Τσάι του βουνού
by ΑΝΤΩΝΗΣ ΑΝΤΩΝΑΚΟΣ
Υπάρχει μια μουσική που δε χρειάζεται νότες. Είναι άγρια εφιαλτική, νοσταλγική, θλιμμένη. Είναι προκλητική γιατί δεν είναι φτιαγμένη για τα αυτιά των ανθρώπων αλλά για τα αυτιά των θεών. Των ανθρώπων που έγιναν θεοί για να μην καταλήξουν σκουλήκια. Είναι η μουσική των βουνών, ο ήχος του μοναχικού ανθρώπου που δεν έχει τίποτε άλλο εκτός απ’ τη φλογέρα του. Είναι η ζωή και ο θάνατος στην τέλεια άνθησή τους. Σ’ έναν ελκυστικό χορό, μέσα σε μιαν αισθησιακή και κοχλάζουσα διαφθορά. Είναι ο βοσκός που γίνεται χίλια δυο κομμάτια. Κατακερματισμένος μέσα στη γύμνια τού τοπίου. Μεγαλόπρεπος σ’ αυτές τις πλαγιές γιατί απαρνιέται τα πάντα. Δεν έχει ιδιοκτησία αλλά γιγαντώνεται. Βγάζει όλη τη δύναμη απ’ τα πνευμόνια του και γίνεται πέτρα, λουλούδι, δέντρο. Ο βοσκός είναι τρελός άνθρωπος. Όχι ο άρρωστος τρελός, ο έγκλειστος της μισθωτής σκλαβιάς και της πλαστικής ευτυχίας, αλλά ο δημιουργικός τρελός. Ο καυλωμένος. Ο νομάς, το πνευματικό μηδέν. Ο άνθρωπος που δεν έχει φιλοδοξίες. Που συνομιλεί με τα όντα και τα πλάσματα. Είναι το καθαρό πνεύμα. Ούτε παραμυθάς, ούτε διασκεδαστής. Ξέρει πως σ’ αυτή τη γη υπήρχαν άνθρωποι που ζούσαν σαν θεοί. Ελεύθεροι. Που δεν έκλεβαν απ’ τη γη αλλά ήταν ένα μ’ αυτή. Που είχαν ζωή αιώνια γιατί δεν δολοφονούσαν. Γιατί λάτρευαν το μουνί τους και τον πούτσο τους και δεν αφήναν καμιά παπαδιά και κανένα πρωτοσύγκελο να τα ξεριζώσει και να τα καταβροχθίσει μέσα στο βουλιμικό όργιο του μεσαίωνα. Γιατί δεν υπήρχε η ασυναρτησία της χυδαιότητας αλλά η ζωντάνια του ερωτισμού. Ο βοσκός είναι αιώνιος. Κι είναι αιώνιος γιατί απαρνιέται τα πάντα. Είναι μεγαλύτερος απ’ τη ζωή και το θάνατο. Έχει τα πρόβατά του τυλιγμένα με χρυσές προβιές. Κινείται νωχελικά μέσα στον απέραντο ξεχασμένο χρόνο. Μέσα στο βασίλειο της φθοράς είναι ο άφθαρτος. Δεν είναι το ανθρωπόμορφο κουφάρι που μετατρέπει τη γη σε καμίνι και εργοστάσιο. Δεν λειώνει μέταλλα, δεν έχει σπαθιά, δεν καβαλάει άλογα, δεν έχει ασπίδες και κοντάρια. Ο αέρας γι’ αυτόν είναι ζωντανός. Φτερωτός σαρκοβόρος γίγαντας. Νοιώθει δέος, μαγεμένος απ’ την ίδια την αστραφτερή του εικόνα που βλέπει παντού. Είναι αυτός που δε σκορπίζει τη ζωή του στη ματαιοδοξία, αφήνοντας για κάποιο θλιβερό μουσείο πίσω του ένα σκόρπιο λείψανο, μια νεκρική μάσκα ή ένα χρυσό γιαταγάνι. Ο βοσκός είναι ο αρχαίος φύλακας του κοπαδιού. Η αναλλοίωτη μορφή που θρέφει τη βουλιμία της απλότητας. Εκεί που οι νυχτερίδες και τα φίδια έχουν τον ίδιο ρόλο μ’ αυτόν. Εκεί που κανένα πλάσμα δεν είναι περιττό. Κι εκεί που ο ένας θρέφει τον άλλο για να επιβιώσει και δεν τον καταβροχθίζει και δεν τον σφάζει και δεν τον πετάει στον καιάδα και στο κάτεργο για να του φέρει λεφτά.