Από τον Leibniz στον Mies
by Dim.Theo
έχε σπίτι όσο χωρείς και περιβόλι όσο θωρείς
Γ. Χριστοφιλάκης
Θα ήθελα να παραθέσω στο σημείωμα που ακολουθεί λίγες σκέψεις που μου γεννήθηκαν και αφορούν την αρχιτεκτονική, με αφορμή την 5η § από τη Μεταφυσική Πραγματεία του Gottfried Wilhelm Leibniz, μολονότι η πραγματεία αυτή αποτελεί μια καθαρά οντολογική σκέψη του φιλοσόφου και αναφέρεται σε θεολογικά ζητήματα. Μπορεί όμως κάποια στιγμή, να αναγνώσει κανείς προεκτάσεις και πέραν του θεολογικού ενδιαφέροντος, πολύ περισσότερο μάλιστα, γεννιούνται οι σκέψεις αυτές με τη διαδικασία του κατεπείγοντος, όταν διαφαίνονται μέσα στο κείμενο πράγματα τα οποία μάλλον στη σύγχρονη εποχή μοιάζουν παρηκμασμένα ή ξεχασμένα, ή όπως και να το πει κανείς παραγκωνισμένα, μιας άλλης εποχής ξεπερασμένης που δε μας αφορά. Ο Leibniz στο κείμενο του δεν προσπαθεί να αποδείξει με λογικά επιχειρήματα την ύπαρξη του Θεού όπως επιχείρησε κάποια χρόνια νωρίτερα ο Descartes, την παίρνει την ύπαρξη αυτή ως δεδομένη και προχωρεί παραπέρα στη σχέση του Θεού με τον κόσμο.
Παραθέτω καταρχάς αυτούσιο το κείμενο του φιλοσόφου και ακολουθούν οι δικές μου σκέψεις. Η Μεταφυσική Πραγματεία αποτέλεσε έδαφος, ή καλύτερα αφορμή για να πατήσουν αυτά που ούτως ή άλλως κάποιες φορές σκόρπια ή μη μου έρχονταν στο νου. Η όποια ερμηνεία και λάθη χρεώνονται αποκλειστικά σε μένα.
Τη μετάφραση από το γαλλικό πρωτότυπο έχει κάνει ο Παύλος Καϊμάκης.
5. Σε τι συνίστανται οι νόμοι της τελειότητας της συμπεριφοράς του Θεού, κι ότι η απλότητα των δρόμων ισορροπεί με τον πλούτο των αποτελεσμάτων.
[...] Μπορούμε, λοιπόν, να πούμε ότι αυτός που ενεργεί τέλεια μοιάζει με έναν εξαιρετικό Γεωμέτρη, που ξέρει να βρίσκει τις καλύτερες κατασκευές ενός προβλήματος˙ με έναν καλό Αρχιτέκτονα που μεταχειρίζεται το χώρο του και το έδαφος που προορίζεται για το κτήριο με τον πιο πρόσφορο τρόπο, χωρίς να αφήνει τίποτε που να ενοχλεί ή να μειώνει την ομορφιά που θα μπορούσε να επιτύχει˙ με έναν καλό οικογενειάρχη, που μεταχειρίζεται την περιουσία του με τρόπο που να μη μένει τίποτε αχρησιμοποίητο ή άγονο˙ με έναν έμπειρο μηχανικό που πετυχαίνει το αποτέλεσμά του από τον λιγότερο περίπλοκο δρόμο που θα μπορούσε να διαλέξει˙ και με έναν σοφό συγγραφέα, που περικλείει την περισσότερη πραγματικότητα στο μικρότερο χώρο που μπορεί. Τα πιο τέλεια, λοιπόν, από όλα τα όντα, κι αυτά που καταλαμβάνουν το λιγότερο χώρο, δηλαδή που εμποδίζουν λιγότερο το ένα το άλλο, είναι τα πνεύματα, που οι τελειότητές τους είναι οι αρετές τους. Γι’ αυτό δεν πρέπει να αμφιβάλλουμε ότι η ευτυχία των πνευμάτων είναι ο βασικός σκοπός του Θεού κι ότι την πραγματοποιεί όσο το επιτρέπει η γενική αρμονία. Γι’ αυτό θα πούμε περισσότερα σε λίγο. Όσο για την απλότητα των δρόμων του Θεού, ισχύει κυρίως ως προς τα μέσα, ενώ αντίθετα η ποικιλία, ο πλούτος ή η αφθονία, ισχύει ως προς τους σκοπούς ή τα αποτελέσματα. Και το ένα πρέπει να ισορροπεί με το άλλο, όπως τα έξοδα που προορίζονται για ένα κτήριο με το μέγεθος και την ομορφιά που απαιτούμε από αυτό. Είναι αλήθεια ότι τίποτε δε στοιχίζει στο Θεό, πολύ λιγότερο από ό,τι σε ένα φιλόσοφο που κάνει υποθέσεις για την κατασκευή του φανταστικού του κόσμου, αφού ο Θεός δεν έχει παρά να πραγματοποιήσει τις αποφάσεις του για να γεννηθεί ένας πραγματικός κόσμος˙ στην περιοχή όμως της σοφίας οι αποφάσεις ή υποθέσεις είναι κάτι περιττό όσο πιο ανεξάρτητες είναι μεταξύ τους: γιατί ο λόγος θέλει να αποφεύγουμε την πολλαπλότητα στις υποθέσεις ή αρχές, σχεδόν όπως στην Αστρονομία προτιμούμε πάντα το πιο απλό σύστημα.
Μια άλλη στιγμή της ιστορίας, ένας Γερμανός αυτή τη φορά, ο Immanuel Kant γράφει στο φιλοσοφικό δοκίμιο της Αισθητικής του, την Κριτική της Κριτικής Ικανότητας, ότι δεν είναι καταρχήν ανάγκη να είναι κανείς πρωτότυπος σε ιδέες για να πετύχει το Ωραίο. Αυτή η πάρα πολύ σπουδαία σκέψη λειτουργεί με μια αμφισημία.
Από τη μια μεριά καθησυχάζει κάποιον ότι η φαντασία σε όλο της το πλούτο και την παραγωγή της εν τέλει στην τέχνη, δεν αποτελεί πανάκεια ότι θα δημιουργήσει κάτι ωραίο (χωρίς αυτό διόλου να σημαίνει ότι παραγκωνίζεται η λειτουργία του μυαλού που απευθύνεται στο φαντασιακό) και συνεπώς δε χρειάζεται να ανησυχεί για αυτό, από την άλλη όμως μεριά απολύτως κανένας εφησυχασμός δεν προκύπτει διότι η παρατήρηση αυτή προτρέπει κάποιον να έχει πολύ καλή και στέρεη γνώση των ιστορικών εξελίξεων των μορφών και συνθηκών που γέννησαν τις διάφορες μορφές της Τέχνης και εν προκειμένω της Αρχιτεκτονικής.
Ανακαλύπτει με τον τρόπο αυτό κανείς σταδιακά ότι ποτέ κανένας ιστορικός πολιτισμός, δεν «επινόησε» μιαν Ωραία μορφή, αλλά πάντα μέσα από πολύ επίπονες προσπάθειες και μετασχηματισμούς εξελισσόταν και αναπτύσσονταν έως ότου οι Ωραίες μορφές αποκρυσταλλώθηκαν (βλέπε Παρθενώνας) και στη συνέχεια ή δεν ήταν δυνατόν να παραχθούν νέες μορφές (εκλεκτικισμός) και σαν μια άλλη υποπερίπτωση ολοένα και απαντούνταν στην ιστορία της κατασκευής νέοι «Παρθενώνες», ή τέλος, μάλλον οι καλύτεροι της ιστορίας, επαναπροσδιόριζαν τις αρχές που έδιναν οι παλαιότεροι, κυρίως μαθημένοι στην αξία του ταξιδιού και όχι της ετοιμοπαράδοτης γνώσης μέσα από τα βιβλία, έκαναν μετασχηματισμούς και δημιουργούσαν μέσα από αυτό και μαζί με αυτό. Το παράδειγμα αυτό μας δείχνει ότι είναι δυνατόν να γεννηθεί ένα κτήριο, μια μορφή, μια μελωδία, μια καλλιτεχνική έκφραση, χωρίς απαραιτήτως και αναγκαία να έχει προηγηθεί μια ex nihilo γέννηση.
Μπορούμε να σκεφτούμε ότι τελικώς αυτές οι Ωραίες μορφές -οι οποίες δεν αποτελούσαν απλώς ωραιότητες με τη στενή καντιανή σημασία, αλλά είχαν να δώσουν πλήθος ωφελειών- προέκυψαν σταδιακά από πολύ πρωτογενείς ανάγκες του ανθρώπου και μάλιστα ζωτικής σημασίας, όπως είναι και η τροφή. Η ανάγκη π.χ για στέγαση, ή η ανάγκη του ανθρώπου να λατρέψει και να στεγάσει το Θεό στον οποίο πιστεύει. Έδωσε λοιπόν στην κατοικία των Θεών το σχήμα της κατοικίας του «πρώτου άνδρα» της κοινωνίας δηλαδή του Άνακτα και στη συνέχεια ο τύπος αυτός κατοικίας ολοένα βελτιωνόταν και διαρκώς εξελισσόταν. Έτσι έφτασε στο top της ιστορίας με το δωρικό ρυθμό να θέλει να δίνει τον καλύτερο εαυτό του στα έργα της Ακροπόλεως των Αθηνών. Ο σχηματισμός λοιπόν μιας τέτοιας περίπτωσης, του δωρικού που αναφέραμε, προέκυψε από πολύ απλές και πρώτες ανάγκες. Η πρωτοκαθεδρία στη σημασία της απλότητας που δίνει ο Leibniz είναι της τάξης της οικονομίας του τρόπου και όχι της οικονομίας των ωφελειών. Και οι τρόποι με τους οποίους έχτιζαν οι παλαιότεροι και οι Αρχαίοι σαφώς, ήταν «οικονομικοί», αλλά τα οφέλη και για τους ίδιους και για μας αργότερα τεράστια. Η οικονομία είναι λοιπόν κάτι που σαφέστατα απαντάται στη δική μας νεώτερη και λαϊκή παράδοση, είναι κάτι που επανέρχεται στους νεωτεριστές αρχιτέκτονες, μετά τις αρχαίες κατασκευές με κυρίαρχο το σύνθημα «less is more» του Γερμανού Mies van der Rohe, ή στα κτισμένα «σπιρτόκουτα» του δικού μας Άρη Κωνσταντινίδη. Ο Ηλίας Ηλιού λίγο αργότερα θα «εγκωμιάσει» το κουτί σε μια περίοδο που όλα γύρω του μοιάζουν «Παρθενώνες». Στο σημείο αυτό δεν παραγνωρίζεται το όφελος και η χαρά που δίνει στη ψυχή η καθαυτό θέα του Ωραίου.
Μένοντας όμως στην Ελλάδα, αλλά ταυτόχρονα με το «σύνθημα» του Μοντέρνου, μπορούμε να πούμε ότι η εγχώρια αρχιτεκτονική έχει πολύ πλούσιο υλικό να μας προσφέρει και δε χρειάζεται παρά να κοιτάξουμε κάποιες δεκαετίες πίσω για να δούμε τι έχει φτάσει σε εμάς από τους παλαιότερους, δηλαδή να κοιτάξουμε την παράδοση. Να κοιτάξουμε τα οφέλη ενός τέτοιου αναστοχασμού, κοιτάγματος προς τα πίσω και βεβαίως ενός αθώου κοιτάγματος, ιδιαίτερα σε μια εποχή που κοιτά ολοένα και αυστηρώς και μόνο μπροστά λες και στα μάτια μας έχουν προσαρμόσει παρωπίδες. Όταν χρησιμοποιώ τη λέξη «αθώο», εννοώ ότι ένα τέτοιο κοίταγμα δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση ευκαιρία για μικρόνοα παιχνίδια εθνικιστικού περιεχομένου, ή σκέψεις νοσταλγικών περασμένων χρόνων, αλλά εννοώ ότι α) το κοίταγμα πρέπει να παραμερίσει για μια στιγμή την αιχμή της τεχνολογίας του σήμερα στο οποίο ζούμε, β) να δει τι και πώς έχτιζαν οι παλαιότεροι, τους τρόπους και τα υλικά τους, πώς μεταχειρίζονταν τη γη και γ) στη συνέχεια να χρησιμοποιήσει την ευλογημένη τεχνογνωσία-τεχνολογία του σήμερα έτσι ώστε να παράξει κάτι εντελώς νέο, με νέα ταυτότητα, το οποίο θα εξυπηρετεί καλύτερα τις ανάγκες μας, τις σύγχρονες ανάγκες μας, αλλά τις πραγματικές και όχι τις κατασκευασμένες, αφού όμως πρωτίστως ξαναθυμήθηκε το παρελθόν του και οίδε (=γνώρισε) [αλλά και είδε]. Μα αυτό ακριβώς μας διδάσκει ιστορία. Ακόμα και η χρήση των προγραμμάτων τεχνολογικής αιχμής τα οποία διατίθενται για τη χρήση του παραμετρικού σχεδιασμού, οφείλουν να εξυπηρετούν ένα σκοπό, μια αιτία και ένα αποτέλεσμα για τον άνθρωπο. Ειρήσθω εν παρόδω, πάντα ένας αρχιτεκτονικός σχεδιασμός είναι παραμετρικός και πάντα θα έπρεπε να είναι βιοκλιματικός! Έννοιες που μας ακούγονται σήμερα πάρα πολύ σύγχρονες και γαργαλιστικές στα αυτιά μας υπάρχουν από αρχαιοτάτων χρόνων, απλώς εμείς στην εποχή του υπολογιστή ξανα-μάθαμε κάτι που μάλλον είχε χαθεί στο χρόνο. Τι σημαίνει για παράδειγμα βιοκλιματικός σχεδιασμός; Τι σημαίνει να σχεδιάζω με παραμέτρους;
Ο Leibniz στο σημείο αυτό της μεταφυσικής του -και επισημαίνω εδώ ότι πρόκειται για κείμενο που εξετάζει το Θεό, και καθόλου δεν αναφέρεται στην τέχνη- δίνει προτεραιότητα στη χρήση των απλών πραγμάτων έχοντας πάντα σαν αποτέλεσμα τη βέλτιστη απόδοση. Σαφέστατα ο άνθρωπος αυτός, από τον οποίο ξεκινά ο απειροστικός λογισμός και στη συνέχεια θα αποτελέσει «έμπνευση» για τα… fractals, έχει παρατηρήσει τη φύση και βγάζει το συμπέρασμα ότι η φύση χρησιμοποιεί με φειδώ τον εαυτό της. Η φύση κάνει οικονομία, όπως και το σώμα μας άλλωστε, και αυτό οι παλαιότεροι από εμάς το γνώριζαν καλά. Το καλύτερο αποτέλεσμα με το λιγότερο δυνατό κόστος. Εν τέλει όμως προκύπτει από όλα αυτά, ότι το less… is more difficult, γιατί απαιτεί από αυτούς που πράττουν προσοχή και νομίζω ενδελεχή παρατήρηση. Η πολλαπλότητα έγκειται στα αποτελέσματα και τα οφέλη μιας κατασκευής. Τα οφέλη από μια κατασκευή μπορεί -και πρέπει αν είναι δυνατόν- να είναι πολλά για τον άνθρωπο, το περιβάλλον, καίτοι δύσκολο, αλλά πάντως ο άνθρωπος οφείλει να έχει μια παρουσία με σεβασμό απέναντι στη γη η οποία τον φιλοξενεί, πάνω στην οποία στέκεται, αν θέλουμε να χρησιμοποιήσουμε έναν περισσότερο χαϊντεγκεριανό λόγο.
Αναζητώντας λόγους και αιτίες για τη σημερινή κρίση την οποία βιώνουμε, μπορούμε να ισχυριστούμε και αυτό το συνάγουμε από τον τρόπο με τον οποίο όλα αυτά τα χρόνια ζούμε και καταναλώνουμε, ότι έννοιες όπως οικονομία, απλότητα, ορθοφροσύνη (βλέπε κυβερνώντες σε σχέση με τα διαρκώς επαναλαμβανόμενα ψεύδη), όχι απλώς δεν άγγιξαν τους Έλληνες (ζητώ συγγνώμη στο σημείο αυτό για την παρέκκλιση μου) αλλά τους είναι εντελώς άγνωστες. Πέραν της υπερκαταναλωτικής υστερίας (και μάλιστα το παρατηρώ αυτό σε ολοένα και μικρότερες ηλικίες, π.χ μέσα στα λεωφορεία, στις καφετέριες και αλίμονο αν από αυτές περιμένουμε κάτι…), παρατηρείται επίσης στο γνωσιακό πεδίο που μας αφορά, μια ελιτίστικη αρχιτεκτονική η οποία πόρρω απέχει από μια αρχιτεκτονική που πραγματικά θα μπορούσε να πει κάτι καινούριο σε εμάς που τη δεχόμαστε -καθώς υπάρχει, στέκει εκεί- και σε όποιον θα ήθελε να περπατήσει λίγο την πόλη του να τη γνωρίσει. Στον αντίποδα της ελιτίστικης αυτής αρχιτεκτονικής υπάρχει μια άλλη, η οποία κατασκευάστηκε δε ξέρω και γω με τι μέτρα και σταθμά, ίσα ίσα για να στοιβαχθούν μέσα άνθρωποι όπως όπως, με σαφέστατα αρνητικά αποτελέσματα στην προσωπική ζωή τους.
Πώς είναι δυνατόν αυτός ο άνθρωπος ο οποίος το σπίτι του τον απωθεί από καθετί ωραίο, από κάθε έννοια δημιουργικότητας (ναι μπορεί ένα κτήριο να σε εμπνεύσει), τον καταδυναστεύει να ζει και να κοιμάται σε κουτιά ασφυκτικά (και όχι τα κουτιά του Ηλιού που προαναφέρθηκαν), πώς είναι δυνατόν λοιπόν αυτός, να μην οδηγεί έτσι όπως οδηγεί αργότερα στους δρόμους, να μην παρκάρει έτσι όπως παρκάρει, με κάθε έλλειψη σεβασμού προς τις ευπαθείς ομάδες (τυφλών, αναπήρων) να μην είναι έτοιμος για κάθε λογής τσαμπουκάδες και έριδες και εν συνεχεία να μεταδώσει αυτή τη βία στα παιδιά του και ο κύκλος δεν έχει αρχή και τέλος. Τα σπίτια μάς μας διώχνουν και η κατάσταση αυτή είναι μη αναστρέψιμη. Ο λόγος βέβαια πάλι αποδίδεται στην απλότητα, από την οποία ξεκίνησε το σημείωμα αυτό περί Θεού, διότι εκείνοι οι οποίοι κατασκεύασαν αυτά τα εκτρώματα στόχο είχαν το κέρδος και όχι τον άνθρωπο. Είναι η πιο απλή παρατήρηση. Οδηγούμαστε λοιπόν ξανά, πάλι στην έννοια της οικονομίας, αυτή τη φορά της χρηματικής. Ο άνθρωπος έχασε την απλότητα που όφειλε να είχε κατοικώντας πάνω στη γη και επιζητούσε ολοένα κάτι περισσότερο. Χρήματα. Ακριβώς και λόγο αυτής της έλλειψης της απλότητας, φειδούς, σεβασμού, δημιουργούνται ολοένα άνθρωποι οι όποιοι κοιμούνται στους δρόμους γιατί κάποιος άλλος, τους πήρε προφανέστατα το σπίτι μέσα στο οποίο κοιμούνταν.
Πόσο εξίσου απλή σκέψη !
Πόσο εξίσου απλή σκέψη !
Κάτι το οποίο έχει αναγνωριστεί εδώ και μερικά χρόνια, είναι ότι η ελληνική κοινωνία, ο δημόσιος λόγος και κατ’ επέκτασιν η ελληνική αρχιτεκτονική (είναι κομμάτι της κοινωνίας των ανθρώπων) δεν κομίζει τίποτε πια νέο στην Ευρώπη και στον κόσμο. Φοράμε την κουστουμιά μας και βολτάρουμε αμέριμνοι. Ντυθήκαμε «Ευρωπαίοι» ή ό,τι άλλο, δεν έχει πολύ μεγάλη σημασία για μένα, απ’ έξω και από μέσα είμαστε ξεβράκωτοι γιατί απλούστατα κοιτάξαμε, λάθος χρόνος, κοιτάζουμε, εξακολουθούμε δηλαδή, μιμητικά να αναπαραγάγουμε μορφές και τρόπους που μένουν κατά την αναπαραγωγή τους σε μια επιδερμική αντιμετώπιση χωρίς κανένα βάθος, χωρίς να αναζητήσουμε όλα αυτά τα χρόνια το «τι εστί». Και τι ειρωνεία! Η γλώσσα μας για την οποία όλοι υπερηφανευόμαστε πόσο πλούσια είναι αναγνωρίζοντας την ανωτερότητά της σαν απαίδευτος λαός που είμαστε, είναι η ίδια που μας λέει για το κάθε πράγμα το «τι εστί». Απλώς εμείς και σε αυτήν την περίπτωση την παραγνωρίζουμε και επιδερμικά λέμε ότι έχουμε μάθει να λέμε.
Το σημείωμα αυτό δεν έχει στόχο απαραίτητα να απαντήσει σε όλα όσα θέτει. Απλώς τα θέτει. Άλλωστε θα ήταν εντελώς παράλογο εξ αιτίας της ίδιας μου της απειρία, να ισχυρίζομαι πως έχω απαντήσεις. Κάθε άλλο. Στόχο έχει απλώς να αναδειχθεί μέσα από ότι περιγράφεται πιο πάνω, το γεγονός ότι μάλλον κάπου στο δρόμο χάνεται η έννοια της απλότητας και εξ αιτίας μιας υπέρ του δέοντος πολυπλοκότητας χάνουμε τα ουσιώδη. Και μάλιστα κάτι πολύ παραπάνω, ότι όλα αυτά είναι γραμμένα και ειπωμένα στο χρονοντούλαπο της ιστορίας και μάλλον ξεχασμένα. Αρκεί ένα απλό ξεσκόνισμα για να αναδειχτούν. Ο καθένας μάλλον θα απαντήσει μόνος του αν θέλει και αν πιστεύει εν τέλει ότι υπάρχει πράγματι κάποιο ερώτημα προς απάντηση. Το να πεις με απλό τρόπο τη σκέψη σου, δίνοντας ταυτόχρονα σαφήνεια, να την οριοθετείς με μαθηματικό τρόπο, να την προσαρμόζεις, να την επαληθεύεις με διαρκείς αναστοχασμούς, αποτελεί αρετή, η οποία όσα χρόνια και αν περάσουν θα παραμείνει αναλλοίωτη.
εικόνα: Γιώργος Τριανταφύλλου, Αρχέτυπα
Πηγή: