Πηγαίνει προς την κουζίνα. Τα ντουλάπια μοιάζουν έτοιμα να ξεκολλήσουν από το βάρος του χρόνου – το βάρος των σερβίτσιων δεν ήταν ποτέ πρόβλημα για τα εργένικα σπίτια. Στο νεροχύτη δύο ποτήρια βαμμένα από το κόκκινο κρασί περιμένουν την σειρά τους για να διανύσουν τη γνωστή διαδρομή, στεγνωτήρας, ντουλάπι και πάλι έξω, κάποια άλλη βραδιά, μια βραδιά που ακόμα και τα ποτήρια θα θέλουν παρέα για να βγουν από το ντουλάπι τους. Ανοίγει το ψυγείο και βγάζει μια μπύρα, αφού το σημερινό βράδυ θα είναι μοναχικό, ας το πνίξει τουλάχιστον στον αφρό.
Η βεράντα είναι ακόμα βρεγμένη, κάποια ρύθμιση πρέπει να κάνει στο αυτόματο πότισμα για να μην ξεχειλίζουν οι γλάστρες αλλά όλο το αμελεί, μπορεί και να χαίρεται που κάτι επιτέλους ξεχειλίζει, ξεπερνώντας τα όρια έστω μιας γλάστρας. Περπατάει με τα γυμνά του πόδια πάνω κάτω στην βεράντα μέχρι να γίνουν οι πατούσες του μαύρες, η ελευθερία θέλει πάντα να αφήνει τα ίχνη της. Στο απέναντι μπαλκόνι μια γιαγιά προσπαθεί μάταια να πείσει το εγγόνι να παραμείνει ήσυχο, εκείνο κρατάει μια πιατέλα στο ένα χέρι και μια κουτάλα στο άλλο και πολεμάει με τον βασιλικό. Μάλλον θα τον κερδίσει.
Μπαίνει μέσα και ανοίγει την τηλεόραση. Τα τούρκικα σίριαλ οικογενειακού μετα-δράματος μπερδεύονται με τις κραυγές αναγκαιότητας των νέων μέτρων, πριν την παράλυση της χώρας έχει προηγηθεί η παράλυση των ενστίκτων. Ή τουλάχιστον ο κατευνασμός τους.
Τα βράδια σαν αυτό, που μένει μόνος να παλεύει με ζευγάρια ποτήρια, γλάστρες στα όρια τους και άναρθρες κραυγές, υπάρχει μόνο μία σκέψη που μπορεί να τα σώσει: Καμιά μάχη δεν έχει κερδηθεί οριστικά αν ο ένας από τους δύο δεν παραδώσει τα όπλα. Και τα δικά του όπλα είναι ακόμα αχρησιμοποίητα μέσα στα ντουλάπια.