κάτι τέτοιο στις προοπτικές για την καριέρα τους ως πολιτικών στην μελλοντική, απελευθερωμένη Ελλάδα.[iv]
Από τα παραπάνω, προκύπτει ότι ένα μεγάλο τμήμα του αστικού μπλοκ εξουσίας του ελλαδικού χώρου, χωρίς απαραίτητα να συμμερίζεται την ιδεολογία και τις πολιτικές αρχές του εθνικοσοσιαλισμού, έβλεπε στους ναζιστές ανθρώπους με τους οποίους τους ένωνε μια πνευματική συγγένεια και με τους οποίους ήταν δυνατό να συνεννοηθούν και να συνάψούν μια αμοιβαία επωφελή σχέση λειτουργικής συνεργασίας. Από αυτή την άποψη, ο ναζιστικός στρατός κατοχής θα μπορούσε να αποτελέσει έναν φυσικό σύμμαχο στην προσπάθεια των ελίτ να διατηρήσουν τα προνόμια και τις δομές ανισοκατανομής της δύναμης που απέρρεαν από τη θεσμοποιημένη κοινωνική ιεραρχία και ουδόλως τους απασχολούσε υπό αυτή την έννοια η «ανυπέρβλητη», υπαρξιακή εθνική αντίθεση, ή η πάλη ζωής ή θανάτου ανάμεσα σε δύο εμπόλεμους εθνικούς κοινωνικούς σχηματισμούς.[v] Ένα ακόμη παράδειγμα είναι η συγκρότηση των Ταγμάτων Ασφαλείας, τα οποία μπορούμε να ερμηνεύσουμε ως την πρώτη, από-τα-πάνω απόπειρα για την μαζική κινητοποίηση της τάξης των μπουρζουάδων ενάντια στην πληβειακή εξέγερση που ενσάρκωνε το αντιστασιακό κίνημα του ΕΑΜ, σε αγαστή σύμπνοια με τις ναζιστικές κατοχικές αρχές.[vi] Είναι χαρακτηριστικό ότι η μέθοδος στρατολόγησης που επέλεξε η κατοχική κυβέρνηση του Ράλλη προκειμένου να συγκεντρώσει τους άνδρες για την στελέχωση των ταγμάτων, και η οποία έλαβε την έγκριση του γερμανικού επιτελείου, ήταν μέσω της αποστολής ατομικών προσκλήσεων προς τους γόνους των εύπορων οικογενειών των Αθηνών, επιχειρώντας με αυτόν τον τρόπο να διασφαλίσει την ταξική συνοχή και την ενότητα σε επίπεδο συντηρητικών αρχών και αξιών των ένοπλων αντεπαναστατικών σχηματισμών. Έγραψε ο Ράλλης στα απομνημονεύματα του: «Η συγκρότησις των Ταγμάτων εβασίσθη αρχικώς επί της εθελουσίας κατατάξεως. Επειδή όμως παρετηρήθη ότι δι’ αυτής επέτυχον να διεισδύσουν στοιχεία επικίνδυνα και τινες κομμουνισταί (κατ’εντολήν των αρχηγών των) ηθελήσαμεν να εφαρμόσωμεν το σύστημα των ατομικών προσκλήσεων […] Ίσως σήμερον να δικαιολογούν την επιμονήν μου και την αξίωσιν ήν είχον όπως οι εύποροι, ως απολάβοντες και μεγαλυτέρων αγαθών, σπεύσουν προς τας επάλξεις όχι δια να διατηρήσουν τας περιουσίας των, αλλά δια να σώσουν την Ελλάδα».[vii]
Μια παρόμοια σύγκλιση και συγκέντρωση των ταξικών δυνάμεων της ετερονομίας γύρω από τον στρατό της Βέρμαχτ, έλαβε χώρα στις περισσότερες από τις χώρες όπου οι ναζιστές εγκατέστησαν κατοχική διοίκηση. Ούτε μπορεί κανείς βάσιμα να ισχυριστεί ότι η αντιδραστική αυτή συσπείρωση προέκυψε ως προϊόν πολιτικών εξαναγκασμού από την πλευρά των γερμανικών κατοχικών αρχών. Η τελευταία διαπίστωση μπορεί να μας βοηθήσει να ερμηνεύσουμε και την εκ πρώτης όψεως παράδοξη και ακατανόητη μεταστροφή που υπέστησαν οι γάλλοι υπερεθνικιστές του μεσοπολέμου, μπροστά στο απειλητικό φαινόμενο της αλματώδους ανόδου μιας φιλοπόλεμης και επιθετικά εθνικιστικής δικτατορίας στα εδάφη του προαιώνιου εχθρού της Γαλλίας, δηλαδή της χιτλερικής Γερμανίας. Πράγματι, έπειτα από την επικράτηση του Λαϊκού Μετώπου στις εθνικές εκλογές του 1934 και την διαφαινόμενη απειλή που ενσάρκωνε η άνοδος των σοσιαλιστών στην εξουσία, ο αρχηγός των υπερεθνικιστικών κύκλων Σαρλ Μωρράς, λησμόνησε πολύ γρήγορα το αντιγερμανικό μένος που μέχρι εκείνη την στιγμή αποτελούσε την κινητήρια δύναμη πίσω από τα γραπτά του και προέτρεψε τους οπαδούς του να προστρέξουν πρόθυμα στην αγκαλιά του νέου φυσικού τους συμμάχου, του δυναμικού ηγέτη που το άστρο του είχε αρχίσει να ανατέλλει βορειοανατολικά του Ρήνου.[viii] Θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί ότι σε αυτήν την γλοιώδη προσκόλληση των Γάλλων υπερεθνικιστών στον Χίτλερ, διαφαίνεται εναργέστατα η πραγματική φύση του εθνικιστικού ιδεολογήματος, όχι ως ενός υπερταξικού προτάγματος που διαφυλάσσει την ελευθερία και το «συλλογικό συμφέρον» ενός ολόκληρου λαού, αλλά ως πολιτικό κίνημα που σαν στόχο έχει να εγγυηθεί την αναπαραγωγή της ταξικής ηγεμονίας συγκεκριμένων κοινωνικών ομάδων από τις οποίες και υποστηρίζεται.
Εξάλλου, ο εκτοπισμός της κατά τα άλλα «πρωταρχικής» εθνικής αντίθεσης και η υποβάθμιση της σε σχέση με τις ανάγκες διεξαγωγής της Κοινωνικής Πάλης ανάμεσα στις τάξεις, υπήρξε καθολική τόσο στην περίπτωση του γερμανικού προτεκτοράτου του Βισύ, όσο και στην συμμετοχή μη-Γερμανών εθελοντών στις ειδικές, διεθνείς ταξιαρχίες των SS που αποτέλεσαν την εμπροσθοφυλακή της ναζιστικής επιδρομής κατά της ΕΣΣΔ.[ix] Η δημιουργία μάχιμων μονάδων από μη-γέρμανους που στη συνέχεια εντάχτηκαν στις επίσημες στρατιωτικές δομές της Βέρμαχτ, αποτέλεσε ένα ακόμη τρόπο σύμφωνα με τον οποίο πήρε ενσώματη μορφή αυτή η ιδιότυπη ταξική αλληλεγγύη των ευρωπαίων (και όχι μόνο) πλουσίων. Τώρα, σε ότι αφορά το καθεστώς του Βισύ, η γαλλική υπερεθνικιστική δεξιά συγκρότησε σε εκείνο το τμήμα της γαλλικής επικράτειας που της αναλογούσε και υπό την εποπτεία των Γερμανών κατακτητών, ένα προνεωτερικό καθεστώς ίδιο με εκείνο που επιθυμούσαν οι εξτρεμιστές οπαδοί του ριζοσπαστικού συντηρητισμού ακόμη και πριν από τον Β Παγκόσμιο Πόλεμο. Στο πρόγραμμα, την πολιτειακή δομή και την ιδεολογία του κράτους του Βισύ, γίνεται φανερό ότι εκείνο που ενώνει και συνεγείρει τους σκληροπυρηνικούς εθνικιστές δεν είναι η επιθυμία να υπερασπίσουν την ελευθερία και την ευημερία του λαού συνολικά, αλλά μια φανατική προσκόλληση σε έναν ενδεδειγμένο, κατά την άποψη τους, τρόπο οργάνωσης της κοινωνίας, που εκχωρεί απόλυτη κυριαρχία στις άρχουσες τάξεις και αναπαράγει στο διηνεκές τα θεσμοποιημένα προνόμια τους.[x] Ότι η επικράτηση των ετερόνομων αρχών κοινωνικής οργάνωσης εξασφαλίστηκε με τη συνδρομή και των ξένων όπλων, αυτό ουδόλως ενόχλησε τους οπαδούς της παραδοσιοκρατίας.
Κάποιος θα μπορούσε βέβαια να ισχυριστεί ότι υπάρχει μια δυσεπίλυτη αντίφαση στην ιδεολογική δομή ενός καθεστώτος το οποίο αφενός αυτοπροσδιοριζόταν ως η μοναδική ελπίδα του Γαλλικού έθνους για μια αναβίωση του μεγαλείου της πατρίδας, και αφετέρου ήταν υποχρεωμένο να αποδεχτεί άνευ όρων την σχέση υποτέλειας του προς τους Γερμανούς κατακτητές και την απόλυτη εξάρτηση της «εθνεγερτικής» εξουσίας του από την συνέχιση ή όχι της Γερμανικής στρατιωτικής κατοχής. Με μια προσεκτικότερη όμως ματιά, εύκολα διαπιστώνει κανείς ότι η αντίφαση είναι μόνο επιφανειακή. Η νευραλγική θέση που καταλαμβάνουν οι ιεραρχικές δομές στην πολιτική θεωρία της ετερονομίας, οφείλεται στο γεγονός ότι μέσω της ανισοκατανομής δύναμης που συνεπάγεται η ιεραρχία κατοχυρώνεται τόσο η απόλυτη κυριαρχία εκείνων των φορέων που βρίσκονται σε θέση ισχύος και «δικαιωματικά» εξουσιάζουν, όσο και η υποτελής θέση των «κατώτερων μορφών ζωής» των οποίων η προδιαγεγραμμένη αποστολή σε αυτή την ζωή είναι να υπακούν και να εκτελούν με ευσυνειδησία τα καθήκοντα και τους κοινωνικούς ρόλους που τους αναθέτουν οι ελίτ. Η έννοια της εκπλήρωσης του καθήκοντος και της μεμψίμοιρης επίγνωσης της θέσης του καθενός στην «φυσική» τάξη πραγμάτων έχει εξίσου μεγάλη σημασία στο σύστημα αξιών της ετερόνομου φαντασιακού, όσο και η έννοια του δικαιωματικού προνομίου που έχει ο ηγεμόνας να εξουσιάζει, να διατάζει και να «ηγείται». Σε αυτό το πλαίσιο, εξουσία και υπακοή αλληλοσυμπληρώνονται σε μια ισορροπημένη διευθέτηση των κοινωνικών σχέσεων. Και μιας και η «δικαιωματική» κατάληψη της εξουσίας περνά μέσα από την πολεμική κατάκτηση και την επικράτηση στα πεδία των μαχών, δεν αποτελούσε αντίφαση για τον στρατάρχη Πεταίν να θέσει τους ανθρώπινους και υλικούς πόρους της ηττημένης Γαλλίας στην διάθεση του θριαμβευτή Γερμανού επικυρίαρχου, ο οποίος είχε αποδείξει την «αξιοσύνη» του και είχε κερδίσει το δικαίωμα του να κυβερνά τους Γάλλους προελαύνοντας κεραυνοβόλα και ισοπεδώνοντας μέσα σε λίγες μέρες τον Γαλλικό στρατό.
Στο κάτω, κάτω, αν κάποιος μπορούσε να φέρει σε πέρας το ύψιστο καθήκον της προστασίας του ευρωπαϊκού πολιτισμού (όπως τον αντιλαμβάνονταν οι συντηρητικοί) και να εξασφαλίσει τον θρίαμβο της παραδοσιακής τάξης πραγμάτων κόντρα στην επέλαση του «ασιατικού» κινδύνου που αντιπροσώπευαν οι μπολσεβίκοι,[xi] αυτός ήταν σίγουρα ο ευγενής Τεύτωνας αρχηγός και η ρωμαλέα πολεμική μηχανή που είχε υπό τις διαταγές του. Η αναβίωση του μεγαλείου της Γαλλίας θα προερχόταν λοιπόν μέσα από την ενσωμάτωση της χώρας στο χιλιόχρονο Γερμανικό Ράιχ, ως μια από τις πιο επιφανείς επαρχίες της νέας εθνικοσοσιαλιστικής ευρωπαϊκής αυτοκρατορίας. Μήπως το επίσημο τελετουργικό της στέψης των Γάλλων βασιλέων δεν περιλάμβανε την επάλειψη του υποψήφιου μονάρχη με το καθαγιασμένο έλαιο του βασιλιά Χλωδοβίκου, του πρώτου της Φράγκικης δυναστείας των Μεροβίγγειων, που βασίλεψαν κατά τους ύστερους μεσαιωνικούς χρόνους και ως γνωστόν δεν ήταν Γαλατικής, αλλά Γερμανικής καταγωγής; Η Γαλλία λοιπόν θα έπαιρνε την θέση που της άρμοζε στο πλευρό του Γερμανού επικυρίαρχου, θα επέστρεφε στις ιστορικές ρίζες της και θα επιτελούσε με ταπεινότητα και ευσυνειδησία τα καθήκοντα που θα της αναλογούσαν στην νέα Γερμανική χιλιετία.
Τέλος, αφθονούν εκείνα τα ιστορικά παραδείγματα όπου την κρίσιμη στιγμή οι εξουσιαστικές ελίτ αποφάσισαν να βάλουν κατά μέρος τις πολιτικές και τις εθνικές διαφορές τους, και να ενώσουν τις δυνάμεις τους προκειμένου να διασώσουν στην ολότητα της την μορφή κοινωνικής οργάνωσης που εγγυάται την προστασία του σημαντικότερου για την ομαλή αναπαραγωγή του συστήματος στοιχείου, της ατομικής ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής. Μπροστά στην μεγαλειώδη εξέγερση του Παρισινού προλεταριάτου και αντιμέτωποι με την απειλή της ανακήρυξης μιας εχθρικής, επαναστατικής εργατικής δημοκρατίας, οι Πρώσοι αξιωματικοί δεν άργησαν να έρθουν σε συνεννόηση με την έκπτωτη κυβέρνηση του αστού «δημοκράτη» Θιέρσου. Επέστρεψαν στον ηττημένο και ταπεινωμένο γαλλικό στρατό τα ντουφέκια και τα κανόνια του που είχαν κατασχεθεί, υπό τον όρο ότι οι Γάλλοι στρατιώτες θα τα χρησιμοποιούσαν για να καταστείλουν δια της βίας τους ρακένδυτους προλετάριους της πρωτεύουσας και για να αποκαταστήσουν την κυριαρχία των Γάλλων μπουρζουάδων που είχε προσωρινά ανατραπεί.[xii] Από την άλλη, πώς μπορούμε να χαρακτηρίσουμε την στάση του ανώτατου διοικητή των ένοπλων δυνάμεων της τσαρικής Ρωσίας, στρατηγού Κορνίλοφ, ο οποίος δεν δίστασε να παραδώσει χωρίς μάχη την πόλη της Ρίγας στα χέρια των Γερμανών, για να διατάξει έπειτα τα ξεκούραστα στρατεύματα του να βαδίσουν ενάντια στην Αγία Πετρούπολη και να καταπνίξουν στη γέννηση της την κοινωνική επανάσταση που σιγόβραζε στα μετόπισθεν.[xiii] Σε όλες τις παραπάνω περιπτώσεις, η «πρωταρχική εθνική αντίθεση» και η σύγκρουση με όρους αντιμαχόμενων εθνικών μονάδων, παραμερίστηκε βίαια από τις εξουσιαστικές σχέσεις και τους συσχετισμούς δύναμης που καθορίζουν το πλαίσιο και το περιεχόμενο του δομικού ανταγωνισμού ανάμεσα στις αντιμαχόμενες κοινωνικές ομάδες. Στη θέση του εμπόλεμου Ελληνικού, Γαλλικού ή Ρωσικού έθνους, ξεπρόβαλλε πίσω από τα λάβαρα της προλεταριακής εξέγερσης η σύγκρουση που αποτελεί την πραγματική κινητήρια δύναμη της ιστορίας. Η Κοινωνική Πάλη ανάμεσα στο «έθνος» των φτωχών και το «έθνος» των πλουσίων.
[i] Β. Καλογρηάς, Η Κατοχική Κυβέρνηση Γεωργίου Τσολάκογλου ,Ιστορικά Θέματα, Τεύχος 552, Ιούνιος 2014
[ii]http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9A%CF%85%CE%B2%CE%AD%CF%81%CE%BD%CE%B7%CF%83%CE%B7_%CE%9A%CF%89%CE%BD%CF%83%CF%84%CE%B1%CE%BD%CF%84%CE%AF%CE%BD%CE%BF%CF%85_%CE%9B%CE%BF%CE%B3%CE%BF%CE%B8%CE%B5%CF%84%CF%8C%CF%80%CE%BF%CF%85%CE%BB%CE%BF%CF%85_1942 και Ελληνικές Κυβερνήσεις κατά τη Δεκαετία 1940-1950,http://emfilios.blogspot.gr/2011/06/1940-1950_17.html.
[iii] «Το αδιαμφισβήτητο γεγονός της κατ’ άτομο διαφοράς και ποικιλίας (δηλαδή, της ανισότητας) γίνεται εμφανές από τον μακρύ κατάλογο της ανθρώπινης εμπειρίας. Από εκεί προκύπτει και η γενική συμφωνία γύρω από την απάνθρωπη φύση ενός κόσμου όπου θα επικρατεί καταναγκαστική ομοιομορφία. Κοινωνικά και οικονομικά, αυτή η ποικιλία εκδηλώνεται στον οικουμενικό καταμερισμό της εργασίας, και στον «Σιδηρούν Νόμο της Ολιγαρχίας» – την άποψη σύμφωνα με την οποία, σε κάθε οργάνωση ή δραστηριότητα, κάποιοι λίγοι (συνήθως οι πιο ικανοί και / ή αυτοί που ενδιαφέρονται περισσότερο) θα αναλάβουν τον ρόλο του ηγέτη, ενώ η μεγάλη μάζα των μελών θα πυκνώσουν τις γραμμές όσων ακολουθούν. Και στις δυο περιπτώσεις, το ίδιο φαινόμενο βρίσκεται σε λειτουργία – η εξαιρετική επιτυχία ή η ηγετική θέση σε οποιαδήποτε δραστηριότητα επιτυγχάνεται από αυτούς που ο Τζέφερσον αποκαλούσε “φυσική αριστοκρατία” – από αυτούς δηλαδή που τους ταιριάζει καλύτερα και περισσότερο η συγκεκριμένη δραστηριότητα». Στο M. N. Rothbard, Egalitarianism as a Revolt against Nature,http://www.lewrockwell.com/2014/12/murray-n-rothbard/the-menace-of-egalitarianism/.
[iv] Όπως παρατηρεί ο Καλογρηάς, ήταν γενικά αποδεκτή μεταξύ των αστών επαγγελματιών πολιτικών, η αναγκαιότητα για τη σύσταση μιας κυβέρνησης «εθνικής ανάγκης». Στο Ιστορικά Θέματα, ως άνω.
[v] «Πραγματικά, από τον Απρίλη κι ύστερα, άνθρωποι όπως ο στρατηγός Πάγκαλος, ο Στυλιανός Γονατάς, κλπ. εξελίσσονται μέσα στον μανιακό αντικομμουνισμό τους, ως την ανοιχτή σύμπραξη με την Κυβέρνηση κουίσλινγκ και με τον κατακτητή. Μεμιάς, θεωρούν πως η Αντίσταση, όλη η Αντίσταση, ακόμη και του Ζέρβα και των ανθρώπων του, αποτελεί “αντεθνική” πράξη. Η δολερή αυτή λογική κυριεύει παρόμοια κι ανθρώπους όπως οι συνταγματάρχες Παπαγεωργίου και Παπαθανασόπουλος, ο δικηγόρος Σταματόπουλος και μερικοί άλλοι, όλοι μέλη της ΚΕ του ΕΔΕΣ της Αθήνας». Στο Α. Κέδρος, Η Ελληνική Αντίσταση 1940-44 (Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία) σελ. 304.
[vi] «Σε αναφορά του προς το Γενικό Επιτελείο των SS, στις 2 Νοεμβρίου 1944, εκτιμά ότι τα μεν εθελοντικά τάγματα «ήταν πολύτιμες βοηθητικές μονάδες στην ενεργή καταπολέμηση των συμμοριών» από τη Βέρμαχτ, τα δε ευζωνικά τμήματα «πολέμησαν τον Κομμουνισμό και τις συμμορίες του ΕΛΑΣ με αξιοσημείωτη επιτυχία». Την εκτίμησή του θα συμμεριστεί, στην υπηρεσιακή του απάντηση, στις 10 Νοεμβρίου 1944, και ο αρχηγός των SS, Χάινριχ Χίμλερ: «Σας εκφράζω τα συγχαρητήριά μου, επειδή κατορθώσατε να οργανώσετε τα υγιή και νομοταγή στοιχεία του Ελληνικού λαού στα τμήματα των Ελλήνων εθελοντών καθώς και των Ευζώνων, και να τα οδηγήσετε -σε αγαστή συνεργασία με τα δικά μας γερμανικά τμήματα- στον αγώνα κατά των μπολσεβίκων συνωμοτών μέχρι την τελευταία μέρα»». Στο Τάγματα Ασφαλείας και Ένοπλες Ομάδες –Μέρος 1ο, http://thehistoryofgreece.blogspot.gr/2014/05/1.html.
[vii] Στο ίδιο.
[viii] R. Weiss, Συντηρητισμός και Ριζοσπαστική Δεξιά (Εκδόσεις Θύραθεν) σελ. 184.
[ix] L. Degrelle, The Campaign in Russia,https://archive.org/details/Campaign-in-Russia-Leon-Degrelle.
[x] «Ο Πεταίν κατάργησε τους δημοκρατικούς θεσμούς και ήθελε να τους αντικαταστήσει με συντεχνιακές ομάδες, οι οποίες θα αντιπροσώπευαν τις διάφορες περιοχές της χώρας και τα κάθε λογής επαγγέλματα. Αυτές θα είχαν συμβουλευτικό ρόλο απέναντι στον αρχηγό του κράτους, ο οποίος πάντως θα διατηρούσε την υπέρτατη εξουσία». Στο R. Weiss, σελ. 187.
[xi] C. Schmitt, Πολιτική Θεολογία (Λεβιάθαν), σελ. 87-109.
[xii] Η προειδοποίηση που απηύθυναν οι «πατριώτες» στρατηγοί του γαλλικού στρατού στους εξεγερμένους προλετάριους του Παρισιού ήταν η ακόλουθη: «Ότι και να κάνετε, θα οδηγηθείτε στον χαμό! Αν συλληφθείτε με όπλα στα χέρια σας, η ποινή θα είναι θάνατος! Αν τα χρησιμοποιήσετε, θάνατος! Αν ικετέψετε για έλεος, θάνατος! Όπου κι αν στραφείτε, δεξιά, αριστερά, πίσω, εμπρός, πάνω, κάτω, θάνατος! Δεν είσαστε απλά εκτός νόμου, βρισκόσαστε έξω από την ανθρωπότητα. Ούτε η ηλικία, ούτε το φύλλο πρόκειται να σώσουν εσάς και τους δικούς σας. Θα πεθάνετε, αλλά πρώτα θα δοκιμάσετε την αγωνία να βλέπετε να πεθαίνουν οι γυναίκες σας, οι αδερφές σας, οι μητέρες σας, οι γιοί και οι κόρες σας, ακόμα και τα μωρά σας που βρίσκονται στην κούνια! Μπροστά στα μάτια σας θα βγάλουμε τους τραυματίες από τα νοσοκομειακά και θα τους κομματιάσουμε με τις ξιφολόγχες μας ή θα τους με τον υποκόπανο των ντουφεκιών μας. Θα τον σούρουμε από το σπασμένο πόδι ή το χέρι του και θα τον πετάξουμε σαν σκουπίδι στον βούρκο. Θάνατος! Θάνατος! Θάνατος!». Στο P. Kropotkin, The ParisCommune, https://www.marxists.org/reference/archive/kropotkin-peter/1880/paris-commune.htm.
[xiii] I. Deutscher, Stalin (Pelican), σελ. 163.
πηγή:
https://antisystemic.wordpress.com/2015/02/26/%CE%AD%CE%B8%CE%BD%CE%BF%CF%82-%CE%BA%CE%B1%CE%B9-%CF%84%CE%AC%CE%BE%CE%B5%CE%B9%CF%82-%CE%BC%CE%AD%CF%81%CE%BF%CF%82-2%CE%BF/