Στο ντοκιμαντέρ «Η Δίκη των Βασανιστών», που προβλήθηκε τις προάλλες από το κανάλι της Βουλής, ο Θεοφιλογιαννάκος επιχειρεί κάποια στιγμή να δικαιολογήσει την αιματηρή καταστολή του Πολυτεχνείου. Λέει χαρακτηριστικά ότι όλο το 1973 δεν είχαν ανοίξει οι σχολές λόγω των φοιτητικών κινητοποιήσεων. Προσθέτει μάλιστα ότι είχε δημιουργηθεί τέτοιο κοινωνικό πρόβλημα, που ο πατέρας μιας φοιτήτριας από την Ξάνθη τού είχε τηλεφωνήσει για να επιληφθεί του θέματος.
Ο δυστυχής πατέρας απείλησε μάλιστα τον φιλότιμο εθνικόφρονα ανακριτή ότι θα έφερνε την κόρη πίσω στο χωριό, αν δεν άρχιζαν τα μαθήματα. Τι να κάνουν λοιπόν κι οι χουντικοί; Κατέβασαν τα τανκς για να μην υπονομευτεί το μέλλον του παιδιού.
Αν και δεν είναι ορθό να εξομοιώνουμε τη σημερινή αυταρχική και φαλκιδευμένη δημοκρατία με τη δικτατορία (εκτός όλων των άλλων, γιατί με αυτόν τον τρόπο μηδενίζουμε τις κατακτήσεις του Πολυτεχνείου), εντούτοις, είναι προφανείς οι ομοιότητες των εξηγήσεων του Θεοφιλογιαννάκου με τον σημερινό κυρίαρχο λόγο περί χαμένου εξαμήνου. Οι οιμωγές του Mega, οι συνεντεύξεις των απελπισμένων φοιτητών που δεν μπορούν να κάνουν μάθημα, η αγωνία του κυρίου Αρβανιτόπουλου για το «μέλλον των παιδιών» μοιάζουν να έρχονται από την εποχή του Θεοφιλογιαννάκου. Ή ίσως από ακόμα πιο παλιά.
Στην πραγματικότητα η προπαγανδιστική πατέντα περί υπεράσπισης του απλού-ανθρώπου-που- θέλει- να-κάνει-τη-δουλειά-του, δεν είναι του Αρβανιτόπουλου, όπως ακριβώς δεν ήταν και του Θεοφιλογιαννάκου. Ανάλογα ήταν και τα «επιχειρήματα» του προ της Γαλλικής Επανάστασης Παλαιού Καθεστώτος απέναντι στους «αργόσχολους» ριζοσπάστες, οι οποίοι απειλούσαν τους θεοσεβούμενους εργατικούς υπηκόους.
Αντιμέτωπος με την κοινωνική ανταρσία (ή έστω την υποψία ότι αυτή επίκειται…), ο εκάστοτε Άρχων ενδύεται τον μανδύα του προστάτη των αδυνάμων που πλήττονται από τη διατάραξη της κανονικότητας. Των ίδιων ακριβώς αδυνάμων που ο Άρχων περιφρονεί και ποδοπατά καθημερινά. Ο στόχος αυτής της στρεψοδικίας είναι να αλλάξει τους όρους με τους οποίους συζητιέται το επίδικο: δεν είναι πια ο αγώνας των αδυνάμων εναντίον των δυνατών, αλλά η σύγκρουση των κατ’ επάγγελμα ταραχοποιών (εν προκειμένω των «συνδικαλιστικών μειοψηφιών) με τους πραγματικούς αδύναμους, τους οποίους έρχεται να υπερασπιστεί ο Άρχων-πατέρας.
Θα μπορούσε κανείς να αντικρούσει την κυβερνητική προπαγάνδα περί χαμένου εξαμήνου, λέγοντας ότι είναι στο χέρι της κυβέρνησης να μη χαθεί, αν ανακαλέσει τις απολύσεις των διοικητικών. Ή ότι, ακόμα και αν ανοίξει εντέλει το πανεπιστήμιο, ο δόλιος πρωτοετής τον οποίο περιφέρει η ΔΑΠ στα κανάλια, θα δυσκολευτεί να γραφτεί στη Σχολή, γιατί δεν θα υπάρχει πλέον υπάλληλος να παραλάβει τη φόρμα του –εκτός βέβαια αν αναλάβουν οι πρυτάνεις τις εγγραφές. Πρόκειται για απολύτως ορθά επιχειρήματα, γιατί η απεργία των διοικητικών δεν είναι μόνο ένας απολύτως δίκαιος αγώνας για να σώσουν το μεροκάματό τους, αλλά και μια πράξη υπεράσπισης της στοιχειώδους λειτουργίας των δημόσιων πανεπιστημίων.
Όμως όσο ορθά και αν είναι τα δύο αντεπιχειρήματα, για τα οποία έγινε μόλις λόγος, δεν αρκούν. Γιατί όταν τα πράγματα φτάνουν στο όριό τους, μπορεί να χρειαστεί να χαθούν κι εξάμηνα, και μεροκάματα, και η βολή μας, και ίσως πράγματα ακόμα πιο σημαντικά. Γιατί δεν υπάρχει αγώνας χωρίς κόστος, όπως δεν γίνεται ανατροπή χωρίς εξέγερση. Γιατί όταν στραγγαλίζουν μια ολόκληρη γενιά, η ζωή μπορεί να κερδηθεί μόνο στους δρόμους.