Το μετέωρο βήμα της μπουρζουαζίας
by antisystemic
«Ας υποθέσουμε ότι υπάρχει μια εμβριθής ακαδημία, αποτελούμενη από τους πιο εξέχοντες εκπροσώπους της επιστήμης. Ας υποθέσουμε ότι αυτή η ακαδημία επιφορτίζεται με την οργάνωση και την νομοθεσία της κοινωνίας και, εμπνεόμενη από την πιο αγνή αγάπη για την αλήθεια, συντάσσει αποκλειστικά και μόνο νόμους που βρίσκονται σε αρμονία με τις τελυταίες ανακαλύψεις της επιστήμης. Από την μεριά μου, πιστεύω ότι μια τέτοια νομοθεσία και οργάνωση θα ήταν ένα τερατούργημα […] μια επιστημονική ακαδημία που θα κατέχει μια εξουσία που θα είναι, ας πούμε, απόλυτη, ακόμη κι αν απαρτίζεται από τους πιο επιφανείς ανθρώπους, γρήγορα και αναπόφευκτα θα έφτανε στο τέλος της, έπειτα από την ηθική και διανοητική κατάπτωση των μελών της».
Μιχαήλ Μπακούνιν, «Τι Είναι η Εξουσία;»
Όταν ένα σύστημα εξουσίας βυθίζεται σε κατάσταση κρίσης, εκδηλώνεται πάντοτε ανάμεσα στις ελίτ και τις προνομιούχες κοινωνικές ομάδες η διάθεση για μια αναδρομή στις πυρηνικές φαντασιακές κοινωνικές σημασίες χάρη στις οποίες αναπαράγεται και δικαιολογείται η κυριαρχία τους. Φυσικά, οι συνθήκες κρίσης δημιουργούνται όταν η αναπαραγωγή των βασικών πολιτικών, οικονομικών και πολιτισμικών παραμέτρων του ετερόνομου κοινωνικού παραδείγματος είναι πλέον αδύνατη, υπό το βάρος μιας αμετάκλητης αλλαγής των «αντικειμενικών» οικονομικών παραγόντων, μιας ενδεχόμενης ανατροπής του συσχετισμού δυνάμεων ανάμεσα στις τάξεις, ή της ρήξης με το ηγεμονικό πολιτισμικό παράδειγμα λόγω μιας αλλαγής που επέρχεται στις υποκειμενικές συνθήκες. Με άλλα λόγια, η κρίση ξεσπά όταν το ηγεμονικό φαντασιακό δεν αντιστοιχεί πια στους υλικούς όρους ύπαρξης της ετερόνομης κοινωνικής ολότητας και συνακόλουθα αδυνατεί να εκπληρώσει τον ρόλο του ως μηχανισμού παραγωγής πλήρως ενσωματωμένων και πειθαρχημένων κοινωνικών υποκειμένων.[i] Στην ιστορική φάση της νεοφιλελεύθερης μετεξέλιξης του συστήματος της οικονομίας της αγοράς, η αναδιάρθρωση του κοινωνικού φαντασιακού δεν μπορεί παρά να συντελεστεί με όρους επιστροφής στις πρώτες αρχές της κοσμοθεωρίας της αστικής τάξης, μέσα από μια διαδικασία σταδιακού, αλλά αποφασιστικού, αποχωρισμού του μπουρζουάδικου αξιακού κώδικα από τις οργανικές προσμίξεις με αντιλήψεις και αξίες που έκφραζαν στοιχεία από το φαντασιακό εξαρτημένων στρωμάτων της κοινωνίας, τα οποία από την μία είχαν στην κατοχή τους μερίδιο από την κοινωνική εξουσία, πλην όμως τελούσαν υπό την συνολική επικυριαρχία της αστικής τάξης. Αυτή η διαδικασία ιδεολογικής αποκρυστάλλωσης ενισχύει και συμπληρώνει τις τρέχουσες διεργασίες υπερσυγκέντρωσης της πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής δύναμης στα χέρια μιας συμπαγούς τάξης νεομπουρζουάδων, η οποία οφείλει την ευημερία της στην ολοκληρωτική ενσωμάτωση της ελλαδικής κοινωνικής ολότητας στην διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς και την εδραίωση της κυριαρχίας των κοσμοπολίτικων κεφαλαιοκρατικών ελίτ που την διαφεντεύουν.
Η επικράτηση του ΣΥΡΙΖΑ στις πρόσφατες εθνικές εκλογές δεν φαίνεται να αποτελεί σοβαρή ένδειξη περί του αντιθέτου, αφού η αναδιάρθρωση του ελληνικού καπιταλιστικού μοντέλου δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί και η κυβερνητική εκστρατεία ισοπέδωσης και σαλαμοποίησης ενός μεγάλου μέρους των ετεροκαθοριζόμενων στρωμάτων έχει παράξει κοινωνικές αντιστάσεις που εκδηλώνονται τόσο με θεσμικές, όσο και με εξωθεσμικές μεθόδους. Κάθε ταξικό μπλοκ εξουσίας που δεν επιθυμεί να κυβερνά μόνο με την ωμή βία, έχει ανάγκη από δυνάμεις στο αντίπαλο κοινωνικό στρατόπεδο με τις οποίες να συνεργάζεται, ταξικούς δοσίλογους πρόθυμους να μεσολαβήσουν προκειμένου να εξασφαλιστεί η κοινωνική ειρήνη ανάμεσα στις ελίτ και τα ιεραρχικά ανώτερα στρώματα της κοινωνίας από την μία, και τις μάζες των φτωχών, των καταπιεσμένων και των εκμεταλλευόμενων από την άλλη. Αυτό που δεν πρέπει να διαφεύγει της προσοχής πολλών συντρόφων που μπορεί ενδόμυχα να επιχαίρουν για την εκλογική ταπείνωση που υπέστη η συστημική ακροδεξιά του Σαμαρά, είναι ότι οδηγούμαστε σιγά, σιγά προς μια ανασυγκρότηση του δικομματικού κατεστημένου γύρω από το δίπολο ΣΥΡΙΖΑ-Νέας Δημοκρατίας.[ii] Μιας και ο ΣΥΡΙΖΑ ουδόλως αμφισβητεί το θεσμικό πλαίσιο της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, αυτή είναι μια εξέλιξη που αναμφίβολα θα πρέπει να γεμίζει με χαρά και ανακούφιση τους μπουρζουάδες, παρά την ενστικτώδικη αποστροφή που μπορεί να τρέφουν ενάντια στην πολιτική ρητορική του ΣΥΡΙΖΑ για επίδειξη αλληλεγγύης ανάμεσα στις κοινωνικές τάξεις. Φαίνεται πως οι αστοί αποφάσισαν να λάβουν σοβαρά υπόψη τις προτροπές ενός από τους «ήρωες» τους, του «διαπρεπούς» έλληνα του εξωτερικού, μεγαλοδικηγόρου και διορισμένου συμβούλου του βρετανικού στέμματος, Β. Μαρκεζίνη, ο οποίος πρόσφατα έγραψε, «…αν μια μεγάλη απογοήτευση από μια κυβέρνηση τη διαδεχθεί μια ακόμη γενική απογοήτευση για μια επόμενη κυβέρνηση, θα ήταν σοβαρότατες οι αναταραχές που θα ξεσπούσαν σε μια κοινωνία που θα είχε ξεγελαστεί, εξαπατηθεί, ή τουλάχιστον, απογοητευθεί δύο φορές. Η δριμύτητα των πιθανών συνεπειών αυτών των διαδοχικών απογοητεύσεων είναι ο παράγοντας που καθιστά επιτακτική την ανάγκη – χωρίς, δυστυχώς, να εγγυάται και την βεβαιότητα – να λάβουν οριστικό τέλος οι αλλεπάλληλες κρίσεις, εάν δεν θέλουμε τα συσσωρευμένα προβλήματα να αναζητήσουν τη λύση τους στους δρόμους».[iii]
Ας μην ξεχνάμε τους απαξιωτικούς χαρακτηρισμούς με τους οποίους έχουν αναφερθεί κατά καιρούς στο διεφθαρμένο και αναξιόπιστο μεταπολιτευτικό πολιτικό σύστημα οι συστημικές φυλλάδες που υπηρετούν τα συμφέροντα των ντόπιων και ξένων ελίτ, την αγανάκτηση που εξέφρασαν για την καταστροφή που προκάλεσαν οι πελατειακές πρακτικές της κομματοκρατίας, μέχρι του σημείου οι εξουσιαστικοί θεσμοί να διατρέχουν σοβαρό κίνδυνο στην περίοδο που διανύουμε για την αποσταθεροποίηση και κατάρρευση τους. Φυσικά, η ιερή αγανάκτηση των νεομπουρζουάδων «εκσυγχρονιστών» δεν έφτασε μέχρι την αποκήρυξη των δομικών σχέσεων αλληλεξάρτησης που υπάρχουν ανάμεσα στους έλληνες κλεπτοκράτες μεγαλοκαπιταλιστές και την πολιτική ελίτ της χώρας, η οποία ανέκαθεν χρησιμοποιούσε το Κράτος σαν ιμάντα μεταβίβασης του κοινωνικού πλούτου προς την οικονομική αριστοκρατία. Ούτε βέβαια υπήρξε η παραμικρή αντίδραση ή κατακραυγή από μέρους των οργανικών διανοουμένων της νεοαστικής τάξης, όταν η υπερεθνική ελίτ ανέλαβε μέσω των τεχνοκρατών της Τρόικας (ΕΕ-ΔΝΤ-ΕΚΤ) να αναμορφώσει κατά τις επιθυμίες της το μοντέλο του ελληνικού καπιταλισμού, παρέχοντας αφειδώς την τεχνογνωσία της πάνω στο ζήτημα της ακόμη πιο δραματικής διόγκωσης των κοινωνικών ανισοτήτων, συνεργαζόμενη παρολαυτά χωρίς κανέναν ενδοιασμό με την ίδια κλίκα επαγγελματιών πολιτικών που φέρουν βαρύτατες εγκληματικές ευθύνες για την ιστορική πορεία μιας ολόκληρης κοινωνίας προς την διάλυση, την λεηλασία και την καταστροφή.
Γίνεται αντιληπτό ότι όσους τόνους προπαγάνδας κι αν εξαπολύσουν οι ιδεολογικοί μηχανισμοί του συστήματος, είναι πολύ δύσκολο οι πολιτικές μαφίες και τα λαμόγια του χθες, να μετατραπούν αίφνης στους εθνοσωτήρες του σήμερα. Αντίθετα, η λύση στο ζήτημα της ανανέωσης της πολιτικής φρουράς που θα λειτουργήσει ως εναλλακτικός πόλος και συνακόλουθα ως θεσμικός εγγυητής των ετερόνομων δομών του συστήματος, έπρεπε να έλθει από την «άφθαρτη» Αριστερά. Από αυτή την άποψη, ο Τσίπρας είναι ο νεαρός ιππότης που καταφτάνει πάνω σε λευκό (ή ροζ) άλογο προκειμένου να γλιτώσει την μπουρζουαζία από την ανασφάλεια και τους δαίμονες που την καταδιώκουν. Από τα παραπάνω βέβαια δεν συνάγεται ότι στις εκλογές που μόλις τελείωσαν δεν υπήρχαν διακυβεύματα. Για να διεκπεραιώσει με επιτυχία τον ρόλο του ως διαμεσολαβητή, ή μάλλον ως τοποτηρητή των συμφερόντων και των επιθυμιών των ελίτ σε βάρος των ετεροκαθοριζόμενων κοινωνικών στρωμάτων, ο ΣΥΡΙΖΑ είναι υποχρεωμένος να εφαρμόσει ένα πρόγραμμα κρατικής φιλανθρωπίας προκειμένου να ανακουφίσει την πίεση που δέχεται η προλεταριακή υποτάξη, η οποία έχει πληγεί ανεπανόρθωτα από τα μέτρα της συστημικής αναδιάρθρωσης της τελευταίας πενταετίας και πλέον βρίσκεται αντιμέτωπη με το φάσμα της πείνας.[iv] Η παροχή ρεύματος στους άπορους, τα κουπόνια σίτισης, η επιδότηση στέγης για άστεγους, η επιστροφή της 13ης σύνταξης για χαμηλοσυνταξιούχους κάτω από 700€, η κάρτα μετακίνησης για άπορους, η κατάργηση της εξίσωσης του ειδικού φόρου κατανάλωσης στο πετρέλαιο θέρμανσης και κίνησης, είναι μέτρα που συμβαδίζουν με ένα σκεπτικό καταπολέμησης της εκτεταμένης ανθρωπιστικής κρίσης που έχει προκαλέσει η νεοφιλελεύθερη λιτότητα στον ελλαδικό χώρο. Δεν ισοδυναμούν ωστόσο με μέτρα αποκατάστασης, ή μάλλον δημιουργίας από την αρχή, του κράτους πρόνοιας.
Άλλωστε, στον βαθμό που ο κοινωνικός κανιβαλισμός έλαβε διαστάσεις επιδημίας και αποτέλεσε το επίσημο δόγμα της απερχόμενης ακροδεξιάς διακυβέρνησης, δεν θα είναι δύσκολο για την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ να παρουσιάσει ως «σοσιαλισμό» ένα πρόγραμμα που περιλαμβάνει τις μίνιμουμ προϋποθέσεις για την διατήρηση της συνοχής του κοινωνικού ιστού υπό συνθήκες του πιο βάρβαρου καπιταλισμού της αγοράς. Από την άλλη, δεν αποκλείεται οι μαθητευόμενοι μάγοι της αριστερής διακυβέρνησης να επιχειρήσουν την επαναφορά των προνομίων ή την βελτίωση των υλικών όρων διαβίωσης ενός τμήματος της βάσης των ψηφοφόρων τους, ειδικά εκείνης της κρατικοδίαιτης μερίδας που διαθέτει ισχυρή συντεχνιακή εκπροσώπηση στις επίσημες δομές του συνδικαλισμού και πιέζει μέσω της πρόσβασης που έχει αποκτήσει στα κομματικά όργανα για μια αναθεώρηση των αντεργατικών ρυθμίσεων της μνημονιακής περιόδου, καθώς και την ικανοποίηση των απαιτήσεων κάποιων τμημάτων της μικροαστικής τάξης.
Όπως και να’ χει, η αλληλεγγύη ανάμεσα στις τάξεις που συνιστούσε την βασική θέση του κεντρικού προεκλογικού μηνύματος του ΣΥΡΙΖΑ, παίρνει ως δεδομένη την ταξική διαστρωμάτωση της κοινωνίας και την αναπαραγωγή των ιεραρχικών κοινωνικών σχέσεων. Η αξία αυτής της παρατήρησης δεν έγκειται φυσικά στο γεγονός ότι τάχα αποδεικνύει πως ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι «επαναστατικό» κόμμα. Άλλωστε, η ίδια η έννοια του επαναστατικού κόμματος διέπεται κατά την άποψη μας από αξεπέραστες λογικές αντιφάσεις στο εσωτερικό της. Αυτό που νομίζουμε ότι καταδεικνύει είναι τα εγγενή όρια της ρεφορμιστικής πολιτικής που θα κληθεί να υπηρετήσει η αριστερή διακυβέρνηση και το νόημα που αποδίδει η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ στην λέξη «αλληλεγγύη», με την από-τα-πάνω, επιλεκτική απονομή «αλληλεγγύης» (εργασιακά δικαιώματα, υλικές απολαβές) σε ομάδες συμφερόντων που προορίζονται να λειτουργήσουν σαν προγεφυρώματα του νεοφιλελεύθερου εξουσιαστικού μπλοκ στο στρατόπεδο των μη-προνομιούχων. Αυτού του είδους ο «σοσιαλισμός» δεν διαφέρει επί της ουσίας σε τίποτα από τον ζωώδη καπιταλισμό του ΔΝΤ, υποχρεώνοντας τις κοινωνικές ομάδες να ανταγωνίζονται μέχρι θανάτου για τα ψίχουλα που περισσεύουν κάθε φορά από τον ισοσκελισμένο κρατικό προϋπολογισμό, σε μια περίοδο όπου το Κράτος δεν έχει χρήματα για να διαθέσει προκειμένου να συντηρήσει την εκλογική του πελατεία.[v]
Σε κάθε περίπτωση, μια γενικευμένη άνοδος του βιοτικού επιπέδου, καθώς και η ανασύσταση μιας αυτοδύναμης παραγωγικής υποδομής, είναι δύο ενδεχόμενα που είναι εντελώς αδιανόητα μέσα στο πλαίσιο της ρεφορμιστικής πολιτικής που ακολουθεί ο ΣΥΡΙΖΑ. Αντίθετα, είναι πιο πιθανή η σταδιακή μετατόπιση του ΣΥΡΙΖΑ προς μια σοσιαλφιλελεύθερη γραμμή, μιας και οι παραδοσιακές σοσιαλδημοκρατικές εξαγγελίες που εκφράζουν μεγάλο μέρος από τις ανάγκες και τις – συντηρητικές – επιθυμίες των υποτελών ομάδων που έφεραν τον ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία, είναι σχεδόν αδύνατο να εκπληρωθούν μέσα στο θεσμικό πλαίσιο της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς όπως αυτό κωδικοποιείται στις συμβατικές συνθήκες και τους όρους ένταξης των κρατών-μελών της ΕΕ. Ήδη οι ελίτ της Κομισιόν, του ΔΝΤ και οι γερμανοί αξιωματούχοι απέκρουσαν με σκληρές δηλώσεις τους κάθε σκέψη για αναδιαπραγμάτευση ή κούρεμα του ελληνικού δημόσιου χρέους και ζήτησαν επιτακτικά από την νέα κυβέρνηση την υλοποίηση των προηγούμενων «συμφωνιών».[vi] Αναμφίβολα, η διαδικασία ιδεολογικής μετάλλαξης του κόμματος δεν θα είναι ευθύγραμμη και απαλλαγμένη από εσωτερικές συγκρούσεις που μπορεί να οδηγήσουν το νεοσύστατο εξουσιαστικό μόρφωμα ακόμη και στη διάλυση. Από την άλλη, αν ο ΣΥΡΙΖΑ φιλοδοξεί να ανταποκριθεί στην πολιτική ταυτότητα του ως πόλου έλξης των προσδοκιών των καταρρακωμένων λαϊκών στρωμάτων, πιθανότατα θα εξαναγκαστεί από τις άκαμπτες αναγκαιότητες μιας φιλολαϊκής οικονομικής πολιτικής να έρθει σε ρήξη με την ΕΕ και να επιδιώξει μια στρατηγική προσέγγιση με την Ρωσία. Ας μην ξεχνάμε ότι σε τελική ανάλυση μιλάμε πλέον για ένα συστημικό κόμμα εξουσίας. Όσοι λοιπόν προβλέπουν μια εύκολη και θεαματική «κωλοτούμπα» ως προς την πολιτική που θα εφαρμόσει ο ΣΥΡΙΖΑ ως κυβέρνηση, μιλούν ουσιαστικά για την πολιτική αυτοκτονία ενός εξουσιαστικού μορφώματος, την εθελοντική παραίτηση του από την διεκδίκηση της εξουσίας, κόντρα στην λογική της ίδιας της ύπαρξης του η οποία δεν είναι άλλη από την διαιώνιση της πολιτικής κυριαρχίας του. Ωστόσο, η πολιτική κυριαρχία προϋποθέτει και την απόκτηση υλικών στηριγμάτων στην ταξική διάρθρωση μιας ετερόνομης κοινωνικής ολότητας. Και η μετατροπή της Ελλάδας σε κοινωνία ζητιάνων δεν ήταν ένα ιστορικό ατύχημα της μνημονιακής περιόδου, αλλά συνειδητή στρατηγική επιλογή της υπερεθνικής και της εγχώριας ελίτ για μια αναδιάταξη της θέσης και των ρόλων που έχει ο κάθε λαός μέσα στα όρια του ευρωπαϊκού καπιταλιστικού μπλοκ.
Εδώ, κατά την άποψη μας, ελλοχεύει μια αντίφαση που το νεοφιλελεύθερο κοινωνικό παράδειγμα προς το παρόν αδυνατεί να επιλύσει. Αν ο ΣΥΡΙΖΑ διαψεύσει παταγωδώς τις λαϊκές προσδοκίες που έχουν συσσωρευτεί, τότε η εκστρατεία παλινόρθωσης του κύρους των ετερόνομων θεσμών θα οδηγηθεί σε οριστική αποτυχία, με πιθανότερα ενδεχόμενα είτε την αναζωπύρωση της Κοινωνικής Πάλης από-τα-κάτω, είτε την αντεπίθεση του ακροδεξιού νεοφιλελεύθερου μπλοκ εξουσίας για την επιβολή μιας αυταρχικής πολιτικής λύσης. Από την άλλη, αν η «φιλολαϊκή» κυβέρνηση οδηγηθεί από την ίδια τη δύναμη των πραγμάτων στη σύναψη σχέσεων και την καλλιέργεια οικονομικών δεσμών με τους Ρώσους, η ανασύσταση του δικομματικού συστήματος θα πραγματοποιηθεί, με τίμημα όμως την υπονόμευση της κυριαρχίας της υπερεθνικής ελίτ πάνω στις νεόπτωχες χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας. Ανεξάρτητα από την κατεύθυνση προς την οποία θα γείρει τελικά η πλάστιγγα, η κατάσταση σίγουρα εγκυμονεί ευκαιρίες για παρεμβάσεις, αλλά και πολιτικές παγίδες για το ελευθεριακό κίνημα.
[i] Πολλές φορές, αλλαγές που συμβαίνουν στη σφαίρα των φαντασιακών σημασιών μπορούν να εκκινήσουν διαδικασίες μετασχηματισμού στο πεδίο της οικονομίας και αντίστοιχα αλλαγές που λαμβάνουν χώρα στο πεδίο της οικονομίας προξενούν ρήξεις και ανατροπές ως προς την αναπαραγωγή των υφιστάμενων υποκειμενικών συνθηκών. Με άλλα λόγια, η σχέση μεταξύ των δύο είναι αμφίδρομη, όπως άλλωστε συμβαίνει και με όλες τις άλλες σφαίρες της ανθρώπινης δραστηριότητας. Προσλαμβάνει ιεραρχικά χαρακτηριστικά, μόνο στο πλαίσιο ενός παγιωμένου, ιεραρχικού κοινωνικού καταμερισμού της εργασίας. Επιπλέον, η θέσμιση δεν είναι ποτέ «εξωτερική» ως προς το υποκείμενο, αλλά εμπεριέχεται στην ανάπτυξη του, είναι ταυτολογική. Είναι η αναντιστοιχία στην οποία αναφερόμαστε στο κείμενο, που μπορεί να οδηγήσει στην κατάλυση της θέσμισης, την οποία το, ατομικό ή συλλογικό, υποκείμενο ενδέχεται να την βιώσει ως υπαρξιακή κρίση. Όπως έγραψε ο Καστοριάδης, «Κάθε κοινωνία θεσμίζει το θεσμό της και συγχρόνως την “νομιμοποίηση” του. Αυτή η νομιμοποίηση, όρος αδόκιμος, δυτικός, παραπέμπων ήδη σε μια “ορθολογικότητα”, είναι σχεδόν πάντα υπόρρητη, ή καλύτερα ταυτολογική». Κ. Καστοριάδης, Η «Ορθολογικότητα» του Καπιταλισμού (Ύψιλον) σελ. 14.
[ii] Μαζί τα δύο μεγάλα κόμματα συγκέντρωσαν συνολικό ποσοστό 64,15% επί των έγκυρων ψηφοδελτίων. http://ekloges.ypes.gr/current/v/public/#{«cls»:»main»,»params»:{}}.
[iii] Β. Μαρκεζίνης, Μια Νέα Εξωτερική Πολιτική για την Ελλάδα (Λιβάνη), σελ. 463.
[iv] «6,3 εκατομμύρια Έλληνες στο όριο της φτώχειας»,http://www.alfavita.gr/arthron/63-%CE%B5%CE%BA%CE%B1%CF%84%CE%BF%CE%BC%CE%BC%CF%8D%CF%81%CE%B9%CE%B1-%CE%AD%CE%BB%CE%BB%CE%B7%CE%BD%CE%B5%CF%82-%CF%83%CF%84%CE%BF-%CF%8C%CF%81%CE%B9%CE%BF-%CF%84%CE%B7%CF%82-%CF%86%CF%84%CF%8E%CF%87%CE%B5%CE%B9%CE%B1%CF%82.
[v] Α. Δρακωνάκης, ΣΥΡΙΖΑ: Η στρατηγική της κολακείας και το τέλος των κινημάτων, Κοινωνικός Αναρχισμός, Τεύχος 3.
[vi] Μαστίγιο και καρότο από «αγορές» και Ευρωζώνη, Κόντρα, 31-01-2015.