Κομπρεσέρ
Το μόνο χειρότερο από το να πεθάνεις είναι το να πεθάνεις μέσα στις γιορτές. Εσύ δεν καταλαβαίνεις τίποτε ούτε και που σε νοιάζει. Μόνο χαλάς το πρόγραμμα στους άλλους, ξεστολίζουν δέντρα και χαμόγελα, πετάνε γλυκά και διάθεση. Θρήνος και σεβασμός. Υποθέτω πως υπάρχουν άνθρωποι που πεθαίνουν στις 23:59 την 31η Δεκεμβρίου. Ο θάνατος δεν χαμπαριάζει από ανθρώπινες επινοήσεις κι άλλα τέτοια κατασκευάσματα.
Από την κάμαρα ακούγεται η φωνή της μητέρας που λυγάει. Δώδεκα χρόνια συμμαθήτριες και άλλα τόσα φίλες. Κάμποσα χρόνια χαμένες .. χαμένες από καιρό. Στο τηλέφωνο είναι ο Νίκος. Σύζυγος, σύντροφος και τώρα χήρος. Πάντα το αναρωτιόμουν … πως πληροφορείσαι το θάνατο; Φαντάζομαι πως είναι μια απ’ τις δουλειές που έχουν να κάνουν οι συγγενείς μόλις συμβεί το κακό, μόλις βρουν την ψυχραιμία. Κανονίζουν τις λεπτομέρειες με το γραφείο τελετών, ψήνουν καφέδες και σερβίρουν, ανοίγουν την ατζέντα και ξεκινούν τα τηλέφωνα. Πρώτα οι κοντινοί, οι στενοί, οι αγαπημένοι. Έπειτα όλοι αυτοί που αδιαφόρησαν, που εξαφανίστηκαν, που σταμάτησαν τις επισκέψεις μετά την τρίτη χημειοθεραπεία.
Κι εσύ μάνα τι έκανες; Πες μου τι έκανες; Πήγες μια φορά να τη δεις τα τελευταία πέντε χρόνια; Μην απολογείσαι! Αφού το ξέρουμε όλοι, αφού είναι γνωστό πια στους ανθρώπους πως κανείς δεν αγαπά τους αρρώστους. Όλοι έχουμε τα δικά μας τώρα. Όλοι έχουμε τα δικά μας τώρα. Όλοι έχουμε τα δικά μας τώρα.
Αν ήταν να πεθάνω γιορτή θα ‘θελα να πεθάνω των Φώτων. Αν ήμουν γιορτή θα ‘θελα να ‘μαι η γιορτή των Φώτων, η πιο βαρετή γιορτή απ’ τις γιορτές, ο πιο ασήμαντος άνθρωπος μες στους ανθρώπους.
Ξοδεύω την τελευταία μέρα του χρόνου άδικα, μέσα σε ένα βαρετό συμβολαιογραφείο. Η γραμματέας είναι άσχημη, τα έπιπλα βαριά. Δερματόδετα χοντρά βιβλία και κάμποσοι Χριστοί επάργυροι να με κοιτούν με μισό μάτι. Έλλειψη κίνησης και άνεσης. Στενότητα, σοβαροφάνεια, το χιούμορ απόν. Ο συμβολαιογράφος διαβάζει δυνατά κι εγώ πρέπει να ακούω. Μου θυμίζει τον γυμνασιάρχη μου. Όση ώρα κρατά η διαδικασία εγώ σκέφτομαι τους φίλους που με παροτρύνουν να γράψω ένα βιβλίο. Την ψωνίζω, αιθεροβατώ. Σκέφτομαι το φτωχό, καλλιτεχνικό βιογραφικό μου σε μαλακό εξώφυλλο με αυτάκια : «Γεννήθηκε από ασήμαντη οικογένεια. Πήγε σε δημόσιο σχολείο. Έγραψε τούτο δω που κρατάς. Αυτά!».
Το παλιό σπίτι στο χωριό το πήρα από τον πεθαμένο παππού μου. Δεν πρόκειται να το επισκεφτώ ποτέ, μήτε όμως και να το πουλήσω. Δεν μου πάει η καρδιά. Το ‘χτισε με πολύ κόπο, πέτρα-πέτρα που λένε, χρόνια εργάτης κομπρεσέρ στους εθνικούς δρόμους. Έπρεπε να τον έβλεπες σακατεμένο, να τον έβλεπες πως έτρεμε στα γεράματα. Θαρρείς πως άνθρωπος και κομπρεσέρ γινήκαν ένα. Σάρκες και μέταλλα, τεχνητό μόσχευμα, προσθετικά μέλη.
Ο γιος του εργάτη έγινε δάσκαλος κι ο γιος του δασκάλου εργάτης. Η ζωή πήγε πενήντα χρόνια πίσω. Το ίδιο κι η τεχνολογία. Τα κομπρεσέρ παροπλίστηκαν και σκουριάζουν. Τώρα χτυπάω το κεφάλι μου στο οδόστρωμα μέχρι να ματώσει. Με έχουν προσλάβει για αυτό. Με έχουν προσλάβει για 400 ευρώ μικτά το μήνα, για να σπάσουν πλάκα. Στέκονται από πάνω μου, γελώντας, και φωνάζουν :
«Ουδείς αναντικατάστατος!».
Έτσι πέρασε η τελευταία μέρα του χρόνου, με σκέψεις και θανατικό. Έτρεξα να προλάβω αυτούς που γιόρταζαν. Οι άνθρωποι φορούσαν τα καλά τους και φιλιόντουσαν μέσα στα σταματημένα αυτοκίνητα. Στο λιμάνι βούιζαν οι κόρνες των βαποριών. Γύρισα κι είδα το Δημοτικό Θέατρο φωτισμένο και πλάι του το στολισμένο καραβάκι. Τρεις ξένοι εργάτες τραβούσαν αναμνηστικές φωτογραφίες στο αξιοθέατο … να τις στείλουν άραγε στις μανάδες τους; Έμοιαζαν στην όψη και στην κακουχία με τον πεθαμένο παππού μου. Το τρέμουλο του ανθρώπου που φοβάται, το τρέμουλο του ανθρώπου που ‘χει δουλέψει κομπρεσέρ. Το τρέμουλο της καρδιάς του ανθρώπου που μπορεί και ξέρει να αγαπά.
αναδημοσίευση από:
http://kospanti.wordpress.com/2013/12/31/%CE%BA%CE%BF%CE%BC%CF%80%CF%81%CE%B5%CF%83%CE%AD%CF%81/#comments