Ο μύθος της λευκής Ελλάδας και ο ευρωπαϊκός ρατσισμός
του Philippe Jockey
Δημοσιεύουμε παρακάτω επιλεγμένα αποσπάσματα από το βιβλίο τού Philippe Jockey Le Mythe de la Grèce blanche. Histoire d’un rêve occidental [Ο μύθος της λευκής Ελλάδας. Ιστορία ενός δυτικού ονείρου], Paris, Belin, 2013 (σελ. 182-19). Ο γενικός τίτλος της ανάρτησης και οι υποσημειώσεις είναι του μεταφραστή.
Aκόμα περισσότερο απ’ ό,τι τους προηγούμενους αιώνες, η αναφορά σε μία λευκή Αρχαιότητα είναι πανταχού παρούσα το 19ο αι.: τη βρίσκουμε ταυτόχρονα στην τέχνη, στην πολιτική και στην κίνηση της αποικιοκρατίας.
Το ίδιο διάστημα εδραιώνεται η παράλληλη αναφορά σε μία λευκή δυτική ταυτότητα και μία ανατολική ετερότητα στολισμένη με τα πλέον βάρβαρα χρώματα. Στην καρδιά αυτής της αντινομίας βρίσκεται η έννοια της φυλής, η οποία παίρνει και αυτή χρώμα, αν μπορούμε να το πούμε έτσι. Οι τέχνες –γλυπτική, ζωγραφική, ποίηση- θα παίξουν μείζονα ρόλο στη δόμηση αυτής της αντίθεσης η οποία βοηθάει τα ευρωπαϊκά έθνη να διευθετήσουν τη νομιμότητά τους έναντι του εαυτού τους και των άλλων.
Παρατηρούμε επίσης την άνοδο μιας ιδεολογίας που συνοδεύει αυτό το μείζον γεγονός και η οποία στο εξής θα ταυτίζει ρητά τη λευκή Ελλάδα και τη Δύση. Η αρχαία Ελλάδα αυτονομείται ως αποκλειστικό πρότυπο, χειραφετημένη από έναν κοινό κορμό που μέχρι τότε υπέτασσε σε μία ενιαία ονομασία –«Αρχαιότητα»- τον ελληνικό και το ρωμαϊκό πολιτισμό.
Στην καρδιά αυτής της εξέλιξης, καθόλου παράδοξα, βρίσκουμε το νεοελληνικό κράτος. Το κράτος αυτό κατακτά τότε ηρωικά την ανεξαρτησία του και χειραφετείται οριστικά, με τη συνδρομή των δυτικών εθνών, από τον οθωμανικό ζυγό που υφίστατο από το 15ο αι. Το λευκό θα γίνει ταυτόχρονα ο στόχος και το χρώμα μέσω των οποίων το νεαρό ελληνικό κράτος «αποκαθαίρεται» από τα πολύχρωμα στολίδια του, τουρκικής ή άλλης προέλευσης. Από τη δεκαετία του 1830 και μετά παρατηρείται μία αληθινή κάθαρσις[1] της (και μέσω της) λευκότητας. Μία εκκαθάριση η οποία θα αγγίξει ταυτόχρονα τα μνημεία, τους ανθρώπους και τη γλώσσα.
Η ΑΚΑΤΑΝΙΚΗΤΗ ΑΝΟΔΟΣ ΜΙΑΣ ΛΕΥΚΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ
Από την Αποστολή στην Αίγυπτο μέχρι τον ελληνικό πόλεμο της ανεξαρτησίας
Η Αποστολή στην Αίγυπτο, την οποία διεξήγαγε ο Βοναπάρτης μεταξύ 1798 και 1801, ολοκληρώνει κατά πρώτον την εργασία οικοδόμησης των προηγούμενων αιώνων. Η Επιτροπή Επιστημών και Τεχνών, που συνοδεύει το γαλλικό στρατό, συνδέει σε ένα και το αυτό πρόταγμα τις περιγραφές της αρχαίας και της σύγχρονης Αιγύπτου. Με τον τρόπο αυτό επινοεί μία αρχαιολογία ιδιοποίησης του άλλου που έμελλε να κρατήσει για πολύ καιρό.
Στη Γαλλία, ο ίδιος ο Κάρολος ο 10ος ήταν αυτός που έδωσε στην αρχαιολογία αυτή τη χωρική της μετάφραση, δημιουργώντας με βασιλικό διάταγμα τμήμα αιγυπτιακών αρχαιοτήτων στο Μουσείο του στο Λούβρο (15 Μαΐου 1826). Τη διεύθυνση του τμήματος αυτού την ανέθεσε στον Σαμπολιόν, ο οποίος, τέσσερα χρόνια νωρίτερα, είχε αποκρυπτογραφήσει τα ιερογλυφικά. Το άρθρο 1 του διατάγματος συνοψίζει από μόνο του αυτή την πολιτική οικειοποίηση του λόγου περί μιας δυτικής ταυτότητας θεμελιωμένης στις αρχαιότητες, έναντι μιας ανατολικής ετερότητας η οποία υποτάσσεται και περικλείεται σε αυτό τον υψηλό τόπο της κλασικής κουλτούρας:
Η διατήρηση των αρχαιοτήτων του ημετέρου βασιλικού μουσείου του Λούβρου θα σχηματίσει στο μέλλον δύο τμήματα: το πρώτο τμήμα θα περιλαμβάνει τα ελληνικά, τα ρωμαϊκά και τα μεσαιωνικά μνημεία. Το δεύτερο τμήμα θα περιλαμβάνει τα αιγυπτιακά μνημεία κάθε εποχής, ή όσα προέρχονται από την Αίγυπτο. Σε αυτό το δεύτερο τμήμα θα περιληφθούν επίσης τα μνημεία από την Ανατολή, τη Φοινίκη, την Περσέπολη και την Ινδία, που υφίστανται στο μουσείο ή που ενδέχεται να προστεθούν αργότερα σε αυτό.
Ο Σαμπολιόν, που τοποθετήθηκε επικεφαλής αυτού του νέου τμήματος, θα πραγματοποιήσει το πρώτο του ταξίδι στην Αίγυπτο (!) απ’ όπου θα αποκομίσει τις πλάκες με τα Μνημεία της Αιγύπτου και της Νουβίας, βάσει σχεδίων εκτελεσθέντων επί τόπου. Τα σχέδια, φτιαγμένα από τον Ροσσελίνι ή τον Καρουμπίνι, σφύζουν από χρώματα ζωντανά, κορεσμένα, τα οποία επιβάλλουν την εικόνα μίας απέραντης πολύχρωμης εξωτικής κουλτούρας. Τα πολύχρωμα μνημεία της Αιγύπτου αποκτούν περίοπτη θέση και οι αιγυπτιακές αίθουσες του Λούβρου είναι έκτοτε υπερπλήρεις! Όμως, σε μία ανάκληση στην κλασική τάξη, το ίδιο αυτό έτος (1826) ανατίθεται στον Ενγκρ η παραγγελία για μίαΑποθέωση του Ομήρου για την οροφή μίας άλλης αίθουσας του μουσείου, έργο πολύ μεγάλων διαστάσεων, που ολοκληρώθηκε μόλις ένα χρόνο αργότερα. Η ιεραρχία τηρήθηκε.
Η ελληνική επανάσταση του 1830: μία κάθαρσις της λευκότητας
Εγκαινιάζοντας πρακτικά αυτόν τον τόσο μοναδικό 19ο αι. όπου επρόκειτο να αντιπαρατεθούν με πρωτοφανή αισθητική σφοδρότητα λευκές ταυτότητες και έγχρωμες ετερότητες, η ελληνική επανάσταση των ετών 1820-1830 θα εγγράψει στην επικράτειά της αυτή τη λευκή ιδεολογία και θα τη μεταφράσει με πολιτικούς όρους. Η πολιτική επιβεβαίωση του μύθου της λευκής Ελλάδας θα βρει πράγματι μία νέα ορμή τη στιγμή της χειραφέτησης των ίδιων των Ελλήνων από την οθωμανική κηδεμονία. «Ας σβήσουμε τελείως το οθωμανικό παρελθόν»[2] διακηρύσσουν οι Έλληνες επαναστάτες. Έτσι, η εδραίωση του νεαρού ελληνικού κράτους, από τη δεκαετία του 1820 μέχρι και τη δεκαετία του 1920 πηγαίνει χέρι-χέρι με μία τρομερή επιχείρηση λεύκανσης της μνήμης. Αυτή η δυτικοποίηση της νεότερης Ελλάδας στηρίζεται σε αυτό το ιδεώδες περί λευκής Ελλάδας και ταυτόχρονα το ενισχύει. Ένα ιδεώδες ωστόσο το οποίο είναι έργο όχι τόσο των ίδιων των Ελλήνων, αλλά των ευρωπαϊκών κρατών που παρείχαν κάθε στήριξη στην κίνηση εναντίωσης στην τουρκική κυριαρχία. Πρώτη μεταξύ αυτών, η γερμανική αυτοκρατορία. Κατά φαινομενικά παράδοξο τρόπο, ο πρώτος βασιλεύς των Ελλήνων, ο Όθων (1835-1862), είναι ένας Βαυαρός πρίγκηπας! Η κλασική ιδεολογία που εμπνέει τη γερμανική κουλτούρα βρίσκει στην Ελλάδα ένα ανέλπιστο πεδίο πειραματισμού. Επιτέλους, θα μπορέσουμε να «αποκαθάρουμε» in vivo γλώσσα, κουλτούρα, τέχνες κατά τρόπο απολύτως νόμιμο, εφόσον αναφερόμαστε στο κλασικό αρχαίο ιδεώδες. Οι γερμανικές διδαχές περί ιστορίας της ελληνικής τέχνης άλλωστε παρέχουν υπερεπάρκεια σχετικών τεκμηρίων!
Έτσι, θα αποκρυβεί όχι μόνο η οθωμανική περίοδος, αλλά και η βυζαντινή αυτοκρατορία, η οποία όμως έχει τόση αίγλη για πολλούς Έλληνες. Οθωμανοί, Βυζαντινοί, ισάριθμες παρδαλές φιγούρες του ανατολίτη, ισάριθμα υλικά ίχνη εγγεγραμμένα στο χώμα τα οποία πρέπει να καταστραφούν. Τι μένει σήμερα, στην Αθήνα του 21ου αιώνα, από το βυζαντινό της παρελθόν; Κάποιες εκκλησίες, που σώθηκαν εκ θαύματος από αυτή τη νέα καθαρτική μανία, χωμένες ανάμεσα σε πολυκατοικίες[3] από μπετόν.
Αθήνα: η εξάλειψη ενός ανάμικτου χωριού, η επινόηση μίας λευκής πόλης
Κατόπιν τούτου, σε όλη την ελληνική επικράτεια επενεργείται μία χρονική έλλειψη πρωτοφανούς εύρους. Αυτή η συρρίκνωση που επιβάλλεται στο χρόνο, αυτή η καταχρηστική λεύκανση της μνήμης περνούν μέσα από την οπτική αναμόρφωση της αιώνιας πρωτεύουσας των Ελλήνων, της Αθήνας, κατά δύο τρόπους: καθάρισμα των διασημότερων αρχαίων μνημείων της πόλης του Περικλή από της κηλίδες που συνιστούσαν οι μεταγενέστερες κατασκευές (φραγκικές ή τουρκικές)· και οικοδόμηση μιας λευκής πόλης, στις βασικές αρτηρίες της οποίας κυριαρχούν οικοδομήματα από λευκό μάρμαρο –Ακαδημία, Βουλή (η αρχαία «βουλή», δηλ. το κοινοβούλιο) κ.λπ.
Σε αυτή τη διπλή αναμόρφωση προστέθηκε μία αληθινή εθνοκάθαρση. Ο αριθμός των σπιτιών που αποτελούσαν περί το 1800 την πόλη της Αθήνας υπολογίζεται γενικώς σε περίπου χίλια διακόσια. Μακράν του να είναι ομογενής, ο πληθυσμός μπορεί μάλλον να χαρακτηριστεί ανάμικτος [métisse]. Πράγματι, τα νοικοκυριά αυτά κατανέμονταν ως εξής: πεντακόσια ελληνικά, τετρακόσια τουρκικά και τριακόσια αλβανικά. Οπότε οι Έλληνες πολύ απέχουν από το να αποτελούν την πλειοψηφία στη μελλοντική τους πρωτεύουσα. Ωστόσο όλοι οι σχολιαστές επιμένουν ότι επικρατεί κλίμα ομαλής συμβίωσης.
Οι ταξιδιώτες που επισκέπτονται την Αθήνα στις αρχές του 19ου αι. εκπλήσσονται από αυτή την εθνοτική ανάμιξη που απαντά και στα μνημεία τα ίδια. Η πιο χαρακτηριστική λογοτεχνική μαρτυρία είναι εκείνη του Σατωμπριάν, ο οποίος, στο Ταξίδι στην Ελλάδα που συνέγραψε το 1806, σκιαγραφεί ένα τοπίο αταξίας για τους «Ευρωπαίους» αναγνώστες του:
Η Αθήνα μού φανερωνόταν: οι επίπεδες στέγες της, διάσπαρτες από μιναρέδες, κυπαρίσσια, ερείπια, μεμονωμένες στήλες, οι θόλοι των τεμενών της στεφανωμένοι από μεγάλες φωλιές πελαργών, δημιουργούσαν μια ευχάριστη αίσθηση μέσα στις ακτίνες του ήλιου. Όμως, αν μπορούσαμε να αναγνωρίσουμε την Αθήνα από τα συντρίμμια της, βλέπαμε επίσης, στο σύνολο της αρχιτεκτονικής της και στο γενικό χαρακτήρα των μνημείων, ότι η πόλη της Αθηνάς δεν κατοικούνταν πλέον από το λαό της.
Το λεξιλόγιο είναι προσεκτικά επιλεγμένο και υποβάλλει τη δυσαρμονία των μορφών, που γεννιέται από το ανακάτωμα των διάφορων πολιτισμών και –κυρίως- θρησκειών, όσο κι αν από το θέαμα αυτό αναδύεται μια μορφή γοητευτικής πολυμορφίας που θυμίζει κάπως την ποικιλία των Ελλήνων της αρχαιότητας. Είναι όμως κυρίως μια έννοια λειτουργική για να θέσει κανείς μία ριζική ετερότητα ανάμεσα, ακριβώς, στον εαυτό (τους Έλληνες) και τους άλλους, που κατέκτησαν την πόλη-σύμβολο και της επέβαλαν τα χρώματα και την αταξία τους. Ξαναβρίσκουμε εδώ την παλαιά ιδέα ενός πολύχρωμου χάους που αντιτίθεται σε μια λευκή ορθολογικότητα.
Σε λιγότερο από έναν αιώνα, από ανάμικτο χωριό η Αθήνα θα γίνει η κατεξοχήν λευκή πόλη, η πρωτεύουσα του ανερχόμενου μύθου της λευκής Ελλάδας! Πώς; Ο ρόλος της βασιλικής οικογένειας γερμανικής καταγωγής υπήρξε εδώ καθοριστικός.
Η πόλη, που αποτελεί επίσης την έδρα του βασιλικού ανακτόρου, παραδίδεται από τους βασιλικούς αυτούς εντολοδότες στα χέρια των Γερμανών αρχιτεκτόνων που προβαίνουν σε μια τεράστια «απομίμηση της αρχαιότητας». Κάθε ίχνος μιγαδισμού εξαλείφεται ανελέητα. Η νεοκλασική αρχιτεκτονική και πολεοδομία μαίνονται. Δύο Δανοί αρχιτέκτονες, οι αδελφοί Χάνσεν, ανεγείρουν τα κύρια σύμβολα της νέας εξουσίας: την Ακαδημία (ολοκληρώθηκε το 1886), το Πανεπιστήμιο (1839-46) ή την εθνική Βιβλιοθήκη (1885-1901). Το λευκό μάρμαρο κυριαρχεί ολοκληρωτικά, προσφέροντας στα μοντέρνα βλέμματα την ψευδαίσθηση μιας κλασικής τελειότητας, ενώ ένας σύγχρονος του Φειδία δεν θα αναγνώριζε σε αυτά παρά μόνο μνημεία καθ’ οδόν προς την ολοκλήρωσή τους, ασφαλώς, αλλά ακόμα ανολοκλήρωτα, αφού τους λείπει το χρώμα.
Η επινόηση «τόπων λευκής μνήμης»: το «παράδοξο του Παρθενώνα»
Περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, η Ακρόπολη της Αθήνας αποκτά προοδευτικά το καθεστώς ενός «τόπου λευκής μνήμης». Σε πείσμα της ίδιας της ιστορίας.
(…)
Ήδη από το 1834, δηλαδή αμέσως μετά την επίτευξη της ανεξαρτησίας, η Ελλάδα καταπιάνεται να απαλλάξει την Ακρόπολη από τις οθωμανικές πολυχρωμίες της και λοιπές ιστορικές στρωματώσεις που παρεμβάλλονται ανάμεσα στους Έλληνες του σήμερα και τους Αθηναίους του 5ου αιώνα π.Χ. Το λευκό των μνημείων της Ακρόπολης, και ειδικά του Παρθενώνα, σε σύντομο διάστημα θα αναχθεί σε σύμβολο αυτής της «εθνικής αποκατάστασης». Εθνικής, ασφαλώς, αλλά εξαρχής διεθνοποιημένης. Όλα τα ευρωπαϊκά έθνη, πράγματι, συμμετέχουν σε αυτή την τρομερή επιχείρηση λεύκανσης της μνήμης. Πραγματικά, τότε είναι που τα έθνη αυτά επινοούν μία κοινή καταγωγή, βυθίζοντας τις ρίζες της στην κλασική Ελλάδα. Γερμανοί, Γάλλοι, Άγγλοι σπεύδουν να εισφέρουν το λευκό λιθαράκι τους σε μια κλασική ευρωπαϊκή μνήμη. Οι Αμερικανοί επίσης! Παρά το γνωστό απομονωτισμό τους.
Είναι γνωστό πόσο ο Παρθενώνας έχει παραμείνει, ακόμα σήμερα, η κατεξοχήν αρχιτεκτονική και πολιτιστική αναφορά, αγιοποιημένη μέσω της ένταξής της στην παγκόσμια κληρονομιά της ανθρωπότητας της ΟΥΝΕΣΚΟ. Το πεπρωμένο αυτό είναι πολύ εντυπωσιακό: ο λευκός Παρθενώνας, στον οποίο αφιερώνονται, χρόνο με το χρόνο, δεκάδες επιστημονικές ή εκλαϊκευμένες δημοσιεύσεις, τελικά δεν είναι παρά μία μοντέρνα επινόηση.
ΤΟ ΛΕΥΚΟ, ΧΡΩΜΑ ΤΟΥ ΔΥΤΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ
Το παράδειγμα της ελληνικής επανάστασης, και της ριζικής λεύκανσης μιας μιγαδικής μνήμης την οποία αυτή επέφερε, επρόκειτο να χρησιμεύσει στο εξής ως κοινό και αποκλειστικό πρότυπο στα δυτικά έθνη, τα οποία ταυτίζονται μαζί του.
Οι ίδιες οι Ηνωμένες Πολιτείες έθεσαν εξαρχής το ελληνικό μοντέλο στην καρδιά του πολιτικού τους συστήματος. Με μία άμεση αρχιτεκτονική μετάφραση … τον Λευκό Οίκο, στον οποίο εγκαθίσταται ο πρόεδρος Τζον Άνταμς το 1800. Πραγματικά, είναι αδύνατο να μην αναγνωρίσει κανείς στην βόρειά του πρόσοψη έναν υπαινιγμό στα Προπύλαια της Ακρόπολης των Αθηνών, αυτές τις μνημειώδεις πύλες που προσδίδουν επίσημη όψη στην είσοδό της. Δεν είναι τυχαία, επίσης, η επιλογή μιας εξίσου λευκής πρόσοψης, η οποία εξίσου μιμείται την αρχιτεκτονική ενός ελληνικού ναού, για το κτίριο που στεγάζει το Ανώτατο Δικαστήριο των Ηνωμένων Πολιτειών. Μία μόνο απόδειξη αν χρειαζόμασταν για αυτή την πολιτική διακήρυξη της λευκότητας ενός έθνους, θα αρκούσε αυτή τη χρωματική αναφορά η οποία διατηρείται ακόμη σήμερα.
Ηνωμένες Πολιτείες και ευρωπαϊκά έθνη συνασπίζονται λοιπόν με βάση τη λευκότητα, ήδη από τις αρχές του 19ου αι. Σε ριζική αντιπαράθεση προς αυτή την ενοποιητική δυτική λεύκανση, τα ίδια αυτά έθνη διαστέλλουν τη «βαρβαρότητα των χρωμάτων» που χαρακτηρίζει τον Άλλο, δηλαδή όλους τους άλλους, οι οποίοι ορίζονται αρνητικά πρώτα απ’ όλα ως μη-Δυτικοί.
(…)
Όλα αυτά δεν αποκλείουν βέβαια τα παίγνια της γοητείας και της έλξης. Ο Άλλος, στην πολύχρωμη ξενότητά του, σαγηνεύει, όπως ένας απαγορευμένος καρπός … Προς αλόγιστη κατανάλωση;
[1] Στο πρωτότυπο η ελληνική λέξη με λατινικά στοιχεία.
[2] Στο πρωτότυπο: Du passé ottoman faisons table rase, διατύπωση που παραφράζει τη γαλλική εκδοχή των στίχων της «Διεθνούς» (και συγκεκριμένα εκείνου που αντιστοιχεί στο ελληνικό «Φτάνουν πια της σκλαβιάς τα χρόνια»).
[3] Στο πρωτότυπο η ελληνική λέξη με λατινικά στοιχεία.
πηγή:
https://nomadicuniversality.wordpress.com/2015/03/23/%CE%BF-%CE%BC%CF%8D%CE%B8%CE%BF%CF%82-%CF%84%CE%B7%CF%82-%CE%BB%CE%B5%CF%85%CE%BA%CE%AE%CF%82-%CE%B5%CE%BB%CE%BB%CE%AC%CE%B4%CE%B1%CF%82-%CE%BA%CE%B1%CE%B9-%CE%BF-%CE%B5%CF%85%CF%81%CF%89%CF%80%CE%B1/