Κατά καιρούς, οι εθνικοί μας νεοναζιστές εκστομίζουν διάφορες απειλές για το τι θα διαπράξουν εναντίον των αγωνιστών (κομμουνιστών, αριστερών, αναρχικών…), όταν αναλάβουν ή καταλάβουν την εξουσία. Η υπόλοιπη Δεξιά του Κυρίου, που περιορίζεται για την ώρα στο να επιβάλει φασιστικά την εξαθλίωση της εργατικής τάξης και των φτωχότερων λαϊκών στρωμάτων, θα συνοδοιπορήσει, σιωπηλώς ή εμπράκτως. Κι αν χρησιμεύει σε κάτι η Ιστορία πάνω στο θέμα, είναι στο να μελετάει κανείς αυτά που διέπραξαν εδώ κι αλλού οι πρόγονοι και οι ήρωες των Χρυσαυγιτών, όπως, για παράδειγμα, οι ναζιστές της Γερμανίας, ώστε να συναγάγει ασφαλή συμπεράσματα. Αυτούς έχουν σαν πρότυπα «ηρώων» οι δικοί μας νεοναζί κι αυτούς μελετάνε με επιμέλεια τα εθνικιστικά μας κτήνη, όχι μόνο για να παραμορφωθούν όσο γίνεται περισσότερο, αλλά για να μπορέσουν κάποτε να τους ξεπεράσουν σε αποκτήνωση. Είναι γνωστές σε όλους μας οι υμνωδίες των νεοναζιστών μας (και ιδιαιτέρως του ιδεολογικού τους εκπροσώπου Χρήστου Παππά του Ουρητή) για τον Γιούλιους Στράιχερ (Julius Streicher), στον οποίο αφιέρωσα ένα κείμενο σε προηγούμενη ανάρτηση. Ύστερα από τη συγγραφή εκείνου του κειμένου και καθώς συνέχισα να μελετώ διάφορα ντοκουμέντα και μαρτυρίες για τη δράση του παντοειδώς εξαμβλωματικού αυτού κτήνους (δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι έμεινε γνωστός ―μάλλον κολακευτικά― ως «Κτήνος της Φρανκονίας»), έτυχε να διαβάσω και την περίπτωση της Άννας Ρατ, μιας Γερμανίδας από τη Νυρεμβέργη, που διέπραξε το κακούργημα να ερωτευτεί και να αρραβωνιαστεί έναν Εβραίο, και μάλιστα να σκοπεύει να παντρευτεί μαζί του και να μολύνει έτσι το αγνό γερμανικό αίμα των Αρίων (σύμφωνα με τη σχετική επιστημονική δοξασία τους, την οποία υποστηρίζουν και οι χρυσαυγίτες στην Βιολογία τους). Κι όλα αυτά πού; Στη Νυρεμβέργη, την πατρίδα του Κτήνους, όπου το 1913 αυτό νυμφεύτηκε την αγαπημένη του Κουνιγκούντε (ναι, υπήρξε και τέτοια, θυμηθείτε άλλωστε τον Μιχαλολιάκο και την αγαπημένη και κομματική του ομόσταβλο Ελένη φον Ζαρούλια)· στην πόλη όπου ο Στράιχερ ξεκίνησε πρώτος (ήδη από το 1919) τις διώξεις κατά των Εβραίων ιδρύοντας αντισημιτικές οργανώσεις σαν την “Deutschvölkischer Schutz und Trutzbund” (Γερμανική Ομοσπονδία Άμυνας και Εθνικής Προστασίας), το αντισημιτικό Γερμανικό Σοσιαλιστικό Κόμμα (Deutschsozialistische Partei), το οποίο συνένωσε με το κόμμα του Χίτλερ, και την αντισημιτική εφημερίδα “Der Stürmer” (σε ελεύθερη απόδοση “Ο Επιθετικός” ή “Ο Επιτιθέμενος”) που προπαγάνδιζε διαρκώς ότι «οι Εβραίοι είχαν συμπράξει με τους Μπολσεβίκους για να προσδέσουν τη Γερμανία στο κομμουνιστικό άρμα (όπως αναφέρει ο ίδιος ο Στράιχερ στην κατάθεσή του κατά τη δίκη του)» κι ότι θα μολυνόταν το αγνό γερμανικό αίμα των νεαρών γερμανίδων από το μιασμένο εβραϊκό των εκμαυλιστών τους, τους οποίους παρουσίαζε με «μεγάλες γαμψές μύτες, εξογκωμένα μάτια, αξύριστους, κοντούς και χοντρούς, συχνά με τη μορφή σκουληκιού, φιδιού ή αράχνης, ενώ τις γυναικείες μορφές των αμόλυντων νεαρών γερμανίδων γυμνές ή ημίγυμνες» (Βικιπαίδεια, «Γιούλιους Στράιχερ»)· στην πόλη που έγινε το επίσημο κέντρο των Ναζί από τότε που αυτοί ανέλαβαν την εξουσία (1933) και την οποία επέλεξαν για να οργανώνουν εκεί τα ετήσια συνέδρια του Εθνικοσοσιαλιστικού τους Κόμματος (NSDAP)· στην πόλη, τέλος (κι ίσως αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία για το θέμα μας), όπου το Κτήνος Στράιχερ κατείχε τη θέση του γκαουλάιτερ, ένα αξίωμα παραστρατιωτικού Διοικητή που, όταν οι Ναζί ανέλαβαν την εξουσία, επενδύθηκε με τεράστιες και ανεξέλεγκτες δημόσιες εξουσίες. Η Άννα Ρατ, λοιπόν, η νεαρή Γερμανίδα από τη Νυρεμβέργη, απ’ τη στιγμή που αγάπησε έναν Εβραίο και σκόπευε να κάνει οικογένεια μαζί του, ήταν μοιραίο ότι θα πέσει στα νύχια του Κτήνους της Φρανκονίας και των αποκτηνωμένων χρυσαυγιτών ―συγγνώμη!― ναζιστών οπαδών του, κι ότι θα υποστεί τις συνέπειες του εγκλήματός της: δημόσια κακοποίηση και διαπόμπευση στην πόλη της Νυρεμβέργης και στη συνέχεια ―περιττό να αναφερθεί― ο αφανισμός της. Οι σχετικές μαρτυρίες που υπάρχουν για το γεγονός είναι όσα περιγράφουν στα ημερολόγια και στ’ απομνημονεύματά τους τρεις άνθρωποι που το έζησαν: Η Μάρθα Ντοντ, κόρη του τότε αμερικανού πρέσβη στη ναζιστική Γερμανία Γουίλιαμ Ντοντ, κατ’ ομολογία της «ελαφρώς αντισημίτισσα» και θαυμάστρια των ναζί, ο αδελφός της Γουίλιαμ ο Νεότερος (ή Μπιλ Τζούνιορ), αδιάφορος για το ναζιστικό χαρακτήρα του καθεστώτος σαν τον πατέρα του και μάλλον αντισημίτης όπως πλείστοι αμερικανοί στη δεκαετία του 1930 που ήθελαν (σύμφωνα με κάποιες δημοσκοπήσεις) «να διώξουν τους Εβραίους από τις Η.Π.Α», και ο Κουέντιν Ρέινολντς, ένας δημοσιογράφος, ανταποκριτής του News Service, που είχε φιλικές σχέσεις με αρκετούς αξιωματούχους των ναζί και ιδιαιτέρως με τον απόφοιτο του Χάρβαρντ και έμπιστο του Χίτλερ Ερνστ Φραντς Σέντγουικ Χάνφστενγκλ, ο οποίος έπαιζε πιάνο τις νύχτες στον Αδόλφο για να τον ηρεμήσει, αρεσκόταν να υποδύεται στο θέατρο τις Ολλανδέζες και προτιμούσε να τον φωνάζουν με το παιδικό του παρατσούκλι «Πούτσι» ― περί ορέξεως κολοκυθόπιτα, που λένε. Οι τρεις αυτοί έτυχε να βρεθούν τη νύχτα των γεγονότων, μέσα Αυγούστου 1933, στην πόλη της Νυρεμβέργης, όταν συνέλαβαν οι ναζιστές την Άννα, την κούρεψαν, την περιέλουσαν με μια λευκή σκόνη σαν αυτές που χρησιμοποιούν στους στρατώνες για απολύμανση κι άρχισαν να την σέρνουν στους δρόμους της Νυρεμβέργης υπό τις ιαχές και τα εμβατήρια του αφηνιασμένου ναζιστικού πλήθους της πόλης. «Ο ενθουσιασμός των ανθρώπων ήταν μεταδοτικός και φώναζα “Heil” εξίσου παθιασμένα με οποιονδήποτε ναζί» θα γράψει η Μάρθα Ντοντ στα απομνημονεύματά της, προσθέτοντας ότι ήταν «γεμάτη έξαψη» κι ότι «η παραζάλη του νέου καθεστώτος» είχε πάνω της «την ίδια επίδραση με το κρασί». Κι όταν έφτασαν τα μεσάνυχτα, ο Ρέινολντς, που είχε ξαναβρεθεί άλλοτε εκεί και ήξερε ότι την ώρα αυτή η Νυρεμβέργη κοιμόταν, θα γράψει στα δικά του απομνημονεύματα ότι αυτή τη φορά ο δρόμος «ήταν γεμάτος από ένα πλήθος ενθουσιωδών, χαρούμενων ανθρώπων» κι ότι η πρώτη του σκέψη ήταν «ότι γλεντούσαν στο πλαίσιο κάποιου φεστιβάλ της θρυλικής παιχνιδοβιομηχανίας της πόλης». Ο ίδιος ρώτησε τον υπάλληλο της ρεσεψιόν του ξενοδοχείου που κατέλυσαν αν θα γίνει κάποια παρέλαση. «Κατά κάποιον τρόπο. Δίνουν σε κάποιον ένα μάθημα» του απάντησε. Φαίνεται ότι όλοι γνώριζαν στην πόλη τι γινόταν, εκτός από τους τρεις. Αυτοί, αφού άφησαν τις αποσκευές στα δωμάτιά τους, βγήκαν για μια βόλτα στην πόλη. Κι είδαν το πλήθος να μεγαλώνει και να φωνάζει γεμάτο κέφι. «Όλοι ήταν εξιταρισμένοι, γελούσαν και μιλούσαν» θα γράψει ο Ρέινολντς. Σε λίγο θ’ ακούσουν τους θορύβους και τις κραυγές ενός άλλου, μεγαλύτερου πλήθους που πλησίαζε συνοδευόμενο από μια μπάντα με χάλκινα πνευστά. «Μπορούσαμε να ακούσουμε τις κραυγές του πλήθους από τρία τετράγωνα μακριά ―κραυγές γέλιου που μεγάλωναν σε ένταση καθώς η μουσική πλησίαζε προς το μέρος μας». Και λίγες στιγμές αργότερα, θα δουν να παρελαύνει μπροστά τους μια φάλαγγα των SA, με καφετιές στολές, πυρσούς και λάβαρα. Ακριβώς πίσω από την πρώτη ομάδα έρχονταν δύο πολύ μεγαλόσωμοι στρατιώτες, που έσερναν μια νεαρή αιχμάλωτο ανάμεσά τους. «Είχαν ξυρίσει τα μαλλιά της» έγραψε ο Ρέινολντς «και είχαν πασπαλίσει το πρόσωπο και το κεφάλι της με λευκή σκόνη», ενώ η Μάρθα βρήκε πως το χρώμα του προσώπου της νεαρής αιχμαλώτου ήταν «όμοιο με αραιωμένο αψέντι». «Παρόλο που φορούσε φούστα», συμπλήρωσε ο Ρέινολντς, «θα μπορούσε να είναι άντρας ντυμένος κλόουν. Το πλήθος γύρω μου ξεκαρδίστηκε από τα γέλια βλέποντας το θέαμα». Και καθώς διαβάζω την παρομοίωσή του, φοβάμαι πως κι ο ίδιος θα ξεκαρδίστηκε από τα γέλια, αν θυμηθώ με τι είδους «αστεία» ενθουσιάζονται οι αμερικανοί της τάξης του. Το ναζιστικό πλήθος «άρχισε να χλευάζει και να εκτοξεύει χυδαιότητες προς τη γυναίκα». Το γέλιο τους ξέσπασε άγριο από παντού, όταν οι στρατιώτες που την έσερναν «ξαφνικά τη σήκωσαν όρθια, αποκαλύπτοντας μια ταμπέλα που της είχαν κρεμάσει στο λαιμό… ΔΟΘΗΚΑ ΣΕ ΕΝΑΝ ΕΒΡΑΙΟ». Οι επιβάτες του πάνω ορόφου ενός λεωφορείου που είχε ακινητοποιηθεί εξαιτίας του πλήθους «έδειχναν την κοπέλα και γελούσαν», κι οι στρατιώτες σήκωσαν και πάλι ψηλά «το παιχνίδι τους» (όπως χαρακτηρίζει ο Ρέινολντς την αιχμάλωτη Άννα), προκειμένου να την βλέπουν όλοι οι επιβάτες καλύτερα. Κι ύστερα, όλοι μαζί, δεσμώτες, SA, μπάντα και ναζιστικό πλήθος αποφάσισαν να μεταφέρουν «αυτό το πλάσμα» (άλλος χαρακτηρισμός του Ρέινολντς) «στην αίθουσα υποδοχής του ξενοδοχείου» των τριών φίλων. Η μπάντα των ναζί έμεινε απέξω για να συνεχίσει να παίζει «δυνατά και περιπαικτικά». Κάποια στιγμή όμως σοβάρεψαν κι άρχισαν να παίζουν το «Τραγούδι του Χορστ Βέσελ» (“Horst Wessel Lied”). Τότε, το φρενιασμένο πλήθος των ναζί στάθηκε κλαρίνο, οι ναζί ύψωσαν τα χέρια σε χιτλερικό χαιρετισμό σαν τον κα(η)μένο τον Κατίδη, κι άρχισαν να τραγουδούν με πάθος: «Ψηλά η σημαία! Πυκνώστε τις γραμμές! / Τα Ες-Α περνούν με βήμα αργό, σταθερό./ Και οι σύντροφοί μας, θύματα των κόκκινων και των αντιδραστικών /είναι στο πλάι μας, και μας ακολουθούν. Ανοίξτε δρόμο, στα καφέ τα τάγματα / ανοίξτε δρόμο, να περάσουν οι άνδρες της Ες-Α. / Εκατομμύρια πολίτες εμπιστεύονται τον αγκυλωτό σταυρό. / Η μέρα για ελευθερία και ψωμί χαράζει. Για τελευταία φορά θα ηχήσει πλέον η σάλπιγγα! / Είμαστε όλοι ήδη έτοιμοι για μάχη! / Σύντομα θα κυματίζουν χιτλερικές σημαίες πάνω από οδοφράγματα. / Η δουλεία διαρκεί λίγη μόνο ώρα! Ψηλά η σημαία! Πυκνώστε τις γραμμές!/ Τα Ες-Α περνούν με βήμα αργό, σταθερό. / Και οι σύντροφοί μας, θύματα των κόκκινων και των αντιδραστικών / είναι στο πλάι μας, και μας ακολουθούν.» [Το άσμα αυτό, που προκαλούσε πάντα ρίγη ηρωικής συγκίνησης και ενέπνεε βαθύτατο σεβασμό στους ναζιστές, το έγραψε ο Χορστ Βέσελ (Horst Ludwig Wessel), ένας νταβατζής που διετέλεσε «αξιωματικός» της παραστρατιωτικής οργάνωσης των SA ή «Ταγμάτων εφόδου» και που ύστερα από τη δολοφονία του (από κάποιον άλλο νταβατζή, για λόγους που αφορούσαν την διεκδίκηση της «προστασίας» κάποιας κοπέλας του επαγγέλματος) οι Ναζί τον ανακήρυξαν σε «ήρωα» των Εθνικοσοσιαλιστών, ισχυριζόμενοι συκοφαντικώς, ως συνήθως, ότι τον σκότωσαν οι κομμουνιστές. Το ποίημά του «Die Fahne hoch» (Ψηλά τη σημαία) έγινε γνωστό ως «Horst Wessel Lied» (Το τραγούδι του Χορστ Βέσελ) και ενσωματώθηκε στον γερμανικό εθνικό ύμνο από το 1933 έως το 1945. Το άσμα αυτό του Βέζελ μελοποιήθηκε και αποτέλεσε το πρώτο ναζιστικό εμβατήριο που κυκλοφόρησε σε δίσκο (1930), ενώ έγιναν αναρίθμητες διασκευές του, στις οποίες περιλαμβάνονται κουαρτέτο για μαντολίνο, σόλο κιθάρα, φυσαρμόνικα, ακορντεόν και πολλές διασκευές για φωνητικά σύνολα. Το άσμα έγινε τόσο δημοφιλές, ώστε η πρώτη του στροφή να ενσωματωθεί νομοθετικά, το 1933, στον Γερμανικό Εθνικό ύμνο.]
Ο Βέσελ ως επικεφαλής και η αγέλη των SA παρελαύνουν στη Νυρεμβέργη (1929)
Όταν τέλειωσε το εμετικό εμβατήριο, η ναζιστική αγέλη πήρε το θύμα της και αναχώρησε για να συνεχίσει την διαπόμπευση, που ήταν βέβαιο ότι θα ολοκληρωνόταν στο τέλος της «γιορτής» με το λιντσάρισμα και τον αφανισμό της νέας γυναίκας. «Ήθελα να τους ακολουθήσω», έγραψε η κόρη του αμερικανού πρέσβη Μάρθα Ντοντ, «αλλά οι άλλοι δυο προτιμούσαν να μείνουν στο μπαρ του ξενοδοχείου και να μεθύσουν», οπότε αναγκάστηκε να μείνει μαζί τους. Περαιτέρω, η «ελαφρώς αντισημίτισσα» Μάρθα, προσέθεσε στις αποκαλύψεις της άλλη μία ομολογία: «προσπαθούσα», γράφει, «να δικαιολογήσω τις πράξεις των ναζί και επέμενα ότι δεν έπρεπε να καταδικάζουμε τα όσα βλέπαμε δίχως να γνωρίζουμε ολόκληρη την ιστορία», την οποία τελικά τους αφηγήθηκε ψιθυριστά ο μπάρμαν: αγνοώντας τις προειδοποιήσεις των ναζί κατά των γάμων μεταξύ Εβραίων και Αρίων, η νεαρή γυναίκα σκόπευε να παντρευτεί τον εβραίο αρραβωνιαστικό της, κάτι πολύ επικίνδυνο εκείνη την εποχή στην Γερμανία και ιδιαιτέρως στη Νυρεμβέργη: «Πιθανότατα θα έχεις ακουστά τον Herr S.», συμπλήρωσε, εννοώντας τον Julius Streicher. «Ξέρεις όμως ότι εδώ βρίσκεται το σπίτι του;» Και στο σημείο αυτό τελείωσε η αφήγηση για την ιστορία της Άννας Ρατ, γιατί τα υπόλοιπα ήταν προφανώς αυτονόητα, ιδιαιτέρως σε μια εποχή που το Κτήνος Στράιχερ, ως γκαουλάιτερ της Νυρεμβέργης, είχε το πρόσταγμα και οργάνωνε τις ναζιστικές ορδές, τα πογκρόμ και τα λιντσαρίσματα των θυμάτων του, κυρίως των Εβραίων. Διαβάζοντας τις παραπάνω μαρτυρίες των αμερικανών «φίλων» μας, σκέφτομαι ότι το «σπίτι» του Herr Michaloliakos και της νεοναζιστικής του αγέλης βρίσκεται στην περιοχή του Αγίου Παντελεήμονα κι ότι εκεί ανέδειξαν την αγαθοεργό τους δράση με τα πογκρόμ, τα λιντσαρίσματα και τα μαχαιρώματα κατά των μεταναστών. Κι είμαι βέβαιος ότι το όνειρό τους, αν τους δοθεί η ευκαιρία, είναι να μετατρέψουν την Αθήνα (κι όχι μόνο την Αθήνα) σε «Νυρεμβέργη» της εποχής του Στράιχερ. Αν, φυσικά, τους αφήσουμε…
Υστερόγραφη σημείωση: Οι μαρτυρίες (κυρίως της θαυμάστριας των ναζί Μάρθας Ντοντ και του δημοσιογράφου Κουέντιν Ρέινολντς) περιέχονται στα απομνημονεύματά τους (όσα αφορούν την παραπάνω εποχή) και στο βιβλίο «Στον κήπο με τα θηρία» του ιστορικού και δημοσιογράφου Έρικ Λάρσον. Πού αλλού, άλλωστε, εκτός από το ναζιστικό «κήπο με τα θηρία» (όπως μεταφράζεται η πλατεία «Τιεργκάρντεν» του Βερολίνου) θα εύρισκαν ελεύθερο πεδίο ανθρωποφαγίας ένα κτήνος σαν τον Γιούλιους Στράιχερ και οι ναζιστικές αγέλες των οπαδών του… Ας σημειωθεί ότι στην πλατεία Τιεργκάρντεν σκότωσαν την Ρόζα Λούξεμπουργκ το 1919 οι γερμανοί «δημοκράτες», αφού προηγουμένως την είχαν ξυλοκοπήσει μέχρι θανάτου.