Τίθεται το ερώτημα αν μπορούν ακόμα οι δυτικές κοινωνίες να κατασκευάσουν το είδος εκείνο του ατόμου που είναι απαραίτητο για τη συνέχιση της λειτουργίας τους.
Το πρώτο και κύριο εργαστήριο κατασκευής σύμμορφων προς την κοινωνία ατόμων είναι η οικογένεια. Η κρίση της σύγχρονης οικογένειας δεν έγκειται μόνο ούτε κυρίως στη στατιστική της διάλυση· το βασικό είναι ο θρυμματισμός και η αποσύνθεση των παραδοσιακών ρόλων -άντρας, γυναίκα, γονείς, παιδιά- και η συνέπειά τους: ο άμορφος αποπροσανατολισμός των νέων γενεών.
‘Όσα είπαμε προηγουμένως για τα κινήματα των τελευταίων είκοσι χρόνων ισχύουν και για αυτόν τον τομέα (αν και, στην περίπτωση της οικογένειας, η διαδικασία χρονολογείται από πολύ παλιότερα. Έχει αρχίσει, προκειμένου για τις πιο «εξελιγμένες» χώρες, εδώ και τρία τέταρτα του αιώνα). Η αποσύνθεση των παραδοσιακών ρόλων αντανακλά τη ροπή των ατόμων προς την αυτονομία και περιέχει σπέρματα χειραφέτησης. Έχω όμως επισημάνει από παλιά την αμφισημία των συνεπειών της. Όσο περνούν τα χρόνια, τόσο περισσότερο δικαιούμαστε ν’ αμφιβάλλουμε κατά πόσον η διαδικασία αυτή οδηγεί στην εκκόλαψη νέων τροπών ζωής και όχι στον αποπροσανατολισμό και την ανομία.
Ένα κοινωνικό σύστημα όπου ο ρόλος της οικογένειας περνά σε δεύτερη μοίρα, ενώ ταυτόχρονα ενισχύεται ο ρόλος άλλων θεσμών ανατροφής και διάπλασης, δεν έχει τίποτα το αδιανόητο. Πολλές αρχαϊκές φυλές, όπως άλλωστε και η Σπάρτη, διαμόρφωσαν τέτοια συστήματα. Στη Δύση, από μια περίοδο και μετά, το ρόλο αυτό τον έπαιξε όλο και περισσότερο από τη μια το εκπαιδευτικό σύστημα και από την άλλη η περιρρέουσα κουλτούρα -γενική και ειδική (τοπική: χωριό· η δεμένη με τη δουλειά: εργοστάσιο κ.λπ.).
To δυτικό όμως εκπαιδευτικό σύστημα έχει μπει εδώ και είκοσι χρόνια σε φάση επιταχυνόμενης διάλυσης. Υφίσταται κρίση περιεχομένου: τι μεταδίδεται, και τι πρέπει να μεταδίδεται, και με βάση ποια κριτήρια; Δηλαδή: κρίση των «προγραμμάτων» και κρίση του στόχου προς τον οποίο καταρτίζονται τα προγράμματα. Διέρχεται επίσης κρίση της εκπαιδευτικής σχέσης: ο παραδοσιακός τύπος της αναντίρρητης αυθεντίας έχει γκρεμιστεί, και νέοι τύποι -ο δάσκαλος-συμμαθητής, για παράδειγμα- δεν καταφέρνουν ούτε να διαμορφωθούν, ούτε να αναγνωριστούν, ούτε να διαδοθούν. Όμως όλες αυτές οι διαπιστώσεις θα παρέμεναν αφηρημένες αν δεν τις συσχετίζαμε με την πιο εξόφθαλμη και εκτυφλωτική εκδήλωση της κρίσης του εκπαιδευτικού συστήματος, που κανείς δεν τολμά καν να την αναφέρει. Ούτε οι μαθητές ούτε οι δάσκαλοι ενδιαφέρονται πια γι’ αυτό που συμβαίνει μέσα στο σχολείο σαν τέτοιο, και οι μετέχοντες δεν επενδύουν πια στην παιδεία ως παιδεία. Για τους εκπαιδευτικούς έχει γίνει αγγαρεία το προς το ζην, ενώ για τους μαθητές, για τους οποίους έχει πάψει να είναι το μοναδικό άνοιγμα προς τον εξωοικογενειακό κόσμο, και οι οποίοι δεν έχουν ακόμα την απαιτούμενη ηλικία (ή ψυχική δομή) ώστε να μπορούν να τη δουν ως εργαλειακή επένδυση (ολοένα προβληματικότερης άλλωστε αποδοτικότητας), έχει καταντήσει μια βαρετή υποχρέωση. Με δυο λόγια, το ζητούμενο είναι η απόκτηση ενός «χαρτιού» που θα επιτρέπει την άσκηση ενός επαγγέλματος (εφόσον βρει κανείς δουλειά). Θα μας απαντήσουν ότι, στην ουσία, πάντα έτσι ήταν. Ίσως. Αλλά δεν είναι αυτό το ζήτημα. Άλλοτε -έως πρόσφατα- όλες οι διαστάσεις του εκπαιδευτικού συστήματος (και οι αξίες στις όποιες παρέπεμπαν) ήταν αδιαμφισβήτητες· τώρα δεν είναι πια.
Το νεαρό άτομο προέρχεται από μια παραπαίουσα οικογένεια, συχνάζει -ή και όχι- σ’ ένα σχολείο που το βλέπει σαν αγγαρεία, βρίσκεται τέλος μπροστά σε μια κοινωνία, στην οποία όλες οι «αξίες» και οι «νόρμες» έχουν λίγο πολύ αντικατασταθεί από το «βιοτικό επίπεδο», την «οικονομική επιφάνεια», τις ανέσεις και την κατανάλωση. Ούτε θρησκεία, ούτε «πολιτικές» ιδέες, ούτε κοινωνική αλληλεγγύη με κάποια τοπική ή εργασιακή κοινότητα, με κάποιους «ταξικούς συντρόφους». Αν δεν περιθωριοποιηθεί (ναρκωτικά, εγκληματικότητα, «χαρακτηρολογική» αστάθεια), του μένει η βασιλική οδός της ιδιώτευσης, που μπορεί αν θέλει να την εμπλουτίσει με μία ή περισσότερες προσωπικές μανίες. Ζούμε στην κοινωνία των λόμπι και των χόμπι.