Οι δύο μορφές της πολιτικής ετερονομίας σήμερα
Republication | 18/12/2012
Της Πολιτικής Ομάδας για την Αυτονομία.
Απόσπασμα του άρθρου: Το τέλος της αφθονίας και τα πολιτικά διακυβεύματα που μας θέτει, από το Τέταρτο Τεύχος του περιοδικού Πρόταγμα, (Ιούνιος 2012, σ.122-127)
Απόσπασμα του άρθρου: Το τέλος της αφθονίας και τα πολιτικά διακυβεύματα που μας θέτει, από το Τέταρτο Τεύχος του περιοδικού Πρόταγμα, (Ιούνιος 2012, σ.122-127)
Ο εκσυγχρονιστικός τεχνοκρατισμός
Οι πιέσεις από το πολιτικό και το τραπεζικό σύστημα για απότομες και σαρωτικές αλλαγές στην Ελλάδα συνδυάζονται με την εξάπλωση ενός νέου ρεύματος τεχνοκρατισμού, ο οποίος αυτοανακηρύσσεται ως ο μοναδικός δρόμος, ικανός να μας βγάλει από την οικονομική κρίση. Ο τεχνοκρατισμός αυτός προπαγανδίζεται έντεχνα ως η ιδεολογική και πρακτική απάντηση που έρχεται να καλύψει το κενό της υποχώρησης της «αντιπροσώπευσης» της κοινωνίας μέσω των πολιτικών θεσμών. Το έργο των κομματικών μηχανισμών, οι οποίοι καθίστανται αναποτελεσματικοί πλέον να λειτουργήσουν ως εκφραστές της λαϊκής βούλησης, θα αντικατασταθεί από την γνώση και την αποτελεσματική διαχείριση τραπεζιτών, ειδημόνων και διακομματικών μορφωμάτων χωρίς καν την ανάγκη εκλογικής νομιμοποίησης. Για το κομμάτι της ολιγαρχίας που υποστηρίζει αυτές τις θέσεις, «το Μνημόνιο είναι ευλογία για τον τόπο», επειδή μας επιτρέπει να πραγματοποιήσουμε τον πολυπόθητο εκσυγχρονισμό της χώρας, ο οποίος πάντοτε σκόνταφτε σε κατεστημένα συμφέροντα και νοοτροπίες. Σήμερα όμως, με τη δυναμική που δημιουργείται από την πίεση της Τρόικας, υπάρχει η ψευδαίσθηση ότι δημιουργείται μια ευνοϊκή ευκαιρία για την υπέρβαση αυτών των «στρεβλώσεων» και των «αρχαϊσμών», η οποία θα μας επιτρέψει -επιτέλους!- να ολοκληρώσουμε τη μαρτυρική μας πορεία προς τη δυτικοποίηση.
…Όλες οι τάσεις του μανδραβελισμού[1] συνειδητοποιούν ότι στο νέο καθεστώς φτωχοποίησης και αυταρχικής λιτότητας σπάει το συμβόλαιο συναίνεσης μεταξύ κυβερνώντων και κυβερνώμενων και η μόνη λύση είναι η στροφή σε μια πιο ολιγαρχική αντίληψη περί της άσκησης εξουσίας. Μέχρι το πρόσφατο παρελθόν το κοινωνικό φαντασιακό ευνοούσε και επέτρεπε την ανάδειξη κομματικών, συνδικαλιστικών και άλλων γραφειοκρατικών μηχανισμών κατάλληλων για τη διαχείριση των κοινών, τη διατήρηση της οικονομικής σταθερότητας και την επίτευξη «εθνικών» στόχων (είσοδος και καθιέρωση στην Ευρωπαϊκή Αγορά, Ολυμπιακοί Αγώνες). Σήμερα αλλάζουν και μετασχηματίζονται ορισμένες ουσιώδεις πτυχές αυτής της μεταμοντέρνας αντίληψης για τη δημόσια ζωή. Ο κυνισμός και η αδιαφορία για την πολιτική δίνουν τη θέση τους στη γενικευμένη ανασφάλεια και ένα καθεστώς φόβου. Ως εκ τούτου, μια κοινωνία φόβου δεν μπορεί να λειτουργήσει παρά υπό την απειλή των επιτακτικών διλημμάτων που τίθενται από τη ψήφιση των κάθε μέτρων. Κι έτσι, πολύ εύκολα βιώνονται οι εκλογικές αναμετρήσεις ως προσπάθεια απάντησης σε υπαρξιακά ερωτήματα: ποιος θα κυβερνήσει πέρα από τις μοναδικές «σώφρονες» δυνάμεις του μνημονιακού τόξου; Υπάρχει ζωή χωρίς αυτοδυναμία; Δε θα διαλυθεί η χώρα αν αλλάξουμε νόμισμα;
Η πολιτική θεσμοποίηση που απαντά στη νέα κατάσταση είναι οι συνταγές των «ειδικών» από οικονομικοτεχνικούς ή διακρατικούς σχηματισμούς. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το σχέδιο για ευρωπαϊκό δημοσιονομικό σύμφωνο σιδηράς πειθαρχίας και κυρώσεων που ίσως ενταχθεί ως κομμάτι πλέον του Συντάγματος από πολλές ευρωπαϊκές χώρες, και το οποίο θα τις δεσμεύει να επιβάλλουν πολύ σφιχτή οικονομική πολιτική, ανεξαρτήτως των πολιτικών ηγεσιών και των κυβερνήσεων που θα ασκούν την εξουσία. Στο νέο, πιο αυταρχικό τεχνοκρατισμό η εξουσιοδότηση των από τα κάτω περνά από τα χέρια του ικανότερου για διαχείριση της εξουσίας μονόδρομου που έχουν επιλέξει οι οικονομικές ολιγαρχίες. Πριν μερικές δεκαετίες περάσαμε από την «επιλογή» των συνταγών πολιτικής στην «επιλογή» των καλύτερων ή αποτελεσματικότερων «ειδικών». Σήμερα φαίνεται να περνάει η (καθεστηκυία) πολιτική από τον έλεγχο των καλύτερων επαγγελματικών στα χέρια των -δίχως καμία εναλλακτική- «συνταγών σωτηρίας».
Και βέβαια, οι δημοσιογραφικοί και π(ολιτ)ικάντικοι εκβιασμοί πατούν πάνω στην προπαγάνδιση της συλλογικής ενοχοποίησης της κοινωνίας που ζούσε πάνω από τις ανάγκες της. Η συγκεκριμένη κιτρική του καταναλωτικού μοντέλου δε γίνεται από δημοκρατική σκοπιά, αλλά απλά και μόνο για να ηθικοποιήσει περαιτέρω το περιεχόμενο της πολιτικής. Οι διαφημιστές του τεχνοκρατισμού επιδιώκουν το κοινωνικό αυτομαστίγωμα ως εξιλέωση για τις «αμαρτίες του παρελθόντος». Αυτό που προτάσσουν είναι η υπέρβαση της ανευθυνότητας του καταναλωτισμού με μια στροφή στη δήθεν σοβαρότητα, την υπευθυνότητα και τη φωνή της λογικής[2]. Η διάδοση αυτής της οπτικής αποκτά χαρακτηριστικά μιας ηθικής προσταγής ή μιας ηθικής υποχρέωσης, σύμφωνα με την οποία πρέπει να μην κοιτάζουμε πίσω, να υποτασσόμαστε «υπεύθυνα» στους νόμους της οικονομίας, να ξεπερνάμε πάντα τις παλιές αμαρτίες του παρελθόντος. Οι αναλύσεις ολόκληρου του τεχνοκρατικού μπλοκ («σοβαρές» εφημερίδες, free press έντυπα, μερίδα διανοούμενων και καλλιτεχνών κ.λπ[3]) περιστρέφονται γύρω από τον άξονα σοβαρότητα ή λαικιστική ανευθυνότητα, τεχνοκρατισμός ή πελατειοκρατία, «υπεύθυνες διαρθρωτικές αλλαγές» ή προσκόλληση στα παλιά. Στο πλαίσιο αυτό, οποιαδήποτε κοινωνική αντίδραση ή εκδήλωση πολιτικών κινημάτων βαφτίζεται ως αμετροέπεια, πολιτικός αρχαϊσμός ή αντικοινωνική συμπεριφορά. Η μόνη υπεύθυνη λύση βρίσκεται στην προώθηση μνημονιακών -και αντιστοίχων «εθνοσωτήριων»- συναινέσεων και στην αποδοχή μιας διαρκούς κατάστασης έκτακτης ανάγκης.
Εδώ πρέπει να σημειώσουμε ότι αν αυτός ο λόγος καταφέρνει να έχει την απήχηση που έχει στο δημόσιο λόγο, σε αυτήν την εξέλιξη έχει πολύ μεγάλη ευθύνη και η αριστερά. Όχι μόνο διότι με τις πρακτικές της (κομματισμός, λατρεία του κράτους και προσκόλληση σε ένα παλαιοπασοκικό σοσιαλδημοκρατικό φαντασιακό) συντείνει στο να θεωρούνται ορισμένες ιδέες ως δείγματα μιας αρτηριοσκληρωτικής λογικής που όντως, το μόνο που θέλει είναι να προστατέψει τις παραδοσιακές πελατειακές σχέσεις· αλλά και επειδή ποτέ δεν έχει το θάρρος να παραδεχτεί ότι η κριτική των εκσυγχρονιστών και του τεχνοκρατικού μπλοκ βασίζεται σε υπαρκτά προβλήματα, ασχέτως του αν είναι προσχηματική και λαϊκιστική (διογκώνοντάς τα, εξυμνώντας αφελώς τη Δύση ως την ενσάρκωση της «ορθολογικότητας» και της δημοκρατίας κ.λπ). Έτσι οδηγείται σε γελοίες καταστάσεις, δικαιώνοντας τη διαπίστωση ότι «ιδιαίτερα ιλαροτραγική παρουσιάζεται η θέση της “αριστεράς”, η οποία όντας οιονεί καταδικασμένη να υπερασπίζεται τα “λαϊκά” αιτήματα, υποχρεώνεται να γίνει σημαιοφόρος κάθε καταναλωτικής απαίτησης, αρκεί όποιος την προβάλλει να αυτοτιτλοφορείται “λαός”»[4]
Ο γενικευμένος λαϊκισμός
Ο δεύτερος πυλώνας της ετερόνομης σκέψης -που, ενώ υποτίθεται ότι συνιστά το πλήρες αντίθετο του εκσυγχρονιστικού-τεχνοκρατικού λόγου, στην πραγματικότητα δεν είναι παρά η πίσω όψη του- είναι ο γενικευμένος λαϊκισμός που εκδηλώνεται με ποικίλους τρόπους. Πρόκειται για την ανάδυση μιας φωνής αντίδρασης σε όλα τα νεοφιλελεύθερα μέτρα καθώς και στον έλεγχο υπό τον οποίο έχει περάσει η άσκηση πολιτικής στην Ελλάδα από άλλες κυβερνήσεις και ελίτ. Η οπτική αυτής της τάσης είναι να επικεντρώνεται σε πατριωτικού τύπου επιχειρήματα: οι ξένες δυνάμεις ελέγχουν τα πάντα, η «νέα τάξη πραγμάτων» επιβάλλει τα μέτρα στη μικρή Ελλάδα, χάνουμε την εθνική μας κυριαρχία κ.λπ. Έτσι, για όλα φταίνε οι ξένοι (Μέρκελ, Τρόικα κ.λπ), άντε και οι δικοί μας ηγέτες που συμπεριφέρονται ως προδότες και δωσίλογοι.
Εδώ, δεν έχουμε να κάνουμε με κάτι καινούριο. Η τάση αυτής της «γεωπολιτικής» ή «πατριωτικής» ματιάς έχει αναφορές σε ένα γενικότερο και διαχρονικό στοιχείο της ταυτότητας του Έλληνα, που βάσει και των ιστορικών εμπειριών της διαρκούς γεωπολιτικής εξάρτησης, του μετεμφυλιακού κράτους και της δικτατορίας, υποστηρίζει ότι οι Μεγάλες Δυνάμεις πάντα τον επιβουλεύονται και τον εκμεταλλεύονται, πράγμα που έχει ως αποτέλεσμα τη δόμηση της εθνικής μας ταυτότητας γύρω από έναν «θυματικό εθνικισμό»[5], που παρουσιάζει τον λαό μας ως διαρκώς κατατρεγμένο και «βασανισμένο» (που δεν πρέπει να ξεχνά τον Ωρωπό). Έτσι, η δυσμενής γεωπολιτική θέση της Ελλάδας, ιδεολογικοποιείται και μετατρέπεται σε αντιδυτικό σύνδρομο. Αυτό το πατριωτικό φαντασιακό -που, για λόγους αντιιμπεριαλιστικού χαρακτήρα, ενστερνίζεται το σύνολο της Αριστεράς- προσπαθεί να στήσει, εκ των υστέρων, στα πόδια της μια εθνική οντότητα στη βάση ενός αγώνα ενάντια σε ξένες δυνάμεις που τη δυναστεύουν[6].
Φυσικά, η λαϊκιστική ρητορική δεν ορίζεται -ή τουλάχιστον όχι μόνο- από την υπεράσπιση συντεχνιών, την προστασία της πελατειοκρατίας του ελληνικού συστήματος κ.λπ., όπως μέρα νύχτα προσπαθούν να μας πείσουν ο Μπάμπης και οι λοιποί αστέρες του εκσυγχρονιστικού μπλοκ. Το πρόβλημα με το λαϊκισμό είναι βαθύτατο και κατά κάποιον τρόπο διττό: αφορά τόσο στον τρόπο που γίνεται αντιληπτή η πολιτική και η ευθύνη του λαού στις εκάστοτε κοινωνικές εξελίξεις, όσο και στο πρόταγμα που προτάσσει και οραματίζεται για το μέλλον. Για εμάς ο σημερινός λαϊκισμός υπερβαίνει κατά πολύ την απλή κολακεία του λαού -ή, αν θέλουμε να δούμε το ζήτημα από την αντίστροφη οπτική, αυτή η κολακεία του λαού παίρνει σήμερα την εξής μορφή: μετατρέπεται σε μια άρνηση -με την ψυχαναλυτική έννοια του όρου- του γεγονότος ότι η κοινωνία της αφθονίας έχει τελειώσει κι ότι δεν είναι πλέον δυνατή καμία επιστροφή στη θαλπωρή της κεϊνσιανής-σοσιαλδημοκρατικής ευημερίας. Έτσι αρνείται να κάνει οποιαδήποτε κριτική στις καταναλωτικές συνήθειες του πληθυσμού, υποστηρίζοντας ότι το αίτημα της κοινωνικής δικαιοσύνης σήμερα ουσιαστικά ταυτίζεται με μια επιστροφή στην προ κρίσης εγγύηση της καταναλωτικής μας ευημερίας.
Ο γενικευμένος λαϊκισμός που έχει αναπτυχθεί στις συνθήκες κρίσης και κατάρρευσης αντιμετωπίζει με απλοϊκότητα τις εξελίξεις, τονίζοντας τη φτωχοποίηση και την περιθωριοποίηση του λαού, αποκρύβοντας παράλληλα τις μεγάλες ευθύνες σημαντικών κομματιών του (ευθύνες που έχουν να κάνουν κυρίως με την αποδοχή και στήριξη ενός φαύλου και ετερόνομου πολιτικού συστήματος για δεκαετίες). Γι’ αυτό και αναπαράγει τόσο αλόγιστα ως συνθήματα τα περί «Χούντας» ή περί «νέας Κατοχής». Η εικόνα του καλού λαού που απλά καταπιέζεται και καταδυναστεύεται από την Τρόικα δεν εξηγεί καθόλου τη συναίνεση που παρείχε ο κόσμος όλα αυτά τα χρόνια στο πολιτικό σύστημα και την σύμπλευσή του με τις κυρίαρχες αξίες του κομφορμισμού και της κατανάλωσης (πλην των φτωχότερων στρωμάτων). Κι εδώ, δεν προσπαθούμε να αναπαράγουμε την αντιμικροαστική ρητορεία ορισμένων επαναστατικών κύκλων αλλά να αναδείξουμε το εξής στοιχείο: αν οι άνθρωποι δεν κάτσουν να κάνουν και λίγο την αυτοκριτική τους, αν δε δουν ότι πρέπει να απεγκλωβιστούν από το σύγχρονο φαντασιακό, τότε δε θα μπορέσουν ποτέ να προτάξουν κάτι καινούριο ως απάντηση σε όσα τους συμβαίνουν. Η ταυτοποίηση των εχθρών (τράπεζες, αφεντικά, κυβέρνηση) δεν αρκεί αν δεν μπορείς να δημιουργήσεις μια εικόνα για μια μελλοντική κοινωνία που θες να χτίσεις. Έτσι, θα ζητάς μόνο επιστροφή στα παλιά και θα περιορίζεις την πολιτική συζήτηση γύρω από την άρνηση των Μνημονίων.
Γιατί ακριβώς εκεί οδηγεί αυτός ο λαϊκισμός, που είναι ίδιον τόσο της αριστεράς όσο και της λαϊκής δεξιάς. Προτάσσουμε το αντιμνημονιακό αγώνα, εκφράζοντας τον πατριωτισμό ή τον αντιιμπεριαλισμό -συχνά με ενθοποδοσφαιρικό, οπαδικό στυλ-, αλλά κρύβουμε κάτω από το χαλί την κοινωνική και «ταξική» διάσταση των γεγονότων. Στο ίδιο μοτίβο κινούνται και τα δήθεν ολοκληρωμένα σχέδια των οικονομολόγων, που διαφημίζονται ως «σανίδα σωτηρίας», ενώ επί της ουσίας περιορίζουν την πολιτική τους πρόταση στον απεγκλωβισμό από τα Μνημόνια και την επιστροφή στην ανταγωνιστικότητα της οικονομίας μέσω του λιγότερο αυταρχικού δρόμου. Το θέμα δεν είναι να γυρίσουμε απλά σελίδα ως προς την αποδοχή από τη χώρα των μνημονίων, ούτε να υιοθετήσουμε κάποιο οικονομικό σχεδιασμό ως θέσφατο, αλλά να συνειδητοποιήσουμε ότι στις νέες συνθήκες του εύθραυστου παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού και των οικολογικού τοίχου τοίχου προς τον οποίο οδεύουμε, καθίσταται ανεπαρκής και αδιέξοδη η επιστροφή στην κοινωνία της καταναλωτικής μανίας και της διαρκούς ανάπτυξης. Με βάση αυτή τη διαπίστωση θα χρειαστεί να βρούμε νέες και μακροπρόθεσμες λύσεις.
[1] Ιστορικό ρεύμα στρατευμένης δημοσιογραφίας και καθεστωτικής προπαγάνδας, που μάχεται για τη συντριβή των «παλαβών» Ελλήνων και την υπεράσπιση κάθε έννοιας φιλελευθερισμού.
[2] Όπως διακηρύσσει ο ηγέτης του τεχνοκρατικού αντάρτικου Άρης (ο αρχηγός των ατάκτων φιλελεύθερων): «Να επιδείξουμε σοβαρότητα, σύνεση, ψυχραιμία, λογική σε πρώτη φάση. Να σχηματιστεί μια κυβέρνηση που να μπορεί να σηκώσει τα βάρη χωρίς να κλατάρει πάνω στο μήνα. Για να αντέξει την πολύ σοβαρή και δύσκολη δουλειά…»
[3] Βλ. για τα ιδεολογικοποιημένα χαρακτηριστικά αυτού του χώρου το άρθρο του Ν. Σεβαστάκη, «Οι νέοι φιλελεύθεροι», Ελευθεροτυπία, 19/6/2010.
[4] Π. Κονδύλης, Οι αιτίες της παρακμής της σύγχρονης Ελλάδας. Η καχεξία του αστικού στοιχείου στη νεοελληνική κοινωνία και ιδεολογία(1991), Αθήνα, Θεμέλιο, 2011, σ.63. Χαρακτηριστική έκφραση αυτής της τάσης ήταν η στάση της αριστεράς απέναντι στις κοινητοποιήσεις των ιδιοκτητών ταξί, το περασμένο φθινόπωρο, αλλά και η αποδοχή πολλών πρώην παλιοπασοκικών στελεχών (όπως, π.χ., ο Α. Κοτσακάς) από τον ΣΥΡΙΖΑ, σήμερα.
[5] Κατά την έκφραση του Α. Γαβριηλίδη, Η αθεράπευτη νεκροφιλία του ριζοσπαστικού πατριωτισμού. Ρίτσος, Ελύτης, Θεοδωράκης, Σβορώνος, Αθήνα, Futura, 2007, σ. 182
[6] Για το σημερινό πατριωτικό φαντασιακό βλ. το κείμενό μας «Το κίνημα των Πλατειών και οι δυσκολίες δημιουργίας ενός δημοκρατικού κινήματος», Πρόταγμα τ. 3, Δεκέμβριος 2011.
Πηγή:
http://eagainst.com/articles/eteronomia-simera/