Εμείς, οι αριθμοί
by Σώτος Χρυσαφόπουλος
Ω νηφάλιε, εσύ που παίρνεις τις δέουσες αποστάσεις και φωνάζεις όταν ακούς ακρότητες, εσύ που μες την αντιμονή σου βλέπεις μέλλον, ή έστω ένα κάποιο παρόν που για το μπόι σου φθάνει και περισσεύει, μάθε ότι η αυτή η περίοδος της νηφαλιότητάς σου, και μαζί της η κυβερνώσα πολιτική τάξη της χώρας μας, την οποία υπηρετείς, θα καταγραφούν στην Παγκόσμια Ιστορία με χρώματα τόσο μελανά, που θα ωχριά μπροστά τους η κάθοδος των υπερίστριων φύλων και η αγριότητα των διάφορων κατά καιρούς αιμοσταγών επιδρομέων. Θίγει κάτι τέτοιο τη νηφαλιότητα σου, την ψυχραιμία και μετριοπάθεια για τις οποίες πέτεσαι σε ώρες μύχιας αυταρέσκειας, ωσάν να αγωνίστηκες για αυτές, ωσάν να αγωνίστηκες κι εσύ σε τούτη τη ζωή για κάτι; Και μου προσάπτεις ότι αυτό που λέω ακούγεται εξόφθαλμα υπερβολικό, ακραίο; Μήπως επειδή μετράει για σένα μόνο το παρόν, ενώ παραδίδεις διαλέξεις για το μέλλον;
Χμ… Ίσως, για άλλους λόγους όμως, να ταράζουν τα λόγια μου και τις στωικές ψυχοσυνθέσεις κάποιων από όσους στοιβάζονται καφκικά από ομοιοπαθείς εντολοδόχους, και στριμώχνονται με όψη ικτερική στις ουρές των Δημόσιων Ταμείων, εκείνων που παραλυμένοι σε σέβονται σαν εξωτικό, και που εξέπληξαν την Οικουμένη με τον αταβισμό του να υπομένουν· και μπορεί να συμπίπτετε προσώρας. Προσβάλλει, ωστόσο, αυτή μου η προφητεία σίγουρα ευθέως την τιμή και την υπόληψη όσων… μας σώζουν· συνοδιτών σου στον καταραμένο σου μονόδρομο, εκείνον με το κιβδηλο σέβας. Τους σημαδεύει στο Δόξα Πατρί τους υπερφίαλους που, κατά δήλωση, …πονούν, ματώνουν, κάνουν αγγαρεία, ανθίστανται στις σειρήνες, κρατούν σπόγγους, αλλά και ευωχούνται, ενώ σε αόριστες γραμμές και νόθες μάχονται υπέρ πίστεως και πατρίδος, θυσιάζοντας στο βωμό της σωτηρίας μας το… πολιτικόν κόστος. Για δες! Τάχα δεν κάμπτονται από το πρόσκαιρο· μένουν προσηλωμένοι στο εθνικό συμφέρον, επιτελώντας το καθήκον και ό,τι αυτό προστάζει… Φτύνω τον κόρφο μου!
Διακινδυνεύω πάντως, ω νηφάλιε, την σύγκριση με τόσο ακραίες, κραυγαλέες στιγμές της Ιστορίας και προτάσσω τον ισχυρισμό μου μετά λόγου γνώσεως· σε προκαλώ! Διότι ισχύει και στην Ιστορία, ουχ ήττον ω νηφάλιε, η αρχή ότι κάθε αξιολόγηση, κάθε κρίση για τα πράγματα και τα γεγονότα είναι αναπόφευκτα μια σύγκριση· τα μεγέθη δεν είναι απλώς σχετικα, αλλά κάθε ιστορική κρίση, όποτε και αν την αποτολμήσει κανείς, οφείλει, πριν προβεί σε αξιολογική ετυμηγορία, να λογαριάζει πάντοτε κυρίως το εκάστοτε ηθικό κεκτημένο της εποχής. Αν είναι αυτό κοινό για όλους, τότε εξετάζεται το κοινό αυτό ηθικό κεκτημένο σε σχέση με τα προηγούμενα και τα επόμενα· αν είναι ποικιλόμορφο μεταξύ των λαών, τότε εξετάζεται το υπό κρίσιν, σε σχέση με τα άλλα σύγχρονα του καιρού του.
Έτσι, όπως συμβαίνει, ας πούμε, και στην περίπτωση των βαρβαρικών πολέμων, και γενικότερα στην Ιστορία, δεν είναι δίκαιο να επιμερίζονται εξίσου μεταξύ αντιπάλων, λ.χ., η ωμότητα και η αγριότητα· και να καταλογίζονται ομοίως εκατέρωθεν αυτές. Αλλά πρέπει να ζυγίζονται ακριβοδίκαια, όταν εξετάζεται η σύγκρουση μεταξύ πλευρών που εκπροσωπούν διαφορετικές ο καθένας τους βαθμίδες πολιτιστικής προόδου –ο βαθμός προόδου του καθενός πρέπει να σταθμίζεται· και να λαμβάνεται αυτός υπόψιν, πριν κριθούν οι συμπεριφορές· ακόμα και στον πόλεμο. Έτσι για την ωμότητα, έτσι για την αγριότητα, έτσι για την εξέλιξη, έτσι για την ανάπτυξη, έτσι και για τα άλλα. Η διαφορά που αναλογεί μεταξύ δύο πλευρών στην ειρήνη λέγεται ανταγωνισμός και μεταξύ εταίρων υπαγορεύει αυτή την σύγκλιση. Λίγο πριν από τον πόλεμο, επιλύεται πλέον το θέμα με Προεδρικό Διάταγμα. Μετά κρίνει η Ιστορία.
Ασφαλώς, ω νηφάλιε, κάθε αναμέτρηση, κάθε αντιπαλότητα αναδίδουν γύρω τους μια φιλοσοφική μελαγχολία, που τα εξισώνει όλα τούτα· ακόμα και όταν προκειται για μια αναμέτρηση με τον εαυτό μας. Ειδικά στον πόλεμο, αυτή η μελαγχολία συνοδεύει με αδρότητα το βλέμμα του Ιστορικού, την ώρα που εκείνος περιεργάζεται το πεδίο της μάχης, μετά από το πέρας των εχθροπραξιών· και μες την αποφορά της βίας βγαίνει προ του μακάβριου θεάματος αβίαστο το αποκαρδιωτικό συμπέρασμα ότι η φύση του ανθρώπου παραμένει πρωτόγονη. Αλλά ως μερίδιο στη συλλογική ενοχή βαραίνουν στο βάθος της συνείδησης του ως Ιστορικού πάντα τα πεπραγμένα της πιο προοδευμένης από τις δύο πλευρές του μετώπου, κι ας μοιάζει η απαξία του να στρέφεται προς την πιο υπανάπτυκτη ή εξίσου και στους δύο. Διότι, ακόμη και αν είχε η πιο προοδευμένη πλευρά κάθε δίκαιο με το μέρος της, μένει κι εκείνης η αγριότητα ομού με της άλλης καταγής να μας κοιτάζει ασκαρδαμυκτί· και μας δικάζει ως ανθρώπινο είδος αφ’ εαυτού της. Είναι το βλέμμα που δεν αντέχει κανείς φυσιολογικός άνθρωπος ζωγραφισμένο στα θύματα της Χιροσίμα –καμιά ορθολογική ανάλυση για τους λόγους που οδήγησαν στην απόφαση να χρησιμοποιηθεί η ατομική βόμβα, καμιά εξήγηση, όσο διεξοδική, όσο ενδελεχής, όσο τετραγωνισμένη, δεν θα μπορέσει ποτέ να το διαγράψει το βέμμα αυτό από το ποινικό μητρώο της Ανθρωπότητας· ούτε θα το κρύψει στη λήθη, όσα χρόνια κι αν περάσουν. Με αυτό το βλέμμα επιτηρεί η Ιστορία το χέρι του νικήτη, όταν την γράφει. Διδάσκει ο πόλεμος με το σκληρό του πρόσωπο, μέγας δάσκαλος αυτός και για την ειρήνη.
Εμείς με τι αναμετρηθήκαμε στο πεδίο της μάχης, ω νηφάλιε; Με ισχυρότερους, το δίχως άλλο. Αλλά είχαν αυτοί απλώς υπεροπλία; Επικράτησαν, λοιπόν, στη γλώσσα των αριθμών, αυτό είναι όλο; Η Ιστορία απαιτεί να μάθει! Ήσαν αυτοί από εμάς καλύτεροι, αγριότεροι, πιο σύγχρονοι; Την νίκη την κατήγαγαν, αλλά σε ποια βάση αυτή δικαιώνεται; Τι μας διδάσκει η Ιστορία; Τι δίκαιο παράγει; Τι πολιτισμό προάγει;
Μα και τι συγκρίσεις… Βαρβαρικά φύλα από τη μία, μνημεία του ολέθρου, από την άλλη… Και στη μέση η περίπτωσή μας… Τερατώδες! Ε, ω νηφάλιε;
Τι ύποπτοι αφορισμοί, προκατασκευασμένοι, σου απαντώ με τη σειρά μου. Ω νηφάλιε, δεν αναζητώ το έγκλημα. Αλλά το μέτρον του εγκλήματος! Δεν έχω χάσει ακόμα τα λογικά μου· δεν με έχει κυριεύσει τύφος. Άλλωστε, την έννοια «πόλεμος» δεν την εισήγαγα εγώ εδώ· πρώτοι την υιοθέτησαν οι αστέρες της ερτζιανής μας Πνύκας, όταν τους έπεφτε πτωχή πια για τη ρητορική τους του πειθαναγκασμού ως και η βαθύπλουτη Ελληνική Γλώσσα· γιατί είχαν ήδη ασελγήσει επί μακρόν επάνω στις δυνατότητές της· και τις είχαν εξαντλήσει. Εκείνοι ήσαν που ανακοίνωσαν με στόμφο: «Τελούμε σε εμπόλεμο κατάσταση!» Εκείνοι, όχι εγώ. Αλλά μήπως δεν έχουμε νεκρούς; Από πότε δεν λογίζεται το αίμα του αυτόχειρα; Η Ιεραρχία μπορεί να τους αρνείται την κηδεία, αλλά η Πολιτεία δεν οφείλει να τους περισυλλέξει, να τους θάψει και να τους τιμήσει; Είναι χιλιάδες! Πάλι υπερβολές; Ω νηφάλιε, ω ψύχραιμε, στους πόσους αναμοχλεύεται το ηθικό σου υπόβαθρο; Στους πόσους ανέχεσαι τις συγκρίσεις; Πότε κλονίζεται το ηθικό σου θεμέλιο; Διαθέτεις;
Ω, αφελή! Επιπόλαιε και ατάραχε! Κρυπτοφανατικέ και μισαλλόδοξε! Εθελόδουλο και πρόθυμο ανθρωπάκι! Ακού τι μου επιτρέπει τις συγκρίσεις:
Η κυβερνώσα πολιτική τάξη ενέπλεξε την Ελλάδα σε μια δοκιμασία που προκάλεσε η ίδια. Για να αποσείσει από τους ώμους της τη δική της ευθύνη, κατέστησε το λαό συνυπεύθυνο και περιέσπασε με αυτόν τον τρόπο το προφανές, ότι δηλαδή δεν εγκαλείται αυτή ως υ π ε ύ θ υ ν η , αλλά ως υ π ό λ ο γ η –ελέγχεται δε κατά τούτο και διότι προκάλεσε την δοκιμασία και πυροδότησε την αναμέτρηση με τους ισχυρότερους και κυνικούς, αν και απαράσκευη· ενώ εξακολουθεί να κρύβεται πίσω από μια φαύλη κυβερνητική συλλογικότητα, με μια ρυθμιστική τεχνική που στόχο έχει να της εξασφαλίζει την μακροημέρευση, προβάλλοντας την ανάγκη για σταθερότητα στο μέτωπο. Εκεί όμως, αφήνοντας αμήχανη και ενεό την πένα της Ιστορίας, εκεί στην πρώτη γραμμή, είχε εξαποστείλει ήδη απο την αυγή της συρράξεως ως απάντηση στο τελεσίγραφο τους γέροντες και τα γυναικόπαιδα για ασπιδα· με το μαστίγιο, σαν τα υποζύγια! Διότι είχε πιαστεί αφύλακτη στη σύγκρουση που προκάλεσε· και ύψιστο μέλημα της κατέστησε την ιδική της επιβίωση. Συνθηκολόγησε δε με την ουρά κάτω από τα σκέλια και τα αυτιά κατεβασμένα. Άνευ όρων. Σαν την βρεγμένη γάτα. Κήδεται τώρα σαν σε μαύρη κωμωδία να περιθάλψει θύματα στα λόγια, ωσάν να κόπασε η αντάρα, αλλά στα βογγητά των καθημαγμένων, στους στοναχούς και τις οιμωγές, αντιγυρίζει λεονταρίζοντας ότι ο κίνδυνος σοβεί διαρκώς και ενεδρεύει. Και μετράει λιποτάκτες με νάρθηκες στα χειρουργεία εκστρατείας. Παιανίζει την κλαγγή των όπλων για να τρομάξει βυζανιάρικα και αμούστακα σε Νεοκλασσικά ερείπια, παλαιά αρχοντικά, μαυσωλεία περασμένων μεγαλείων· και θορυβεί για να τα απαλλάξει από ενυπόθηκα βάρη, επειδή τα έχει ενεχυριάσει ως γήπεδα και κτίρια, καθώς οι σαράφηδες καραδοκούν, καθώς ο Σάιλοκ βρίσκεται από την πρώτη πράξη επί σκηνής. Οι δειλοί και ιταμοί..
Δεν είναι όμως τούτα τα δραματικά που μου δίνουν το ελεύθερο για τις συγκρίσεις της υπερβολής –οι γέροντες και τα γυναικόπαιδα που εστάλησαν στην πρώτη γραμμή, οι ανυποψίαστοι και αγύμναστοι στρατιώτες –τι στρατιώτες… Αξιωματικοί βαρβάτοι!– που θυσιάστηκαν για να γλιτώσουν το τομάρι τους άκαπνοι στρατηγοί, του Οικονομικού, του Εφοδιασμού και της Διοικητικής Μέριμνας. Όχι. Είναι αυτό το ίδιο το ηθικό κεκτημένο! Αυτός καθαυτόν ο βαθμός της προόδου! Αυτά έπεσαν πρώτα στη μάχη: Το ηθικό κεκτημένο και η πρόοδος. Η μάλλον αυτό το ίδιο το ηθικό κεκτημένο της προόδου. Τούτα καταμετρούμε στις απώλειες. Γι αυτά θρηνώ και αυτά χλευάζεις. Ό,τι από αυτά που λοιδορείς και μέμφεσαι σε ανέθρεψε, αλλά επέζησε από τα πυρά και συνελήφθη πρηνηδόν να ψυχορραγεί, εκτελέστηκε με μια σφαίρα στο υνιακόν οστούν. Α, μαζί και δύο τσιράκια της συμμορίας.
Ναι, δυστυχώς για σένα, ω νηφάλιε: Το ηθικό κεκτημένο και ο βαθμός προόδου! Αυτά κέρδισαν όλα κι όλα ένα σταυρό και δύο μέτρα χώμα. Επλήγησαν, δηλαδή, θανάσιμα σε αυτόν τον ξαφνικό πόλεμο εκείνα ακριβώς που σε κάθε άλλη περίπτωση θα μπορούσαν να αποτελέσουν τη βάση για να γίνουν οι συγκρίσεις, που, όπως είπαμε, επιβάλλονται πάντα στη μελέτη της Ιστορίας. Για να γνωρίζουμε ποιος ήταν ο άγριος και ποιος ο πολιτισμένος. Ο καλός και ο κακός. Ο τζίτζικας και ο μέρμηγκας. Ο Ευρωπαίος και ο Ανατολίτης. Ο μοντέρνος και ο απαρχαιωμένος. Και να στηριχθούν οι συγκρίσεις. Όπως γίνονται αυτές και βγαίνουν κρίσεις για την εποχή της καθόδου των βάρβαρων φύλων· όπως γίνεται με τη Χιροσίμα. Και λέω το ηθικό κεκτημένο και ο βαθμός προόδου, διότι αυτά στερείται τώρα η Ελλάδα. Καλώς; Εξοβελίσθηκε πίσω κατά μία, δύο, τρεις, δεν ξέρω κι εγώ πόσες βαθμίδες και καλείται να τα εισαγάγει τώρα για να τα ανακτήσει. Με τη μορφή σκοτεινών, αβέβαιων επενδύσεων του διεθνούς επιχειρηματικού υποκόσμου, και νέων εργασιακών ηθών. Σπεύδει, θα έλεγα, σε όψιμη σπουδή επί ματαίω, διότι επιφυλάσσει και άλλα δεινά η αύριον και επαύριον… Προς το παρόν δεν έχουμε ασθενοφόρα, δεν έχουμε νοσοκομεία, δεν έχουμε σχολεία, δεν έχουμε θέρμανση, δεν έχουμε ρεύμα, δεν έχουμε σπίτι, δεν έχουμε αυτοκίνητο, δεν έχουμε, δεν έχουμε… Χα! Έλα τώρα, έχουμε… Έχουμε; Ό,τι από αυτά μας απέμεινε, ω νηφάλιε, λειτουργεί κάπου ανάμεσα στην αυταπάρνηση και την ανάμνηση –προσοχή, όμως σε τούτο το σημείο: μια ανάμνηση που τιμωρείται, όπως η σύζυγος του Λωτ! Διότι πάει… αποχαιρετήσαμε την Αλεξάνδρεια που χάσαμε… Και πού ‘σαι… Μια δόση, δεν θα σε σώσει· κι όποιος επιβιώσει… Καλού-κακού, αποχαιρέτα την κι εσύ!
Ωστόσο, ω νηφάλιε, ούτε καν αυτά δεν είναι που μου δίνουν την άδεια για τις συγκρίσεις που απετόλμησα. Μου την παρέχει η μοιραία επίγνωση, το ανύποπτο πεπρωμένο ότι, μετά από όλα τούτα, δεν γνωρίζω πια τι είναι ωμό και τι άγριο από τα όσα μέλλει να μου επισυμβούν. Πες, νισάφι τα παληά… Με εκείνα που επικρέμανται όμως; Και τα άλλα που επίκεινται; Και με το κατόπιν; Τι με αυτά; Άδηλον, ω νηφάλιε. Είναι τούτο το άδηλον χειρότερο ως τέτοιο και από αυτήν την επέλαση των βαρβάρων. Αν νομίζεις ότι εσύ είσαι προφυλαγμένος, μάθε ότι οι βάρβαροι τουλάχιστον κάνουν και κάποιες διακρίσεις… Το άδηλον όμως, η αριθμητική όχι.
Ω νηφάλιε, μετριοπαθή, ω διαπιστευμένε, μην καγχάζεις! Ούτε που διανοήθηκα να συγκρίνω την Ελλάδα με την Χιροσίμα ή με την ερήμωση που άφησε πίσω του το πέρασμα των βαρβαρικών επιδρομών. Τις προσέχω εγώ τις λέξεις μου, τους φροντίζω τους συλλογισμούς μου και φυλάγομαι από την υπερβολή. Αλλά, βλέπεις, δεν μπορώ πια ούτε να την αναγνωρίσω την υπερβολή· μου λείπει το στοιχειώδες. Και όταν δεν αναγνωρίζω την υπερβολή, μετά από τις τόσες και τόσες που με έπιασαν στον υπνο, δεν μπορώ από εδώ και στο εξής να συγκρίνω τίποτα. Τίποτα με τίποτα. Δεν έχω μέτρο, δεν έχω βάση. Απώλεσα το ηθικό μου κεκτημένο. Μου το διέλυσαν. Μου το έκαναν κομμάτια και θρύψαλα. Δεν είμαι άνθρωπος· είμαι έρμαιο· ένας αριθμός.
Ένας αριθμός, επειδή δεν μπορεί να είναι κάτι άλλο, δεν έχει ούτε παρόν ούτε μέλλον. Άρα δεν μπορεί, επειδή το θες εσύ, να είναι νηφάλιος. Ούτε κι εσύ όμως πια είσαι κάτι το άλλο –μην αυταπατάσαι! Είσαι κι εσύ ήδη ένας αριθμός. Για φαντάσου… Σαν να αρχίσαμε να μοιάζουμε εμείς οι δυό… Πρώτη μας φορά. Και σε πειράζει, ω νηφάλιε. Επειδή ως αριθμός είσαι μικρός. Γι αυτό φωνάζεις.
http://sotosblog.wordpress.com/2013/01/15/%CE%B5%CE%BC%CE%B5%CE%AF%CF%82-%CE%BF%CE%B9-%CE%B1%CF%81%CE%B9%CE%B8%CE%BC%CE%BF%CE%AF/#like-4487