Εξαρτημένες πολιτικές στον χώρο της δημόσιας απεξάρτησης
του Τάκη Χαλδαίου
Το τελευταίο διάστημα ο χώρος της αντιμετώπισης των εξαρτήσεων έχει βρεθεί μεταξύ δύο πυρών. Βάλλεται αφενός από τις κυβερνητικές επιλογές, από συντηρητικές αντιλήψεις και στερεότυπα αφετέρου. Σε αυτήν ακριβώς τη συγκυρία, κατατίθεται για διαβούλευση ένα Εθνικό Σχέδιο Δράσης. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή.
Οι φορείς που παρέχουν υπηρεσίες σε εξαρτημένους χρήστες νόμιμων και παράνομων ουσιών ή/και εξαρτημένους από το διαδίκτυο, αλλά και στους συγγενείς τους, καθώς και οι υπηρεσίες πρόληψης της ανάπτυξης εξαρτητικών συμπεριφορών, αντιμετωπίζουν όλο και περισσότερα προβλήματα. Πασχίζουν, όλοι, να καλύψουν τις σταθερά αυξανόμενες ανάγκες, με συνεχώς μειούμενο προσωπικό, χωρίς τη δυνατότητα προσλήψεων. Ειδικότερα, το ΚΕΘΕΑ και το 18 ΑΝΩ αποκλείονται αναίτια και προκλητικά από σημαντικές δράσεις που αφορούν την εκπαίδευση (κοινωνικό σχολείο)· το 18 ΑΝΩ, μάλιστα, κινδυνεύει να μείνει χωρίς το σχολείο του. Στον ΟΚΑΝΑ οι ελλείψεις σε βασικά αναλώσιμα θέτουν σε κίνδυνο τις παρεχόμενες υπηρεσίες και την ασφάλεια εξυπηρετούμενων και εργαζόμενων, ενώ τα Κέντρα Πρόληψης αγωνιούν να επιβιώσουν, μέσα σε ένα ανύπαρκτο και ασαφές θεσμικό πλαίσιο, με αβέβαιη χρηματοδότηση και αμφίβολη έγκαιρη μισθοδοσία.
Παρακολουθούμε, ακόμα, εδώ και χρόνια, την υποτίμηση και απαξίωση των υπηρεσιών αλλά και των αποδεκτών τους, απαξίωση η οποία υλοποιείται με υγειονομικές διατάξεις που αντιμετωπίζουν τους εξαρτημένους ή/και οροθετικούς ως «υγειονομικές βόμβες». Επίσης, με τη στοχοποίηση ευάλωτων υποομάδων (που είναι μέρος της ευρύτερης ομάδας ανθρώπων που έχουν προβλήματα με ουσίες, λ.χ. οι μετανάστες χρήστες) ως υπεύθυνων για την άνοδο της εγκληματικότητας, με επιχειρήσεις-σκούπα και αποκλεισμούς περιοχών, με τη διαπόμπευση των εκδιδόμενων οροθετικών γυναικών που ακόμα αγωνίζονται να δικαιωθούν από τα ελληνικά δικαστήρια. Παράλληλα, άλλα δικαστήρια εφαρμόζουν με τον πιο φοβικό και συσταλτικό τρόπο, τον Νόμο 4139/2013 –ο οποίος, αν και άτολμος, αποτέλεσε σημαντικό θετικό βήμα–, με συνέπεια τον εγκλεισμό σε φυλακές (ήδη υπερφορτωμένες από μικροδιακινητές και μετανάστες, χωρίς δυνατότητα επαρκούς υπεράσπισης) ανθρώπων που έχουν ολοκληρώσει πολυφασικά θεραπευτικά προγράμματα, δίνοντας μια ιδιαίτερα δύσκολη και μακρά μάχη με τις ουσίες και –κυρίως– τον εαυτό τους.
Μέσα στο σκοτεινό, αλήθεια, αυτό πλαίσιο, η πολιτεία έθεσε σε διαβούλευση ένα Εθνικό Σχέδιο Δράσης, του οποίου την εφαρμογή δεν μπορεί να εγγυηθεί. Οι ίδιοι φορείς που καλούνται να το υλοποιήσουν –και αναφέρονται ρητά στον Νόμο 4139/2013– δεν γνωρίζουν εάν και με ποια μορφή θα υπάρχουν. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, τα προγράμματα του 18 ΑΝΩ, τα προγράμματα «Ιανός» και «Αργώ», δημόσια προγράμματα απεξάρτησης όλα, που λειτουργούν εντός των ψυχιατρικών νοσοκομείων Αττικής και Θεσσαλονίκης· η τύχη τους είναι άδηλη, μετά το βίαιο, έξωθεν επιβαλλόμενο, κλείσιμο των δύο νοσοκομείων το 2015. Οι προβλέψεις του Νόμου 4139, επίσης, μένουν κενό γράμμα, είτε αφορούν το θεσμικό μέρος (ακόμα να συγκροτηθεί το Δίκτυο Πρόληψης) είτε στην ποινική αντιμετώπιση (καμία πρόοδος στο θέμα της δυνατότητας πραγματογνωμοσύνης σε όλη την ποινική διαδικασία, μη εφαρμογή ευεργετικών διατάξεων στους κρατούμενους). Η ίδια πολιτεία όμως, που ελέγχεται γι’ αυτές τις παραλείψεις, σπεύδει να καλέσει σε διαβούλευση τους δημόσιους φορείς προκειμένου να συγκροτηθεί συγκεκριμένη πρόταση για την αδειοδότηση ιδιωτών, με στόχο την παροχή υπηρεσιών απεξάρτησης. Γιατί άραγε στην Ελλάδα, με το (τόσο διαφημιζόμενο από την ίδια την κυβέρνηση σε διεθνείς συναντήσεις) δίκτυο υπηρεσιών, επιλέγεται να εξασφαλιστεί τρόπος εισόδου στους αδημονούντες ιδιώτες, και όχι η ενίσχυση του ίδιου του δικτύου με προσωπικό και πόρους, ώστε να αντεπεξέλθει στις ανάγκες;
***
Η ιστορία της απεξάρτησης και της πρόληψης στην Ελλάδα ξεκίνησε το κοντινό-μακρινό 1983, με τη θεραπευτική κοινότητα «Ιθάκη». Από τότε κύλησε πολύ νερό στο αυλάκι και πραγματικά οι φορείς που αναπτύχθηκαν μπόρεσαν να υποστηρίξουν ανθρώπους που βρέθηκαν σε δύσκολη κατάσταση και ζήτησαν βοήθεια. Η ανάπτυξη των οργανισμών και των επιστημονικών προσεγγίσεων, η παρουσία όλο και περισσότερων επαγγελματιών για την υποστήριξη των εξαρτημένων αλλά και την ενίσχυση του υπόλοιπου –κυρίως νεανικού– πληθυσμού, σε κάθε γωνιά της χώρας, έπαιξαν πολύ σημαντικό ρόλο στη γενικότερη ευαισθητοποίηση της κοινωνίας, σε μια κατεύθυνση ανεκτικότητας και κατανόησης της διαφορετικότητας. Δυστυχώς, κάποια στιγμή, ιδιαίτερα μετά την έναρξη της «κρίσης» και της πολιτικής εξάρτησης της Ελλάδας, κυρίαρχες επιλογές ήταν η εκ νέου περιθωριοποίηση των ευάλωτων ομάδων, η απαξίωση των επαγγελματιών του χώρου (κυρίως μέσω της οικονομικής τους εξουθένωσης) και η υποβάθμιση του έργου των φορέων (κυρίως μέσω της ένταξής τους στο γενικότερο πλαίσιο υποτίμησης των δημόσιων οργανισμών κοινωνικής φροντίδας). Η ταυτόχρονη «εκπαίδευση» των πολιτών στον φόβο από τα κάθε είδους κατευθυνόμενα μέσα ενημέρωσης, συνέβαλλε ιδιαίτερα σ’ αυτήν την περιθωριοποίηση. Είναι καιρός για επανεκκίνηση της κοινωνικής δυναμικής που εμπεριέχεται σε κάθε πρόταση αλλαγής και εξόδου από τις εξαρτήσεις.
Ο Τάκης Χαλδαίος είναι κοινωνικός επιστήμονας, θεραπευτής, πρόεδρος του Συλλόγου Εργαζομένων ΚΕΘΕΑ.
Πηγή:
http://enthemata.wordpress.com/2014/10/26/xaldaios/