Στην πολιτική τόσο η εξαπάτηση όσο και η σύγχυση κατέχουν περίοπτη θέση. Η πρώτη (εξαπάτηση) ωφελείται από την δεύτερη (σύγχυση), όπως και το αντίστροφο. Πολλές φορές η μία απλά βαδίζει στα χνάρια της άλλης, γι’ αυτό και σε πολλές περιπτώσεις μοιάζουν να ταυτίζονται, χωρίς όμως κάτι τέτοιο να συμβαίνει τουλάχιστον σε απόλυτο βαθμό.
Η εξαπάτηση προϋποθέτει και στηρίζεται σε μια εσωτερική σχέση των μερών που εμπλέκονται σ’ αυτήν, σε μια σχέση μεγαλύτερης ή μικρότερης εμπιστοσύνης. Όσο περισσότερο έχει διαρκέσει στο παρελθόν αυτή η σχέση εμπιστοσύνης, άλλο τόσο είναι δυνατόν να ισχυροποιηθούν τα δεσμά που οφείλονται στην εξαπάτηση. Το γεγονός αυτό σταδιακά οδηγεί στον φανατισμό, αφού η διάρκεια του εγκλωβισμού σε μια παρόμοια κατάσταση εξαφανίζει ακόμα και αυτήν την εξόφθαλμη μετακίνηση σε θέσεις, απόψεις και πρακτικές. Οι εξαπατημένοι τότε παύουν οριστικά να υφίστανται σαν τέτοιοι και μετατρέπονται σε άνευ προηγουμένου ζηλωτές, επιδιδόμενοι πλέον σε μια άνευ όρων υπεράσπιση όσων προηγουμένως αντιμάχονταν ή θεωρούσαν ότι αντιμάχονταν.
Ανάμεσα τους, βέβαια, διακρίνονται με ευκολία και εκείνοι, που μέχρι τότε απλά δεν τους είχε δοθεί η ευκαιρία ή δεν την είχαν αδράξει, ώστε να αλλάξουν στρατόπεδο, γιατί εξίσου απλά προτιμούν να συστρατεύονται με εκείνους που φαντάζουν στα μάτια τους ως ισχυροί.
Η σύγχυση, πάλι, κατασκευάζεται ή στηρίζεται στην χρήση περισσότερων «υλικών», όπως η άγνοια, η προχειρότητα, η κατάλληλη «πληροφόρηση» ή η ενδεδειγμένη «μη πληροφόρηση», στη χειραγώγηση συναισθημάτων, όπως η οργή, ο ενθουσιασμός, η φιλία και διαθέσεων, όπως εκείνων λόγου χάρη για δράση ή καταστάσεων, όπως ο παρεϊσμός, η συνεύρεση σε κοινούς τόπους και η αποδοχή της χρήσης (περιστασιακά ή μη) ουσιών.
Θα ήταν όμως παράλειψη αν δεν αναφέραμε ότι στην πολιτική η υποκρισία ήταν και παραμένει ο κινητήριος μοχλός της σύγχυσης και πρώτα απ’ όλα σε ιδεολογικό επίπεδο.
Ας εστιάσουμε όμως στο ζήτημα της κρατικής καταστολής, αυτή την φορά από μια διαφορετική οπτική.
Υποστηρίζεται, στο όνομα μηδενιστικών φληναφημάτων, ότι εφ’ όσον κάθε «πολιτική αναρχική(;;;) οργάνωση» δεν μπορεί «παρά να δρα υπό το φόβο της παρείσφρησης σε αυτή μπάτσων και ασφαλιτών και ως εκ τούτου κάθε δράση της θα είναι δυνάμει ελεγχόμενη από το Κράτος», έτσι η «μυστικότητα των δράσεων, από την πιο απλή έως την πιο σύνθετη» επαφίεται «στα κλειστά άτυπα δίκτυα, ώστε να διασφαλιστεί η μυστικότητα των εγχειρημάτων και η αποτελεσματικότητα των δράσεων». Το συγκεκριμένο επιχείρημα, που πηγάζει σαφώς από τις συνεχείς ανάγκες στρατολόγησης, βασίζεται τόσο στηνεξαπάτηση όσο και στην σύγχυση. Είναι, όμως, άλλο τόσο βαθιά υποκριτικό.
Οι ποικιλώνυμοι φορείς του παραπάνω τρόπου σκέψης αναφορικά με τη «μυστικότητα των εγχειρημάτων» επιμελώς αποφεύγουν, όχι μόνο να αποδώσουν ευθύνες, είτε σε λογικές, είτε σε διαχεόμενες επαναστατικές εμμονές, αλλά και να αναφερθούν καν στο ζήτημα. Αυτοί που έσχιζαν τα ιμάτιά τους, πριν κάποια χρόνια, αποδίδοντας ευθύνες και καταδικάζοντας –για ψύλλου πήδημα–, άτομα και απόψεις, για ορισμένες συλλήψεις κατά τη διάρκεια συγκρούσεων σε πορείες, τώρα σιωπούν συνένοχα για τις μαζικές φυλακίσεις. Η «ευγενής ράτσα» των μαχητών εμφανίζεται έτοιμη να υποφέρει τα πάνδεινα εις όφελος, πάντα, του συμφέροντος των «μοναδικών» στρατιωτών του πολέμου «όλοι εναντίον όλων», για να αυξηθεί η δύναμη του καθενός ξεχωριστά (!!!)
Εδώ, η μαχητικότητα τονίζεται για να μετατραπεί σε υπεραξία και να καλυφθεί με ομίχλη κάθε ενοχλητικό ερώτημα και οι συνέπειες της καταστολής. Έτσι, η «παρανομία» γίνεται …ευλογημένη και βέβαια δεν υπάρχει κανένας προβληματισμός, εάν και πότε το κράτος ωθεί σε αυτήν. Η φευγαλέα αναφορά σε δήθεν επιχειρησιακά λάθη έρχεται, είτε κομψά, είτε άκομψα να προσπεράσει τη «λακκούβα» των εξηγήσεων για απαράδεκτες ενέργειες ομηρίας (Κοζάνη), που έπονται κωμικοτραγικών οπερετικών σκηνών, ενώ ο αριθμός των συλληφθέντων που ολοένα και μεγαλώνει προβάλλεται από ένα σημείο και μετά σαν ζητούμενο για να αποδεικνύεται η μαχητικότητα (;;;) ή τουλάχιστον σαν αναγκαίο κακό. Και ενώ η κριτική ενάντια στην αριστερά ή στην πολιτική δίνει και παίρνει με δανεικά ή ίδια επιχειρήματα, μάς είναι αδύνατον να καταλάβουμε σε τί διαφέρουν οι αλληλέγγυες αναφορές που εγκωμιάζουν δολοφονίες στο όνομα της «απαλλοτρίωσης» (Πάρος), όσον αφορά, είτε την ιδιοτέλεια που προάγουν «ιδεολογικά», είτε την απόκτηση δύναμης που διεκδικούν συμμαχώντας με ποινικούς, που μόνο για την οποιουδήποτε είδους επαναστατική τους δράση δεν είναι γνωστοί.
Ας το ξεκαθαρίσουμε, λοιπόν, με κάθε τρόπο. Η θέληση για δύναμη δεν μπορεί παρά να οδηγεί στην καθυπόταξη των αδύναμων, των λιγότερο ισχυρών, που πρέπει να τσακιστούν. σημαίνει ιδιοποίηση, κατασυκοφάντηση. Η προτροπή σε μια συνεχή μάχη, με τις απώλειες συνεχώς να μεγαλώνουν, δεν είναι απλά ανιστόρητη. Φυσικά οι μυημένοι δεν θεωρούν ότι έχουν να δώσουν κανενός είδους εξήγηση –σε κανέναν και για τίποτα– όχι επειδή δεν έχουν την δυνατότητα κατανόησης της κατάστασης, αλλά πολύ απλά γιατί γνωρίζουν ότι οι συνέπειες της καταστολής οφείλονται σε μεγάλο βαθμό στην ίδια τους την «άποψη», που κατά βάση είναι ένα βαθύτατα εξουσιαστικό συνονθύλευμα. Σ’ αυτήν ακριβώς την κατεύθυνση κινείται και η ηρωοποίηση, κατά καιρούς, ορισμένων συλληφθέντων.
Μήπως, οι δεκάδες συλληφθέντες των τελευταίων ετών, περιήλθαν σ’ αυτήν την κατάσταση, επειδή εντοπίστηκαν από τις διωκτικές αρχές να συμμετέχουν σε αναρχικές ομάδες; Όχι βέβαια. Απλά. Εάν υπάρχει υποτίμηση των δυνατοτήτων του κράτους να αντλεί πληροφορίες, να παρακολουθεί και να διεισδύει σε χύμα καταστάσεις φαντασιακά αόρατων, τότε βρισκόμαστε ή ενώπιον χαμηλής νοημοσύνης ή προδιαγεγραμμένης σκοπιμότητας.
Δεν είναι, λοιπόν, περίεργο που επικρατεί σιγή ιχθύος, από την πλευρά τών όσων συνεπών μηδενιστών υπάρχουν(;;;), για την στήριξη της αριστεράς, έτσι όπως έχει αυτή εκφραστεί στο όνομα του μηδενισμού. Εκτός και αν δεν πήραν ούτε αυτό το γεγονός χαμπάρι, δηλαδή, την άνευ προηγουμένου προεκλογική καμπάνια των «συνεπών» προπαγανδιστών του μηδενισμού (και όχι μόνο, ο «χώρος» δοξάστηκε και πάλι ουκ ολίγον…) για το κόμμα του κ. Τσίπρα. Αλλά, ας είναι.
Έχουμε ξαναγράψει ότι η κατασκευή ενός «νέου» –δήθεν– ιδεολογικού περιγράμματος, που θα απωθήσει τις υποτιθέμενα «παλιές» απόψεις, μοιάζει με ένα μωσαϊκό, στο οποίο καθρεπτίζεται αυτό που συνήθως περιγράφεται ως «λίγο απ’ όλα». Το κίνημα του «όλοι μαζί», εκστράτευσε σε αυτήν την κατεύθυνση μετά το 2002, με όλες του τις δυνάμεις. Η επιταχυνόμενη ενσωμάτωσή του και η καταφυγή του –χωρίς προσχήματα– κάτω από τις «στοργικές» φτερούγες της αριστεράς, που προβάρει σαν το γύφτικο σκεπάρνι τις κυβερνητικές της φορεσιές, δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί. Ευχόμαστε το καλύτερο.
Ας μην άγχεται η μηδενιστική ουρίτσα της αριστεράς. Είναι αδιαμφισβήτητη, –ιστορικά και πολιτικά– η θέση της στο αριστερό «κύκλωμα» και κατοχυρωμένη στο παρόν. Στους «συνεπείς» μηδενιστές, –αλλά και τους γιαλαντζί– της ίδιας συνομοταξίας, αφιερώνουμε το παρακάτω απόσπασμα…
«Την πρακτική του κομμουνισμού, έτσι όπως τη ζούμε, την ονομάζουμε “το Κόμμα”. Όταν καταφέρνουμε να ξεπεράσουμε μαζί ένα εμπόδιο ή αποκτούμε ένα ανώτερο επίπεδο “μοιράσματος” λέμε πως “χτίζουμε το Κόμμα”. Σίγουρα κι άλλοι που δεν τους γνωρίζουμε ακόμα, χτίζουν το Κόμμα κάπου αλλού. Αυτό το κάλεσμα απευθύνεται σ’ αυτούς. Καμία εμπειρία του κομμουνισμού στην εποχή μας δε μπορεί να επιβιώσει χωρίς να οργανωθεί, να συνδεθεί με άλλους, να τεθεί υπό κρίση, να διεξάγει πόλεμο. […] Το Κόμμα είναι ένα σύνολο χώρων, υποδομών, κομμουνιστοκοποιημένων μέσων. και τα όνειρα, τα σώματα, οι ψίθυροι, οι σκέψεις, οι επιθυμίες που κυκλοφορούν σ’ αυτούς τους χώρους, η χρήση αυτών των μέσων, το μοίρασμα αυτών των υποδομών. Η έννοια του Κόμματος απαντάει στην αναγκαιότητα μιας ελάχιστης μορφής, που μας κάνει προσιτούς ενώ μας επιτρέπει να παραμένουμε αόρατοι. […] Κοιτάζοντας το από πιο κοντά, το Κόμμα δε μπορεί να είναι παρά μόνο αυτό: Μετατροπή της ευαισθησίας σε δύναμη» (Αόρατη Επιτροπή, Κάλεσμα, Γαλλία 2004).
Και επειδή το «Παντού οι συμμαχίες είναι δυνατές» ήταν ήδη από τότε διαδεδομένο να κλείσουμε με ένα ακόμα απόσπασμα από τους παραπάνω «αόρατους»:
«Σε κάθε ηθικό μέλημα, σε κάθε μέλημα για γνησιότητα, αντιπαραθέτουμε τη συλλογική διαμόρφωση μιας στρατηγικής. Δεν είναι κακό παρά μόνο αυτό μας εμποδίζει την ανάπτυξη της δύναμής μας. Από αυτή τη θέση προκύπτει το ότι δεν διαχωρίζουμε την οικονομία από την πολιτική. Η προοπτική του να σχηματίσουμε συμμορίες δε μας τρομάζει, αυτή του να θεωρηθούμε μια μαφία μάλλον μας διασκεδάζει».