Α. Κουκουτσάκη, Η γέννηση της φυλακής και οι
κοινές καταβολές με το εργοστάσιο
Στο έργο των D. Melossi, M. Pavarini (1977), κεντρική έννοια είναι και πάλι η έννοια της πειθαρχίας και μάλιστα ως συνάρθρωση της φουκωικής με την μαρξική αντίληψη περί ποινής και ειδικότερα περί ποινής στην καπιταλιστική κοινωνία.
“Η πειθαρχία (και η εκπαίδευση στην πειθαρχία) αποτελεί για τον Μαρξ απαραίτητο στοιχείο για τη δημιουργία της υπεραξίας η οποία, με τη σειρά της, αποτελεί υπόθεση ζωής ή θανάτου για την καπιταλιστική συσσώρευση. Ο Μαρξ θεωρεί την πειθαρχία ως συστατικό της καπιταλιστικής συσσώρευσης. Είναι δύσκολο να σκεφθεί κανείς μια αποφασιστικότερη συμβολή του Μαρξ στην κοινωνιολογική κατανόηση των θεσμών της νεωτερικότητας. […] Επιπλέον, η έννοια-κλειδί της πειθαρχίας είναι το νήμα που συνδέει την μαρξική και φουκωική ανάλυση. Δεν είναι, λοιπόν, περίεργο το γεγονός ότι διάφορα αποσπάσματα από το σημαντικό Τρίτο Μέρος του Επιτήρηση και Τιμωρία, τιτλοφορούμενου Πειθαρχία, μοιάζει να είναι βγαλμένα κατευθείαν από το Πρώτο Βιβλίο του Κεφαλαίου του Μαρξ” (Melossi, 1998: xiii, xiv).[1]
Οι Melossi και Pavarini, ελέγχοντας τη βασική υπόθεση των Rusche και Kirhheimer σε σχέση με την οικονομική λειτουργία της φυλακής, υποστηρίζουν ότι η οικονομική λειτουργία των τιμωρητικών συστημάτων δεν μπορεί ν’ αξιολογηθεί μόνο με κριτήριο το εάν λειτούργησαν ως ρυθμιστής της αγοράς εργασίας τείνοντας στην κάλυψη των αναγκών παραγωγής. Κατά τους συγγραφείς, η οικονομική και η ιδεολογική λειτουργία των τιμωρητικών συστημάτων είναι άρρηκτα συνδεδεμένες. Δηλαδή, τόσο τα διάφορα ιδρύματα που προηγήθηκαν της φυλακής,[2] όσο και η ίδια η φυλακή είχαν ως βασική λειτουργία την εκπειθάρχηση του εργατικού δυναμικού και την προετοιμασία του να ενταχθεί στις συνθήκες παραγωγής, όπως αυτές διαμορφώνονταν στις διάφορες φάσεις της εξέλιξης του καπιταλιστικού συστήματος.
Πρόκειται για μια ιστορική μελέτη η οποία διερευνά τις κοινές ρίζες φυλακής και εργοστασίου κατά την περίοδο από τον 16ο αιώνα μέχρι τις αρχές του 20ου. Έτσι η μελέτη καλύπτει την περίοδο ηγεμονίας των δυο θεσμών, σε οικονομικό και τιμωρητικό επίπεδο αντίστοιχα, και τείνει να καταδείξει τις κοινές καταβολές και τους μεταξύ τους ιστορικούς δεσμούς.
Με δυο λόγια, η φυλακή είναι δομημένη στο μοντέλο του εργοστάσιου, με στόχο την παραγωγή όχι εμπορευμάτων, αλλά πειθαρχημένων ατόμων, ενώ η πειθαρχία αποτελεί κυρίαρχο και σταθερό χαρακτηριστικό της φυλακής σε όλα τα συστήματα κράτησης.
Πρόκειται για μια ιστορική μελέτη η οποία διερευνά τις κοινές ρίζες φυλακής και εργοστασίου κατά την περίοδο από τον 16ο αιώνα μέχρι τις αρχές του 20ου. Έτσι η μελέτη καλύπτει την περίοδο ηγεμονίας των δυο θεσμών, σε οικονομικό και τιμωρητικό επίπεδο αντίστοιχα, και τείνει να καταδείξει τις κοινές καταβολές και τους μεταξύ τους ιστορικούς δεσμούς.
Στην εισαγωγή του βιβλίου, βέβαια, επισημαίνεται η ανάγκη να αναδιατυπωθεί η υπόθεση εργασίας γύρω από τη σχέση οικονομικής διαδικασίας και μορφών κοινωνικού ελέγχου και για τη μεταγενέστερη περίοδο. Δηλαδή, από τα μέσα του 20ου αιώνα και μετά, όταν ο κοινωνικός έλεγχος διαχέεται και δεν ασκείται στη φυλακή ή το εργοστάσιο αλλά ακολουθεί τα άτομα στους χώρους που κινούνται με τη διεύρυνση των μορφών και των μέσων του, που άλλοτε έχουν τη μορφή της επιτήρησης κι άλλοτε τη μορφή κοινωνικών παροχών. Αυτές οι αλλαγές στους τρόπους άσκησης κοινωνικού ελέγχου είναι επίσης αποτέλεσμα δομικών αλλαγών που αφορούν στις αλλαγές στην οικονομική διαδικασία (σύνθεση κεφαλαίου, τρόπος οργάνωσης της δουλειάς, ταξική σύνθεση, εργατικά κινήματα κλπ.) και την ανάγκη ύπαρξης συναίνεσης σ’ αυτήν. Όπως, λοιπόν, στην οικονομική διαδικασία το εργοστάσιο δεν κατέχει πλέον ηγεμονικό ρόλο, έτσι και ο κοινωνικός έλεγχος δεν ασκείται πλέον μόνον με ιδρυματικές μορφές.
Απ’ τη στιγμή, όμως, που η διαδικασία εκπειθάρχησης (ως μέσο εξασφάλισης της κοινωνικής συναίνεσης) επιχειρείται σε εξωιδρυματικό πλαίσιο, η φυλακή, απογυμνωμένη από κάθε αναμορφωτική ιδεολογία, επιβιώνει και αξιοποιείται ως καθαρά πλέον κατασταλτικός θεσμός.
Καθώς αντικείμενο της μελέτης είναι οι διαδικασίες δημιουργίας και αναπαραγωγής του προλεταριάτου, κατά τους συγγραφείς, κλειδί για την ανάγνωση των γεγονότων που πραγματεύεται το βιβλίο αποτελεί η πρωτογενής συσσώρευση, δηλαδή η διαδικασία αποστέρησης των μέσων παραγωγής από τον παραγωγό, η οποία αποτελεί τη βάση για το διττό φαινόμενο: α) τη μετατροπή των μέσων παραγωγής σε κεφάλαιο και β) τη μετατροπή του παραγωγού σε ελεύθερο εργάτη.
Ένα από τα σημαντικά γεγονότα σ’ αυτήν την πορεία είναι η θέσπιση νόμων περί αλητείας κατά τον 16ο αιώνα, όταν, όπως ήδη αναφέραμε, για πρώτη φορά διαφοροποιείται η μεταχείριση των ικανών από τους ανίκανους προς εργασία, για τους οποίους προβλέπονται σκληρότατες ποινές προκειμένου να τους εξαναγκάσουν να εργασθούν.
Στους νόμους περί αλητείας κάνει ρητή αναφορά ο Μαρξ. Όπως λέει, καθώς η γη περιερχόταν στην καπιταλιστική εκμετάλλευση και εξαναγκάζονταν οι χωρικοί να την εγκαταλείψουν, δημιουργείται μια ελεύθερα διατιθέμενη εργατική δύναμη. Η εργατική, αυτή, δύναμη δεν μπορούσε να απορροφηθεί από την μανουφακτούρα που ήταν ακόμα εν τη γενέσει της. Παράλληλα, όλος αυτός ο κόσμος, που υποχρεώθηκε σε μια βίαιη αλλαγή του τρόπου ζωής του, δεν μπορούσε να προσαρμοσθεί ξαφνικά σ’ αυτές τις νέες συνθήκες. Μετατράπηκε, λοιπόν, μαζικά (κυρίως κάτω από την πίεση αυτών των συνθηκών, σε αλήτες, επαίτες, ληστές. Έτσι, προς το τέλος του 15ου και σ’ όλη τη διάρκεια του 16ου αιώνα, θεσπίζονται σ’ όλη τη Δ. Ευρώπη απάνθρωποι νόμοι κατά της αλητείας.
Και όπως λέει χαρακτηριστικά ο Μαρξ: «Οι πατέρες της σημερινής εργατικής τάξης τιμωρήθηκαν για τη βίαιη μετατροπή τους σε αλήτες και πένητες. Η νομοθεσία τους μεταχειριζόταν ως «εθελοντές» εγκληματίες και θεωρούσε ότι εξαρτιόταν από τη δική τους καλή θέληση να συνεχίσουν να δουλεύουν κάτω από τις παλιές συνθήκες που δεν υπήρχαν πια».
Ο ίδιος ο Μαρξ, λοιπόν, προσδιορίζει τον στόχο της ποινής, μιλώντας για την ανάγκη εξοικείωσης στην πειθαρχία που απαιτεί το σύστημα της ημερομίσθιας εργασίας. Σ’ αυτή τη φάση, η μέθοδος για την επιβολή της πειθαρχίας, του ελέγχου στο εργατικό δυναμικό, είναι η βία, διότι το μόλις δημιουργούμενο προλεταριάτο δεν εντάσσεται στις νέες συνθήκες ούτε οικειοθελώς, ούτε με ευχαρίστηση. Καθώς, όμως, οργανώνεται και η καπιταλιστική διαδικασία παραγωγής και διαμορφώνεται μια εργατική τάξη, η οποία αποδέχεται τους οικονομικούς όρους «ως αυτονόητους νόμους της φύσης», η υποταγή του εργάτη στον καπιταλιστή επιτυγχάνεται από την ίδια την αναγκαιότητα των οικονομικών σχέσεων. H ποινική καταστολή είναι η εξαίρεση. Ωστόσο, τόσο για τον εργάτη-εγκληματία του 16ου αιώνα, όσο και για τον μετέπειτα εγκληματία, είναι επιτακτική η ανάγκη να εξοικειωθεί με την πειθαρχία που απαιτεί ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής: Κατά τους Melossi, Pavarini είναι ακριβώς οι διαδικασίες δημιουργίας και αναπαραγωγής του προλεταριάτου αυτό που καθιστά προφανή την σχέση ανάμεσα στο άτομο ως εγκληματία και στο άτομο ως εργάτη
Το πρώτο σωφρονιστήριο (Bridewell) που δημιουργείται στο Λονδίνο στα μέσα του 16ου αιώνα υπό την πίεση του κλήρου, σηματοδοτεί την έναρξη της πολιτικής πρόνοιας απέναντι στο κοινωνικό περιθώριο που εμφανιζόταν ανίκανο ή απρόθυμο να ενταχθεί στις νέες συνθήκες παραγωγής. Αργότερα δημιουργήθηκαν πολλά παρόμοια ιδρύματα με την υποχρέωση εργασίας για τους τροφίμους και έφτασαν στην πιο υψηλή μορφή τους ειδικότερα στην Ολλανδία στα μισά του 17ου αιώνα.
Κατά τους Melossi και Pavarini, αυτά τα ιδρύματα – σαν εσωτερική οργάνωση και σαν κοινωνική λειτουργία – θυμίζουν την μετέπειτα φυλακή. Η λειτουργία τους επιβεβαιώνει την υπόθεση των Rusche και Kirhheimer, αλλά δεν εξαντλείται σ’ αυτήν, καθώς η βασική λειτουργία τους δεν ήταν η παραγωγή αγαθών αλλά ο έλεγχος του εργατικού δυναμικού μέσα από την εκπαίδευση και την εξοικείωση στην εργασία. Με άλλα λόγια, η μεταμόρφωση του απείθαρχου εν δυνάμει εργατικού δυναμικού σε πειθαρχημένους προλετάριους. Άρα, η οικονομική και ιδεολογική λειτουργία είναι αδιαχώριστες, καθώς η δημιουργούμενη εργατική τάξη, έστω κι ανοργάνωτη ακόμα και χωρίς ταξική συνείδηση, αποτελούσε έναν εν δυνάμει κίνδυνο (π.χ. να γίνει διεκδικητική σε συνθήκες έλλειψης εργατικών χεριών).
Ως ένα από τα πιο ενδεικτικά παραδείγματα που επιβεβαιώνουν την υπόθεση ότι τα ιδρύματα που προηγήθηκαν της φυλακής δεν είχαν σημασία σαν οικονομικές μονάδες, δεν κάλυπταν τόσο τις ανάγκες παραγωγής, όσο τις ανάγκες της πειθαρχίας σ’ αυτήν την παραγωγή, αποτελούσαν τα Ολλανδέζικα Rasp-huis, δηλαδή ιδρύματα εργασίας που εμφανίστηκαν στα τέλη του 16ου, αρχές 17ου αιώνα και επεξεργάζονταν το ξύλο για τις ανάγκες της παραγωγής υφασμάτων.
Όταν πρωτοεμφανίστηκαν αντιστοιχούσαν στο κυρίαρχο παραγωγικό μοντέλο της βιοτεχνίας, τόσο σαν μέθοδος δουλειάς, όσο και σαν επίπεδο και ποσότητα προϊόντος. Οι λόγοι της επιβίωσής τους οφείλονταν αφ’ ενός μεν στο ελάχιστο κόστος παραγωγής (minimum επενδύσεων, μεγάλα κέρδη) και, αφ’ ετέρου, στην κρατική παρέμβαση που προστάτευε αυτό το μονοπώλιο από τον εξωτερικό ανταγωνισμό.
Η δουλειά σ’ αυτά τα ιδρύματα ήταν εξαντλητική λόγω των χρησιμοποιούμενων μεθόδων (ένα τεράστιο πριόνι που χειριζόταν ανά δυο άτομα με αποτέλεσμα συχνά να τσακίζουν τη μέση τους) και η επίσημη απάντηση για την συνέχιση της εφαρμογής τους ήταν ότι έτσι οι έγκλειστοι αναμορφώνονταν μέσα από τη διαπαιδαγώγησή τους να δουλεύουν σκληρά, ενώ και οι ίδιοι ήσαν άτομα μειωμένης ευφυΐας και ικανοτήτων. Πίσω απ’ αυτούς τους λόγους, όμως, υπολάνθανε η πραγματική λειτουργία τους που αφορούσε τόσο τους τροφίμους, όσο και τους νομοταγείς πολίτες. Δηλαδή, εξοικείωση μεν στη σκληρή δουλειά, αλλά όχι απόκτηση γνώσεων και δεξιοτήτων που θα έκαναν τους τροφίμους πιο διεκδικητικούς στην ελεύθερη αγορά και, παράλληλα, εκφοβιστική λειτουργία για τους «εκτός των τειχών», που θα τους έκανε να θεωρούν προτιμότερες οποιεσδήποτε συνθήκες στην ελεύθερη αγορά εργασίας. Με άλλα λόγια, για τους τροφίμους (το κοινωνικό περιθώριο της εποχής), ο βασικός στόχος ήταν να πεισθούν, όχι να μάθουν. Να εξοικειωθούν σε μια σχέση υποταγής και πειθαρχίας που ήταν πιο σημαντική από την απόκτηση γνώσεων.
Τα ιδρύματα αυτά, στην εξέλιξή τους, άρχισαν να λειτουργούν και ως τιμωρητικά ιδρύματα υποδεχόμενα και καταδίκους. Γενικότερα δε, και μέχρι τον 18ο αιώνα, υπήρχε μια σύγχυση γύρω από τους στόχους τους, η οποία αποτυπώνεται και στη σύνθεση των τροφίμων (φτωχοί, ανάπηροι, εγκληματίες, ορφανά). Ωστόσο, μέχρι τη βιομηχανική επανάσταση παρέμεναν γενικά σ’ ένα πλαίσιο πρόνοιας (το οποίο απέκτησε τιμωρητικό χαρακτήρα με το πέρασμα απ’ τη βιοτεχνία στο σύστημα του εργοστάσιου), έτσι ώστε να θεωρούνται ο πρόδρομος της φυλακής και συχνά να συγχέονται μ’ αυτήν. Ήδη, όμως, με την αύξηση της ανεργίας, της φτώχειας και της εγκληματικότητας οι συνθήκες σ’ αυτά είχαν απερίγραπτες, έτσι ώστε όχι μόνον η ποινή αλλά και η πρόνοια προκαλούσε τρόμο.
Οι πιο σοβαρές αλλαγές συντελούνται κατά τον 18ο αιώνα, όπου εμφανίζεται και ο εγκλεισμός ως αυτόνομη ποινή και εξαφανίζονται σταδιακά τα ιδρύματα που είχαν χαρακτήρα πρόνοιας.
Κατά τους Rusche και Kirhheimer, το αίτημα για μεταρρυθμίσεις του τιμωρητικού συστήματος που διατυπώνεται στο πλαίσιο των ιδεών του Διαφωτισμού (το πέρασμα σε ανθρωπιστικές ποινές) καθορίζεται από την ανάγκη εξάλειψης του εργατικού δυναμικού, όχι πλέον με την εφαρμογή σωματικών ποινών στους εγκληματίες (ο αριθμός των οποίων είχε ανέλθει σε δυσθεώρητα ύψη λόγω των συνθηκών ζωής), αλλά με τον εγκλεισμό τους στη φυλακή όπου οι συνθήκες διαβίωσης είναι εξοντωτικές και οδηγούσαν ενίοτε και στη φυσική τους εξόντωση. Κατά τους Melossi, Pavarini, αδιάρρηκτα συνδεδεμένη με την οικονομική λειτουργία της μεταρρύθμισης παραμένει και η ιδεολογική, καθώς οι συνθήκες επιβάλλουν την ανάγκη αυξημένου ελέγχου του εργατικού δυναμικού. Αυτό, δηλαδή, που, κατά τους συγγραφείς, αποτυπώνει με κάθε σαφήνεια το αρχιτεκτονικό σχέδιο του Bentham, το Πανοπτικό σύστημα.
Το Πανοπτικό εμφανίζεται ως μια πρώτη προσπάθεια συνδυασμού πολλαπλών λειτουργιών: απομόνωση, επιτήρηση, εκφοβισμός και, παράλληλα, εργασία. Αυτή η εργασία, όμως, δεν μπορούσε να είναι παραγωγική ή να καλύπτει πραγματικές ανάγκες, καθώς η υποδομή και η οργάνωσή της δεν συμβάδιζε με την οικονομική εξέλιξη η οποία απαιτούσε τη χρήση μηχανών και ένα μοντέλο συλλογικής εργασίας (το Πανοπτικό είναι αρχιτεκτονική εκδοχή του απομονωτικού συστήματος). Κατά συνέπεια, μέσα από την αντιφατικότητα του σχεδίου του Bentham (συνδυασμός της αρχής της ηθικής αναμόρφωσης μέσα από την εργασία, η οποία, όμως, δεν είναι παραγωγική, και τήρησης της τάξης) κυρίαρχος αναδείχτηκε ο στόχος της εκπειθάρχησης.
Με δυο λόγια, ο ταξικός χαρακτήρας του εμπορεύματος (εργασία), δεν επιτρέπει να παραχωρηθεί αυτό στον καπιταλιστή χωρίς αυτή η παραχώρηση να έχει διαμεσολαβηθεί από μια σειρά συμπληρωματικές διαδικασίες, οι οποίες προηγούνται, τη συνοδεύουν και την ακολουθούν. Έτσι, τόσο το σύστημα πρόνοιας, όσο και το τιμωρητικό, με τις ειδικότερες μορφές τις οποίες έπαιρναν, λειτουργούσαν σαν βοηθητικοί θεσμοί του εργοστάσιου.
Παράλληλα, μέσα από την εξέλιξη της εργασίας στο πλαίσιο των διαφόρων τιμωρητικών συστημάτων, διατρέχουμε την εξέλιξη των οινονομικών διαδικασιών στην ελεύθερη αγορά εργασίας. Για παράδειγμα, το απομονωτικό σύστημα αναπαράγει το ιδανικό μοντέλο οργάνωσης των ταξικών και παραγωγικών σχέσεων των απαρχών του καπιταλισμού, όταν η παραγωγή ήταν ακόμα βιοτεχνικού τύπου: στη φυλακή, η οργάνωση της παραγωγής γίνεται από τη διοίκηση, η εργασία δεν αμείβεται, έχει χαρακτήρα εκπαίδευσης, ενώ η απομόνωση δεν απαντά μόνον στη χαοτική οργάνωση των πρώτων ιδρυμάτων αλλά, κυρίως, στη δυνατότητα συγχρωτισμού, συγκρότησης συλλογικοτήτων, διάχυσης εναλλακτικών συστημάτων αξιών.
Με την εκβιομηχάνιση της παραγωγής στην ελεύθερη αγορά, το Ωβούρνειο σύστημα μετατρέπει τη φυλακή σε εργοστάσιο με την είσοδο του ιδιώτη επενδυτή. Ο κρατούμενος γίνεται ένα αυτόματο, μια πειθαρχημένη μηχανή συγχρονισμένη σε μια συλλογική δραστηριότητα που ανταποκρίνεται στο κυρίαρχο παραγωγικό μοντέλο. Έτσι, την πειθαρχία που βασίζονταν στην απομόνωση, την αντικαθιστά η εσωτερική πειθαρχία της οργάνωσης της παραγωγής, ενισχυμένη από τον “κανόνα της σιωπής”.
Το θετικιστικό ενδιαφέρον για τον εγκληματία, που εκδηλώνεται αργότερα, απαντά στην ανάγκη καλύτερης γνώσης «του υποκειμένου που μετατρέπεται σε αντικείμενο μεταμόρφωσης». Η φυλακή, λοιπόν, από όργανο βασανισμού μετατρέπεται σ’ ένα μεγάλο εργαστήρι, όχι σκοτεινό και απόρθητο, αλλά διαφανές, όπου ο κρατούμενος – μόνος απέναντι στις υλικές ανάγκες του, των οποίων η ικανοποίηση εξαρτάται αποκλειστικά από τη διοίκηση της φυλακής – υπόκειται σε μια σταδιακή και σύνθετη διαδικασία αποσύνθεσης/ ανασύνθεσης.
Σ’ ένα άλλο, όμως, επίπεδο, η σχέση μεταξύ φυλακής και εργοστάσιου απορρέει από το γεγονός ότι η στέρηση χρόνου ελευθερίας ως μορφή αυτόνομης ποινής, εμφανίζεται, όπως ήδη αναφέραμε, μόνον στον καπιταλισμό: Η ιδέα της στέρησης χρόνου ελευθερίας, προσδιορισμένου κατά αφηρημένο τρόπο, μπορεί να υλοποιηθεί μόνο στο καπιταλιστικό σύστημα παραγωγής, δηλαδή σ’ αυτή την οικονομική διαδικασία όπου όλες οι μορφές κοινωνικού πλούτου ανάγονται στην πιο απλή και αφηρημένη μορφή της ανθρώπινης εργασίας η οποία μετριέται με το χρόνο (μισθωτή εργασία).
Η αναφορά είναι στον σοβιετικό νομικό E.Pasukanis (Γενική θεωρία του Δικαίου και μαρξισμός, πρώτη έκδοση στη Μόσχα το 1924), σύμφωνα με τον οποίο πλήρη ανάπτυξη του Δικαίου έχουμε μόνο στην εμπορευματική κοινωνία και κατ’ εξοχήν στην κοινωνία καθολικής παραγωγής εμπορευμάτων, δηλαδή στην καπιταλιστική. Στην ανάλυση των Melossi, Pavarini, μέσα από την ποινή της φυλάκισης (αντιστοίχιση βαρύτητας εγκλήματος/ βαρύτητας ποινής), εισάγεται στον τιμωρητικό μηχανισμό η αρχή της νομιμότητας, η οποία, σ’ ένα αφηρημένο επίπεδο, τυποποιεί στην πράξη την αρχή της ανταλλαγής ισοδυνάμων, ενώ η έννοια της εργασίας αποτελεί την αναγκαία συναρμογή ανάμεσα στη νομική μορφή (τη νομική ρύθμιση) και το περιεχόμενο της στερητικής της ελευθερίας ποινής.
Πιο συγκεκριμένα: ο υπολογισμός της ποινής με όρους χρόνου εργασίας, γίνεται δυνατός όταν στην ποινή αποδίδεται ένα τέτοιο περιεχόμενο (εργάζεσαι ή εκπαιδεύεσαι να εργασθείς). Ακόμα, λοιπόν, κι αν δεν εργάζεσαι, ο ίδιος ο βοηθητικός χαρακτήρας της ποινής (με την έννοια που αναπτύχθηκε), η προπαρασκευαστική φύση της αρκεί για να εκπληρώσει το σκοπό της.
Αυτό, σ’ ένα πιο αφηρημένο επίπεδο, παρέχει το πλαίσιο, για να δούμε ότι η νομική μορφή (κανόνας) και το περιεχόμενο (εκτέλεση) της ποινής, αντιστοιχούν σε δυο ουσιαστικές στιγμές της καπιταλιστικής δομής, την κυκλοφορία και την παραγωγή.
Η σφαίρα της κυκλοφορίας (της ανταλλαγής ισοδυνάμων) είναι χώρος ελευθερίας, ισότητας. Στην πράξη της ανταλλαγής, τα άτομα αλληλοαναγνωρίζονται ως υποκείμενα δικαίου, ως κάτοχοι εμπορεύματος που το διαθέτουν εκούσια κατά την πράξη της ανταλλαγής – από τη στιγμή που το προϊόν-εργασία αποκτά την αξία του εμπορεύματος, γίνεται φορέας αξίας, ο εργάτης γίνεται υποκείμενο και φορέας δικαίου και ο νόμος ρυθμίζει την ειρηνική διαδικασία της ανταλλαγής μεταξύ κατόχων εμπορευμάτων. Σ’ αυτή τη σχέση τα άτομα εμφανίζονται ως ελεύθερα και ίσα μεταξύ τους. Όμως αυτή η τυπική ισότητα χάνεται στη σφαίρα της παραγωγής (και της κάρπωσης της υπεραξίας), καθώς η εργασιακή σχέση προϋποθέτει (είναι) σχέσεις ανισότητας: ο εργαζόμενος υπόκειται στον εργοδότη.
Αναδιατυπώνοντας αυτή τη σχέση με όρους νομικής ρύθμισης/ εκτέλεσης ποινής, συναντάμε τα ίδια δομικά χαρακτηριστικά. Η ανταπόδοση στο έγκλημα με μια ποινή που αντιστοιχεί στη βαρύτητα του εγκλήματος προϋποθέτει άτομα ίσα και με ελεύθερη βούληση. Έτσι, στο επίπεδο της νομικής ρύθμισης, η ευελιξία της ποινής (η δυνατότητα να διαμορφωθεί με χρόνια, μήνες, ημέρες) αναπαράγει το μοντέλο της σύμβασης. Είναι δε κατ’ εξοχήν δημοκρατική, γιατί ως ποινή-ανταπόδοση προϋποθέτει την ισότητα μεταξύ των συμβαλλομένων και καθορίζεται από τον νόμο, με βάση αντικειμενικά κριτήρια που είναι ίδια για όλους.
Περνώντας, όμως, στο χώρο εφαρμογής της νομικής ρύθμισης (εκτέλεση της ποινής), μπαίνουμε σ’ ένα χώρο υποταγής, πειθαρχίας, κάθετων ιεραρχικών σχέσεων, αντίστοιχων με την εργασιακή σχέση, ενώ η πειθαρχία – βασικό χαρακτηριστικό της φυλακής, παρόν σε όλα τα συστήματα κράτησης – επιβάλλει το ιδανικό σχήμα κοινωνικώς σχέσεων, την πυραμιδωτή ιεραρχία.
Συμπερασματικά, στη μελέτη των Melossi, Pavarini η φυλακή υπήρξε ένα εργοστάσιο ανθρώπων, ένα όργανο μεταμόρφωσης του απείθαρχου παραβάτη του νόμου σε πειθαρχημένο προλετάριο. Απέναντι σ’ αυτή την εξοντωτική μηχανή, η μόνη συνθήκη επιβίωσης υπήρξε, κατά του συγγραφείς, η ηθική μορφή υποταγής στο προτεινόμενο μοντέλο το οποίο αντιστοιχεί στο μοντέλο του εξαρτημένου μη ιδιοκτήτη προλετάριου. Μ’ αυτή την έννοια, μολονότι διαφαίνεται η καθοριστικής σημασίας επίδραση του έργου των Rusche και Kirchheimer, η έννοια της πειθαρχίας, ανάγεται σε κομβικής σημασίας εργαλείο για την ανάλυση των λειτουργικών επιταγών της φυλακής.
*Παρουσίαση του έργου των
Melossi-Pavarini, Carcere e Fabbrica, 1977,
διδακτικές σημειώσεις 2008, απόσπασμα.
Melossi D. – Pavarini M. (1977), Carcere e Fabbrica, Bologna: il Mulino
Melossi, D. (1998) (επιμ.), The Sociology of Punishment, Aldershot: Ashgate
Melossi, D (2006), «Ποινικές πρακτικές και “διακυβέρνηση των πληθυσμών” στους Marx και Foucault», Κουκουτσάκη, Α., Εικόνες φυλακής, Αθήνα: Πατάκης
Rusche, Α. & O.Kirhheimer (1968), Punishment and Social Structure, N.York: Russell & Russell
Melossi, D. (1998) (επιμ.), The Sociology of Punishment, Aldershot: Ashgate
Melossi, D (2006), «Ποινικές πρακτικές και “διακυβέρνηση των πληθυσμών” στους Marx και Foucault», Κουκουτσάκη, Α., Εικόνες φυλακής, Αθήνα: Πατάκης
Rusche, Α. & O.Kirhheimer (1968), Punishment and Social Structure, N.York: Russell & Russell
[εικόνα: adbusters/panopticon]