Η τριπλή αθλιότητα του Στάθη Μπούκουρα
του Άκη Γαβριηλίδη
Το 17ο αιώνα, στην πολεμική του κατά της χριστιανικής ηθικολογίας της αυτοταπείνωσης, ο Σπινόζα είχε γράψει ότι «αυτός που μετανοεί για κάτι που έκανε είναι δυο φορές άθλιος».
Η φράση αυτή μπορεί να ξενίζει τον σημερινό αναγνώστη, αλλά το θέμα μου σήμερα δεν είναι τι εννοούσε τότε ο Σπινόζα. Είναι κάτι που μου τον θύμισε: η εμετική επιτέλεση της αυτοταπείνωσης που σκηνοθέτησε και παρουσίασε χθες από το βήμα της Βουλής ο πρώην φούρναρης και νυν ναζιστής βουλευτής Στάθης Μπούκουρας, στην προσπάθειά του να γεννήσει τον οίκτο στους άλλους βουλευτές –και στο κοινό γενικώς- και να αποφύγει τη δίκαιη τιμωρία για τα εγκλήματά του.
Μια επιτέλεση στην οποία δεν μιλά καν, έστω υποκριτικά, για μετάνοια. Μιλάει μόνο για πλήρη αθωότητα. Δεν έκανε, ούτε άκουσε τίποτε. Δεν ξέρει γιατί βρίσκεται στη φυλακή. Πάνω απ’ όλα, είναι ένας έντιμος οικογενειάρχης, τήρησε πιστά την ελληνοχριστιανική επιταγή της ετεροκανονιστικότητας, γέννησε τρία παιδιά και τώρα δεν ξέρει τι να τους πει.
Ο συναισθηματικός αυτός εκβιασμός μού προκαλεί εμετό. Νομίζω ότι δεν έχω ποτέ περιφρονήσει τόσο πολύ άνθρωπο στη ζωή μου.
Όποιος συμμετείχε σε εγκλήματα λόγω των πεποιθήσεών του και μετά ζητά από μας να κάνουμε σαν να μη συνέβησαν όλα αυτά, αυτός είναι όχι δύο αλλά τρεις φορές άθλιος. Και επίσης κυνικός, παρά το μελοδραματισμό του. Διότι ο τύπος αυτός μας λέει κατάμουτρα ότι δεν θέλει να επανεξετάσει ούτε να μετασχηματίσει τίποτε. Ό,τι έκανε είναι καλώς καμωμένο, ζητά από μας να μην του το χρεώσουμε χωρίς να δίνει τίποτε σε αντάλλαγμα. Άρα, αν τον απαλλάξουμε, θα συνεχίσει να κάνει τα ίδια.
Πάνω απ’ όλα, είμαι εξοργισμένος με την αδίστακτη εργαλειοποίηση της οικογενειακής του ζωής. Ο τύπος αυτός νιώθει αμηχανία και ντροπή όταν τον ρωτάνε τα παιδιά του γιατί είναι στη φυλακή. Λογικό. Αντί όμως να αναλάβει το βάρος που αναλογεί αποκλειστικά σε αυτόν και να προσπαθήσει να βρει έναν τρόπο να αντιμετωπίσει τη δυσκολία που δημιούργησαν οι δικές του πράξεις, όπως θα ήταν εξίσου λογικό, καταφεύγει στο πολιτικό ύφος της παράνοιας –που λέει και ο Μάσσιμο Ρεκαλκάτι- και ρωτά εμάς τι να πει στα παιδιά του.
Φαίνεται ότι πρόκειται για μια υπερασπιστική τακτική που, είτε αυθόρμητα είτε σχεδιασμένα, ακολουθούν παγίως όλοι οι εγκληματίες του ακροδεξιού χώρου όταν έρχεται η ώρα να λογοδοτήσουν για τα εγκλήματά τους. Ακριβώς το ίδιο ξανθοπουλικό μελόδραμα π.χ. είχε επιτελέσει δημόσια ο Παναγιώτης Ψωμιάδης όταν κηρύχθηκε έκπτωτος από την περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας:
Η φράση αυτή μπορεί να ξενίζει τον σημερινό αναγνώστη, αλλά το θέμα μου σήμερα δεν είναι τι εννοούσε τότε ο Σπινόζα. Είναι κάτι που μου τον θύμισε: η εμετική επιτέλεση της αυτοταπείνωσης που σκηνοθέτησε και παρουσίασε χθες από το βήμα της Βουλής ο πρώην φούρναρης και νυν ναζιστής βουλευτής Στάθης Μπούκουρας, στην προσπάθειά του να γεννήσει τον οίκτο στους άλλους βουλευτές –και στο κοινό γενικώς- και να αποφύγει τη δίκαιη τιμωρία για τα εγκλήματά του.
Μια επιτέλεση στην οποία δεν μιλά καν, έστω υποκριτικά, για μετάνοια. Μιλάει μόνο για πλήρη αθωότητα. Δεν έκανε, ούτε άκουσε τίποτε. Δεν ξέρει γιατί βρίσκεται στη φυλακή. Πάνω απ’ όλα, είναι ένας έντιμος οικογενειάρχης, τήρησε πιστά την ελληνοχριστιανική επιταγή της ετεροκανονιστικότητας, γέννησε τρία παιδιά και τώρα δεν ξέρει τι να τους πει.
Ο συναισθηματικός αυτός εκβιασμός μού προκαλεί εμετό. Νομίζω ότι δεν έχω ποτέ περιφρονήσει τόσο πολύ άνθρωπο στη ζωή μου.
Όποιος συμμετείχε σε εγκλήματα λόγω των πεποιθήσεών του και μετά ζητά από μας να κάνουμε σαν να μη συνέβησαν όλα αυτά, αυτός είναι όχι δύο αλλά τρεις φορές άθλιος. Και επίσης κυνικός, παρά το μελοδραματισμό του. Διότι ο τύπος αυτός μας λέει κατάμουτρα ότι δεν θέλει να επανεξετάσει ούτε να μετασχηματίσει τίποτε. Ό,τι έκανε είναι καλώς καμωμένο, ζητά από μας να μην του το χρεώσουμε χωρίς να δίνει τίποτε σε αντάλλαγμα. Άρα, αν τον απαλλάξουμε, θα συνεχίσει να κάνει τα ίδια.
Πάνω απ’ όλα, είμαι εξοργισμένος με την αδίστακτη εργαλειοποίηση της οικογενειακής του ζωής. Ο τύπος αυτός νιώθει αμηχανία και ντροπή όταν τον ρωτάνε τα παιδιά του γιατί είναι στη φυλακή. Λογικό. Αντί όμως να αναλάβει το βάρος που αναλογεί αποκλειστικά σε αυτόν και να προσπαθήσει να βρει έναν τρόπο να αντιμετωπίσει τη δυσκολία που δημιούργησαν οι δικές του πράξεις, όπως θα ήταν εξίσου λογικό, καταφεύγει στο πολιτικό ύφος της παράνοιας –που λέει και ο Μάσσιμο Ρεκαλκάτι- και ρωτά εμάς τι να πει στα παιδιά του.
Φαίνεται ότι πρόκειται για μια υπερασπιστική τακτική που, είτε αυθόρμητα είτε σχεδιασμένα, ακολουθούν παγίως όλοι οι εγκληματίες του ακροδεξιού χώρου όταν έρχεται η ώρα να λογοδοτήσουν για τα εγκλήματά τους. Ακριβώς το ίδιο ξανθοπουλικό μελόδραμα π.χ. είχε επιτελέσει δημόσια ο Παναγιώτης Ψωμιάδης όταν κηρύχθηκε έκπτωτος από την περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας:
Με έντονη συγκίνηση μίλησε και για την κόρη του Καρολίνα, στην οποία, όπως ανέφερε, δεν έχει ακόμη απαντήσει γιατί φεύγει από την περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας. «Με ρωτά συνεχώς η κόρη μου: Μπαμπά, δεν θα ξαναπάμε στην περιφέρεια; Γιατί σε διώχνουν οι δικοί σου άνθρωποι;» .
Σε σχέση με αυτή την αθλιότητα, σημείωνα στο βιβλίο μου Εμείς οι έποικοι (σ. 346):
Είναι πολύ αξιοπερίεργη η χρήση αυτής της «ιδιωτικής», με τα συμβατικά κριτήρια, συναισθηματικής δυσκολίας, της εξήγησης με την επόμενη γενιά, στη δημόσια, επικοινωνιακή διαχείριση της ταπεινωτικής κατάστασης του καταδίκου. Όταν βρίσκεται αντιμέτωπος με το γεγονός ότι δεν μπορεί να απαντήσει στην απορία της κόρης του, ο Ψωμιάδης δεν διανοείται να κάνει κάποια αυτοκριτική, να προσπαθήσει να βρει το θάρρος να της πει «παιδί μου, δεν θα ξαναπάμε στην περιφέρεια επειδή είμαι εγκληματίας, έχω παραβεί το καθήκον μου και καταδικάστηκα γι’ αυτό» ή έστω να αναζητήσει τον κατάλληλο τρόπο και χρόνο για να δώσει τις σχετικές εξηγήσεις χωρίς να τραυματίσει την οικογενειακή του ηρεμία και τις ευαισθησίες της παιδικής ηλικίας, αλλά αντιθέτως βγαίνει επιθετικά και δημοσιοποιεί το πρόβλημά του, προσπαθώντας να επιρρίψει την ευθύνη γι’ αυτό σε άλλους. Με αυτή την εργαλειοποίηση όμως εμπλέκει το παιδί του στα δικά του παιχνίδια και στις δικές του ενοχές, χωρίς να του δίνει τη δυνατότητα να αποστασιοποιηθεί από αυτά, και μεταβιβάζοντάς του την πεποίθηση ότι για τα προβλήματά μας φταίνε πάντα οι άλλοι που είναι κακοί και μας επιβουλεύονται.
Δεν λυπάμαι λοιπόν καθόλου όσους δεν λυπούνται οι ίδιοι τα παιδιά τους.
Ή μάλλον, αν ο Στάθης Μπούκουρας το εννοεί, εγώ δέχομαι ευχαρίστως να του κάνω τη χάρη: αν πραγματικά δεν ξέρει τι να πει στα παιδιά του και ρωτάει στα σοβαρά εμάς, εγώ, μπορώ να του προτείνω μία ιδέα. Για αρχή, μπορεί να τους πει: «παιδιά μου, είμαι στη φυλακή επειδή είμαι δολοφόνος».
Αν δεν του φτάνει αυτό, έχω και άλλα.
Ακόμη και αν ακολουθήσει τη συμβουλή μου, βέβαια, αυτό δεν θα μειώσει καθόλου στα μάτια μου τον εξευτελισμό που υφίσταται, που του αξίζει 100% και που εξάλλου αυτός ο ίδιος τον επιφέρει μόνος του. Αντίθετα, θα τον εντείνει.
Δεν πειράζει. Τόσο το καλύτερο. Του εύχομαι ολόψυχα να βαδίσει μέχρι τέλους αυτό το δρόμο του διασυρμού και της αυτογελοιοποίησης.
Το να κατηγορείσαι για ποινικά αδικήματα είναι κάτι που μπορείς να το αντιμετωπίσεις ενδεχομένως και με αξιοπρέπεια. Άμα είσαι Χρυσαυγίτης όμως φαίνεται ότι κάτι τέτοιο είναι αδύνατο. Το μόνο που σου μένει είναι να σέρνεσαι σαν σκουλήκι. Και να προσπαθείς να πάρεις και άλλους στο λαιμό σου, μεταξύ των οποίων και αυτοί που αγαπάς. Ή μάλλον, που παριστάνεις ότι αγαπάς. Γιατί είναι γνωστό ότι στο ναζισμό δεν υπάρχει καθόλου χώρος για αγάπη. Μόνο για μίσος.
Ή μάλλον, αν ο Στάθης Μπούκουρας το εννοεί, εγώ δέχομαι ευχαρίστως να του κάνω τη χάρη: αν πραγματικά δεν ξέρει τι να πει στα παιδιά του και ρωτάει στα σοβαρά εμάς, εγώ, μπορώ να του προτείνω μία ιδέα. Για αρχή, μπορεί να τους πει: «παιδιά μου, είμαι στη φυλακή επειδή είμαι δολοφόνος».
Αν δεν του φτάνει αυτό, έχω και άλλα.
Ακόμη και αν ακολουθήσει τη συμβουλή μου, βέβαια, αυτό δεν θα μειώσει καθόλου στα μάτια μου τον εξευτελισμό που υφίσταται, που του αξίζει 100% και που εξάλλου αυτός ο ίδιος τον επιφέρει μόνος του. Αντίθετα, θα τον εντείνει.
Δεν πειράζει. Τόσο το καλύτερο. Του εύχομαι ολόψυχα να βαδίσει μέχρι τέλους αυτό το δρόμο του διασυρμού και της αυτογελοιοποίησης.
Το να κατηγορείσαι για ποινικά αδικήματα είναι κάτι που μπορείς να το αντιμετωπίσεις ενδεχομένως και με αξιοπρέπεια. Άμα είσαι Χρυσαυγίτης όμως φαίνεται ότι κάτι τέτοιο είναι αδύνατο. Το μόνο που σου μένει είναι να σέρνεσαι σαν σκουλήκι. Και να προσπαθείς να πάρεις και άλλους στο λαιμό σου, μεταξύ των οποίων και αυτοί που αγαπάς. Ή μάλλον, που παριστάνεις ότι αγαπάς. Γιατί είναι γνωστό ότι στο ναζισμό δεν υπάρχει καθόλου χώρος για αγάπη. Μόνο για μίσος.
Το παραπάνω “εξώφυλλο” είναι κολλάζ του Γιάννη Ανδρουλιδάκη
πηγή:
http://nomadicuniversality.wordpress.com/2014/05/08/%CE%B7-%CF%84%CF%81%CE%B9%CF%80%CE%BB%CE%AE-%CE%B1%CE%B8%CE%BB%CE%B9%CF%8C%CF%84%CE%B7%CF%84%CE%B1-%CF%84%CE%BF%CF%85-%CF%83%CF%84%CE%AC%CE%B8%CE%B7-%CE%BC%CF%80%CE%BF%CF%8D%CE%BA%CE%BF%CF%85%CF%81/