Βγαίνοντας την ημέρα της δίκης του Κασιδιάρη από τον Άρειο Πάγο στον καθαρό αέρα, παραδόθηκα αυθόρμητα στην απαισία, όπως θα έλεγε ο Εγγονόπουλος, τη δυσοίωνη σκέψη πως οι οπαδοί της Χρυσής Αυγής που τις τελευταίες ώρες παρατάσσονταν με έναν σχεδόν υπερβατικό τρόπο δύσμορφοι έξω από την αίθουσα του δικαστηρίου, κοιτώντας απειλητικά και ειρωνικά όσους δεν ανήκαν στις τάξεις τους, εκβιάζοντας απροκάλυπτα τη δικαστική απόφαση, ανήκαν εγγενώς στο μαρμάρινο, κυκλώπειο, εκτός κλίμακας κτίριο του Αρείου Πάγου, με τον ίδιο τρόπο που τα σκουλήκια ανήκουν στο κρέας που σαπίζει. Γιατί οι όγκοι αυτοί, τα υλικά, η επιβλητική τομή στον αστικό ιστό, αναπόσπαστα στοιχεία της επίσημης, συναινετικής, θριαμβευτικής αισθητικής που κυριάρχησε στην πόλη και σηματοδότησε τη μετάβαση προς τους Ολυμπιακούς Αγώνες, έχουν σαφή μορφολογική, αν όχι ηθική, συνάφεια με το φασισμό. Και όχι μόνο το κέλυφος του Αρείου Πάγου, αλλά και της παρακείμενης Γενικής Αστυνομικής Διεύθυνσης, και του κτιριακού συγκροτήματος, εργολαβίας Μπάμπη Βωβού, στη γωνία της Αλεξάνδρας με την Κηφισίας, εκεί που παλιά βρισκόταν το κτήμα του Θων, και ολόκληρου του πλέγματος των σταθμών του Μετρό. Θα συμφωνήσω με τον Ηλία Κανέλλη πως ο ναζιστικός χαιρετισμός του ποδοσφαιριστή Κατίδη δεν είναι ανεξάρτητος από τον εθνικιστικό οίστρο που, εκτός από τα συλλαλητήρια για τη Μακεδονία, τη συμπαράσταση στους Σέρβους, το θρήνο για τον Οτσαλάν, τη σύντομη δυσώδη αναλαμπή του Χριστόδουλου, συνόδεψε, τροφοδότησε τα σπασμωδικά αθλητικά επιτεύγματα μιας δεκαετίας· μόνον που εξίσου συνδέεται και με την άλλη πλευρά της εκσυγχρονιστικής πόλωσης εκείνης που φαίνεται πια σχεδόν αστεία: το κτίριο του Αρείου Πάγου, χτισμένου στην εποχή του Πασόκ, στην πραγματικότητα συμπυκνώνει, επιβεβαιώνει στο ανώτερο θεσμικό επίπεδο ό,τι καθιστά δυνατή, από αισθητική και ιδεολογική άποψη, την ελληνική εκδοχή του νεοναζισμού. Την υποτιθέμενη άχρονη δύναμη και στιβαρότητα των ελληνικών μορφών, το αδιαμφισβήτητο πανοπτικόν του πεντελικού μαρμάρου. Η Χρυσή Αυγή δεν εκβίασε τη δικαστική απόφαση επειδή εγκατέστησε τον μυώδη της στρατό στην αίθουσα· είχε ήδη το κτίριο με το μέρος της.
Από την άποψη αυτή, αν μετατοπίσουμε λίγο το σημείο θέασης, η ναζιστική ρητορική της Χρυσής Αυγής δεν είναι ο μεγαλύτερος κίνδυνος που ελλοχεύει στην πολιτική νομιμοποίηση της συμμορίας της. Η διάδοσή της αποδεικνύει πως δυνάμεις που λάνθαναν στην ελληνική δημόσια ζωή, δυνάμεις που μια επιχειρηματολογία της αριστεράς επέμενε πως είχαν απενεργοποιηθεί οριστικά, ήταν στην πραγματικότητα ζωντανές, με τον τρόπο που βρίσκονται ορισμένοι μύκητες σε νάρκη για δεκαετίες. Η Χρυσή Αυγή είναι η γκροτέσκα εμπροσθοφυλακή μιας συγκεκριμένης, αυταρχικής, συμμορφωτικής, ετεροκανονικής νομιμοφροσύνης που, μολονότι κατά περιόδους σιωπηλή, δεν απουσίασε ποτέ από την ελληνική πολιτική. Και τώρα επιχειρεί να ξαναβρεί σε επίπεδο ξεκάθαρων δηλώσεων τη νομιμοποίηση που είχε στερηθεί, μετά τουλάχιστον από τη χούντα. Και με έναν τρόπο ευελπιστεί πως θα κατακτήσει την κεντρική θέση που είχε τις ταραγμένες εκείνες εποχές. Η καταδίκη εξίσου της ακροδεξιάς και της ακροαριστερής βίας δεν επιτυγχάνει την απαξίωση του αριστερού ακτιβισμού· επιβεβαιώνει την ακροδεξιά βία ως ισότιμο πολιτικό παράγοντα.
Ζούμε ωστόσο σε μια συντακτική εποχή. Διαμορφώνονται συνέχεια νέες συμμαχίες, καινούργιες συγκλίσεις και κοινωνικές μετατοπίσεις που μόνον από αμηχανία προσδιορίζονται ή ετεροκαθορίζονται στον άξονα της αριστεράς και της δεξιάς. «Είναι ανάγκη να παίξουμε πάλι την τυφλόμυγα· σαν νευρόσπαστα να σκουντουφλάμε και να τρικλίζουμε για τ’ άπιαστα σχήματα», όπως κατέληγε στο διήγημά τουΤυφλόμυγα ο Αλκιβιάδης Γιαννόπουλος. Οι πολιτικές κρίσεις και αποφάνσεις, όπως τις ξέραμε έως τώρα, οι στρατεύσεις και οι αντιπαραθέσεις απαιτούσαν ένα περίσσευμα ενέργειας, ένα καταραμένο απόθεμα, σύμφωνα με το λόγο του Μπατάιγ, το οποίο καλούμασταν να δαπανήσουμε για την κοινωνική, πολιτική, ψυχική μας ισορροπία. Πλέον το απόθεμα αυτό έχει εξαντληθεί. Είμαστε γυμνοί και απόλυτα στερημένοι. Η κάθε μας μικρή απόφαση, ο κάθε λόγος που διατυπώνουμε είναι μια κίνηση στο σκοτάδι. Δεν έχουμε την πολυτέλεια της δαπάνης. Κινούμαστε εξουθενωμένοι. Το χειρότερο όμως είναι αυτό: οι δυσοίωνοι στρατιώτες τώρα ξεκινούν.