Στη μικρή αυτή μελέτη, γίνεται μια προσπάθεια να αναπτυχθεί μια προβληματική πάνω στην κοινωνιολογία της σχολικής πράξης, μέσα από τη διερεύνηση των απόψεων του Μισέλ Φουκώ και την αναζήτηση εννοιών και τρόπων ανάλυσης που ενυπάρχουν στο φουκωϊκό έργο και μας παρέχουν τη δυνατότητα να αντιμετωπίσουμε με κριτικό τρόπο τα διάφορα θεωρητικά προβλήματα που ενυπάρχουν τόσο στην κοινωνιολογία της εκπαίδευσης, όσο και στη μικροκοινωνιολογία των σχολικών πρακτικών. Απώτερος στόχος είναι να εξετάσουμε κατά πόσο οι φουκωϊκές αναλύσεις μπορούν να αφομοιωθούν σε μια βασικά μαρξιστική προβληματική. Η ανασυγκρότηση της εκπαίδευσης ως ερευνητικού αντικειμένου μπορεί να γίνει με δύο τρόπους (Ανθογαλίδου, 1987: 14): 1ο να προσδιορισθεί η θέση της στο εσωτερικό μιας κοινωνικής δομής, της οποίας αποτελεί στοιχείο, και να αναλυθούν διασυνδέσεις της με τα υπόλοιπα στοιχεία αυτής της δομής, 2ο να κατανοηθεί ο ρόλος της στην αναπαραγωγή και εξέλιξη αυτής της κοινωνίας και να αναλυθούν οι ιστορικοί όροι που προσδιορίζουν αυτή τη λειτουργία. Δεν μπορούμε επομένως να περάσουμε σε οποιαδήποτε ανάλυση μιας εκπαιδευτικής δραστηριότητας, χωρίς να αναλύσουμε τον κοινωνικό της ρόλο και την αναπαραγωγική της λειτουργία, δηλαδή τον καθορισμό, σε τελευταία ανάλυση, της εκπαίδευσης από τον κυρίαρχο τρόπο παραγωγής και το ρόλο της στην αναπαραγωγή και τη νομιμοποίηση των σχέσεων παραγωγής. Επομένως η προβληματική γύρω από την εκπαίδευση, διαπερνά την προβληματική που διέπει τις μαρξιστικές αναλύσεις, όσον αφορά τη σχέση ανάμεσα στη δομή και το εποικοδόμημα. Μια όμως ανάλυση που περιορίζεται σ΄ αυτό το επίπεδο, μολονότι καταδεικνύει την ιστορικότητα των εκπαιδευτικών μορφών και τον ιδιαίτερο ρόλο τους στα πλαίσια ενός κοινωνικοοικονομικού σχηματισμού, δε μας δίνει τη δυνατότητα να κατανοήσουμε με επάρκεια τις ιδιοτυπίες της καπιταλιστικής εκπαίδευσης, καθώς επίσης και τους όρους, κάτω από τους οποίους πραγματοποιείται η αναπαραγωγική της λειτουργία. Δε δίνει, δηλαδή, έμφαση στις ενδιάμεσες μεταβλητές, στους μεταβαλλόμενους υλικούς όρους (χρόνος, χώρος, γλώσσα) καθώς επίσης σε ένα σύνολο εξουσιαστικών σχέσεων, κανόνων και ιεραρχήσεων, που μεσολαβούν ανάμεσα στις εκπαιδευτικές πρακτικές και στον ιδιαίτερο τρόπο παραγωγής. Μεταβλητές που ουσιαστικά καθορίζουν τον ιδιαίτερο χαρακτήρα των εκπαιδευτικών πρακτικών και οι σχέσεις τους δεν είναι, σε καμιά περίπτωση, σχέσεις γραμμικής αιτιότητας ή αναλογικού συσχετισμού με τις κυρίαρχες κοινωνικές σχέσεις.Η κοινωνιολογία της εκπαίδευσης δεν μπορεί να περιορίζεται σε μια δομική ανάλυση, πρέπει να εμβαθύνει και στις ιδεολογικές πρακτικές στο εσωτερικό του εκπαιδευτικού θεσμού και στο ρόλο τους στη διαμόρφωση της υποκειμενικότητας (Ανθογαλίδου, 1998). Επίσης στο γεγονός ότι η μεταβίβαση γνώσεων ή δεξιοτήτων, δεν περιορίζεται μόνο στη λειτουργία της ιδεολογικής διαμόρφωσης, αλλά ότι οργανώνεται με τέτοιο τρόπο, ώστε να παράγει και αποτελέσματα εξουσίας. Μέσα από τις ίδιες τις διατάξεις που αφορούν την κανονιστική ρύθμιση της μεταβίβασης γνώσεων, διαρθρώνεται ένα ολόκληρο δίκτυο τεχνικών σχολικής εξουσίας (Σολομών, 1992: 14), που αποσκοπεί στην υπαγωγή των παιδιών σε ένα σύνολο από κανόνες και νόρμες, με σκοπό την ηθικοποίηση της παιδικής ηλικίας. Σύμφωνα με το Φουκώ (Φουκώ, 1991: 89-90), το σχολείο αποτελεί ένα μπλοκ μέσα στο οποίο η συναρμογή των ικανοτήτων, των δικτύων επικοινωνίας και των σχέσεων εξουσίας, συνιστούν συστήματα ρυθμισμένα και ενορχηστρωμένα. Το σχολείο με τη χωρική του διευθέτηση, τη σχολαστική ρύθμιση που διευθύνει την εσωτερική του ζωή, με τις διαφοροποιημένες δραστηριότητες που οργανώνονται, αποτελεί ένα μπλοκ ικανότητας επικοινωνίας εξουσίας. Η δραστηριότητα που εξασφαλίζει την εκμάθηση και την απόκτηση δεξιοτήτων ή τύπων συμπεριφοράς, αναπτύσσεται εκεί διαμέσου ενός ολόκληρου συνόλου ρυθμισμένων επικοινωνιών (μαθήματα, ερωτήσεις και απαντήσεις, διαταγές, παροτρύνσεις, κωδικοποιημένα σημάδια της αξίας του καθενός και των επιπέδων γνώσης) και διαμέσου μιας σειράς μεθόδων εξουσίας (κλείσιμο, επιτήρηση, ανταμοιβή, τιμωρία, πυραμοειδής ιεραρχία). Αυτά τα μπλοκ, όπου η ενεργοποίηση των τεχνικών ικανοτήτων, το παιχνίδι των επικοινωνιών και οι σχέσεις εξουσίας, συναρμόζονται με τον έναν ή με τον άλλό τρόπο, αποτελούν αυτό που ο Φουκώ (Φουκώ, 1991: 90) ονομάζει πειθαρχία. Η σχολική πειθαρχία θέτει, λοιπόν, σε λειτουργία μια σειρά από μηχανισμούς, μεθόδους, τεχνικές που αναλύουν, ιεραρχούν, αξιολογούν και κανονικοποιούν τις σχέσεις και τις συμπεριφορές στο εσωτερικό του σχολικού θεσμού. Δημιουργούνται δηλαδή στο επίπεδο της σχολικής τάξης, συστήματα μικροεξουσίας που διασφαλίζουν την υποταγή των ατόμων, αυτό που ο Φουκώ εννοεί ως διακυβέρνηση μέσο της εξατομίκευσης.Έτσι προσεγγίζοντας τις αναλύσεις του Φουκώ, η αντιμετώπιση της αναπαραγωγικής λειτουργίας της εκπαίδευσης, δεν περιορίζεται στο δομικό προσδιορισμό της και στην αφηρημένη κριτική, που στηρίζεται στη γενίκευση για τον ταξικό της χαρακτήρα, αλλά επιδιώκει να διερευνήσει τους απειροελάχιστους μηχανισμούς εξουσίας, που ενυπάρχουν στις σχολικές πρακτικές και τον τρόπο με τον οποίο έχουν προσαρτηθεί σε πιο σφαιρικά φαινόμενα. Και επίσης, πώς γενικές εξουσίες ή οικονομικοί συσχετισμοί συνδέονται εντέλει πρακτικά μ΄ αυτές τις τεχνολογίες, παρόλο που οι τελευταίες διατηρούν τη σχετική αυτονομία τους (Φουκώ, 1991: 108) σε σχέση με τις μακροδομές. Οι αναλύσεις του Φουκώ, μας παρέχουν τη δυνατότητα να ξεπεράσουμε τα θεωρητικά προβλήματα που ενυπάρχουν στη μικροκοινωνιολογική έρευνα των διαμεσολαβητικών μηχανισμών. Πιο συγκεκριμένα, να βγούμε από την τάση, που μπορεί κανείς να διαπιστώσει σε ορισμένες μικροκοινωνιολογικές εμπειρικές έρευνες, τάση που εξαντλείται σε μια φαινομενολογία της κοινωνικοποίησης. Στη φουκωϊκή κοινωνία της νορμοποίησης, η κοινωνικοποίηση αποτελεί έκφραση της πειθαρχικής λειτουργίας του σχολείου, η οποία όμως προσδιορίζεται από ιστορικούς όρους. Να κατανοήσουμε, τέλος, πως τα περιβάλλοντα, στα οποία διαμορφώνεται η υποκειμενικότητα, είναι “δομές δυνατότητας”, με την έννοια ότι ενέχουν το στοιχείο της κοινωνικής αντίφασης, επομένως λειτουργούν ως δυναμικά περιβάλλοντα, όπου το υποκειμενικό (ατομικό ή συλλογικό) διαμορφώνεται κάτω από την επίδρασή τους και ταυτόχρονα τα διαμορφώνει (Ανθογαλίδου, 1998). Ο Φουκώ κάνει την πολύ εύστοχη παρατήρηση, ότι «η εξουσία ασκείται μόνο σε ελεύθερα υποκείμενα και στο βαθμό που είναι ελεύθερα. Μ΄ αυτό εννοούμε ατομικά ή συλλογικά υποκείμενα, που έχουν μπροστά τους ένα πεδίο δυνατότητας, όπου μπορούν να λάβουν χώρα πολλές διαγωγές, πολλές αντιδράσεις και διάφοροι τρόποι συμπεριφοράς» (Φουκώ, 1991: 93). Στόχος της μελέτης, τέλος, είναι να αναζητηθούν τα σημεία επαφής (πράγμα που δε διενεργεί ο Φουκώ σ΄ αυτό τον κατακερματισμό της εξουσίας) ανάμεσα στις επιμέρους πρακτικές και στην ευρύτερη συνάρθρωση των κοινωνικών σχέσεων. Μια τέτοιου είδους προβληματική, μας επιτρέπει να ξεφύγουμε τόσο από τον εμπειρισμό όσο και από τη γενίκευση, την ελάχιστα τεκμηριωμένη σε πραγματικότητες, και να ακολουθήσουμε την πρώτη θέση του Μαρξ στο Φόυερμαχ, να προσπαθούμε δηλαδή να αναλύοουμε τις εκπαιδευτικές πρακτικές ως θεωρητικοπρακτικές δραστηριότητες, χωρίς να παραγνωρίζουμε κανένα χρήσιμο πεδίο ανάλυσης. Η προσέγγιση του φουκωϊκού έργου θα γίνει πρώτα με την ανάλυση των θέσεων του, όσον αφορά τις σχέσεις εξουσίας και έπειτα με την παρουσίαση του έργου του «Επιτήρηση και Τιμωρία», που μας παρέχει χρήσιμα εννοιολογικά εργαλεία για την κοινωνιολογία της σχολικής πράξης.
ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ
Κεντρικός άξονας των αναλύσεων του Φουκώ, δεν είναι τόσο η μελέτη των φαινομένων εξουσίας, όσο η διερεύνηση των διαφορετικών τύπων υποκειμενοποίησης του ανθρώπου στη σύγχρονη εποχή. Κάτω δηλαδή από ποιες συνθήκες ο άνθρωπος εξατομικεύεται και γίνεται υπο-κείμενο μιας εξουσίας και αντικείμενο μιας γνώσης. Επομένως οι αναλύσεις του στρέφονται σε μια νέα τεχνολογία εξουσίας, που διαμορφώνεται μετά το 17ο και 18ο αιώνα, που ταξινομεί, ιεραρχεί αξιολογεί τα άτομα σε κατηγορίες, τους επιβάλλει ένα νόμο αλήθειας, μια νόρμα και τα κανονικοποιεί. Μια μορφή εξουσίας, που μετασχηματίζει τα άτομα σε υποκείμενα. Ταυτόχρονα ο Φουκώ διερευνά, τον τρόπο που κυκλοφορεί και λειτουργεί η γνώση και οι σχέσεις της με την εξουσία. Σε ποιο βαθμό επομένως, οι νέες τεχνικές εξουσίας συναρθρώνονται με μια συγκεκριμένη γνώση, δημιουργώντας λόγους αλήθειας, που οριοθετούνται και οριοθετούν ένα σύνολο από διαιρετικές πρακτικές, διαχωρίζουν π.χ. τους “εγκληματίες” από τους “νομοταγείς”, απομονώνοντας τους πρώτους από την κοινωνία και επιβάλλοντας στους δεύτερους ένα σύνολο από απαγορεύσεις και επιτηρήσεις, με σκοπό την καθυπόταξη τους. Μια διερεύνηση, λοιπόν, του καθεστώτος του λόγου που επικρατεί στις σύγχρονες κοινωνίες και δημιουργεί ένα σύνολο από διαιρέσεις και κατανομές, στο εσωτερικό του οποίου σπονδυλώνονται μια σειρά από στρατηγικές εξουσίας και μορφών γνώσης.Επομένως, μπορούμε να πούμε, σε σχέση με το μαρξιστικό έργο, ότι έχουμε μια μετατόπιση της έρευνας από τη μελέτη των κοινωνικών σχηματισμών στη μελέτη των σχηματισμών του λόγου. Έτσι, ενώ ο Μαρξ διερεύνησε τη συγκρότηση της αστικής κοινωνίας, η οποία υλοποιώντας ένα διαφορετικό τρόπο οργάνωσης της παραγωγής ανέτρεψε τις κοινωνικές ιεραρχίες που υπήρχαν στη φεουδαρχική κοινωνία και δημιούργησε νέες ιεραρχίες και ανισότητες, σύμφωνα με τη δικής της ταξική συγκρότηση, ο Φουκώ, διερευνά ένα νέο καθεστώς λόγου, αλλά και νέες εξουσιαστικές σχέσεις και καθεστώτα γνώσης. Η επανατοποθέτηση (Δεληγιώργη: 285-286) του ενδιαφέροντος της έρευνας από τον τρόπο παραγωγής εμπορεύσιμων αγαθών, ο οποίος καθορίζει την εδραίωση μιας κοινωνικής τάξης πραγμάτων, στον τρόπο της εκφοράς λόγου που καθορίζει την εδραίωση της τάξης του λόγου, έχει σαν αποτέλεσμα την επανατοποθέτηση της Ιστορίας σ΄ ένα πεδίο όπου οι ιστορικοκοινωνικές δομές με τη μορφή συστημάτων ή υποσυστημάτων (οικονομίας, δικαίου, εκπαίδευσης) δεν καθορίζεται πλέον από τον τρόπο ύπαρξης των κοινωνικών τάξεων, αλλά από το λόγο που αρθρώνουν σχετικά με το τι κάνουν, πράγμα που μετατρέπει τις ιστορικοκοινωνικές δομές σε εξουσιαστικές δομές. Αυτό δε σημαίνει ότι ο Φουκώ περνά στη διερεύνηση μέσο μιας ιδεαλιστικής ανάλυσης κάποιας υπερβατής οντότητας, δηλαδή του Λόγου γενικά και θεωρησιακά, αλλά στον τρόπο με τον οποίο μια εποχή αρθρώνει το λόγο της, μέσο του οποίου νομιμοποιεί τον τρόπο οργάνωσης και λειτουργίας των κοινωνικών δομών. Έτσι κατά το Φουκώ (Φουκώ, 1991: 101) “δεν μπορεί να υπάρξει άσκηση της εξουσίας χωρίς μια ορισμένη οικονομία λόγων αλήθειας, η οποία λειτουργεί στη βάση αυτής της συνένωσης. Είμαστε υποταγμένοι στην παραγωγή αλήθειας μέσο της εξουσίας και δεν μπορούμε να ασκήσουμε εξουσία παρά μόνο μέσο παραγωγής αλήθειας”. Αυτή η άποψη δεν έρχεται σε πλήρη αντίθεση με το Μαρξ (Κολέτι, 1977: 37-39), αρκεί να θυμηθούμε την κριτική που ασκούσε στην κλασική πολιτική οικονομία: “Οι οικονομολόγοι υποκαθιστούν τους ιδιαίτερους θεσμούς και διαδικασίες της σύγχρονης οικονομίας με γενικές ή καθολικές κατηγορίες, που υποτίθεται ότι ισχύουν σ΄ όλους τους καιρούς και σ΄ όλα τα μέρη. Μ΄ άλλα λόγια, η λογική ενότητα παίρνει τη θέση της πραγματικής διαφοράς, το καθολικό αντικαθιστά το ιδιαίτερο, το ιστορικά συγκεκριμένο υποκαθίσταται από αιώνια κατηγορία”. Επομένως, βλέπουμε ότι και ο Μαρξ ανέπτυξε την ιδέα της συγκρότησης κάποιων λογικών σχημάτων, τα οποία προσπαθούν να παγιώσουν υπάρχουσες κοινωνικές πραγματικότητες. Εφόσον, λοιπόν, οι φουκωϊκές αναλύσεις δε διεκδικούν τη θέση καθολικών εξηγήσεων, μπορούν να αποτελέσουν ερμηνευτικό εργαλείο του επιμέρους, σε μια συγκεκριμένη οργάνωση της κοινωνίας, που βρίσκεται στο επίκεντρο των μαρξιστικών αναλύσεων. Έχοντας υπόψη τα παραπάνω, η εξουσία στο Φουκώ, δεν αποτελεί ένα σύνολο θεσμών και μηχανισμών που εξασφαλίζουν την υποταγή των πολιτών στο Κράτος, ούτε ένα σύστημα κυριαρχίας, που ασκείται από μια ομάδα ή τάξη σε κάποια άλλη και της οποίας οι παρενέργειες διοχετεύονται στο σύνολο του κοινωνικού. Αντίθετα με τον όρο εξουσία “εννοείται το πλήθος των σχέσεων δύναμης που ενυπάρχουν στο χώρο όπου ασκούνται και είναι συστατικές της οργάνωσης τους. Το παιχνίδι που μέσα από αδιάκοπους αγώνες και συγκρούσεις, τις μεταμορφώνει, τις ενδυναμώνει και τις αντιστρέφει. Τα στηρίγματα που αυτές οι σχέσεις δύναμης βρίσκουν αναμεταξύ τους έτσι που να σχηματίζουν αλυσίδα ή σύστημα, ή, αντίθετα τις αναντιστοιχίες, τις αντιφάσεις που απομονώνουν τη μια από την άλλη. Καθώς επίσης και οι στρατηγικές μέσα από τις οποίες ενεργοποιούνται και που το γενικό σχέδιο, η θεσμική τους αποκρυστάλλωση υλοποιείται στους κρατικούς μηχανισμούς, στη διατύπωση του νόμου, στις κοινωνικές ηγεμονίες (Φουκώ, 1982: 115-116)”. Επομένως, η εξουσία δεν είναι θεσμός, ούτε δομή, πράγμα που σημαίνει ότι δεν είναι κάτι που το κατέχουν μερικοί σε αντίθεση με κάποιους άλλους, αλλά το όνομα που δίνεται σε μια πολυσύνθετη κατάσταση σε μια δοσμένη κοινωνία. Οι σχέσεις εξουσίας (Φουκώ 1982: 117) ενυπάρχουν μέσα σε άλλες σχέσεις (οικονομικές διαδικασίες, σχέσεις γνώσης, σεξουαλικές σχέσεις) και είναι το άμεσο αποτέλεσμα των κατανομών, των ανισορροπιών, που εμφανίζονται μέσα σ΄ αυτές και ταυτόχρονα οι εσωτερικές προϋποθέσεις αυτών των διαφοροποιήσεων. Πράγμα που επιβάλει, κατά το Φουκώ, μια ανοδική ανάλυση της εξουσίας, που θα ξεκινά από τους απειροελάχιστους μηχανισμούς και θα φτάνει σε ευρύτερα φαινόμενα, μελετώντας τη συνάρθρωση τους, μ΄ αυτές τις σχετικά ανεξάρτητες τεχνικές και στρατηγικές. Οι στρατηγικές αυτές της εξουσίας είναι ανώνυμες και χωρίς υποκείμενο και είναι το αποτέλεσμα μιας τελικοποίησης (Φουκώ, 1991: 141-142) (finalisation) με κάποιον αντικειμενικό σκοπό. Έτσι, όπως το κεφάλαιο στον Μαρξ είναι αποτέλεσμα μιας υπερ-υποκειμενικής δραστηριότητας του κεφαλαιοκρατικού συστήματος, έτσι και η εξουσία του Φουκώ (Δεληγιώργη: 285-286) είναι το αποτέλεσμα μια άκεντρης ή πολυκατευθυντήριας λειτουργίας διαταγμένων στοιχείων αυτού του συστήματος, που ρυθμίζεται από κανόνες. Επίσης ο Φουκώ επεκτείνοντας τον ορισμό της εξουσίας θεωρεί ότι η εξουσία είναι διακυβέρνηση των ανθρώπων από τους ανθρώπους, πράγμα που σημαίνει καθοδήγηση των διαγωγών και διευθέτηση της πιθανότητας, δηλαδή δόμηση του ενδεχομένου πεδίου δράσης των άλλων. Ωστόσο διευκρινίζει πως η ανάλυση της εξουσίας ως διακυβέρνησης, εισάγει ταυτόχρονα και την έννοια της ελευθερίας (η ελευθερία τείνει να εμφανιστεί ως συνθήκη ύπαρξης της εξουσίας: Ανταγωνισμός ελευθερίας- εξουσίας) (Φουκώ, 1991: 93-94).Ο Φουκώ αυτές τις πρακτικές διακυβέρνησης τις διαχωρίζει σε εξατομικευτικές πρακτικές και σε ολοποιητικές. Οι εξατομικευτικές πρακτικές είναι οι πειθαρχικές πρακτικές, ενώ οι ολοποιητικές πρακτικές είναι το νομικό πλαίσιο. Οι πειθαρχικές τεχνικές επιβάλλουν νόρμες και όχι νόμους. Οι νόρμες είναι κανόνες, προσταγές που καθορίζουν την εκτύλιξη της ανθρώπινης δράσης. Είναι επιβαλλόμενοι κανόνες συμπεριφοράς, στους οποίους τα μέλη μιας ομάδας πρέπει να συμμορφωθούν.Με βάση, λοιπόν, τα παραπάνω θα περάσουμε στην ανάλυση των πειθαρχικών συστημάτων μέσα από το έργο του Φουκώ “Επιτήρηση και Τιμωρία”.
ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ
Έχοντας υπόψη όσα έχουν ειπωθεί στο προηγούμενο μέρος της εργασίας, σχετικά με τις σχέσεις εξουσίας- γνώσης και την παραγωγή των λόγων αλήθειας, μπορούμε να προχωρήσουμε στην διερεύνηση του έργου του Φουκώ “Επιτήρηση και Τιμωρία”, προσπαθώντας να αναπτύξουμε μια προβληματική που να σχετίζεται με την κοινωνιολογία της σχολικής πράξης σύμφωνα με τις θεωρητικές προϋποθέσεις που θέσαμε στον πρόλογο.Το έργο αυτό του Φουκώ, μπορεί να τοποθετηθεί σε δύο επίπεδα: από τη μία διερευνά το πέρασμα από τους παλαιότερους τρόπους κολασμού με θανάτωση ή σωματικές ποινές, στο σύγχρονο τρόπο τιμωρίας με φυλάκιση. Πριν από τη Γαλλική Επανάσταση (Φουκώ, 1989: 420), η τιμωρία του εγκληματία αποσκοπούσε στην εξάλειψη ενός αμφισβητία της κρατικής εξουσίας και εντοπίζονταν κυρίως στο σώμα του. Από τη Γαλλική Επανάσταση και έπειτα, η τιμωρία του εγκληματία γίνεται με τρόπο που είναι περισσότερο μυστικός και απομονωτικός και αυτό που προέχει δεν είναι τόσο το σώμα του εγκληματία ή η πράξη του, όσο η ψυχή και η προσωπικότητα του, έτσι ώστε αυτή η εξατομικευμένη ποινή να πετύχει τη συμμόρφωσή του και την ένταξη του στην κανονικότητα από την οποία ρυθμίζεται η κοινωνική ζωή. Ο προβληματισμός αυτού του έργου δε σχετίζεται μόνο με θέματα ποινικολογικά, αλλά και με θέματα κοινωνιολογικού και πολιτικού προβληματισμού, καθώς επίσης και με το ζήτημα της γνώσης που διαμορφώνεται στο πλαίσιο αυτών των στρατηγικών.Οι στρατηγικές της εξουσίας που επιβάλλονται από το 18ο αιώνα και μετά και αποτελούν αυτό που ο Φουκώ ονομάζει πειθαρχίες, χαρακτηρίζονται από την ιεραρχική επιτήρηση, την επιβολή της νόρμας, η οποία διαφοροποιεί τα άτομα και τις συμπεριφορές με βάση δύο πόλους (καλό – κακό), και της εξέτασης. Η εξέταση αποβλέπει στη σύσταση γνώσης γύρω από τα άτομα. Χάρη σ΄ αυτές τις τεχνικές η εξουσία κατασκευάζει χρήσιμα γι΄ αυτήν άτομα, επιβάλλοντας στην κοινωνία μια γενικευμένη εξατομίκευση (Φουκώ, 1991). Επομένως, η πειθαρχία δεν ταυτίζεται ούτε μ΄ ένα θεσμό, ούτε μ΄ ένα μηχανισμό. Είναι, όπως λέει ο Φουκώ “ένας τύπος εξουσίας, ένας τρόπος άσκησης που περιλαμβάνει ένα σύνολο οργάνων, τεχνικών, μεθόδων, διαδικασιών, επιπέδων εφαρμογής, στόχων. Είναι μια φυσική ή μια ανατομία της εξουσίας, μια τεχνολογία. Και μπορούν να την αναλάβουν είτε εξειδικευμένα ιδρύματα (φυλακές), είτε ιδρύματα που την χρησιμοποιούν προς ένα βασικό σκοπό (π.χ. το σχολείο), είτε προϋπάρχουσες αρχές, κρατικοί θεσμοί, μηχανισμοί, που κατέστησαν την πειθαρχία θεμελιακή αρχή της εσωτερικής τους λειτουργίας” (Φουκώ, 1989: 283). Άρα, μπορούμε να μιλάμε για μια γενίκευση των πειθαρχικών συστημάτων και τη διαμόρφωση μιας πειθαρχικής κοινωνίας, που ξεκινά από κλειστά πειθαρχικά συστήματα, συγκεκριμένων κοινωνικών μορφών και επεκτείνεται σ΄ όλο το εύρος ενός κοινωνικού σχηματισμού. Η επικράτηση της φυλακής ως τρόπου τιμωρίας, αποτέλεσε, χάρη στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της, το πιο ταιριαστό κολαστικό μηχανισμό της καινούργιας οικονομίας της εξουσίας (Φουκώ, 1989: 405), αλλά συνέτεινε και στη διαμόρφωση των ανθρωπιστικών επιστημών. Αυτό βέβαια δε σημαίνει ότι η φυλακή δημιούργησε τις ανθρωπιστικές επιστήμες, αλλά ότι αυτές κατευθύνονται από μια νέα και ιδιότυπη μορφή εξουσίας, από μια ορισμένη πολιτική απέναντι στο σώμα (Φουκώ, 1989: 405-406), από ένα ορισμένο τρόπο καθυπόταξης και χρησιμοποίησης της μαζικής συγκέντρωσης των ανθρώπων, γεγονός που απαιτεί τη συνέρευση ορισμένων σχέσεων γνώσης με τις σχέσεις εξουσίας. Κατά το Φουκώ, η εξάπλωση των πειθαρχικών δικτύων συνεπάγεται τον αυξημένο ρόλο των ανθρωπιστικών επιστημών (της ψυχιατρικής, της παιδαγωγικής, της ψυχολογίας) στις εξουσίες ελέγχου και κολασμού. Τα πειθαρχικά συστήματα έχουν ταυτόχρονα τη δυνατότητα να νομιμοποιούνται μέσα από τις συγκεκριμένες επιστήμες και το λόγο που αρθρώνουν διευρύνοντας τις στρατηγικές καθυπόταξης των ατόμων. β) Το Πειθαρχικό Σχολείο Σύμφωνα με το Φουκώ, η ανάπτυξη και η γενίκευση των πειθαρχιών δικτύων, αποτέλεσε ιστορικά την άλλη όψη των διαδικασιών με τις οποίες η αστική τάξη έγινε κυρίαρχη πολιτικά. Από τη μια έχουμε το νομικό πλαίσιο που εγκαθιδρύει την ενότητα και προσδιορίζει τα άτομα με γενικούς κανόνες που ισχύουν για όλους και του οποίου αρχή άρθρωσης είναι το κοινωνικό σώμα, ενώ από την άλλη αναπτύσσεται ένα σφιχτοδεμένο πλέγμα πειθαρχικών καταναγκασμών που, μέσα από διάφορες τεχνικές, ταξινομεί, κατατάσσει, εξατομικεύει τα άτομα με βάση μια νόρμα, καθυποτάσσοντας και κανονικοποιώντας τα.Το σχολείο, λοιπόν, ως πειθαρχικός μηχανισμός αποτελεί την άλλη όψη της γενικής εκπαιδευτικής νομοθεσίας και των νομικών ή συνταγματικών διακηρύξεων (Σολομών, 1992). Κατά το Φουκώ, η ιστορική στιγμή της πειθαρχίας είναι “η στιγμή που γεννιέται μια τέχνη του ανθρώπινου σώματος, που δεν αποβλέπει μόνο στην ανάπτυξη των ικανοτήτων, ούτε στην επιβάρυνση της υποταγής του, αλλά στη διαμόρφωση μιας σχέσης με τον ίδιο το μηχανισμό, που το καθιστά τόσο πιο υπάκουο, όσο είναι πιο χρήσιμο και αντίστροφα. Διαμορφώνεται τότε μια πολιτική των καταναγκασμών, που συνίσταται στην επεξεργασία του σώματος στον υπολογισμένο χειρισμό των στοιχείων του, των κινήσεων του και της συμπεριφοράς τους (Φουκώ, 1989: 184). Μ΄ αυτό τον τρόπο η πειθαρχία κατασκευάζει σώματα υποταγμένα και εξασκημένα, αυξάνοντας τις ανθρώπινες δυνάμεις με όρους οικονομικής ανάπτυξης και μειώνοντας τες, από την άποψη της πολιτικής υπακοής. Από τη μια μετατρέπει τη δύναμη σε επιδεξιότητα και ικανότητες και από την άλλη, αυτή τη δύναμη προσπαθεί να την περιορίσει με όρους πολιτικής υπακοής. Η πειθαρχία αρχίζει, κατά το Φουκώ, με την οργάνωση του χώρου μέσα στον οποίο ασκείται, καθώς επίσης και με την κατανομή των ατόμων μέσα σ΄ αυτό το χώρο, σύμφωνα με συγκεκριμένες αρχές, έτσι ώστε να πετυχαίνει τους στόχους της. Η πειθαρχία απαιτεί την περίφραξη, τον καθορισμό ενός χώρου που θα διακρίνεται και θα διαφοροποιείται από τους άλλους χώρους. Κυρίαρχο στοιχείο της οργάνωσης του χώρου από την πειθαρχία, είναι η αρχή της εντόπισης ή της δικτύωσης. Δηλαδή, κάθε άτομο στη θέση του και για κάθε θέση και ένα άτομο (Φουκώ, 1989: 190). Με σκοπό να αποφεύγονται οι κατανομές σε ομάδες, να αποσυνθέτονται οι ομαδοποιήσεις, να ελέγχεται η κίνηση των ατόμων, να επισημαίνονται οι απουσίες και οι παρουσίες και να παρέχεται η δυνατότητα σε κάθε στιγμή, το κάθε άτομο που είναι τοποθετημένο σε μια ορισμένη θέση μιας χωρικής διάταξης, να αξιολογείται, να κυρώνεται, να μετριούνται τα προσόντα και οι ικανότητες του. Η ορίζουσα των πειθαρχικών συστημάτων, ως προς τη δόμηση του χώρου, είναι η οργάνωση ενός αναλυτικού χώρου, που ταξινομεί και αναλύει όλα τα στοιχεία που υπάρχουν, παρέχοντας τη δυνατότητα για μια επιτήρηση τόσο εξατομικευμένη, όσο και ολοποιητική. Ο πειθαρχικός χώρος λειτουργεί σύμφωνα με τα ζεύγη κατανομή – ανάλυση και ταυτόχρονα έλεγχος – σαφήνεια. Ο χώρος που ανταποκρίνεται σ΄ αυτή την τακτική, είναι ο σειραίος χώρος που προσδιορίζει την κατανομή των μαθητών στη σχολική διάταξη: σειρές μαθητών μέσα στην τάξη, στους διαδρόμους, στην αυλή. Όπου η θέση του κάθε μαθητή σε μια διάταξη, προσδιορίζεται από διάφορους άλλους συντελεστές, όπως η ηλικία, η συμπεριφορά, οι επιδόσεις, το φύλο. Η οργάνωση, λοιπόν, του χώρου ενός σχολείου, δεν αποτελεί μόνο ένα τεχνικό ζήτημα, αλλά θέτει στο προσκήνιο ένα σύνολο από στρατηγικές εξουσίας, που καθυποτάσσουν τα παιδιά στα στοιχεία της σχολικής τάξης, διευκολύνοντας την ανάπτυξη σχέσεων εξουσίας με την τοποθέτηση των παιδιών στη σχολική διάταξη. Επομένως, ο χώρος του σχολείου αποτελεί χώρο συγκρότησης του κοινωνικού, άρα και των αντιθέσεων, των αντιφάσεων και των ανισοτήτων, τις οποίες συνεπάγεται αυτό το γεγονός. Και ταυτόχρονα δηλώνει την προσπάθεια να εισαχθούν στις σχολικές χωρικές διατάξεις, εκείνες οι κοινωνικές και θεσμικές διατάξεις καθώς και οι μορφές επικοινωνίας, που η εξουσία επιθυμεί να εισάγει. Πρέπει, λοιπόν, να δούμε την οργάνωση του σχολικού χώρου ως μια στρατηγική εξουσίας, που συναρθρώνεται με τις άλλες εξουσιαστικές σχέσεις στο πλαίσιο του σχολείου. Επίσης να τονίσουμε πως η οργάνωση του σειραίου χώρου στο σχολείο δεν αποτελεί μόνο ένα υλικό πλαίσιο που διευκολύνει την ανάπτυξη της εξουσίας, αλλά όπως τονίζει ο Φουκώ (Φουκώ, 1989: 196) «η πειθαρχία αναπτύσσει σύνθετους χώρους: Από τη μία πραγματικούς που ρυθμίζουν τη διάθεση των κτιρίων, των θαλάμων και της επίπλωσης, και ιδεατούς αφού πάνω σ΄ αυτή τη διευθέτηση εγγράφονται αξιολογήσεις και ιεραρχίες». Η σχολική αίθουσα σχηματίζει έναν ενιαίο πίνακα με πολλαπλές καταγραφές, όπου το ζητούμενο του πειθαρχικού χώρου είναι η οργάνωση του πολλαπλού μέσα από την ανάλυση και την κατανομή και ταυτόχρονα η ανάπτυξη στρατηγικών, ώστε να επιτηρείται και να εξουσιάζεται. Μια γεωγραφία της σχολικής αίθουσας, ας θυμηθούμε τον Μπρωντέλ, έχει να προσφέρει ασφαλώς πολλά στην κοινωνιολογική ανάλυση των σχολικών πρακτικών. Πέρα από την οργάνωση του χώρου, ο έλεγχος και ο προγραμματισμός της δραστηριότητας σε όλα τα επίπεδα, ρυθμός, εντατικοποίηση, χρονική διάρκεια, διάκριση ανάμεσα σε δραστηριότητες ωφέλιμες και μη, αποτελεί ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά των πειθαρχικών συστημάτων. Το σχολικό πρόγραμμα, τόσο το γενικό, όσο και αυτό της καθημερινής σχολικής πρακτικής, οργανώνεται και συστηματοποιείται με σκοπό τη μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα άρα και τον αυξημένο έλεγχο των σωμάτων και των συμπεριφορών. Η επανάληψη και τυποποίηση συγκεκριμένων δραστηριοτήτων παραπέμπει, εκτός από το φορμαλιστικό χαρακτήρα της μάθησης, στην αυτοματοποίηση όλων των πειθαρχικών καταναγκασμών και εξουσιαστικών σχέσεων, γεγονός που αποτελεί και στόχο κάθε πειθαρχίας. Αποβλέπει δηλαδή στην αυτοματοποίηση της εξατομίκευσης που φέρνει σε δεύτερο πλάνο τις τιμωρίες και τον κολασμό των ενεργειών που ξεφεύγουν από την κανονιστική ρύθμιση των δραστηριοτήτων. Ταυτόχρονα, όπως τονίζει ο Φουκώ (Φουκώ, 1989: 208), οι πειθαρχίες που αναλύουν το χώρο, που ρυθμίζουν τις δραστηριότητες, πρέπει να νοούνται και ως μηχανισμοί που αθροίζουν και κεφαλαιοποιούν το χρόνο. Ο πειθαρχικός χρόνος αναπτύσσεται σε πολλαπλές και προοδευτικές σειρές (χρόνος διάρκειας των μαθημάτων, αριθμός που επαναλαμβάνεται κάθε εβδομάδα, κλιμακωτές δοκιμασίες με εξετάσεις και βαθμολογήσεις). Η σειραιοποίηση των δραστηριοτήτων μέσα από μία αυστηρή οργάνωση του χρόνου παρέχει τη δυνατότητα για παρέμβαση, έλεγχο και επιτήρηση σε όλο το φάσμα των σχολικών πρακτικών, με αποτέλεσμα η εξουσία να σπονδυλώνεται στο χρόνο, εξασφαλίζοντας τον έλεγχο και την αποτελεσματική του χρήση. Ο πειθαρχικός χρόνος χαρακτηρίζεται από το Φουκώ ως γραμμικός εξελικτικός χρόνος που κατευθύνεται προς ένα σκοπό, ο οποίος έχει ορισθεί από την εξουσία (π.χ. εκμάθηση συγκεκριμένων δραστηριοτήτων). Μέσα από αυτό το χρόνο το παιδί αξιολογείται και επιτηρείται συνεχώς με βάση το σκοπό που έχει τεθεί, διαχωρίζεται από τους άλλους και ιεραρχείται σύμφωνα με την πορεία του. Η χρονική σειραιοποίηση με την οποία συνδέεται ο σχολικός χρόνος, κατευθύνει το παιδί σ΄ όλη τη διάρκεια της εκπαίδευσής του, καθυποτάσσοντάς το σε μια εξουσία που ρυθμίζει τη σχολική πρακτική μέσα από μια ορθολογική ρύθμιση του χρόνου. Τέλος, η δραστηριότητα του πειθαρχημένου ατόμου πρέπει να ρυθμίζεται και να ενισχύεται με εντολές και μηνύματα ιδιάζοντα σε κάθε πειθαρχικό δίκτυο (όπως το χτύπημα του χεριού του δασκάλου στην έδρα), που παραπέμπουν σ΄ ένα σύνολο από ιδιαίτερες πρακτικές με σκοπό την αυτόματη καθυπόταξη των ατόμων. Σύμφωνα με το Φουκώ, λοιπόν, «η πειθαρχία κατασκευάζει” μια ατομικότητα προικισμένη με τέσσερα χαρακτηριστικά: είναι κυψελική (χάρη στην χωρική κατανομή), είναι οργανική (χάρη στην κωδικοποίηση των δραστηριοτήτων), είναι γενετική (χάρη στη συσσώρευση του χρόνου) και συνδυαστική (χάρη στη σύνθεση των δυνάμεων) (Φουκώ, 1989: 219). Ως προς τις πρακτικές του, κάθε πειθαρχικό σύστημα χαρακτηρίζεται: α) Από μια αυστηρή επιτήρηση, μ΄ αποτέλεσμα ολόκληρο το σύστημα μέσα στο οποίο πραγματώνονται οι στρατηγικές αυτές της εξουσίας, να χαρακτηρίζονται από ένα συνεχές και μόνιμο πεδίο εξουσιαστικών σχέσεων. β) Από ένα ποινικό σύστημα που χαρακτηρίζει και αξιολογεί ένα σύνολο από πρακτικές. Πιο συγκεκριμένα, από ένα μικροσύστημα ποινών, που ισχύει για το χρόνο (καθυστερήσεις, απουσίες), τη δραστηριότητα (αμέλεια απροσεξία), τη συμπεριφορά (ανυπακοή), το λόγο (φλυαρία, αυθάδεια), το σώμα (άτοπες χειρονομίες και κινήσεις). Ως ποινές χρησιμοποιούνται μια σειρά από εκλεπτυσμένες μεθόδους, από την ελαφριά σωματική τιμωρία, μέχρι ελάσσονες στερήσεις και μικροταπεινώσεις. Ο Φουκώ τονίζει πως το καθεστώς των ποινικών κυρώσεων, μέσα στις πειθαρχίες, προβαίνει σε πέντε διαφορετικές λειτουργίες: «ανάγει τις πράξεις, τις επιδόσεις, τις ατομικές συμπεριφορές, σ΄ ένα σύνολο που είναι ταυτόχρονα πεδίο σύγκρισης, χώρος διαφοροποίησης και θεμελιακή αρχή ενός κανόνα που πρέπει να τηρείται. Διαχωρίζει τα άτομα μεταξύ τους και σε συνάρτηση με το γενικό αυτό κανόνα. Μετράει με όρους ποσοτικούς και ταξινομεί με όρους αξίας τις ικανότητες, το πεδίο γνώσης και τη φύση των ατόμων. Διαμέσου του αξιολογικού αυτού μέτρου, εξαναγκάζει σε μια συμμόρφωση που πρέπει να πραγματοποιηθεί. Τέλος, χαράζει το όριο που θα προσδιορίσει τη διαφορά σε σχέση μ΄ όλες τις άλλες διαφορές, το εξωτερικό σύνορο του μη-κανονικού» (Φουκώ, 1989: 242). Η βασική λειτουργία, δηλαδή, του ποινικού συστήματος είναι η νορμοποίηση. Τέλος, κάθε πειθαρχικό σύστημα διαθέτει και ένα εξεταστικό σύστημα, μέσα στο οποίο συναρμόζονται οι σχέσεις εξουσίας και γνώσης. Η εξέταση προβαίνει σε πάρα πολύ σημαντικές λειτουργίες: επιβάλλει μια συγκεκριμένη γνώση ως νόμιμη, στην οποία καλούνται οι μαθητές να εξεταστούν και να την αναπαράγουν, εμποδίζοντας ταυτόχρονα τη διείσδυση άλλων μορφών γνώσεων ή προσεγγίσεων. Υπάρχει επίσης μια γνώση για το δάσκαλο, όσον αφορά το μαθητή, με αποτέλεσμα ο μαθητής να γίνεται αντικείμενο γνώσης και μελέτης, ένα ντοκουμέντο που μπορεί ανά πάσα στιγμή να χρησιμοποιηθεί. Ο Φουκώ μάλιστα θεωρεί (Φουκώ, 1989: 247) πως η εποχή του σχολείου ως εξεταστικού κέντρου, σηματοδότησε την αφετηρία της παιδαγωγικής ως επιστήμης. Η εξέταση είναι η τεχνική με την οποία η εξουσία αντί να εκπέμπει τα σήματα της, αντί να βάζει τη σφραγίδα της, παγιδεύει τα παιδιά σ΄ ένα μηχανισμό αντικειμενοποίησης. Στην εξέταση, τα άτομα δέχονται άμεσα την έννοια της κυρίαρχης εξουσίας και δεν επιδεικνύουν παρά μόνο τα αποτελέσματα της.
Συνοπτικά μπορούμε να πούμε πως την πειθαρχία δεν πρέπει να την ορίζουμε με αρνητικούς όρους ως επιβολή ή άσκηση βίας, αλλά κυρίως ως μια προσπάθεια αύξησης των δυνατοτήτων των ατόμων και ταυτόχρονα τον έλεγχό τους προς ένα συγκεκριμένο σκοπό. Γιαυτό άλλωστε οι πειθαρχίες έχουν διεισδύσει στις σημαντικότερες εκφάνσεις του κοινωνικού. Ταυτόχρονα όμως, αυτό ακριβώς αποκαλύπτει τη συναρμογή των πειθαρχικών δικτύων με τις ταξικές πρακτικές και ένα συγκεκριμένο τρόπο οργάνωσης της παραγωγής. Αυτό δε σημαίνει ότι οι στρατηγικές αυτές αποτελούν αντανάκλαση οικονομικών πρακτικών, ωστόσο συναρμόζονται σ΄ αυτές, λειτουργώντας προς την κατεύθυνση της ρύθμισης της κατανομής των φορέων για την εξασφάλιση και αναπαραγωγή του εργατικού δυναμικού, υποβοηθώντας στον εξορθολογισμό και την αποτελεσματικότητα της αναπαραγωγικής λειτουργίας της εκπαίδευσης. Πρέπει να δούμε αυτές τις τεχνικές σε συνάρτηση με ευρύτερες πρακτικές και συσχετισμούς στο χώρο της καπιταλιστικής κοινωνίας και εδώ οι αναλύσεις του Φουκώ δεν μας παρέχουν αυτή τη δυνατότητα.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 1) Ανθογαλίδου Θ. (1987) Ο ρόλος της εκπαίδευσης στην αναπαραγωγή και εξέλιξη μιας παραδοσιακής κοινωνίας. Θεμέλιο 2) Ανθογαλίδου Θ (1998) “Ο ρόλος του σχολείου στην κοινωνική συγκρότηση της υποκειμενικότητας”,http://www.auth.gr/virtualschool/1.1/TheoryResearch/CongressAnthogalidou.html 3) Δεληγιώργη Α. Ο μοντερνισμός στη σύγχρονη φιλοσοφία. Αλεξάνδρεια 4) Κολέτι Λ. (1977) Για το νεαρό Μαρξ. Οδυσσέας 5) Σολομών Ι. (1992) Εξουσία και τάξη στο νεοελληνικό σχολείο. Αλεξάνδρεια 6) Φουκώ Μ. (1982) Η ιστορία της σεξουαλικότητας, τόμος. 1. Εκδ. Ράππα 7) Φουκώ Μ. (1989) Επιτήρηση και τιμωρία. Η γέννηση της φυλακής. Εκδ. Ράππα 9) Φουκώ Μ. (1991) Η μικροφυσική της εξουσίας. ΄Υψιλον