Quantcast
Channel: ΔΉΘΕΝ
Viewing all articles
Browse latest Browse all 9990

Οι νεοναζί σκότωναν και το γερμανικό κράτος σφύριζε αδιάφορα

$
0
0

Οι νεοναζί σκότωναν και το γερμανικό κράτος


σφύριζε αδιάφορα

Στο εδώλιο κάθονται οι δολοφόνοι οκτώ Τούρκων, ενός Ελληνα και μιας Γερμανίδας αστυνομικού, αλλά ηθικοί συναυτουργοί είναι και αστυνομία και μυστικές υπηρεσίες που αγνόησαν τον ρατσιστικό χαρακτήρα των εγκλημάτων και υποτίμησαν τον κίνδυνο του ακροδεξιού εξτρεμισμού.
Της Ελλης Πάνου από την Εφημερίδα των Συντακτών
getFile-112
Δέκα φόνοι, δύο βομβιστικές επιθέσεις σε στέκια μεταναστών με δεκάδες τραυματίες, 15 ένοπλες ληστείες σε τράπεζες. Από τα θύματα, εννέα ήταν μετανάστες: οκτώ Τούρκοι και ένας Ελληνας. Το δέκατο θύμα ήταν μια Γερμανίδα αστυνομικός. Τα εγκλήματα έγιναν την επταετία 2000-2007, σε διάφορες πόλεις της Γερμανίας -Νυρεμβέργη, Μόναχο, Αμβούργο, Ρόστοκ, Ντόρτμουντ, Χάιλμπρον- με την «ανοχή» των διωκτικών αρχών, που επί 11 χρόνια έκαναν το ένα λάθος μετά το άλλο, έχοντας -είτε λόγω ανικανότητας είτε λόγω απροθυμίας- κλείσει τα μάτια στην απειλή του ακροδεξιού εξτρεμισμού.
Παραβλέποντας, λοιπόν, τον ρατσιστικό χαρακτήρα των φόνων, προτίμησαν να πιστέψουν ότι πρόκειται για ξεκαθάρισμα λογαριασμών μεταξύ ομάδων του υποκόσμου και του οργανωμένου εγκλήματος, έστρεψαν προς τα εκεί τις έρευνές τους και στην ουσία έριξαν το φταίξιμο στα ίδια τα θύματα, σπιλώνοντας τη μνήμη τους και εμπλέκοντας τις οικογένειές τους σε μια απίστευτη οδύσσεια.
Μια σύμπτωση έβαλε, τελικά, την αστυνομία στον σωστό δρόμο πριν από περίπου ενάμιση χρόνο. Και χθες -ύστερα από πολλές καθυστερήσεις και περιπέτειες- άρχισε στο Μόναχο η δίκη, με 5 νεοναζί της οργάνωσης «Εθνικοσοσιαλιστική Παρανομία» (NSU) στο εδώλιο και ηθικούς συναυτουργούς, στα μάτια της κοινής γνώμης, κράτος, αστυνομία και υπηρεσίες πληροφοριών.
“Δίκη του αιώνα”
Στη «δίκη του αιώνα», όπως την αποκαλούν τα γερμανικά μέσα ενημέρωσης, που προβλέπεται να διαρκέσει πάνω από 84 ημέρες και την οποία παρακολουθεί στενά και η τουρκική κυβέρνηση από την Αγκυρα, έχουν κληθεί να καταθέσουν 600 μάρτυρες, 4 είναι οι εισαγγελείς, 53 οι δικηγόροι για τους περίπου 80 ενάγοντες, 11 οι δικηγόροι των κατηγορουμένων. Ο φάκελος της υπόθεσης περιλαμβάνει 6.800 αποδεικτικά στοιχεία και αποτελείται από 280.000 σελίδες. Κάθε έγκλημα περιγράφεται με μεγάλη λεπτομέρεια και καταγράφεται με σαφήνεια, μέσα σε 500 σελίδες, το μονοπάτι αίματος που χάραξε η οργάνωση των νεοναζί, με στόχο οικονομικούς μετανάστες βιοπαλαιστές.
Μεταξύ αυτών ήταν ένας ανθοπώλης, ένας μπακάλης, ένας ράφτης κι ένας Ελληνας κλειδαράς, ο Θεόδωρος Βουλγαρίδης.
Η εξιχνίαση όλων αυτών των εγκλημάτων έγινε τυχαία, τον Νοέμβριο του 2011, όταν δύο από τα μέλη της «Εθνικοσοσιαλιστικής Παρανομίας» -οι Ούβε Μούντλος και Ούβε Μπένχαρτ- αυτοκτόνησαν επειδή περικυκλώθηκαν από την αστυνομία ύστερα από ληστεία τράπεζας – μία από τις 15 που είχαν διαπράξει για να χρηματοδοτούν τη δράση τους όλα αυτά τα χρόνια κάτω από τη μύτη των αρχών.
Εν ζωή παρέμεινε το τρίτο μέλος της συμμορίας αυτής των νεοναζί, η «πρωταγωνίστρια» της δίκης, η 38χρονη Μπεάτε Τσέπε. Παραδόθηκε μόνης της στις αρχές, αφού όμως διέπραξε άλλο ένα έγκλημα: όταν έμαθε για την αυτοκτονία των συντρόφων της, έβαλε φωτιά στο διαμέρισμα όπου ζούσε μαζί τους επί τρία χρόνια και όπου βρέθηκε το όπλο όλων των δολοφονιών. Η Μπεάτε φρόντισε να σώσει τις δυο γάτες της, αλλά όχι και μια ηλικιωμένη γυναίκα που παγιδεύτηκε όταν οι φλόγες επεκτάθηκαν σε διπλανά διαμερίσματα.
Πριν φτάσει στο κατώφλι του αστυνομικού τμήματος, η Μπεάτε έστειλε και ένα DVD σε εφημερίδες και μουσουλμανικές ενώσεις, με το οποίο η οργάνωσή της αναλάμβανε την ευθύνη για όλους τους φόνους και για μια επίθεση με 22 τραυματίες, το 2004, με βόμβα που περιείχε καρφιά, σε γειτονιά της Κολονίας, όπου ζουν πολλοί Τούρκοι.
Το φιλμ ήταν αποκαλυπτικό της αναλγησίας που χαρακτήριζε τα μέλη της NSU: ανάμεσα σε κλιπάκια από κινούμενα σχέδια με τον Ροζ Πάνθηρα, οι τρεις νεοναζί είχαν μοντάρει φωτογραφίες των θυμάτων τους, νεκρών μέσα στα αίματα.
Η Μπεάτε μέχρι σήμερα έχει αρνηθεί να δώσει κατάθεση στην αστυνομία. Μαζί της στο εδώλιο κάθονται δύο άτομα που κατηγορούνται για συνέργεια και άλλα δύο για υποστήριξη τρομοκρατικής συμμορίας, όλοι μέλη της NSU. Ωστόσο με την οργάνωση να αριθμεί 129 οπαδούς, τα ερωτήματα για τις αρχές παραμένουν. Γιατί είναι μόνο 4 οι κατηγορούμενοι; Οι έρευνες συνεχίζονται, απαντά η αστυνομία.
Μέσα σε αυτή την ατμόσφαιρα έντασης,η δίκη διακόπηκε και θα επαναληφθεί στις 14 Μαίου, μετά από ένσταση των δικηγόρων της Τσέπε που αμφισβητούν την αμεροληψία του προέδρου του δικαστηρίου. Η διαδικασία ωστόσο, αναμένεται να εκθέσει στην κοινή γνώμη τις αδυναμίες και τις παραβλέψεις των αρμόδιων θεσμών, για τις οποίες το γερμανικό Κοινοβούλιο έχει ξεκινήσει έρευνα από πέρσι. Οπως, τον περιφερειακό κατακερματισμό, ανά κρατίδιο, της αστυνομίας και τα επικοινωνιακά εμπόδια της γραφειοκρατίας, που είχαν τραγικές επιπτώσεις: αγνοήθηκαν, για παράδειγμα, και δεν διαβιβάστηκαν σε αρμόδιες υπηρεσίες ζωτικές πληροφορίες και χάθηκαν έτσι πολλές ευκαιρίες συλλήψεις των τριών δραστών, οι οποίοι φαίνεται ότι ένιωθαν αρκετά ασφαλείς ώστε να πηγαίνουν τακτικά διακοπές στις γραφικές παραλίες της Βαλτικής. Σκληρό πλήγμα στο κύρος τους δέχτηκαν οι εσωτερικές μυστικές υπηρεσίες -το λεγόμενο Ομοσπονδιακό Γραφείο Προστασίας του Συντάγματος- που κατηγορήθηκαν για ανικανότητα, παρά το γεγονός ότι διέθεταν ένα σκοτεινό δίκτυο πληροφοριοδοτών στους κόλπους της εξτρεμιστικής ακροδεξιάς. Η απόφασή τους δε να καταστρέψουν τους φακέλους για την NSU, λίγο μετά την αποκάλυψη της οργάνωσης το 2011, οδήγησε τελικά στην παραίτηση του διοικητή τους, Χάινς Φρομ, και στην απόλυση αρκετών στελεχών.
Η κυβέρνηση υποσχέθηκε να δημιουργήσει ένα κεντρικό αρχείο για τους νεοναζί και ανακοίνωσε την ίδρυση ενός νέου κέντρου κατά του εξτρεμισμού, το οποίο βέβαια δεν θα ασχολείται μόνο με την ακροδεξιά αλλά και με την άκρα αριστερά και την ξένη τρομοκρατία.
Ωστόσο οι καλές προθέσεις αλλά και η συγγνώμη που ζήτησαν πέρσι δημόσια ο Γερμανός πρόεδρος, η Ανγκελα Μέρκελ και σύσσωμη η πολιτική ηγεσία της χώρας από τους συγγενείς των θυμάτων, φαίνεται ότι ελάχιστα έχουν βελτιώσει την πραγματικότητα για τους μετανάστες. Σύμφωνα με τις αντιρατσιστικές οργανώσεις, η συμπεριφορά της αστυνομίας, ως επί το πλείστον, δεν έχει αλλάξει, όπως και οι ξυλοδαρμοί, ο εκφοβισμός και η κακοποίηση μεταναστών. «Πρόσφατα συνόδευα έναν νεαρό μαύρο άνδρα στο δικαστήριο του Βερολίνου», αφηγήθηκε ο ακτιβιστής της οργάνωσης Reach Out, Μπίπλαμπ Μπάσου στο «Spiegel». «Ενας ηλικιωμένος άρχισε να τον βρίζει και μετά του επετέθη με μια σιδηρόβεργα. Οι περαστικοί φώναξαν την αστυνομία, και όταν έφτασαν οι αστυνομικοί το πρώτο πράγμα που έκαναν ήταν να σπρώξουν το θύμα της επίθεσης στον τοίχο και να του περάσουν χειροπέδες. Οταν αυτός διαμαρτυρήθηκε, του φώναξαν να το βουλώσει».
Για την Ανέτα Καχάνε, επικεφαλής του Ιδρύματος Amadeou Antonio κατά του ακροδεξιού εξτρεμισμού, η Γερμανία χρειάζεται πολύ πιο βαθιές και θεμελιώδεις μεταρρυθμίσεις για να καταπολεμήσει τον ρατσισμό στους θεσμούς της. «Τίποτε δεν γίνεται και η δίκη δεν θα αλλάξει τις αντιλήψεις. Δεν συζητούμε για τον ρατσισμό στη Γερμανία», λέει η Ανέτα. «Γι’ αυτό και στην πραγματικότητα δεν βλέπουμε τους νεοναζί ανάμεσα μας. Εάν ανάμεσα στα θύματα ήταν Γερμανοί γέννημα-θρέμμα, τα πράγματα θα ήταν διαφορετικά. Αλλά το NSU σκόπιμα στοχεύει ανθρώπους τους οποίους η κοινωνία στο σύνολό της θεωρεί περιττούς».
ΜΠΕΑΤΕ ΤΣΕΠΕ Η “Νύφη των ναζί”
Η οικογένεια της Μπεάτε έχει πεθάνει. Αυτό τουλάχιστον ισχυρίστηκε η ίδια όταν παραδόθηκε στους αστυνομικούς τον Νοέμβριο του 2011. Οικογένειά της ήταν οι Ούβε Μούντλος και Ούβε Μπένχαρτ, όπως είπε. Οι δύο νεαροί που γνώρισε σε ένα κλαμπ νέων στην Ιένα (Jena) της Ανατολικής Γερμανίας, όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε. Είχε ερωτικές σχέσεις και με τους δύο και τελικά αγκάλιασε το έγκλημα, καταφεύγοντας στην παρανομία το 1998. Ενιωθε πιο κοντά με τους δύο συντρόφους της απ’ ό,τι με τη γιαγιά της που τη μεγάλωσε, γράφει το «Spiegel». Η σχέση της μαζί τους ήταν πιο δυνατή από τη σχέση της με τους γονείς της, με τον πατέρα που δεν γνώρισε ποτέ και με τη μητέρα που στεκόταν όλα της τα χρόνια μακριά της. Επί 14 χρόνια έζησε με δύο άντρες και μαζί τους σκότωσε 10 ανθρώπους, έβαλε βόμβες και λήστεψε τράπεζες – κι αυτά τα χρόνια φαίνεται ήταν τα πιο γεμάτα στη ζωή της.
Γεννήθηκε στην Ιένα της Ανατολικής Γερμανίας τον Ιανουάριο του 1975. Η μητέρα της έμεινε έγκυος από έναν συμφοιτητή της, ενώ σπούδαζε οδοντίατρος στη Ρουμανία. Αυτός αρνήθηκε να αναγνωρίσει το παιδί. Η μητέρα παρέδωσε το μωρό στη γιαγιά, συνέχισε τις σπουδές της, παντρεύτηκε δυο φορές και πήρε δύο διαζύγια. Ολο αυτό το διάστημα η Μπεάτε μεγάλωνε στα χέρια της γιαγιάς. Ηταν 5 χρονώ όταν άρχισε να μένει με τη μητέρα της στην Ιένα, όπου γνώρισε τον Ούβε Μούντλος, γιο καθηγητή κολεγίου. Εγιναν ζευγάρι, στα 18 της χρόνια, το 1993, αρραβωνιάστηκαν και εισχώρησαν στους κύκλους της τοπικής ακροδεξιάς. Τελικά τον «χώρισε» για τον κατά δύο χρόνια νεότερό της Ούβε Μπένχαρτ, γιο ενός μηχανικού και μιας δασκάλας. Οπως και να ‘χει, οι τρεις έμειναν μαζί μέχρι το τέλος, ήταν από τα ιδρυτικά μέλη μιας ομάδας με την ονομασία «Ιένα Συντροφικότητα» και μετείχαν στις τακτικές συναντήσεις και τις διαδηλώσεις του ακροδεξιού Εθνικού Κόμματος της Γερμανίας (NPD), μοίραζαν φυλλάδιά του και προμηθεύτηκαν από δύο μέλη του το πιστόλι που χρησιμοποίησαν σε όλους τους φόνους.
Σιγά σιγά, το δίκτυο της άκρας δεξιάς έγινε η οικογένεια για την Μπεάτε και «σχολείο» για τη νέα της ζωή. Μετά τον Ιανουάριο του 1998, που η αστυνομία έκανε επιδρομή σε ένα γκαράζ-γιάφκα που νοίκιαζε το τρίο και βρήκε αυτοσχέδιους μηχανισμούς και 1,39 κιλά εκρηκτικά ΤΝΤ, η Μπεάτε και οι φίλοι της πέρασαν στην παρανομία. Με «σύμμαχο» και την αδιαφορία της αστυνομίας, άλλαξε με ευκολία 10 φορές ταυτότητα, αφήνοντας τις καλύτερες εντυπώσεις σε όσους τη γνώριζαν: ήταν φιλική, χαμογελαστή, διασκεδαστική, πρόθυμη, εξωστρεφής. Τώρα, οι εισαγγελείς θα πρέπει να αποδείξουν και το άλλο, το σκοτεινό πρόσωπό της.
Η Μπεάτε μπήκε χθες στο δικαστήριο χωρίς χειροπέδες, κοιτάζοντας προκλητικά γύρω της και σε όλη τη διαδικασία είχε γυρίσει την πλάτη της σε δημοσιογράφους και φωτογράφους. Εξω από το δικαστήριο, σε κλοιό 500 αστυνομικών, εκατοντάδες διαδηλωτές ζητούσαν δικαιοσύνη, κρατώντας τις φωτογραφίες των 10 θυμάτων και πανό που έγραφαν: «Γιατί οι αρχές εθελοτυφλούσαν;»
Ο “διπλός θάνατος” των μεταναστών θυμάτων
Ο Εμβέρ, ο Αμπντουραχίμ, ο Σουλεϊμάν, ο Χαμπίλ, ο Ισμαήλ, ο Μεχμέτ, ο Κουμπασίκ, ο Χαλίτ, η Μισέλ και ο Θεόδωρος.
Ο 41χρονος Θεόδωρος Βουλγαρίδης. Ο Ελληνας μετανάστης εκτελέστηκε με τρεις σφαίρες στο κεφάλι, στις 15 Ιουνίου του 1975, στο μαγαζί του στο Μόναχο, μάλλον επειδή «έμοιαζε με Τούρκο και είχε Τούρκους φίλους» έγραψαν εκείνη την περίοδο οι τουρκικές εφημερίδες. Ηταν το έβδομο θύμα της NSU.
Την επόμενη ημέρα της δολοφονίας, ξεκίνησε ένας απίστευτος εφιάλτης για όλη την οικογένεια: τη χήρα του, Υβόνη, τις δύο κόρες του, τον μεγαλύτερο αδελφό του και τη σύζυγό του, μακρινούς συγγενείς, στενούς φίλους. Η αστυνομία τούς ανέκρινε επί μήνες, χωρίς έλεος.
Τους ρωτούσαν -έγραψε η «Deutsche Welle»- για το θύμα και τους φίλους του, εάν είχε επαφές με εμπόρους ναρκωτικών, με εγκληματίες του Διαδικτύου και διακινητές όπλων.
Ρώτησαν τις κόρες του εάν ο πατέρας τους -το θύμα- τις κακοποιούσε σεξουαλικά. Ρώτησαν τη γυναίκα του εάν τον πυροβόλησε αυτή ή έβαλε πληρωμένους δολοφόνους να τον σκοτώσουν. Εκατοντάδες μάρτυρες έδωσαν καταθέσεις, αλλά κανείς δεν ρωτήθηκε εάν πιστεύει στην εκδοχή ενός εγκλήματος με ρατσιστικά κίνητρα.
«Δεν τους πέρασε καν από το μυαλό να σχετίσουν τους φόνους, να αναζητήσουν αλλού τους δράστες, παρότι τους το τόνισα πολλές φορές», λέει ο αδερφός του Θεόδωρου, Γαβριήλ. Ετσι, το θύμα έγινε «ύποπτος εγκληματίας» και η οικογένειά του, βουτηγμένη στο πένθος, πάλευε να αποτινάξει και τις κακόβουλες φήμες και τις συκοφαντίες.
Φίλοι και γνωστοί άρχισαν να κλείνουν τις πόρτες τους στους συγγενείς, που απομονωμένοι πλέον επέστρεψαν στην Ελλάδα, όπου η ζωή τελικά αποδείχτηκε πιο δύσκολη απ’ ό,τι στο Μόναχο. Ο Γαβριήλ πούλησε ό,τι είχε και δεν είχε για να ζήσει την οικογένειά του και δυόμισι χρόνια αργότερα πείστηκε από τον ιερέα της ελληνορθόδοξης κοινότητας του Μονάχου να επιστρέψει στη Γερμανία, όπου ως ηθική αποζημίωση ο δήμος προσέφερε εργασία και σ’ αυτόν και στη σύζυγό του.
Η δικηγόρος τους λέει ότι οι πελάτες της δεν ζητούν εκδίκηση, αλλά θέλουν να μάθουν το «γιατί». Γιατί έπρεπε να πεθάνει ο Θεόδωρος; Γιατί οι αρχές δεν σταμάτησαν αυτή τη δολοφονική μανία των δραστών νωρίτερα; Γιατί δεν είδαν τον ρατσισμό πίσω από τις δολοφονίες από τον Σεπτέμβριο του 2000, όταν βρέθηκε σε προάστιο της Νυρεμβέργης ο Τούρκος Εμβέρ Σιμσέκ -το πρώτο θύμα- θανάσιμα τραυματισμένος με οκτώ σφαίρες; Ο Εμβέρ, που διατηρούσε ένα υπαίθριο περίπτερο με λουλούδια, είχε δεχθεί τα πυρά από κοντινή απόσταση μέσα στο φορτηγάκι που μετέφερε λουλούδια στους πελάτες του.
Οι δράστες συνέχισαν να τον πυροβολούν, ακόμα κι όταν έπεσε αιμόφυρτος. Πέθανε δυο μέρες αργότερα στο νοσοκομείο και τότε άρχισε ο Γολγοθάς της οικογένειάς του.
Το ίδιο βράδυ, οι αστυνομικοί ανέκριναν επί ώρες τη σύζυγο του Εμβέρ, Αντίλε. Οι ανακρίσεις συνεχίστηκαν επί μήνες στο τμήμα, πολλές φορές διαρκούσαν ολόκληρα 24ωρα. Παρακολουθούσαν τα τηλέφωνα της οικογένειας, επισκέπτονταν την Αντίλε σπίτι της, κάθονταν στον καναπέ της, έπιναν το τσάι της και τη ρωτούσαν εάν έκανε συχνά σεξ με τον μακαρίτη σύζυγό της, εάν υποψιαζόταν ότι είχε ερωμένη και τη βασάνιζαν με τις υποψίες τους: ο Εμβέρ είχε μια κρυφή πλευρά -της έλεγαν-, έπινε, είχε εθιστεί στον τζόγο, είχε σχέσεις με τη Μαφία και τους εμπόρους ναρκωτικών, έφερνε από την Ολλανδία ηρωίνη.
Οπως και στην περίπτωση του Βουλγαρίδη, πέντε χρόνια αργότερα, οι αρχές έριξαν βαριά σκιά στη μνήμη του Εμβέρ, σπέρνοντας αμφιβολίες στο περιβάλλον του για το ποιόν του, διαλύοντας την οικογένεια. Μερικούς μήνες αργότερα έγινε ο δεύτερος φόνος και μετά ο τρίτος, ο τέταρτος… Και κάθε φορά οι αστυνομικές αρχές ακολουθούσαν την ίδια τακτική, βασανίζοντας τους συγγενείς και αμαυρώνοντας τη μνήμη των ίδιων των θυμάτων. Ακόμα και το «Spiegel» εκείνη την περίοδο έγραψε ότι πιθανότατα οι δράστες προστατεύονταν «από τον σχεδόν αδιαπέραστο παράλληλο κόσμο των Τούρκων».
«Νιώθαμε ότι ήμασταν μόνοι μας και ευάλωτοι» λέει η κόρη του Εμβέρ, Σεμίγια. «Κι όχι μόνον εμείς, αλλά όλοι οι Τούρκοι μετανάστες. Γιατί οι σκοτωμοί συνεχίζονταν». Οταν τον Νοέμβριο του 2011 λύθηκε το μυστήριο, η οργή ξέσπασε. «Οι γερμανικές αρχές σκότωσαν τον πατέρα μου μια δεύτερη φορά. Επί 11 χρόνια δεν μας επέτρεψαν καν να νιώσουμε ότι είμαστε θύματα και με καθαρή τη συνείδησή μας, να θρηνήσουμε τον πατέρα μας και να του πούμε αντίο εν ειρήνη» λέει η Σεμίγια, που περιμένει τώρα στη δίκη να ακούσει απαντήσεις: Γιατί οι νεοναζί επέλεξαν τον πατέρα της; Τι γνώριζαν για την οικογένειά της; Πώς μπόρεσαν να διαφεύγουν τόσα χρόνια; Συγκάλυπταν οι αρχές όλα αυτά τα χρόνια την υπόθεση;
http://eagainst.com/articles/nazigermanikokratos/

Viewing all articles
Browse latest Browse all 9990

Trending Articles