Καθώς το μελαγχολικό δειλινό τυλίγει στον σκούρο του μανδύα τη γερασμένη ανθρωπότητα, ο μοναχικός στοχαστής βρίσκει την ευκαιρία να σκεφτεί πιο ήσυχα αλλά και πιο μεστά. Σαν μοναχικός που είναι, του αρέσει τούτο το γύρισμα της ώρας, όπου η μέρα συναντιέται με τη νύχτα. Όμως, τώρα, για πρώτη ίσως φορά, κάτι έχει αλλάξει σημαντικά στη διάθεσή του. Δεν βλέπει το μελαγχολικό δειλινό σαν το συνηθισμένο σούρουπο που τόσο του αρέσει. Το βλέπει περισσότερο σαν ένα προμήνυμα για το βαρύ σκοτάδι που έρχεται, οσονούπω, να σκεπάσει την ανθρωπότητα – δεν έρχεται για να φύγει αλλά για να μείνει οριστικά.
Σκέφτεται ότι ο άνθρωπος οφείλει να κάνει πια την τελική του επιλογή. Μια επιλογή που δεν έχει ήξεις αφήξεις παρά μονάχα δύο ψυχρές εκδοχές: ή να φύγει από εκεί που είναι παγιδευμένος ή να μείνει για πάντα στη σκλαβιά. Η πρώτη εκδοχή, η φυγή, αφορά στον απεγκλωβισμό του από τον ψεύτικο κόσμο-φυλακή που έχει κτίσει ο ίδιος για τον εαυτό του. Η δεύτερη επιλογή είναι να παραμείνει βυθισμένος στο τέλμα της ψευδαίσθησης αυτού του κόσμου, μέχρις ότου τελικά πνιγεί στα ακάθαρτα απόνερά του. Έως τώρα αλληθώριζε ανάμεσα στις δύο αυτές επιλογές, με αποτέλεσμα να εξαπατά ασύστολα ακόμη και τον ίδιο του τον εαυτό. Όμως, η ανθρωπότητα αυτή τη στιγμή μετρά ήδη αντίστροφα και ίσα που προλαβαίνει να σωθεί ή όχι.
Αν προτιμήσει την πρώτη επιλογή, να σηκωθεί να φύγει, θα χάσει όλη την ηδονή και την εξουσία που του προσφέρει η ψευδαίσθησή του. Άλλωστε, το πάθος και η συναισθηματική εξάρτηση προς αυτή την ηδονή είναι ακριβώς η χρυσή του φυλακή. Από την άλλη, γνωρίζει με τη λογική του πως παραμένοντας στο χρυσό κλουβί του δεν μπορεί παρά να προσμένει το νομοτελειακό τέρμα της ψευδαίσθησης. Ουσιαστικά, αναδύεται για άλλη μια φορά η αιώνια σύγκρουση ανάμεσα στο πάθος και τη λογική. Όλες τις προηγούμενες φορές, η εν λόγω σύγκρουση οδηγούσε πάντοτε στην κατίσχυση του συναισθήματος επί της λογικής.
Πράγματι, ποτέ μέχρι σήμερα δεν υπήρξε, στη γνωστή ιστορική διαδρομή, εποχή στην οποία να κυριαρχεί – έστω για μικρό χρονικό διάστημα – ο λόγος του ανθρώπου. Παντού και πάντοτε δέσποζε, και εξακολουθεί να δεσπόζει, το πάθος και το συναίσθημα, που βέβαια και τα δύο τους είναι κατεξοχήν ανορθολογικά. Ακόμη και η ίδια η αλληλεγγύη εκκινούσε από ένα ιδιόμορφο συναίσθημα κτήσης και κατοχής. Σε «συναισθάνομαι» και σου δίνω την «αλληλεγγύη» μου, μόνο και μόνο για να σε υποδουλώσω (κρυφά ή φανερά). Εξού και ο προσδιορισμός του ανθρώπου ως μακιαβελικού πρωτεύοντος θηλαστικού. Και, βέβαια, αυτό δεν συμβαίνει μόνο στο διαπροσωπικό κομμάτι της ζωής και στο κοινωνικό πεδίο, κατ’ επέκταση, αλλά και στο διεθνικό επίπεδο εθνών-κρατών. Η δικαιοσύνη και η ηθική δεν προκύπτουν αντικειμενικά από τον καθολικό λόγο, αλλά υποκειμενικά από τον επιμέρους εγωιστικό και ωφελιμιστικό παράγοντα.
Η ιερή συμμαχία θεού και πλουσίων
Αλλά και ο «Θεός» του ανθρώπου προκύπτει κατ’ εικόνα και ομοίωσή του: είναι θεός στις πλείστες όσες εκδοχές του, που δήθεν αγαπάει τους ανθρώπους, επειδή τον αγαπούν και εκείνοι. Λες και είναι άνθρωπος-ωφελιμιστικής κοπής. Έλα όμως που ένα τέτοιο «ον», που αγαπάει όταν το αγαπούν και μισεί όταν το αποστρέφονται, δεν είναι θεός, αλλά άνθρωπος. Μόνο ένα όν υπεράνω του καλού και του κακού ή της αγάπης και του μίσους θα μπορούσε να αξιωθεί την έννοια του «θεού».
Αντί λοιπόν ο άνθρωπος να κάτσει και να σκεφτεί γιατί σε όλα τα πράγματα δίνει τη δική του εικόνα, κάθεται και επινοεί θρησκευτικούς καμβάδες πάνω στους οποίους ζωγραφίζει ανθρωπομορφικές και ανθρωποπαθείς θεωρήσεις, που τους δίνει το όνομα άλλοτε «φιλοσοφία» και άλλοτε «επιστήμη». Βέβαια, ορισμένοι μεγάλοι φιλόσοφοι και επιστήμονες – όπως ο Σπινόζα, ο Λάιμπνιτς ή ο Αϊνστάιν – προειδοποιούσαν πως ο λεγόμενο «θεός» δεν μπορεί να είναι ένας καλοκάγαθος άνδρας με γενειάδα και ευγενικό χαμόγελο, που αγαπάει την ανθρωπότητα και απαντά στις ατομικές προσευχές. Εξάλλου, κάτι τέτοιο συνιστά ακραίο ανθρωπομορφισμό: προβολή μιας ανθρώπινης ιδιότητας, όπως η συμπόνια, σε ένα μη ανθρώπινο όν – όπως είναι ο θεός. Μάλιστα, ο Σπινόζα είναι κατηγορηματικός πάνω σε αυτό: μπορείτε και οφείλετε να αγαπάτε τον θεό αλλά μην τρέφετε την ψευδαίσθηση ότι θα σας ανταποδώσει την αγάπη του. Κάτι τέτοιο θα ήταν σαν τον φυσιολάτρη που προσδοκά από τη φύση να τον λατρεύει ανταποδοτικά. Ο θεός του Σπινόζα δεν είχε πρόσωπο και δεν ενδιαφερόταν για τίποτε.
Αλλά και ο Λάιμπνιτς υποστήριζε πως το κακό που υπάρχει είναι αναγκαίο, ώστε να δημιουργηθεί ο καλύτερος δυνατός κόσμος. Όποιο δεινό και όποια καταστροφή έχει γίνει σε τούτον τον κόσμο, έχουν συντελεστεί για να τελεσφορήσει η τελειότερη κατάσταση. Όσο για τον Αϊνστάιν, αυτός ήθελε να «τρυπώσει» στο «μυαλό» του θεού, μήπως και κατόρθωνε να ανακαλύψει εάν μπορούσε αυτός να φτιάξει τούτο το σύμπαν μόνο έτσι όπως είναι – ή είχε και άλλες επιλογές.
Εν πάση περιπτώσει – σκέφτεται ο μοναχικός στοχαστής – όλα αυτά θα έπρεπε να είχαν ήδη προβληματίσει τους ανθρώπους και να τους έχουν κάνει να σκεφτούν τουλάχιστον όπως σκέφτηκε ο Ράσελ. Ο οποίος έλεγε πως, αν εξαιρέσουμε ίσως τον βουδισμό, όλες οι υπόλοιπες θρησκείες – ο χριστιανισμός, ο ισλαμισμός, ο ιουδαϊσμός και ο ινδουισμός – είναι υπόλογες για φριχτά εγκλήματα και τρομερές συμφορές που έχουν διαπραχθεί στο όνομά τους, καθ’ όλη τη διάρκεια της ιστορίας τους. Αντί αυτού, όμως, οι άνθρωποι όχι μόνο δεν προβληματίζονται, αλλά ρέπουν ακατάσχετα προς την αφλογιστία της σκέψης ακόμη περισσότερο. Προβάλλουν την εξουσιολαγνεία τους και τον συβαριτισμό τους στην τελειότερη φονική οικονομική μηχανή που ακούει στο όνομα καπιταλισμός και την αναγορεύουν, άλλοτε με την ηπιότερη και άλλοτε με την σκληρότερη εκδοχή της, ως το μοναδικό οικονομικό σύστημα που συνάδει με τη «φύση» του ανθρώπου και, άρα, σε πανανθρώπινη ιδεολογία που κλειδώνει δια παντός την ιστορία.
Εντέλει, δεν είναι μόνο το «κλείδωμα» στον ουρανό με την εξουσία του τιμωρού θεού επί των ανθρώπων. Είναι και το κλείδωμα που ασκεί στον ιστορικό ρου της ανθρωπότητας η εξουσία των πλουσίων πάνω στη γη. Και αυτό το κλείδωμα δεν είναι απλό κλείδωμα αλλά διπλοκλείδωμα. Επειδή στην τεράστια πλειονότητα του πληθυσμού πάνω στη γη, υπό το κράτος του καπιταλιστικού μοντέλου ως μοναδικού υποδείγματος/παραδείγματος κοινωνικής οργάνωσης, προξενεί την αδήριτη επιθυμία σχεδόν στον κάθε φτωχό να γευτεί – με οποιοδήποτε τίμημα – λίγη από την εξουσία και τη χλιδή των πλουσίων. Τελικά, απ’ ό,τι φαίνεται, η δικτατορία του θεού στον ουρανό και η δικτατορία των πλουσίων στη γη δεν είναι παρά τα δύο πρόσωπα της μίας και μοναδικής εξουσίας, η οποία έτσι κατορθώνει να ορίζει και να κυβερνά, όχι μόνο τη ζωή αλλά και τον ίδιο τον θάνατο των υπηκόων της.
Το φιλοσοφικό ερώτημα λοιπόν που τίθεται ωμά είναι: μήπως οι πλούσιοι προβάλλουν τον θεό τους και ο θεός (προβάλλει) τους περιούσιους πλουσίους του; Η απάντηση είναι, μάλλον ναι…Πρόκειται για διπλοπρόσωπη δικτατορία όπου το ένα πρόσωπο χρειάζεται αναγκαίως το άλλο. Η ιερή και ακατάλυτη αυτή συμμαχία φαίνεται να προβληματίζει ιδιαίτερα τον μοναχικό στοχαστή. Διότι έτσι βλέπει πως τούτο το διπλοκλείδωμα είναι ένα εφιαλτικό κλείδωμα που δεν ξεκλειδώνει με τίποτε.
Αναρχία και αντιεξουσία δεν είναι όροι ανταλλάξιμοι μεταξύ τους
Ξάφνου όμως, το παράθυρο στον νου του στοχαστή σκοτεινιάζει ακόμη περισσότερο: αστραπιαία σκέφτηκε, γιατί μέχρι σήμερα, παρά τις πολλές και σοβαρές απόπειρες, δεν ξηλώθηκε ούτε ο θεός στον ουρανό ούτε η εξουσία και το κράτος της στη γη; Επειδή το πιο ιδεολογικοποιημένο άλλοθί της μπορεί να γίνει, κάτω από τις κατάλληλες συνθήκες, τόσο ο αντι-θεϊσμός ως αθεΐα όσο και η αναρχία ως αντιεξουσία. Στην πραγματικότητα, η ίδια η αθεΐα είναι θρησκεία, ενώ και η ίδια η αντιεξουσία κατατείνει στην εξουσία. Είναι μοιραίο λάθος να ταυτίζεται αναγκαίως η κατάλυση του θεού με την αθεΐα και η κατάλυση της εξουσίας με την αντιεξουσία – έτσι, γενικά και αόριστα. Η αθεΐα είναι μορφή θεϊσμού ενώ η αντιεξουσία είναι μορφή εξουσίας. Τελείως διαφορετικά πράγματα είναι η απάλειψη του θεού μέσω της α-θρησκείας και η απάλειψη της εξουσίας με την αν-αρχία, και τελείως διαφορετικά πράγματα η δήθεν κατάργηση του θεού με την αθεΐα και της εξουσίας με την αντιεξουσία. Τόσο η α-θρησκεία όσο η αν-αρχία, έχουν οντολογικό περιεχόμενο. Αντίθετα, η έννοια «θεός» και η έννοια «αντιεξουσία» είναι απλές δευτεροβάθμιες έννοιες ύπαρξης – δηλαδή δίχως οντολογικό περιεχόμενο (γι’ αυτό και καλό είναι να κλείνονται σε εισαγωγικά).
Βλέποντας πόσο δυσκόλευαν οι σκέψεις όσο πιο βαθιά πήγαιναν, ο μοναχικός στοχαστής κουράστηκε (και ίσως βαρέθηκε). Ακόμη και αν αυτός έκοβε τον γόρδιο δεσμό, ο υπόλοιπος κόσμος, που είναι κυριολεκτικά στον «κόσμο» του ως αδαής, ημιμαθής, ψυχαναγκαστικός, ψυχωσικός ή οτιδήποτε άλλο – πώς θα μπορούσε να κατανοήσει τούτον τον γόρδιο δεσμό, αυτά τα κλειδώματα, διπλοκλειδώματα και ξεκλειδώματα; Και, πάνω απ’ όλα, θα ήθελε να κατανοήσει; Μάλλον όχι, γιατί η ατομική συνείδηση είναι πιο εύκολη από την κοινωνική συνείδηση. Πράγμα που σημαίνει πως χρειάζεται μεγάλο προσωπικό κόστος για να εξελιχθεί η δεύτερη. Έτσι λοιπόν, ο μοναχικός στοχαστής αποφάσισε να κοιμηθεί, μιας και τον είχε πάρει η ώρα με τόσους στοχασμούς. Το μόνο που πρόλαβε να θυμηθεί πριν τον πάρει ο ύπνος ήταν τα λακωνικά λόγια του Χέγκελ: «Η κουκουβάγια της Αθήνας πετά μονάχα το σούρουπο…».