Δύο πολύ μικρά αποσπάσματα (ελαχιστότατα) που θα ‘θελα να μοιραστώ, από την τρίτη Κριτική του Ιμάνουελ Καντ, την Κριτική της Κριτικής Ικανότητας, με την οποία ολοκληρώνει το έργο της κριτικής του φιλοσοφίας.
Λέγεται ότι είχε στα σκαριά μια τέταρτη την οποία ποτέ δεν ολοκλήρωσε.
Ο ίδιος πίστευε ότι το έργo του, ιδιαίτερα εκείνο της Κριτικής Περιόδου, θα παρέμενε ανολοκλήρωτο, αν δεν είχε ασχοληθεί μετά την Κριτική του Καθαρού Λόγου και την Κριτική του Πρακτικού Λόγου και με την περιοχή της Αισθητικής, η οποία αναφέρεται στις Ικανότητες της Ψυχής και τις οποίες προσπάθησε να διερευνήσει με λογικά και καθολικά κριτήρια.
Σε αυτήν -την Τρίτη Κριτική- εξετάζεται το Ωραίο, το Υπέροχο, η Τέχνη, ο Καλλιτέχνης.
[..]
ένα έργο τέχνης χαρακτηρίζεται από μανιερισμό, όταν η έκθεση της Ιδέας του αποβλέπει στην παραδοξότητα και όχι στην καταλληλότητα της για αυτήν την Ιδέα. Το επιδεικτικό, το εξεζητημένο και το επιτηδευμένο, που επιδιώκουν (αλλά χωρίς “ψυχή”) να διαχωριστούν από το κοινό, μοιάζουν με τη στάση αυτού που καμαρώνει όταν μιλάει, ή εκείνου που βαδίζει και κοντοστέκεται σάμπως να είναι πάνω σε σκηνή, μπροστά σε ένα κοινό αφελών που τον θαυμάζει – και μαρτυρούν πάντοτε έναν αδαή.
[..]
Κάθε έντονο συναίσθημα που συνδέεται με το σθένος ( ό,τι δηλαδή αφυπνίζει τη συνείδηση των δυνάμεων μας για την εξουδετέρωση κάθε αντίστασης), είναι ΑΙΣΘΗΤΙΚΑ ΥΠΕΡΟΧΟ. Αντίθετα τα συναισθήματα που συνδέονται με την τρυφηλότητα, δεν έχουν καθεαυτά τίποτε το ευγενές [...] Τα μυθιστορήματα, το μελοδραματικό θέατρο, οι άνοστοι ηθικοί κανόνες που χαριεντίζονται με τα λεγόμενα ευγενή αισθήματα, στην πραγματικότητα καθιστούν την καρδιά πλαδαρή, απαθή στις αυστηρές επιταγές του καθήκοντος και ανίκανη για το σεβασμό της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και των δικαιωμάτων του ανθρώπου και εν γένει για όλες τις σταθερές θεμελιώδεις αρχές. Ακόμη και ένας θρησκευτικός λόγος που υποδεικνύει την ευτελή αναζήτηση της εύνοιας και της κολακείας ακυρώνοντας κάθε εμπιστοσύνη στις δικές μας δυνάμεις αντίστασης στο κακό που είναι μέσα μας, αντί για τη ρωμαλέα απόφαση να δοκιμάσουμε τις ικανότητες που διαθέτουμε παρά την ατέλειά μας, για να κυριαρχήσουμε στις επιθυμίες και τα πάθη μας, η ψευδής ταπεινότητα που βλέπει στην αυτοπεριφρόνηση, στην υποκριτική θρηνωδία της μεταμέλειας, και στην κατάσταση της ψυχής που απλώς υποφέρει, τον μοναδικό τρόπο για να γίνουμε αρεστοί στο υπέρτατο Ον: τίποτε από όλα αυτά δε συμφωνεί με αυτό που θεωρούμε Ωραίο…πολλώ δε μάλλον ως Υπέροχο στην κατάσταση της ψυχής.