Ο πιο άγριος πόλεμος είναι ο πόλεμος των ιδεών. Κι όταν εκφράζεις ιδέες θα πρέπει να περιμένεις τον πόλεμο. Οι ιδέες της επίσημης διανόησης του άστεως είναι οι ιδέες του κατεστημένου. Απλώς, οι διανοούμενοι γίνονται φορείς αυτών των ιδεών. Ξεπέφτουμε συχνά στο συναισθηματισμό και χάνουμε την αλήθεια. Ανακαλύπτουμε ξαφνικά πως η Κικίτσα είναι ρατσίστρια και σάπια. Πως, ω! ναι, γράφει καλή ποίηση αλλά λέει μπούρδες στις συνεντεύξεις. Ανακαλύπτουμε-πέφτοντας απ’ τα σύννεφα- πως ένα ολόκληρο σκυλολόι σοφών του δημόσιου βίου, την υπερασπίζεται με βασική θέση αιχμής, το κόμπλεξ της αριστεράς εν Ελλάδι να κάνει κριτική στους νεωτερικούς μαγείρους, που μπορούν να γλείψουν κατουρημένες ποδιές ή να φάνε ξερασμένο σκατό για να γίνουν ακαδημαϊκοί ή να τυπώσουν βιβλίο στον Ίκαρο. Για να τους δείξει το μέγκα ή να τους πάρει συνέντευξη η Στάη. Για να ανθολογηθούν στα σχολικά βιβλία και να μπολιάσουν με το μεταφυσικό τους οίστρο τους λωτοφάγους της γνώσης.
Υπάρχει ένας μηχανισμός που συγκαλύπτει ρομαντικά τα γεγονότα. Σκεφτείτε τους κατοίκους της Κυψέλης που μαζεύτηκαν οι άμοιροι για να κλάψουν τη νεκρή γειτονιά τους. Για ν’ αναπολήσουν περασμένα μεγαλεία και να καταλήξουν εκεί που καταλήγει το χάος. Στους ξένους. Στους μαύρους. Στους πακιστανούς. Που μπορεί να σκοτώνουν και κανέναν μέσα μέσα και να φοβόμαστε να καθίσουμε μαζί τους στα παγκάκια αλλά έχουν κι έναν μόδιστρο μούρλια στη Φαέθοντος. Σκεφτείτε την κούραση των πνευματικών ανθρώπων απ’ τις εξαντλητικές συνεντεύξεις και τις εκδηλώσεις. Την τραγωδία τους να συνυπάρχουν με μαύρους και Αλβανούς. Να βλέπουν τα παλαιά νεοκλασικά όπου εσυνουσιάζοντο οι ένδοξοι καθαρόαιμοι Αθηναίοι πρόγονοί τους να γίνονται βορά καταληψιών, νιγηριανών, πακιστανών και άλλων αναξιοπαθούντων υπάρξεων που παλιότερα υπήρχαν μόνο στα ντοκιμαντέρ και στις καρτ ποστάλ.
Οι διανοούμενοι αυτοί έχουν μαντρωθεί μέσα στον ιδεολογικό περίγυρο αυτού του τόπου, έχουν χάσει τη ματιά και το περίγραμμα της ανθρώπινης ύπαρξης. Κάθε διαφορετικός άνθρωπος τους φαίνεται παράξενος. Κάθε άνθρωπος που αναζητά την ελευθερία του τους φαίνεται ύποπτος και κάθε ανυπάκουη φωνή εναντίον του καταστημένου βαφτίζεται αντιπατριωτική πράξη.
Οι φίρμες εμφανίζονται πλέον ομαδηδόν και κάνουν παρεμβάσεις ως πνευματικοί άνθρωποι κουνώντας το δάχτυλο σε όσους δεν δέχονται τον εξευτελισμό και τον αφανισμό τους. Σε όσους πιστεύουν πως το σύστημα δε διορθώνεται αλλά γκρεμίζεται γιατί είναι σάπιο. Γιατί παράγει πλέον με γεωμετρική πρόοδο ανεργία, εκμετάλλευση, συσσίτια, κακομοιριά. Κουνώντας το δάχτυλο στην τάξη που πατικώνεται απ’ την υπερσυσσώρευση του πλούτου που παράγει αλλά δε μπορεί να χαρεί.
Μπερδεύουμε συχνά τον εκφασισμό της ελληνικής κοινωνίας με τη Χρυσή Αυγή. Δύσκολα μπορεί να κατανοήσει κάποιος πως η Χρυσή Αυγή είναι η στρατιωτική έκφραση των απόψεων του Στουρνάρα και των 32 πνευματικών. Πως ο νεοναζισμός είναι καλά κρυμμένος μέσα στους ιδεολογικούς μηχανισμούς του Κράτους και πως κάθε επιβολή απ’ τα πάνω έχει άκρως φασιστικά χαρακτηριστικά.
Το παρακράτος που στον καιρό της καπιταλιστικής ευδαιμονίας ήταν αθέατο τώρα πρέπει να δείξει τα δόντια του. Να εκφραστεί και κοινωνικά, είτε απ’ τους ηλίθιους αυτού του τόπου που γλίστρησαν εύκολα απ’ τις φασιστικές συγκεντρώσεις των δυο μεγάλων κομμάτων της δεκαετίας του ογδόντα, είτε απ’ τους καπάτσους πατριδέμπορους που περιμένουν να αυγατίσουν τα γρόσια.
Κάθε δήλωση μισαλλοδοξίας απ’ τους ανθρώπους-υποτίθεται- των γραμμάτων καταγράφεται στο συλλογικό ασυνείδητο με διαφορετικό τρόπο. Αφού ο δημόσιος λόγος λειτουργεί ως σχολείο.
Ο οποιοσδήποτε έχει το δικαίωμα να έχει απόψεις και μάλιστα ρατσιστικές. Αλλά έχει και την υποχρέωση να κατανοεί πως μπορεί αυτές οι δηλώσεις όταν βγαίνουν απ’ το κεφάλι του είτε γραπτώς είτε προφορικώς να προκαλέσουν τυφλή βία. Και η τυφλή βία να φέρει την καταστολή. Και πάει λέγοντας.
Πράγματι η φιλελεύθερη δεξιά σκέψη θέλει τους ξένους. Φυσικά τους καλούς. Και φυσικά τους θέλει είτε σε στρατόπεδα συγκέντρωσης είτε σε διαφορετικά παγκάκια. Είτε φτηνούς εποχιακούς στη Μανωλάδα, είτε οικιακούς δούλους στα υποστατικά τους. Αυτή τη φιλελεύθερη σκέψη έρχεται να ενισχύσει με πανηγυρικό τρόπο η Κικίτσα. Τη σκέψη που λέει, εγώ δεν έχω πρόβλημα με τους ξένους αλλά γιατί κουβαληθήκαν εδώ; και μου χάλασαν τη θέα και τα ποιήματα που έγραφα για τις σκόνες, τους πληθυντικούς αριθμούς και το λίγο του κόσμου. Γιατί μου χάλασαν τη ραστώνη της πνευματικής μου μιζέριας κι έσπειραν μέσα μου το φόβο, αφού στα μάτια του καθενός βλέπω κι έναν άγνωστο που επιβουλεύεται το χώρο μου.
Στο Γιοχάνεσμπουργκ υπάρχουν παγκάκια που γράφουν Europeansonly. Αν καθίσουμε να κλώσουμε τέτοιες απόψεις θα δούμε και στη γειτονιά μας τέτοια παγκάκια. Κι αυτό δεν είναι μια υπόθεση φανταστική αλλά μια πραγματικότητα που ήδη υπάρχει. Οι άνθρωποι μοιρασμένοι σε ενορίες και παγκάκια. Έλληνες και Ξένοι. Οι άνθρωποι μοιρασμένοι σε φτωχούς Έλληνες και σε φτωχούς ξένους. Σε άνεργους Έλληνες εργάτες και σε άνεργους ξένους εργάτες. Συσσίτια και αίμα για Έλληνες. Εμβόλια για ελληνόπουλα και λοιπά.
Η μπουρζουαζία είναι καταδικασμένη να καταστραφεί απ’ τις εσωτερικές της αντιφάσεις που με την ανάπτυξή της αποβαίνουν φονικές. Το ερώτημα είναι αν θα καταστραφεί από μόνη της ή αν θα καταστραφεί απ’ το προλεταριάτο. Αυτό το προλεταριάτο που δεν έχει Έλληνες και ξένους αλλά ανθρώπους και μόνο ανθρώπους που θέλουν να ζήσουν και τίποτε άλλο. Κι ας ψάξουμε κάποτε σ’ αυτή τη χώρα την αληθινή ποίηση κι όχι τις μούφες των εργαστηρίων των εκδοτών και των ιδρυμάτων.
Ιδού:
Νεοελληνική ιστορία
του Γιάννη Υφαντή
Είκοσι χρόνια δούλεψα καπνά∙ είκοσι χρόνια φυντάνια, βοτανίσματα, ποτίσματα, όργωμα, ξαναόργωμα και σβάρνισμα και φύτεμα και σκάλισμα και πότισμα και μάζεμα κι αρμάθιασμα και διάλεγμα και λιάσιμο και κόψιμο και τέλος δεμάτιασμα για να ‘ρθει ο έμπορας και να βαθμολογήσει 66 τοις εκατό στο κράτος 27 τοις εκατό στην τσέπη του κι 7 τοις εκατό σ’ εμάς και μες σ’ αυτά τα εφτά τοις εκατό, να ‘ναι λιπάσματα, ποτίσματα, οργωτικά, εργατικά δικός μας μόχτος, χρέη, κ’ η ζωή που θέλει τη ζωή και τίποτε δεν την παρηγορεί έξω απ’ αυτή.
Αν είναι που οι μισοί ξενιτευτήκαμε αν είναι που δεν έχουμε μια σιγουριά και δεν χορταίνουμε ξεκούραση και ύπνο και φαΐ δεν είναι που δεν εργαστήκαμε δεν είναι που δεν κάναμε οικονομίες δεν είναι που δεν ήμασταν οι τυχεροί∙ είναι που μας ληστεύανε και μας ληστεύουν:
Όχι οι Πέρσες μήτε οι Ενετοί μήτε οι Τούρκοι μήτε οι Γερμανοί μα οι δικοί μας γενίτσαροι του πλούτου και της μόρφωσης πολιτικοί κι ακαδημαϊκοί και Εκκλησία και βιομήχανοι. Είναι που μας ληστεύανε και μας ληστεύουν.