Συνέντευξη του Αντρέ Γκόρζ: Άτομο, κοινωνία,
κράτος (I)
Republication | 30/07/2013
Via: Ερανιστής
Ο ΓΑΛΛΟΣ φιλόσοφος Αντρέ Γκορζ, ο συνιδρυτής του «Νουβέλ Ομπσερβατέρ» το 1964, έφυγε από την ζωή σε ηλικία 84 ετών αυτοκτονώντας με την σύντροφο της ζωής του Ντορίν στην κατοικία τους στο Βοσνόν (στ’ ανατολικά του Παρισιού) – μετά από μία αρμονική συμβίωση 58 ετών. Ο Αντρέ Γκορζ ήταν 84 ετών, ενώ η σύζυγος Ντορίν ήταν 83, ήταν αγγλικής καταγωγής, έπασχε δε από ανίατη ασθένεια τα τελευταία έτη της ζωής της. Ο Γκορζ γεννήθηκε τον Φεβρουάριο 1923, στη Βιέννη, και έλαβε τη γαλλική υποκοότητα στη διάρκεια του 1954 όπως και το νέο του ληξιαρχικό ονοματεπώνυμο: Ζεράρ Χορστ. Διέπρεψε στην πολιτική οικολογική θεωρία ενώ βασικά έργα του θεμελιώνονται στον «αντι-καπιταλισμό». «Οικολογία και Πολιτική», «Οικολογία και Ελευθερία», «Αντίο στο Προλεταριάτο», «Μεταμορφώσεις της Εργασίας» είναι σπουδαία έργα του. Με το ψευδώνυμο «Μισέλ Μποσκέ» υπήρξε συνιδρυτής το 1964 του παρισινού εβδομαδιαίου πολιτικού περιοδικού «Νουβέλ Ομπσερβατέρ». Το 1983 συνταξιοδοτήθηκε. Ακολούθως, πολύ αφοσιωμένος στην Ντορίν, έζησε μαζί της κυρίως στα όρια της κατοικίας που τότε επέλεξαν, στο Βοσνόν, σχετικά κοντά στο Παρίσι, ως «φιλόξενοι και απλοί χωρικοί», όπως δήλωναν στους γείτονες τους. Μία στενή φίλη αντιλήφθηκε το δραματικό τέλος της 58χρονης κοινής ζωής του αγαπημένου ζευγαριού την Δευτέρα το πρωί. Μάλιστα πάνω στην κεντρική θύρα του σπιτιού τους υπήρχε η επιγραφή με την ένδειξη «ειδοποιείστε την χωροφυλακή». Τα πτώματα βρέθηκαν το ένα πλάι στο άλλο, κοντά βρέθηκαν και γράμματα με αποδέκτες οικείους. Προ ημερών, ο Γκορζ εκμυστηρεύθηκε σε στενή φίλη ότι τον προβλημάτιζε πολύ η ραγδαία επιδείνωση της υγείας της Ντορίν. Πηγή: Καθημερινή
Πότε μπορούμε να πούμε για κάποιο άτομο πως είναι αυτόνομο; Πώς εκδηλώνεται η αυτονομία του στις σχέσεις του με την κοινωνία:
Όταν κάποιος συλλαμβάνει και υλοποιεί ένα προσωπικό σχέδιο με κατεύθυνση στόχους που έχει ο ίδιος επινοήσει και σύμφωνα με κριτήρια επιτυχίας που δεν είναι κοινωνικά προκαθορισμένα, τότε λέμε ότι είναι αυτόνομος. Ο όρος προέρχεται από τα ελληνικά: «Αυτός που ακολουθεί τον δικό του νόμο». Από την φύση της, η αυτόνομη συμπεριφορά δεν υπακούει σε κοινωνιολογικές ερμηνείες. Φυσικά ξεδιπλώνεται πάντα σ’ ένα κοινωνικά καθορισμένο πεδίο, με εργαλεία που έχουν διαμορφωθεί κοινωνικά. Αλλά αυτό το πεδίο και αυτά τα εργαλεία ξεπερνιούνται και υποτάσσονται σε προσωπικούς σκοπούς και στην προσωπική περιπέτεια του καθενός.
Αυτό ισχύει κυρίως -αλλά όχι μόνο- για εκείνους που αποκαλούμε «δημιουργικούς»· και οι οποίοι, είτε είναι καλλιτέχνες είτε μαθηματικοί, εφευρέτες, επιχειρηματίες, φιλόσοφοι, είτε παλεύουν για νέους τρόπους ζωής, νέα παιδαγωγικά μοντέλα, κλπ., βρίσκονται πάντα σε ρήξη με τους κανόνες και τους κώδικες της κοινωνίας τους. Και είναι αυτό ακριβώς για το οποίο τους κατηγορεί η κοινωνία, όταν είναι έντονα συγκεντροποιημένη, ή το ολοκληρωτικό κράτος: χαρακτηρίζονται «ακοινωνικοί»», «ανήθικοι»», επικίνδυνοι για την καθεστηκυία τάξη, κλπ., και διώκονται.
Η αυτονομία συνεπάγεται υποχρεωτικά την μοναξιά, με την υπαρξιακή έννοια, δηλαδή τη συνείδηση, που οι φαινομενολόγοι ονομάζουν «cogito», ότι είναι αδύνατο να μοιραστώ τις προσωπικές μου αβεβαιότητες με τους άλλους και, αντίστροφα, πως οι αποφάσεις μου σαν κοινωνικό άτομο είναι αδύνατο να εσωτερικευτούν και να βιωθούν σαν προσωπικές αλήθειες. Με λίγα λόγια, η κοινωνική ύπαρξη εμπεριέχει υποχρεωτικά ένα ποσοστό αλλοτρίωσης γιατί η κοινωνία δεν μπόρεσε ποτέ και δεν μπορεί να παραχθεί και να αναγνωριστεί από τον καθένα σαν το έργο που δημιούργησε ελεύθερα, σε εθελοντική σύμπραξη με όλους τους υπόλοιπους.
Στην αρχή του βιβλίου του Μαλρώ, Οι κατακτητές, υπάρχει ο αστυνομικός φάκελος ενός επαγγελματία επαναστάτη, του Γκάριν, με την παρακάτω σημείωσή του: «Είμαι ακοινωνικός όπως είμαι άθεος»·. Μου αρέσει πολύ αυτή η διατύπωση. Γιατί ο πιστός πιστεύει ότι, πέρα από τη σκέψη του, υπάρχει μια απόλυτη και αληθινή σκέψη που τον διαλογίζεται και με την οποία προσπαθεί απεγνωσμένα να συμπέσει. Όμοια, οι άνθρωποι που συμπεριφέρονται σύμφωνα με τους κανόνες και τις αξίες που κυριαρχούν στον κοινωνικό τους περίγυρο, θεωρούν την κοινωνία ένα ολιστικό υποκείμενο που τους διαλογίζεται σύμφωνα με μια αλήθεια που τους υπερβαίνει. Υπάρχει θρησκευτικότητα σε κάθε συμπεριφορά που πιστεύει πως τα άτομα πρέπει να υπηρετούν την κοινωνία και να αποτελούν τα εργαλεία της ακεραιότητάς της. Αυτές οι συμπεριφορές έχουν πάντα κάτι το «άνομο»»: οι αξίες, το Καλό, το Αληθινό, αντιμετωπίζονται σαν άπιαστα δεδομένα στα οποία υποτασσόμαστε από ένα παθητικό ή συναγωνιστικό κονφορμισμό. Αντίστροφα, εκείνος που νιώθει τον εαυτό του μοναδικό κριτή, «στην ψυχή και τη συνείδησή του»» όπως λένε, του Καλού και του Αληθινού, είναι «ακοινωνικός όπως είναι και άθεος»: πιστεύει πως η κοινωνία πρέπει να μπαίνει στην υπηρεσία της ολόπλευρης ανάπτυξης των ανθρώπων μέσα από τον πλούτο των εργαλείων και των χώρων που προσφέρει στη δημιουργικότητά τους.
Πώς όμως εξηγείται το γεγονός ότι υπάρχουν άτομα πιο αυτόνομα από άλλα:
Πριν απ’ όλα από το οικογενειακό περιβάλλον. Υπάρχει αυτή η περίφημη έρευνα του Κορνχάουζερ, στις Ηνωμένες Πολιτείες, που δείχνει πως τα άτομα είναι τόσο πιο «άνομα» (δηλαδή στερούνται αυτονομίας και σέβονται την ιεραρχία) όσο περισσότερο η εργασία τους είναι επαναληπτική και χωρίς πρωτοβουλία. Αλλά αυτός ο φαινομενικός κοινωνικός ντετερμινισμός έχει προφανή όρια. Υπάρχουν κατ’ αρχήν όλοι αυτοί που κάνουν επαναληπτική δουλειά ανειδίκευτου εργάτη προσωρινά, για να βγάλουν κάποια χρήματα που θα τους επιτρέψουν να υλοποιήσουν κάποιο προσωπικό στόχο. Αυτοί οι άνθρωποι είναι ιδιαίτερα πολυάριθμοι στις Ηνωμένες Πολιτείες όπου δεν είναι σπάνιο να δουλεύει κανείς σε εργοστάσιο ή σαν χειρώνακτας για να πληρώσει τις σπουδές του. Ο Αντρέ Σβαρτς-Μπαρτ, στη Γαλλία, δούλεψε σαν ανειδίκευτος εργάτης στη Ρενώ για να μπορέσει να γράψει τον Τελευταίο των Δικαίων.
Από την άλλη πλευρά, από τότε που ο Κορνχάουζερ δημοσίευσε την έρευνά του, είδαμε να αναπτύσσεται σ’ όλο τον κόσμο η εξέγερση των ανειδίκευτων εργατών, ιδιαίτερα στους νέους. Εδώ το κοινωνικό δεν εξηγεί πολλά πράγματα: υπήρξε μια πολιτιστική μεταλλαγή, δηλαδή άλλαξε η αντίληψη για την εργασία, για την κατάσταση του εργάτη, γι’ αυτό που είναι αποδεκτό κι εκείνο που δεν είναι. Αλλά αυτή η πολιτιστική σχέση των ατόμων προς το κοινωνικό σύμπαν διαμορφώνεται πριν απ’ όλα στο οικογενειακό περιβάλλον: πιο συχνά σε αντίδραση προς αυτό παρά σε συμφωνία μαζί του. Όσο πιο αντιφατικό είναι ένα οικογενειακό περιβάλλον, τόσο πιο αδύνατο γίνεται να προσχωρήσει κανείς στις αξίες του, ή να τις δει έστω σαν αξίες , τόσο μεγαλύτερες είναι οι πιθανότητες να νιώσει το παιδί καταδικασμένο στην αυτονομία. Για να την πραγματώσει αυτή την αυτονομία θα του χρειαστούν ακόμα πολιτισμικά μέσα που, στις κοινωνίες μας, μπορούν να προσφέρουν μονάχα οι γονείς ή αυτοί που τους αντικαθιστούν. Χοντρικά, τα αυτόνομα άτομα, και κυρίως οι δημιουργοί, οι καλλιτέχνες, οι διανοούμενοι, κλπ., προέρχονται τις περισσότερες φορές από οικογένειες όπου η πατρική εξουσία ήταν σχεδόν ανύπαρκτη ή ελλιπής και όπου κάποιος άλλος είχε μια προτίμηση στις ιδέες, τα βιβλία, την τέχνη ή απλά μια αφυπνισμένη περιέργεια.
Με μια λέξη, τα αυτόνομα άτομα είναι άτομα στα οποία η κοινωνικοποίηση παρέμεινε ελλιπής: σ’ αυτούς το κομμάτι της μη κοινωνικοποιημένης ύπαρξης υπερτερεί πάνω στο κοινωνικοποιημένο κομμάτι. Η κοινωνία, η κάθε κοινωνία, τους εμφανίζεται σαν τυχαία, σχεδόν συμπτωματική, μάλλον παράλογη και σε κάθε περίπτωση εξωτερική. Έχουν μόνιμα συνείδηση ότι οι κανόνες και οι νόμοι λειτουργίας της κοινωνίας δεν συμπίπτουν με την ίδια την απαίτηση, ηθική ή αισθητική, του ατόμου και των σχέσεων ανάμεσα στα άτομα. Υπάρχει μια αξεπέραστη αλλοτρίωση, όποιος και αν είναι ο τύπος της κοινωνίας.
Και θεωρείς πως αυτή η αλλοτρίωση δεν μπορεί να εξαλειφθεί:
Μπορούμε να την μειώσουμε, να περιορίσουμε τη σημασία της στο χρόνο και τον χώρο, αλλά όχι να την εξαλείψουμε πλήρως. Αντίθετα, πιστεύω πως ο ισχυρισμός ότι θα εξαλειφθεί πλήρως οδηγεί μονάχα στο να την αρνούμαστε και αυτή η άρνηση είναι ίδιον του ολοκληρωτισμού, συμπεριλαμβανομένου ιδιαίτερα, του σοσιαλιστικού ολοκληρωτισμού. Αυτός, με τον ένα ή άλλο τρόπο, λέει πάντα στα άτομα: «Βρισκόμαστε στην καλύτερη δυνατή κοινωνία, όλοι οι άνθρωποι είναι ίσοι και αδερφοί, άρα αν εσύ δεν είσαι ευτυχισμένος, αν δεν ταυτίζεσαι ανεπιφύλακτα με τον κοινωνικό σου ρόλο, είναι γιατί είσαι άτομο διεστραμμένο, κακό, εγκληματικό ή τρελό, ή ακόμα ένας εχθρός του λαού πληρωμένος από τους ιμπεριαλιστές».
Αλλά όποιο και αν είναι το πολιτικό καθεστώς, η κάθε κοινωνία είναι από μερικές πλευρές μια μεγάλη μηχανή, για την καλή λειτουργία της οποίας απαιτείται από τα άτομα να υποτάσσονται κάποιες στιγμές σε τεχνικές επιταγές που η εκτέλεσή τους δεν έχει τίποτα το ενθουσιαστικό ή το ευεργετικό. Στην Κίνα, για παράδειγμα, μια από αυτές τις επιταγές είναι να ρίξουν σαν λίπασμα στα χωράφια τα ανθρώπινα κόπρανα. Μπροστά σ’ αυτή την αναγκαιότητα υπάρχουν δύο δυνατές στάσεις:
—μπορεί κανείς να πει, εντάξει, είναι μια απαίσια αγγαρεία που κανένας δεν έχει όρεξη να αναλάβει. Θα την μοιραστούμε λοιπόν έτσι ώστε ό καθένας ν’ ασχοληθεί μ’ αυτό τον λιγότερο δυνατό χρόνο·
—μπορούμε όμως επίσης, πράγμα που-έγινε στην Κίνα, να ξεκινήσουμε από την αρχή ότι το συλλογικό συμφέρον του θριάμβου της Μεγάλης Προλεταριακής Επανάστασης απαιτεί από τον καθένα να ταυτιστεί με τη συλλογική υπόθεση και να αρνηθεί την προσωπική του απαίτηση, για να υπηρετήσει καλύτερα την κοινωνία. Έτσι ο καλός πολίτης χαρακτηρίζεται ήρωας που θυσιάζεται ευχαρίστως για την Επανάσταση και που βρίσκει τη μεγαλύτερη προσωπική του ικανοποίηση στη λίπανση των αγρών.
Αυτή η εργασία παρουσιάζεται όχι πια σαν αγγαρεία αλλά σαν ένα ηθικό και πατριωτικό καθήκον. Για να είναι κανείς καλός πολίτης πρέπει να του αρέσει αυτή η δουλειά. Και καθώς υπάρχουν άνθρωποι, οι διανοούμενοι, για τους οποίους έχουμε κάθε λόγο να πιστεύουμε ότι δεν τους αρέσει αυτή η δουλειά, θα τους στείλουμε σ’ αυτή πριν απ’ όλους και από πάνω θα τους ζητήσουμε να την εξυμνήσουν και να ευχαριστήσουν τον Μεγάλο Τιμονιέρη που τους βοήθησε ν’ ανακαλύψουν τη χαρά αυτής της ασκητικής ζωής.
Μέχρι τώρα, όλα τα σοσιαλιστικά καθεστώτα επέβαλαν αυτή τη θρησκεία της εργασίας και την εξυμνούσαν αρνούμενοι την αλλοτρίωση που εμπεριέχει. Αν η εργασία ήταν πράγματι ευχάριστη και ευεργετική, δεν θα υπήρχε κανένας λόγος να εξυμνείται. Στην πραγματικότητα, ξέρουμε πως δεν έχει αλλάξει και πως, σοσιαλιστική ή καπιταλιστική, μια κοινωνία μεγάλων μονάδων παραγωγής διατηρεί την πλευρά μεγάλη μηχανή και βάζει τους ανθρώπους στην υπηρεσία της λειτουργίας των μεγάλων υλικών συστημάτων αντί τα υλικά συστήματα να χρησιμεύουν στην ολόπλευρη ανάπτυξη του καθένα και όλων.
Ωστόσο, αναπτύσσοντας την αυτόνομη εργασία, δεν σκοπεύουμε ακριβώς σε μια υλική αναδιοργάνωση της κοινωνίας που θα της αφαιρεί αυτή την πλευρά της μεγάλης μηχανής; Ο σκοπός δεν είναι να κομματιαστεί όλο αυτό που, εξαιτίας των μεγάλων του διαστάσεων, δεν μπορεί να γίνει αντικείμενο αυτοδιαχείρισης, ώστε να ανακαλύψουμε ξανά την αυτόνομη εργασία; Μέσα στην ιδέα της αυτόνομης εργασίας, ενυπάρχει σαφώς η ιδέα της επιστροφής σε μια σχέση κατανοητή και βιωμένη ανάμεσα στις ανάγκες του ατόμου και της ομάδας από τη μια και την παραγωγή του, τις ανταλλαγές του με τους άλλους από την άλλη. Μέχρι πού λοιπόν μπορεί να φτάσει αυτή η σφαίρα της αυτονομίας; Για ποιους οικονομικούς, κοινωνικούς ή πολιτικούς λόγους Θα εξακολουθεί να συναντά αξεπέραστα όρια, ανεξάρτητα από την κατεύθυνση της ιστορίας;
Αν επιμένω στο γεγονός ότι κάθε κοινωνία έχει την πλευρά μεγάλη μηχανή και αποτελεί για τα άτομα μια κάποια κοινωνική αλλοτρίωση, το κάνω γιατί πρέπει, ξεκινώντας από την αναγνώριση αυτού του γεγονότος, να προσπαθήσουμε να περιορίσουμε στο ελάχιστο τους θεσμούς, τα «εργαλεία», με την έννοια που τους δίνει ο Ίλλιτς, και τις δραστηριότητες που προϋποθέτουν και διατηρούν αυτή τη λειτουργία μεγάλης μηχανής. Αλλά δεν πρόκειται να τα εξαλείψουμε ολοσχερώς: για να μην υπάρχουν εξωτερικά όρια στη σφαίρα των αυτόνομων δραστηριοτήτων, θα έπρεπε ο κόσμος ν’αποτελείται αποκλειστικά από μικρο-επιχειρήσεις, αυτοδιαχειριζόμενες από τα μέλη τους, που θα ενώνονται εθελοντικά και, ακόμα, αυτές οι μικρο-επιχειρήσεις να είναι τέλειες νησίδες. Πράγμα που, χοντρικά, αντιστοιχεί στο στάδιο των κοινωνιών των φυλών, τέτοιων που υπήρχαν μέχρι πρόσφατα ακόμα στην Αμαζονία, εντελώς απομονωμένες η μία από την άλλη.
Η αυτόνομη παραγωγή είναι στην ουσία της μια βιοτεχνική παραγωγή στην οποία το άτομο ή η συμβιωτική ομάδα έχει τον έλεγχο των μέσων παραγωγής, της εργασιακής διαδικασίας και του προϊόντος τόσο στη σύλληψη όσο και στην ποιότητά του. Αλλά φυσικά, το ζήτημα δεν είναι να επιστρέψουμε στον τροχό, τον νερόμυλο και την οικιακή οικονομία ή την οικονομία του χωριού για να καλύψουμε το σύνολο ή το μεγαλύτερο μέρος των αναγκών. Η αυτόνομη παραγωγή, έτσι όπως την αντιμετωπίζουμε σήμερα, γίνεται ή θα γίνεται με μια πλειοψηφία πολύ τελειοποιημένων και εξεζητημένων εργαλείων, εργαλεία που μπορεί να ελέγχει κάθε άτομο ή ομάδα αλλά που δεν μπορούν να κατασκευαστούν στην κλίμακα της ομάδας ή της κοινότητας. Για παράδειγμα, οι μικροϋπολογιστές και τα περιφερειακά τους, ακόμα και τα ποδήλατα ή τα συστατικά στοιχεία ενός ηλιακού θερμοσίφωνα (και πολύ περισσότερο μιας ηλιακής μπαταρίας), απαιτούν ένα καταμερισμό εργασίας στην κλίμακα μιας χώρας ή μιας ηπείρου. Χρειάζεται μια ιδιαίτερα εξελιγμένη λεπτή μεταλλουργία, όργανα οπτικά, λεπτής χημείας, ηλεκτροχημείας, εργοστάσια για ρουλεμάν με τις ειδικές μηχανές τους, κλπ.
Κανένα άτομο και καμιά ομάδα δεν μπορεί να ελέγχει το σύνολο των γνώσεων και των τεχνολογιών που χρειάζονται για να κατασκευαστεί ένα ποδήλατο ή ένα μικρό ρομπότ. Επομένως, για να διατίθενται αυτά τα εργαλεία, χρειάζονται μονάδες παραγωγής και άνθρωποι ειδικευμένοι στην κατασκευή και τον σχεδιασμό των κομματιών και των οργάνων που δεν έχουν σαν τέτοια κάποια αξία χρήσης: για παράδειγμα, μονάδες μνήμης ή αλυσίδες ποδηλάτων. Συνεπώς, ο έλεγχος του τελικού προϊόντος αναπόφευκτα τους διαφεύγει. Παράγουν για ένα ευρύτερο σύνολο πάνω στο οποίο, κατά την εργασία τους, δεν έχουν κανένα έλεγχο. Αυτή η εργασία μπορεί να παρουσιάζει όψεις περιορισμένης αυτονομίας, μπορεί να είναι έξυπνη, όχι δυσάρεστη, κλπ., αλλά δεν θα γίνει ποτέ αυτόνομη δραστηριότητα. Προορίζεται εξαρχής για την αγορά και όχι για ανθρώπους με τους οποίους έρχεται κανείς σε σχέση. Μ’ αυτό θέλω να πω πως θα αμειφθεί ανάλογα με την αξία της, με την έννοια που δίνει ο Μαρξ: ανταλλάσσονται ώρες εργασίας και όχι αξίες χρήσης. Για τις ώρες δουλειάς μου εισπράττω ένα μισθό που, αν καταργηθεί η εκμετάλλευση, θα μου επιτρέψει να αγοράσω πράγματα που αντιπροσωπεύουν τόσες ώρες εργασίας όσες εργάστηκα. Έτσι λοιπόν οι εμπορευματικές σχέσεις δεν καταργούνται, ούτε η αλλοτρίωση του μισθού, ούτε ο εξωτερικός προσδιορισμός της φύσης και των ιδιαιτεροτήτων των προϊόντων τα οποία βοηθάω να παραχθούν. Ο σοσιαλισμός δεν αλλάζει τίποτε σ’ αυτό. Στην καλύτερη περίπτωση μπορεί να επιτρέψει στους εργαζόμενους να αυτοκαθορίσουν τις συνθήκες εργασίας με την ευρύτερη έννοια.
Έτσι λοιπόν, η σφαίρα της αυτονομίας, στην πράξη, αφαιρείται πάντα από τη σφαίρα της κοινωνικοποιημένης ετερόνομης παραγωγής. Γιατί χάρη στην αποτελεσματικότητα, την παραγωγικότητα της τελευταίας μπορούμε να έχουμε στη διάθεσή μας εργαλεία και χρόνο που να επιτρέπουν μια αυξανόμενη αυτονομία και ένα μεγάλο πλούτο και ποικιλία δυνατών δραστηριοτήτων. Δίχως τη σφαίρα της κοινωνικής παραγωγής με τον καταμερισμό εργασίας που απαιτεί και τις σχετικά μεγάλες και σύνθετες μονάδες παραγωγής, θα έπρεπε να δουλεύουμε πολύ περισσότερο για να παράγουμε το απολύτως αναγκαίο.
Ποιά θα ήταν όμως η φύση αυτής της εργασίας; Δεν θα ήταν ακριβώς περισσότερο αυτόνομη;
Και ναι και όχι. Στην αγροτική-βιοτεχνική κοινωνία, οι άνθρωποι ήταν πιο αυτόνομοι στον βαθμό που έλεγχαν τον χρόνο τους, τον ρυθμό της εργασίας τους και τις μεθόδους της. Ωστόσο αυτή η αυτονομία δεν βιωνόταν σαν τέτοια εφόσον εργάζονταν από τα χαράματα μέχρι το δειλινό για να παράγουν τα μέσα διαβίωσής τους, συχνά χωρίς κανένα περιθώριο ασφαλείας. Ο ευεργετικός χαρακτήρας που έχουν σήμερα οι αυτόνομες δραστηριότητες που διεξάγονται με συμβιωτικές τεχνολογίες, βρίσκεται στο ότι μας ξεκουράζουν από την ετερόνομη εργασία και έχουν δημιουργικό ανατρεπτικό χαρακτήρα: σε μια κοινωνία όπου κυριαρχεί η μεγάλη εμπορευματική παραγωγή, οριοθετούμε νησίδες που συνιστούν εναλλακτικά πολιτιστικά και κοινωνικά πρότυπα. Αν αυτά τα πρότυπα ήταν κυρίαρχα, αν είμαστε από το νόμο υποχρεωμένοι να δουλεύουμε κύρια με ήπιες τεχνολογίες σε οικιακή ή κοινοτική κλίμακα, δεν θα το θεωρούσαμε αυτό ούτε δημιουργικό ούτε ευεργετικό.
Η συνέχεια στο δεύτερο μέρος.
*H συνέντευξη του Αντρέ Γκορζ δημοσιεύτηκε στην επιθεώρηση Αυτοδιαχειρίσεις, τεύχος 8/9, την άνοιξη του 1982 και πραγματοποιήθηκε με τη συνεργασία των Ολιβιέ Κορπέ, Ζοσλίν Γκοντέν, Μίκαελ Γκρουπ και Μπρούνο Ματέι. Το κείμενο συμπεριλαμβάνεται στο βιβλίο του Οι δρόμοι του Παραδείσου που κυκλοφόρησε το 1986 από τις εκδόσεις Κομμούνα. Τη μετάφραση έκανε η Χριστίνα Σταματοπούλου.
Πηγή:
http://eagainst.com/articles/groz/