Ο Έντουαρντ Σνόουντεν έφερε στο φως πολύ περισσότερα από μια υπόθεση μαζικής παρακολούθησης και κατασκοπίας. Πιθανώς χωρίς να έχει την πρόθεση, τράβηξε την προσοχή στο πόσο δουλοπρεπείς είναι οι πολιτικοί ηγέτες της Ευρώπης έναντι των ΗΠΑ.
Υποτίθεται ότι η Άνγκελα Μέρκελ και ο Φρανσουά Ολάντ έγιναν έξαλλοι με την αποκάλυψη ότι οι Αμερικανοί διάβαζαν την ηλεκτρονική διπλωματική αλληλογραφία τους (αν και η οργή τους δεν μπορεί να ήταν και τόσο έντονη, δεδομένου ότι μια φήμη ότι ο Σνόουντεν βρισκόταν σε αεροπλάνο κατευθυνόμενο προς τη Βολιβία ήταν αρκετή για να το εμποδίσει η Γαλλία να περάσει από τον εναέριο χώρο της). Ακούστηκαν επίσης υπαινιγμοί ότι ως αποτέλεσμα αυτής της αντιπαράθεσης κινδύνευε η διατλαντική εμπορική συμφωνία που βρίσκεται στα σκαριά. Ωστόσο, οι συνομιλίες άρχισαν τον τρέχοντα μήνα, σύμφωνα ακριβώς με το πρόγραμμα. Πώς θα μπορούσε να γίνει αλλιώς; Με τις πιο ισχυρές εταιρείες στον κόσμο να επιμένουν ότι οι συνομιλίες πρέπει να προχωρήσουν, ήταν απίθανο να εκτροχιαστούν μόνο και μόνο εξαιτίας ενός μικροκαβγά για κάποιες αμερικανικές αδιακρισίες.
Τον περασμένο Μάιο, συγκροτήθηκε μια “επιχειρηματική συμμαχία” για να υποστηρίξει τη σχεδιαζόμενη διατλαντική εμπορική συμφωνία. Στον επιχειρηματικό αυτό συνασπισμό ανήκουν πολλές εταιρείες – BP, Coca-Cola, Deutsche Bank, British American Tobacco, Nestlé – που έχουν συμμετάσχει σε παρόμοιες ενέργειες από τη δεκαετία του 1990. Χρησιμοποιώντας μια άκρως αμφίβολη μεθοδολογία, η συμμαχία των εταιρειών εκτιμά ότι η διατλαντική εμπορική και επενδυτική συνεργασία (που είναι γνωστή με το απαίσιο ακρωνύμιο TTIP) θα απέφερε ετήσια κέρδη €119 δισ. για την Ευρωπαϊκή Ένωση και €95 δισ. για τις ΗΠΑ . Αυτό που δεν λένε είναι ότι το τίμημα γι’ αυτά τα κέρδη θα είναι η καταστροφή της δημοκρατίας.
Ένα έγγραφο που διέρρευσε και περιγράφει λεπτομερώς τι επιθυμούν να πετύχουν οι αξιωματούχοι της ΕΕ στις διαπραγματεύσεις αναφέρει ότι η τελική συμφωνία θα περιλαμβάνει “εκλεπτυσμένες” διατάξεις για την “επίλυση διαφορών”. Σύμφωνα μ’ αυτό, θα δημιουργηθούν ειδικά δικαστήρια που θα δίνουν τη δυνατότητα στις εταιρείες να κάνουν αγωγές στις κυβερνήσεις για νόμους που τις εμποδίζουν να μεγιστοποιούν τα κέρδη τους.
Όταν τέτοιου τύπου ρήτρες εισήχθησαν σε προηγούμενες επενδυτικές συμφωνίες, οι εταιρείες τις επικαλέστηκαν προκειμένου να αμφισβητήσουν μη αρεστούς σ’ αυτές νόμους για την υγεία και το περιβάλλον. Αυστραλέζικοι κανονισμοί που επέβαλαν να πωλούνται τα τσιγάρα σε πακέτα που δεν είναι ελκυστικά για τον αγοραστή και η απόφαση της Γερμανίας να εγκαταλείψει την πυρηνική ενέργεια αποτελούν το είδος των μέτρων που θέλουν να τορπιλίσουν οι εταιρείες, στο όνομα της “προστασίας των επενδυτών”.
Τι θέλουν να υπονομεύσουν στη συνέχεια τα αφεντικά της παγκόσμιας οικονομίας: τους κατώτατους μισθούς, τους περιορισμούς επικίνδυνων χημικών ουσιών, τις ποιοτικές προδιαγραφές για τα τρόφιμα; Όλα αυτά είναι αποτέλεσμα των αγώνων των εργαζομένων. Όλα αυτά θα κινδυνεύσουν αν οι Ευρωπαίοι και Αμερικανοί διαπραγματευτές εφαρμόσουν τα σχέδιά τους και δημιουργήσουν ένα ειδικό δικαστικό σύστημα που θα μπορούν να χρησιμοποιούν μόνο οι εταιρείες.
Για την ακραία ατζέντα που προωθείται τώρα ευθύνη φέρει ο Πίτερ Μάντελσον. Το 2006, όταν ήταν επίτροπος εμπορίου της ΕΕ, έδωσε στη δημοσιότητα ένα επίσημο σχέδιο με τον τίτλο Global Europe. Μ’ αυτό δέσμευε τη γραφειοκρατία των Βρυξελλών να συνεργαστεί με τις μεγάλες εταιρείες, προκειμένου να παραμεριστούν τα όποια εμπόδια συναντούσαν σε όλο τον κόσμο.
Το σχέδιο ήταν παρόμοιο με τις συστάσεις εταιρικών ομάδων πίεσης όπως το European Services Forum (ESF). Το φόρουμ αυτό συνενώνει εταιρείες όπως οι Microsoft, BT, Veolia και η Goldman Sachs, και συγκροτήθηκε εν όψει της συνδιάσκεψης του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ) το 1999, που τη θυμόμαστε καλύτερα με την ονομασία η “μάχη του Σιάτλ”, από τις μεγάλης κλίμακας διαδηλώσεις που έγιναν εναντίον της.
Στο The Brussels Business, ένα εξαιρετικό φιλμ σχετικό με την οργανωμένη πίεση που ασκούν οι εταιρείες, ο Pascal Kerneis, εκπρόσωπος του φόρουμ, μόνο που δεν κλαίει καθώς θυμάται ότι κάποια “πολύ σημαντικά άτομα” δεν κατόρθωσαν να παρακολουθήσουν κρίσιμες συναντήσεις στο Σιάτλ, λόγω των διαδηλώσεων έξω από το ξενοδοχείο τους. Ωστόσο, αυτή η επίδειξη της λαϊκής δύναμης δεν έκαμψε καθόλου την αποφασιστικότητά του να αναμορφώσει την παγκόσμια οικονομία με τον τρόπο που θέλουν αυτά τα “πολύ σημαντικά άτομα”.
Στις συνομιλίες του με την ομάδα συμβούλων του Μάντελσον, ο , Kerneis υποστήριξε ότι εάν η ΕΕ δεν μπορέσει να εκπληρώσει τις επιθυμίες των εταιρειών στο επίπεδο του ΠΟΕ, θα πρέπει να ασκήσει τις μέγιστες πιέσεις στην κάθε κυβέρνηση ξεχωριστά (η ακριβής έκφραση είναι “να στρίψει τα χέρια, να στραμπουλήξει”). Οι στομφώδεις εκφράσεις κάποιων ενημερωτικών εγγράφων του φόρουμ δεν μπορούν να συγκαλύψουν το ότι σχεδιάζει να κάνει πραγματικότητα τις πιο άγριες φαντασιώσεις των εταιρειών. Ένα απ’ αυτά τα έγγραφα υποστήριζε ότι η ΕΕ πρέπει να καταργήσει εξ ολοκλήρου τις κεφαλαιακές απαιτήσεις για τις τράπεζες και τα όρια ξένης ιδιοκτησίας των εταιρειών για τους βασικούς εμπορικούς εταίρους της, όπως και όλους τους ενοχλητικούς κανονισμούς που εμποδίζουν τις εταιρείες να στέλνουν τα κέρδη τους στο εξωτερικό (π.χ. σε φορολογικούς παραδείσους).
Καθώς είχαν συνταχθεί πριν από την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2008, αυτά τα έγγραφα έχουν ένα ξένοιαστο και σχεδόν αφελές ύφος. Κι όμως, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ακόμη πασχίζει να εκπληρώσει τους βασικούς στόχους που περιέχουν. Η τελευταία ετήσια έκθεση της Κομισιόν για τους “φραγμούς στο εμπόριο και τις επενδύσεις” αναφέρει ότι θα επιστρατευτούν σε παγκόσμιο επίπεδο “όλα τα σχετικά εργαλεία και οι πολιτικές, ώστε να εξασφαλιστεί πως οι όροι του παιχνιδιού θα είναι ίσοι”. Επιφανειακά, αυτό μπορεί να ακούγεται αθώο. Στην πράξη όμως, σημαίνει ότι παραχωρούνται στις εταιρείες περισσότερα δικαιώματα από όσα στις ανθρώπινες υπάρξεις.
Αν ένας Ινδός φτάσει στο αεροδρόμιο του Χίθροου και απαιτήσει να του δοθούν αυτομάτως τα δικαιώματα ενός Βρετανού πολίτη, πιθανώς θα συλληφθεί. Ωστόσο, οι αξιωματούχοι της ΕΕ πιστεύουν ότι για τις μεγάλες δυτικές εταιρείες που δραστηριοποιούνται στην Ινδία πρέπει να επιφυλάσσεται “εθνική μεταχείριση” — δηλαδή να τις μεταχειρίζονται όπως ακριβώς τις ινδικές. Η εκβιομηχάνιση της Βρετανίας επιτεύχθηκε, εν μέρει τουλάχιστον, επειδή ο κλάδος της υφαντουργίας προστατεύθηκε έναντι του ξένου ανταγωνισμού. Οι αξιωματούχοι των Βρυξελλών όμως, με τις νεοφιλελεύθερες παρωπίδες, θέλουν να εμποδίσουν τις πιο φτωχές χώρες να εφαρμόσουν την ίδια τακτική, που σήμερα περιγράφεται ως “προστατευτισμός” (μια βρόμικη λέξη, σύμφωνα μ’ αυτούς τους ιδεολόγους).
Η προθυμία να επιτρέψουν στις ομάδες πίεσης των εταιρειών να διαμορφώσουν τους κανόνες δεν περιορίζεται στην εμπορική πολιτική. Η ρύθμιση του χρηματοπιστωτικού τομέα επηρεάζεται στο μέγιστο βαθμό από τις πιο ισχυρές τράπεζες του κόσμου.
Ο Τσάρλι ΜακΚρίβι, επίτροπος της ΕΕ για την ενιαία αγορά από το 2004 ως το 2010, επέδειξε βαθύτατη αποστροφή για την εποπτεία των τραπεζών κατά τη διάρκεια της θητείας του. Η άποψή του ότι δεν έπρεπε να αναμειγνύεται μπορεί να αποδοθεί στο γεγονός ότι οι “ειδικοί” που είχε διορίσει για να τον καθοδηγούν κατείχαν ακριβοπληρωμένες θέσεις στις επενδυτικές τράπεζες Goldman Sachs και Morgan Stanley. Η συμβουλευτική ομάδα για τα κεφάλαια κάλυψης (hedge funds) την οποία συγκρότησε ο Ιρλανδός πολιτικός αποτελούνταν εξ ολοκλήρου από στελέχη του χρηματοπιστωτικού τομέα.
Όταν ανέλαβε το χαρτοφυλάκιο του ΜακΚρίβι ο Μισέλ Μπαρνιέ, ο Νικολά Σαρκοζί (τον θυμάστε;) ισχυρίστηκε ότι η τοποθέτηση σ’ αυτή τη θέση ενός Γάλλου αποτελούσε ήττα του αγγλοσαξονικού μοντέλου του καπιταλισμού. Φαντασιόπληκτη δήλωση, όπως πολλές από τις δηλώσεις του Σαρκοζί. Ο Μπαρνιέ διατήρησε την επαίσχυντη παράδοση να στηρίζεται πρώτα απ’ όλα στις συμβουλές του ιδιωτικού τομέα. Το περασμένο έτος, συγκροτήθηκε με δική του εντολή μια “ομάδα ειδικών” για τη μεταρρύθμιση του τραπεζικού τομέα, στην οποία για τα μάτια του κόσμου συμμετείχαν ένας αντιπρόσωπος από την Ευρωπαϊκή Οργάνωση Καταναλωτών (γνωστή με το γαλλικό ακρωνύμιο BEUC) και δυο ακαδημαϊκοί. Τα περισσότερα από τα 11 μέλη της, όμως, ήταν εν ενεργεία ή πρώην τραπεζίτες – ή, ακόμη χειρότερα, έμποροι όπλων.
Οι άσσοι του χρηματοπιστωτικού κλάδου αντιμετωπίζονται με δέος από τους πολιτικούς της ΕΕ. Αυτό έγινε καταφανές το 2009. Εκείνη τη χρονιά, ο Μπόρις Τζόνσον (δήμαρχος του Λονδίνου) πήγε στις Βρυξέλλες για να υπερασπιστεί το Σίτι του Λονδίνου και όπως ήταν αναμενόμενο κατέλαβε τα πρωτοσέλιδα του Τύπου. Μακριά από τη λάμψη της δημοσιότητας όμως, ένας στρατός διαχειριστών των κεφαλαίων κάλυψης πέτυχε να εξουδετερώσει έναν νόμο που ήταν σχεδιασμένος να περιορίσει τον τζόγο τους. Όταν ο νόμος παρουσιάστηκε στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, τα κεφάλαια κάλυψης προετοίμασαν ένα ογκώδες σύνολο τροπολογιών. Η Σάρον Μπόουλς, βουλευτής των Ελεύθερων Δημοκρατών που προεδρεύει στην επιτροπή οικονομικών του Κοινοβουλίου, μου ομολόγησε ότι υπέγραψε τροπολογίες που επεξεργάστηκε ο χρηματοπιστωτικός κλάδος και τις εμφάνισε με το δικό της όνομα. Αυτό, προφανώς, θέτει το ερώτημα εάν εργάζεται για λογαριασμό των ψηφοφόρων της ή για λογαριασμό των τραπεζών.
Οι ομάδες πίεσης των εταιρειών είναι μανούλες στο να καλλιεργούν μύθους. Ενώ ήταν ηλίου φαεινότερο ότι η οικονομική κρίση προκλήθηκε από την ριψοκίνδυνη συμπεριφορά των τραπεζών, ισχυρές ομάδες διέδωσαν το ψεύδος ότι η κρίση οφείλεται στις υπερβολικές κρατικές δαπάνες. Η Στρογγυλή Τράπεζα των Ευρωπαίων Βιομηχάνων (ERT) – στην οποία συμμετέχουν οι διευθύνοντες σύμβουλοι ή πρόεδροι των εταιρειών Shell, Volvo, Nestlé, Vodafone και Heineken – καταβάλλει μεγάλες προσπάθειες για να κατεδαφίσει το κράτος πρόνοιας. Ανάμεσα στις βασικές της απαιτήσεις είναι η ιδιωτικοποίηση της υγείας, ώστε να εξομοιωθεί ακόμη περισσότερο η Ευρώπη με τις ΗΠΑ. Η ERT έχει πρόσβαση σε υψηλά ιστάμενους πολιτικούς, μια πρόσβαση την οποία αρνούνται στους εκπροσώπους των μη προνομιούχων στρωμάτων του πληθυσμού. Είναι γνωστό πως ο Χέρμαν Βαν Ρομπάι, ο μη εκλεγμένος “πρόεδρος” της ΕΕ, δειπνεί συχνά με εκπροσώπους των βιομηχάνων σε ιδιωτικές λέσχες, και οι λεπτομέρειες αυτών των συναντήσεων δεν δημοσιοποιούνται. Και τον Μάρτιο του τρέχοντος έτους, η Μέρκελ και ο Ολάντ, μαζί με τον επικεφαλής της Κομισιόν Χοσέ Μανουέλ Μπαρόζο, συναντήθηκαν με εκπροσώπους της ERT στο Βερολίνο. Η οργάνωση των βιομηχάνων πιέζει τις κυβερνήσεις της ΕΕ να υιοθετήσουν το “σύμφωνο ανταγωνιστικότητας” τους επόμενους 12 μήνες. Με βάση αυτό το σύμφωνο, κάθε χώρα της ΕΕ υποχρεούται να μειώσει τα επίπεδα των μισθών και να καταργήσει την εργατική νομοθεσία της. Η “ανταγωνιστικότητα” είναι μια κωδική λέξη για τον καπιταλισμό των “ημετέρων”. Δεν πρέπει να συγχέεται με τον ανταγωνισμό: ανάμεσα στις απαιτήσεις των εν λόγω βιομηχάνων είναι να πάψει η ΕΕ να είναι τόσο σχολαστική όσον αφορά τον έλεγχο των συγχωνεύσεων μεταξύ των μεγάλων εταιρειών. Θέλουν τη συγκέντρωση του πλούτου σε όλο και λιγότερα χέρια.
Με το να επαναλαμβάνεται τόσο συχνά, η “ανταγωνιστικότητα” έχει αποκτήσει σχεδόν θρησκευτική σημασία στην ελίτ της ΕΕ. Η εναντίωση σ’ αυτήν θεωρείται αιρετική συμπεριφορά.
Παρά τις τεταμένες σχέσεις της Θάτσερ με τους ευρωπαϊκούς θεσμούς, στις Βρυξέλλες έχουν επικρατήσει τα βασικά δόγματα του θατσερισμού. Οι προσπάθειες που έγιναν, τις περασμένες δεκαετίες, να δοθεί στην Ένωση μια κοινωνική διάσταση – με την υπεράσπιση, π.χ., της ισότητας των φύλων– πάντα αποτελούσαν το φύλλο συκής για ένα σχέδιο που ήταν ουσιαστικά δεξιό και αντιδημοκρατικό. Τα πιο πρόσφατα χρόνια, αυτό το φύλλο συκής δεν μπορεί πλέον να κρύψει την πραγματικότητα.
Ο Μπαρόζο ανήκει σε μια νέα γενιά πολιτικών που επιδεικνύουν ανοικτά τη δουλοφροσύνη τους προς την κληρονομιά της “σιδηράς κυρίας”. Ενώ συνήθως περιγράφει την ΕΕ ως “κοινωνική οικονομία της αγοράς”, είναι πασιφανές από την πολιτική που εφαρμόζει ότι η πραγματική ατζέντα του είναι η ενίσχυση της δύναμης των εταιρειών. Ένας από τους βασικούς σκοπούς της Κομισιόν είναι να προωθήσει τη “συνεργασία δημόσιου-ιδιωτικού”. Αυτή η ιδέα της παράδοσης υπηρεσιών, που χρηματοδοτούνται από τους φορολογούμενους, σε επιχειρήσεις που δεν δίνουν λογαριασμό ανάγεται στη Θάτσερ και στο διάδοχό της Τζον Μέιτζορ.
Με ελάχιστες εξαιρέσεις, η ΕΕ σφιχταγκαλιάζεται με τις μεγάλες επιχειρήσεις και εξοντώνει όλους τους υπόλοιπους. Ποτέ δεν ήταν τόσο επείγον ένα μαζικό κίνημα που θα αντιμετωπίσει την ισχύ των μεγάλων εταιρειών.