O GAETANO BRESCI ΚΑΙ Η ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΙΑ ΤΗΣ ΙΤΑΛΙΑΣ
Ο αναρχικός Gaetano Bresci στις 29 Ιουλίου 1900, εκτελεί με τρεις πυροβολισμούς τον βασιλιά της Ιταλίας UMBERTO, στην Monza της Λομβαρδίας, έξω από την εξοχική κατοικία του, την στιγμή που επιβιβάζεται στην βασιλική άμαξα με τους υποστράτηγο Emilio Ranzio Vaglia και τον γενικό στρατηγό Felice Avogardo di Quindo. Ένας τέταρτος πυροβολισμός θα ακουστεί, αλλά είναι η εκπυρσοκρότηση του όπλου του Bresci, εξ αιτίας χτυπήματος που δέχτηκε στο χέρι από τον καραμπινιέρο Giuseppe Braggi που αμέσως τον συνέλαβε. Το παρευρισκόμενο πλήθος, των υπηκόων, άρχισε να τον γρονθοκοπεί παρ’ όλο που ήταν στα χέρια των μπάτσων και ένα γυάλινο μπουκάλι που εκτοξεύεται στα μούτρα του υπήρξε η αιτία να χάσει το ένα μάτι του. Ο αιμόφυρτος Bresci έχει χάσει τις αισθήσεις του και σέρνεται στο αστυνομικό τμήμα της πόλης. Δεν κάνει δηλώσεις και το μόνο που αναφέρει είναι το όνομα του.
Ο Gaetano Bresci, εργάτης υφαντουργίας, γεννήθηκε στις 11 Νοέμβριου του 1869 στο χωριό Cojano. Από 10 χρονών παιδάκι αρχίζει να καταλαβαίνει τις κοινωνικές αδικίες και ζει θλιβερά παιδικά χρόνια μέσα στην φτώχια και την ανεργία των γονιών του. Βλέπει τις εκατοντάδες διαμαρτυρίες των εργατών να πνίγονται στο αίμα και χιλιάδες κόσμου να καταφεύγει στην μετανάστευση αναζητώντας καλύτερη τύχη.
Το 1895 κατά την διάρκεια μιας απεργίας συλλαμβάνεται και εξορίζεται στο νησί Lampedusa για ένα χρόνο. Μόλις λήγει η ποινή του αποφασίζει να μπαρκάρει στην Αμερική, όπου φτάνει το 1897 και εγκαθίσταται πρώτα στην Νέα Υόρκη και μετά στην Πάτερσον. Εκεί πιάνει δουλειά στο μεταξουργείο Hamil and Boot.
Στην Πάτερσον μαζί με άλλους εργάτες υφαντουργούς συμμετέχει ενεργά στην Αναρχική ομάδα Ιl Diritto Αll’ Εsistenza (το δικαίωμα στην ύπαρξη), η οποία κινήθηκε στην ίδια κατεύθυνση με αυτή της «La Questiοne Sociale» (το Κοινωνικό Ζήτημα) στην οποία συμμετείχε για κάποιο καιρό ο Errico Malatesta. Δεν έγινε ποτέ γνωστό πως ωρίμασε στον Bresci η ιδέα να χτυπηθεί ο Umberto. Είναι όμως γνωστό ότι στην Πάτερσον τον χειμώνα του 1899 δημιουργήθηκε το Comitato per ι Moti Rivoluzionari in Italia (Επιτροπή για Επαναστατικές Στάσεις στην Ιταλία) που φανερώνει την θέληση των Ιταλών αναρχικών της Αμερικής να βοηθήσουν τις λαϊκές εξεγέρσεις στην χώρα τους. Ο Gaetano Bresci συμμετέχει στην επιτροπή και στις 17 Μαΐου του 1900 θα μπαρκάρει με το πλοίο Gascogne με ένα εισιτήριο για να «επισκεφτεί» την πανεπιστημιακή έκθεση στο Παρίσι. Έχει μαζί του ένα μια επιταγή 500 λιρών κι ένα revolver πέντε σφαιρών διαμετρήματος 9mm.
Στις 4 Ιουνίου φτάνει στο Prato (κοντά στη Γένοβα) όπου φιλοξενείται από τα αδέλφια του και παραμένει μία εβδομάδα. Στις 15 Ιουλίου βρίσκεται στο Castel San Pietro, ένα μεγάλο χωριό στα περίχωρα της Bologna, όπου ζει η αδελφή του. Από το Castel San Pietro μετακινείται με μυστικότητα στην Piacenza και τελικά το βράδυ της 27 Ιουλίου, φτάνει στην Monza. Εκεί νοικιάζει ένα δωμάτιο σε ένα τοπικό πανδοχείο.
Ο Bresci διαλέγει με προσοχή την κατάλληλη στιγμή, μελετώντας την ενέδρα του και το βράδυ της 29 Ιουλίου επιτίθεται στον Umberto.
Η δίκη του Gaetano Bresci έγινε στο κακουργιοδικείο του Μιλάνου στις 29 Αυγούστου και ολοκληρώθηκε σε μία μέρα. Στην απολογία του θα πει τα εξής:
«Αποπειράθηκα και κατάφερα να εκτελέσω τον αρχηγό του κράτους γιατί για εμένα είναι υπεύθυνος για όλα τα θύματα και τις ωμότητες του συστήματος, το οποίο αυτός αντιπροσωπεύει και υπερασπίζει. Και όπως είπα άλλες φορές, άρχισα να αισθάνομαι τέτοια οργή γι’ αυτόν μετά τις αιματηρές καταστολές στην Σικελία πριν από 7 ή 8 χρόνια, κατά την διάρκεια των έκτακτων καταστάσεων πολιορκίας που επιβλήθηκαν από τα βασιλικά διατάγματα, σε αντίφαση με τους νόμους του κράτους. Και αργότερα ήρθαν και άλλες καταστολές, αυτές του ’98, ακόμα πιο πολυάριθμες και περισσότερο βάρβαρες, πάντα κατά την διάρκεια των καταστάσεων πολιορκίας, που επιβλήθηκαν με τα βασιλικά διατάγματα. Η απόφασή μου αυτή, μου έδωσε μεγαλύτερη δύναμη»
[Το Δεκέμβριο του 1893 ξεσπούν στο Giardinello της Σικελίας διαδηλώσεις εναντίον του δημάρχου, της βασιλικής φρουράς και των Carabinieri, οι οποίοι ανοίγουν πυρ σκοτώνοντας 7 διαδηλωτές. Γρήγορα ξεσπούν λαϊκές αντιδράσεις και σε άλλες πόλεις όπως στις Lercara, Pietraperzia, Gibellina και Marineo. Ο βασιλιάς Umberto κηρύσσει κατάσταση πολιορκίας για κάθε πόλη εκδίδοντας βασιλικά διατάγματα και στέλνοντας στην Σικελία στρατό για να επιβάλει την τάξη. Το Μάιο του 1898 ξεσπά, στο Μιλάνο, η εξέγερση των 5 ημερών με πάνω από 100 νεκρούς και 500 τραυματίες. Οι εξεγέρσεις συνεχίζονται στην Firenze και Napoli με αντίστοιχο ανθρώπινο κόστος. Σε κάθε περίπτωση ο βασιλιάς Umberto θα επιβάλλει κατάσταση πολιορκίας και «στρατιωτικό νόμο». Σε όλες τις εξεγέρσεις τα βασικά συνθήματα είναι: Abasso il municipio! Abasso le guardie campestri e i birri! (Κάτω το δημαρχείο. Κάτω οι αγροφύλακες και οι μπάτσοι!). Οι συλληφθέντες περνούν από έκτακτα στρατοδικεία. Οι ποινές είναι από 1-12 χρόνια ενώ κλείνουν 110 εφημερίδες: 50 σοσιαλιστικές, 10 δημοκρατικές, 25 καθολικές, 3 αναρχικές και 22 ακαθόριστου πολιτικού χρώματος].
Όταν ο πρόεδρος της έδρας τόνισε ότι ο Umberto δεν είναι υπεύθυνος για τις καταστάσεις πολιορκίας, ο Bresci θα απαντήσει :
«Αυτός υπόγραψε τα βασιλικά διατάγματα. Και περισσότερο εκδικήθηκαν τον κόσμο οι ορδές του. Έτσι θέλησα να εκδικηθώ και εγώ ο ίδιος, αναγκασμένος μετά από μία ζωή μιζέριας, να μεταναστεύσω. Τα γεγονότα του Μιλάνου με έκαναν να κλάψω από οργή και σκέφτηκα την εκδίκηση. Σκέφτηκα τον βασιλιά γιατί κατασκεύασε και αργότερα βράβευσε τους κακούργους που πραγματοποίησαν τις σφαγές. Αποφάσισα να γυρίσω στην Ιταλία και με αυτό το σκοπό έκανα οικονομίες για το ταξίδι. Δεν είμαι τρελός και δεν θέλω να δικαστώ για μία πράξη παραφροσύνης, αλλά για μία επαναστατική πράξη».
Η ποινή που του επιβλήθηκε ήταν ισόβια κάθειρξη και εφτά χρόνια απομόνωση (segregazione cellulαre). [Αυτό σημαίνει να ζεις σ’ ένα κελί δύο τετραγωνικών μέτρων (!), χαμηλό, με ελάχιστο φως, σ’ ένα σανιδοκρέβατο με μία μόνο κουβέρτα το χειμώνα, με υγρασία και κοριούς. Απαγορεύεται το διάβασμα, το γράψιμο, οι συνομιλία με τους φύλακες, το κάπνισμα. Σε περίπτωση ανυπακοής υπάρχει το πειθαρχείο που σημαίνει: ζουρλομανδύας, αλυσίδες, καθήλωση].
Στις 23 Ιανουαρίου 1901, κατάδικος πλέον, οδηγείται στις φυλακές Santo Stefano και 4 μήνες αργότερα στις 22 Μαΐου θα αυτοκτονήσει, κρεμασμένος με το σεντόνι του από το μοναδικό παράθυρο του κελιού του.
Από τη ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ, φ. 6, Σεπτέμβριος 2002