τέχνη |
Ἔζησα τά πάθη σά μιὰ φωτιά, τάδα ὕστερα νά μαραίνονται
καί νά σβήνουν,
καί μ’ ὅλο πού ξέφευγα ἀπόνα κίνδυνο, ἔκλαψα
γι’ αὐτό τό τέλος πού ὑπάρχει σέ ὅλα.
Δόθηκα στά πιό μεγάλα ἰδανικά, μετά τ’ ἀπαρνήθηκα,
καί τούς ξαναδόθηκα ἀκόμα πιό ἀσυγκράτητα.
Ἔνοιωσα ντροπή μπροστά στούς καλοντυμένους,
καί θανάσιμη ἐνοχή γιά ὅλους τοὺς ταπεινωμένους καί τοὺς φτωχούς,
εἶδα τή νεότητα νά φεύγει, νά σαπίζουν τά δόντια,
θέλησα νά σκοτωθῶ, ἀπό δειλία ἤ ματαιοδοξία,
συχώρεσα ἐκείνους πού μέ συντρίψαν,
ἔγλυψα ἐκεῖ πού ἔφτυσα,
ἔζησα τήν ἀπάνθρωπη στιγμή, ὅταν ἀνακαλύπτεις, πλέον ἀργά,
ὅτι εἶσαι ἕνας ἄλλος ἀπό κεῖνον πού ὀνειρευόσουνα,
ντρόπιασα τ’ ὄνομά μου
γιά νά μή μείνει οὔτε κηλίδα ἐγωισμοῦ ἀπάνω μου
κι ἦταν ὁ πιό φριχτός ἐγωισμός.
Τίς νύχτες ἔκλαψα,
συνθηκολόγησα τίς μέρες,
ἀδιάκοπη πάλη μ’ αὐτόν τόν δαίμονα μέσα μου
ποὺ τά ἤθελε ὅλα,
τοῦ ΄δωσα τίς πιό γενναῖες μου πράξεις, τά πιό καθάρια μου ὄνειρα
καί πείναγε,
τοῦ ΄δωσα ἁμαρτίες βαρειές, τόν πότισα ἀλκοόλ, χρέη, ἐξευτελισμούς,
καί πείναγε.
Βούλιαξα σέ μικροζητήματα
φιλονίκησα γιά μιᾶς σπιθαμῆς θέση, κατηγόρησα,
ἔκανα τό χρέος μου ἀπό ὑπολογισμό,
καί τήν ἄλλη στιγμή, χωρίς κανείς νά μοῦ τό ζητήσει
ἔκοψα μικρά-μικρά κομάτια τόν ἑαυτό μου καί τόν μοίρασα στά σκυλιά.
Τώρα, κάθομαι μές στή νύχτα καί σκέφτομαι,
πώς ἴσως πιά μπορῶ νά γράψω
ἕνα στίχο, ἀληθινό.
καί νά σβήνουν,
καί μ’ ὅλο πού ξέφευγα ἀπόνα κίνδυνο, ἔκλαψα
γι’ αὐτό τό τέλος πού ὑπάρχει σέ ὅλα.
Δόθηκα στά πιό μεγάλα ἰδανικά, μετά τ’ ἀπαρνήθηκα,
καί τούς ξαναδόθηκα ἀκόμα πιό ἀσυγκράτητα.
Ἔνοιωσα ντροπή μπροστά στούς καλοντυμένους,
καί θανάσιμη ἐνοχή γιά ὅλους τοὺς ταπεινωμένους καί τοὺς φτωχούς,
εἶδα τή νεότητα νά φεύγει, νά σαπίζουν τά δόντια,
θέλησα νά σκοτωθῶ, ἀπό δειλία ἤ ματαιοδοξία,
συχώρεσα ἐκείνους πού μέ συντρίψαν,
ἔγλυψα ἐκεῖ πού ἔφτυσα,
ἔζησα τήν ἀπάνθρωπη στιγμή, ὅταν ἀνακαλύπτεις, πλέον ἀργά,
ὅτι εἶσαι ἕνας ἄλλος ἀπό κεῖνον πού ὀνειρευόσουνα,
ντρόπιασα τ’ ὄνομά μου
γιά νά μή μείνει οὔτε κηλίδα ἐγωισμοῦ ἀπάνω μου
κι ἦταν ὁ πιό φριχτός ἐγωισμός.
Τίς νύχτες ἔκλαψα,
συνθηκολόγησα τίς μέρες,
ἀδιάκοπη πάλη μ’ αὐτόν τόν δαίμονα μέσα μου
ποὺ τά ἤθελε ὅλα,
τοῦ ΄δωσα τίς πιό γενναῖες μου πράξεις, τά πιό καθάρια μου ὄνειρα
καί πείναγε,
τοῦ ΄δωσα ἁμαρτίες βαρειές, τόν πότισα ἀλκοόλ, χρέη, ἐξευτελισμούς,
καί πείναγε.
Βούλιαξα σέ μικροζητήματα
φιλονίκησα γιά μιᾶς σπιθαμῆς θέση, κατηγόρησα,
ἔκανα τό χρέος μου ἀπό ὑπολογισμό,
καί τήν ἄλλη στιγμή, χωρίς κανείς νά μοῦ τό ζητήσει
ἔκοψα μικρά-μικρά κομάτια τόν ἑαυτό μου καί τόν μοίρασα στά σκυλιά.
Τώρα, κάθομαι μές στή νύχτα καί σκέφτομαι,
πώς ἴσως πιά μπορῶ νά γράψω
ἕνα στίχο, ἀληθινό.
Τάσος Λειβαδίτης: «Τέχνη». Ποίηση. Τόμος Πρώτος 1950-1966. Εκδόσεις Κέδρος (1958).
πηγή:
https://invisiblelighthouse.wordpress.com/2015/04/05/%CF%84%CE%AD%CF%87%CE%BD%CE%B7/