Παραίτηση
Σέρνονται οι μέρες σου, σκουλήκια σαρκοβόρα, σε μια διαδοχή πόνου και παραίτησης.
Τυφλά συναισθήματα αγκαλιάζουν το είναι σου, σάβανα μιας αόριστης παραίσθησης.
Γιορτές, επέτειοι, γλέντια ακολουθούν τον προγραμματισμό του αποδεκτού. Κενές παρουσίες στον βωμό της συνήθειας, στείρες επαφές, ανίκανες να επικοινωνήσουν, μάσκες ανέκφραστες.
Οι οθόνες κρατούν μονάχα εικόνες επίπλαστες, στα ραδιόφωνα μάντεις, προφήτες και κήρυκες, ανάμεσα σε τραγούδια κονσέρβας. Τα τηλέφωνα σιώπησαν, βουβές αποδείξεις κακών μαντάτων για κάποιους που λέγονταν “φίλοι” σου.
Το παιδί πεινάει όλο και πιο συχνά πλέον. “Τελειώνει το ψωμί, μαμά”. Και κάθε φορά διαμαρτύρεται και λιγότερο. Όχι, δεν καταλαβαίνει, απλά κουράστηκε. Σύντομα θα γίνει κι αυτό σαν κι εσένα.
Πρωινό ξύπνημα, βλέμμα στο κενό, ολοήμερη αναμονή. Περιμένεις. Τι άραγε;
Σκιές προσποιούνται ανθρώπους, σκιές που πασχίζουν να γίνουν ένα με το σκοτάδι. Σκιές που βολεύονται στα ψίχουλα που θα αρπάξουν από τα ψίχουλα του δίπλα τους. Σκιές που ανοίγουν τις πόρτες σε πανάρχαια τέρατα, αρκεί να κερδίσουν ένα κομμάτι από το χρόνο. Σκιές που φοβούνται το φως.
Σηκώνεσαι απ’ όπου κι αν κάθεσαι, απλά και μόνο για να κάτσεις πιο δίπλα. Να κάτσεις. Να περιμένεις. Να υπάρξεις για λίγο ακόμα. Λίγο ακόμα. Λίγο.
Η πείνα, η δίψα, ο έρωτας, αυτόματες ανάγκες για διεκπεραίωση. Δεν βλέπεις, δεν ακούς, δεν μυρίζεις, δεν αγγίζεις τίποτα. Τα πάντα περιστρέφονται σε μια σφαίρα αδιαφορίας, μιας ουδέτερης επαφής με το τώρα. Ανίκανα να γεννήσουν συναίσθημα, όλα παράγουν κενές υποσχέσεις μιας ανούσιας ύπαρξης, ενός εθελοντικού εγκλεισμού. Δεσμώτης της συνήθειας, της διεκπεραίωσης.
Και το τηλέφωνο βουβό, οι οθόνες κενές. Πονάει, αλλά όχι πια όπως πρώτα. Πονάει μουντά, συνεχόμενα, υποφερτά. Τόσο υποφερτά που ποτέ, μα ποτέ, δεν θα ξεφύγεις.
.
ShortUrl: http://wp.me/p2tMSd-7K
αναδημοσίευση από εδώ:
http://methexiserratum.wordpress.com/2014/10/28/%CF%80%CE%B1%CF%81%CE%B1%CE%AF%CF%84%CE%B7%CF%83%CE%B7/