Η ΘΕΩΡΙΑ ΤΗΣ ΑΝΑΡΧΙΑΣ ΙΙ
Από τον Νώντα Κούκα
Εάν τα συμπεράσματά σου αντικρούουν την κοινή λογική, τότε κρίμα για την κοινή λογική: εάν προσκρούουν πάνω στην αποδεδειγμένη φιλοσοφική άποψη, τότε τόσο το χειρότερο για την παραδεδειγμένη άποψη. Αλλά εάν όμως αυτά τα συμπεράσματα πρέπει να απορρίψουν τα ίδια τα γεγονότα της εμπειρίας μας, τότε πρέπει να τα πετάξεις στη φωτιά.
Ρίτσαρντ Φέιμαν, φυσικός.
Η δικτατορία του explanandum [ή του σώζειν τα (ιδεολογικά) φαινόμενα]
Η κλασική επιστήμη είναι έρευνα που βεβαιώνει τα φαινόμενα και αποκαλύπτει τους νόμους που τα διέπουν. Από την άλλη μεριά, η κλασική φιλοσοφία είναι έρευνα που βεβαιώνει κι αυτή τα φαινόμενα, αλλά προχωράει παραπέρα και αναζητεί την αλήθεια των νόμων που τη διέπουν. Καμία όμως από τις εν λόγω δύο έρευνες – ούτε η φιλοσοφική ούτε η επιστημονική – δεν αποστασιοποιείται από τη δικτατορία των φαινομένων, που κωδικοποιείται στην περιβόητη αρχή του «σώζειν τα φαινόμενα».
Κάθε φιλοσοφική ή επιστημονική θεωρία είναι εκ των προτέρων καταδικασμένη, αν αρνηθεί τα προφανή γεγονότα. Οι αντιλήψεις μας και τα πορίσματά μας, που συνάγονται από την εμπειρία μας, μπορούν να συζητηθούν και να διερευνηθούν περαιτέρω, όμως αυτά καθαυτά τα γεγονότα της εμπειρίας δεν γίνεται ούτε να θυσιαστούν ούτε να παραβλεφθούν προς χάριν του θεωρητικού ενδιαφέροντος.
Η αναγκαιότητα του σώζειν τα φαινόμενα γίνεται ακόμη πιο επιτακτική, για έναν ακόμη λόγο: το explanandum – τη σχέση μιας εξήγησης με αυτό που ερμηνεύει. Για να υπάρξει δηλαδή ένα καταρχάς expanandum πρέπει να υφίσταται κάποιο φαινόμενο, που μπορεί να «ξεχωρίσει», να «αναγνωριστεί» και να «εξατομικευτεί» στην εμπειρία μας και κατόπιν να εξηγηθεί. Όμως αν μια εξήγηση δεν ερμηνεύει την ύπαρξη του explanandum ή τη δυνατότητά μας να το ξεχωρίσουμε, τότε πραγματικά δεν είναι δυνατόν να του προσφέρει την παραμικρή ερμηνεία.
Για παράδειγμα, στην περίπτωση της Λογικής θα μπορούσε κανείς να αρχίσει με τις προτάσεις, τις κρίσεις και τους συλλογισμούς και εν συνεχεία να φτάσει στη διατύπωση μιας γλωσσολογικής θεωρίας. Αλλά εάν τούτη η θεωρία, στην τελική της εκκαθάριση, δεν προσφέρει κάποια θέση για εκείνες τις εμπειρίες ένεκα των οποίων αρχικά δημιουργήθηκε, τότε, αν μη τι άλλο, θα μείνουμε με την απορία αν πρόκειται έστω και στο ελάχιστο για θεωρία λογική. Το ίδιο κάνουμε και σε μια κοινωνική θεωρία: αν στα τελικά πορίσματά της εξοστρακίζεται (χονδρικά μιλώντας) τόσο η κοινωνία όσο και το άτομο, τότε μάλλον αυτή δεν (πρέπει να) είναι κοινωνική θεωρία.
Η απομυθοποίηση επί θύραις: κομμουνισμός και Αναρχία
Τώρα όμως το θέμα που ανακύπτει με την εμμονική προσκόλληση στο explanandum είναι ακριβώς αυτό: τι γίνεται με την αποκάλυψη και τη φανέρωση της «πραγματικότητας» ως ψευδαίσθησης; Παραδείγματος χάριν, η ψευδαίσθηση του χρόνου ή το φαινόμενο της ψευδούς συνείδησης ή τα συνειδητά φαινόμενα σε σχέση με το ασυνείδητο, που συνιστούν διαφορετικά επίπεδα εξήγησης της πραγματικότητας, σώζουν ή δεν σώζουν τα φαινόμενα; Τελικά ο χρόνος (t) της θεωρίας της σχετικότητας σώζει ή δεν σώζει το φαινόμενο του διαισθητικού χρόνου – του οικείου χρόνου που όλοι μας βιώνουμε;
Ο «κομμουνισμός» ως διαδικασία τείνει να απελευθερώσει την ανθρωπότητα από τη δικτατορία του explanandum, απομυθοποιώντας το και στήνοντάς το στις πραγματικές του διαστάσεις. Καθώς καταργεί, σαν κίνηση που είναι, την προηγούμενη κατάσταση των πραγμάτων, καταργεί συγχρόνως τη δικτατορία των «προφανών γεγονότων» της εμπειρίας, αντικαθιστώντας την με την ανατροπή των υλικών όρων της οικονομικής βάσης της κοινωνίας, η οποία παροχετεύει ιδεολογία και ψευδή συνείδηση στο εποικοδόμημά της.
Από την κατανόηση λοιπόν ότι υπάρχουν διαφορετικά επίπεδα εξήγησης των φαινομένων, περνάμε σταδιακά στην κατάργηση του σώζειν των (ιδεολογικών) φαινομένων, που λαμβάνουν χώρα αναγκαστικά σε μια καπιταλιστική κοινωνία. Άρα, κομμουνισμός είναι η διαδικασία όχι του σώζειν τα (ιδεολογικά) φαινόμενα που συλλαμβάνει η ατομική συνείδηση, αλλά του σώζειν των πραγματικών γεγονότων που συλλαμβάνει η ταξική/κοινωνική συνείδηση. Και μπορούμε να είμαστε βέβαιοι πως η διαφορά ανάμεσα στην ιδεολογική προφάνεια και την πραγματική διαφάνεια είναι αβυσσαλέα χαώδης. Εδώ ο χωροχρόνος, όπου ενδιάμεσα λαμβάνει χώρα η ανειρήνευτη σύγκρουση ανάμεσα στο ιδεολογικό explanandum και το πραγματικό, καλείται Ιστορία.
Και όταν πια το πραγματικό explanandum επικρατήσει κατά κράτος και εγκαθιδρυθεί οριστικά, τότε λοιπόν θα έχουμε το τέλος της Ιστορίας και την έλευση της Αναρχίας ως κατάστασης. Τώρα μάλλον δεν θα υπάρχει καν η ανάγκη της θεωρίας που σώζει έστω τα πραγματικά φαινόμενα. Διότι Αναρχία σημαίνει όχι πραγματικότητα που θεάται αλλά πραγματικότητα που θεώνεται και βιώνεται.
πηγή: