Αν και ο δεσμός δεν είναι άγνωστος στη φύση, σε πτηνά και θηλαστικά, ισχυρότερος δεσμός από αυτόν που συνάπτουν δύο ανθρώπινα όντα δεν υπάρχει. Θα μπορούσαμε να μεταχειριστούμε τον όρο σχέση, για να αποφύγουμε τους αρνητικούς συνειρμούς που προκαλεί ο όρος δεσμός (δεσμά, δέσμιος, δεσμώτης, δεσμοφύλακας) αλλά και η λέξη σχέση δεν είναι και τόσο αθώα, δεν είναι καθόλου· από την ίδια ρίζα προέρχεται και η ισχύς και η κατ-οχή και άλλα· και οι δύο όροι είναι σαφώς αρχαιοελληνικής ποιμενικής προέλευσης, άλλα δύο πολύ χαρακτηριστικά παραδείγματα παγίδων, ή περιορισμών, της γλώσσας. Προσεγγίζουμε και περιγράφουμε τη φυσική και κοινωνική πραγματικότητα με λέξεις που είναι ιδεολογικά φορτισμένες, δήλα δή, με λέξεις που κωδικοποιούν κοινωνικές σχέσεις. Η διερευνητική ματιά μας, η μελέτη της φύσης και της κοινωνίας, δεν είναι ποτέ αθώες, βλέπουμε τα πάντα αυπό το πρίσμα των εγκαθιδρυμένων κοινωνικών σχέσεων. Ας παραθέσω ένα απλό και σαφέστατο παρέδειγμα: Εάν ο Ζεύς είναι ο κάτοχος και ο βάλλων τον κεραυνό είναι γιατί ένα τέτοιο όπλο θα επιθυμούσε να έχει ο ακροατής, ίσως και συνθέτης, αριστοκράτης γαοκτήμονας της αρχαϊκής εποχής – τί να σου κάνει το δόρυ με βεληνεκές είκοσι μέτρα, που συνήθως δεν έβρισκε τον στόχο του; Σε αυτήν την επιθυμία δεν λανθάνει και η επιθυμία ελέγχου και καθυπόταξης της φύσης; Δεν υποφώσκει και η επιθυμία αποφυγής της ήττας, από τη φύση και τον αντίπαλο ανταγωνιστή Κύριο ή τον αντίπαλο Υποτελή; Αυτό που συμβαίνει μεταξύ δύο ανθρώπινων όντων δεν είναι ούτε δεσμός ούτε σχέσις – οι όροι αυτοί είναι μεταφορές ελλείψει άλλων όρων. Αυτές οι μεταφορές όμως, όλες οι μεταφορές, θέλουν πολύ μεγάλη προσοχή – οι μεταφορές είναι το σημείο συνάντησης των κοινωνικών σχέσων με τη φύση και την κοινωνία. Ίσως μια μέρα να επινοήσουμε κάποιον άλλον όρο κι αυτό δεν αφορά μόνο το ζήτημα που εξετάζουμε.
Εάν λοιπόν ο τόσο ισχυρός δεσμός μεταξύ δύο ανθρωπίνων όντων είναι ένα ιδιάζον, ένα ειδοποιό χαρακτηριστικό, σκέφτομαι ότι θα πρέπει να σχετίζεται με άλλα, και είναι πολλά, ιδιάζοντα χαρακτηριστικά του ανθρώπου. Γίνονται έρευνες εάν μάς επιτρέπεται να το συσχετίσουμε με την επίγνωση της ασθένειας και του θανάτου - ο άνθρωπος είναι το μόνο πλάσμα της φύσης πουγνωρίζει ότι θα αρρωστήσει και θα πεθάνει. Επιπλέον, ας παρατηρήσουμε, πριν ασχοληθούμε διεξοδικά, τον χειμώνα, πίνοντας κρασί και κάνα (τσι)γαράκι κοντά στη τζακόσομπα, κι έξω να χιονίζει, ας παρατηρήσουμε ότι το περιεχόμενο του δεσμού είναι η απόλαυση και η φροντίδα – ή μήπως η φροντίδα και η απόλαυση; Όποιο και να βάλεις πρώτο, πάλι κάτι χάνεται – ας το πούμεφροντιδαπόλαυση!
Αν και ο ισχυρός δεσμός, η φροντιδάπολαυση, είναι πανταχού παρούσα και τα πάντα πληρούσα, σε κάποια κοινωνικά φαινόμενα αυτός ο ισχυρός δεσμός, η φροντιδαπόλευση, υποχωρεί, εκλείπει, ατονεί, εξοβελίζεται. Εάν πάει ο νους σας στον όχλο, πολύ καλά έκανε και πήγε. Μιας και ο όχλος εκρήγνυται, είμαστε αναγκασμένοι να κάνουμε έρευνες για την εκρηκτικότητα του όχλου, να αναρωτηθούμε δηλαδή εάν αυτή η εκρηκτικότητα σχετίζεται με την απουσία του κοινωνικού δεσμού. Εάν δεν νοείται κοινωνία χωρίς δεσμό, μας επιτρέπεται να αναρωτηθούμε εάν ο όχλος είναι κοινωνικό φαινόμενο. Μήπως είναι αντικοινωνικό φαινόμενο; Μήπως είναι ένα ζωολογικό φαινόμενο που πάει να γίνει κοινωνικό, χωρίς να μπορεί, από τη φύση του, να τα καταφέρει, με αποτέλεσμα να εμφανίζεται ως απ-άνθρωπο και αντικοινωνικό;
Μήπως πίσω από τη φράση κοινωνική έκρηξη λανθάνει η εκρηκτικότητα του όχλου; Δεν θα έπρεπε να εξετάσουμε την έννοια της εξέγερσης υπό το πρίσμα όλων αυτών των ερωτημάτων;
Πριν ξετυλίξουμε το κουβάρι των σκέψεών μας σχετικά με τις μεταφορές τηςκοινωνικής έκρηξης και της κοινωνικής σύντηξης, θα μου επιτρέψετε να φέρω στο προσκήνιο αφενός τον πυρήνα μιας θεωρητικής καταρχάς σύγκρουσης και αφετέρου έναν ορισμό της κοινωνίας που θα μας βοηθήσει να κατανοήσουμε πληρέστερα τις προαναφερθείσες μεταφορές. Στο ερώτημα ποιά είναι η σχέση μεταξύ εξέγερσης και επανάστασης διατυπώνονται δύο απαντήσεις. Η επανάσταση είναι μετεξέλιξη της εξέγερσης με αποτέλεσμα να καταλήγουμε λογικά στην ταύτιση των εννοιών της εξέγερσης και της επανάστασης - αυτή είναι η πρώτη απάντηση: η επανάσταση εἰναι γενίκευση, επέκταση, ριζοσπαστικοποίηση των εξεγέρσεων, η επανάσταση είναι μια μεγαλειώδης, τεράστια εξέγερση. Η εξέγερση είναι μια στιγμή της επανάστασης - αυτή είναι η δεύτερη απάντηση, την οποία και ενστερνίζομαι, αποδέχομαι με προθυμία και θέρμη. Οι εξεγέρσεις εμφανίζονται, ξεσπάνε αναπόφευκτα κατά τη διάρκεια της διαδικασίας της επανάστασης, είναι σύντομες και πάντα ηττώνται και πάντα νικούν - νικούν διότι οι εξεγειρόμενοι αντιλαμβάνονται τους περιορισμούς της εξέγερσης με αποτέλεσμα να σταματούν να εξεγείρονται! Με άλλα λόγια, σύμφωνα με την πρώτη απάντηση, η διαφορά μεταξύ εξέγερσης και επανάστασης είναι διαφορά βαθμού· σύμφωνα με τη δεύτερη απάντηση, η διαφορά δεν είναι διαφορά βαθμού αλλά διαφορά φύσης - πεζοδρομιακώς εκφραζόμενος θα έλεγα άλλο η πούτσα κι άλλο η βούρτσα. Γιατί είναι διαφορά φύσης; Θα απαντήσουμε.
Όταν, φίλες και φίλοι, μιλάμε για εξεγέρσεις και επαναστάσεις οφείλουμε, ναι, οφείλουμε, να έχουμε στη διάθεσή μας έναν ορισμό της κοινωνίας. Χωρίς αυτόν τον ορισμό δεν θα μπορέσουμε να κατανοήσουμε ούτε τί είναι η εξέγερση, ούτε τί είναι η επανάσταση ούτε τη μεταξύ τους σχέση και συνάφεια. Ο ορισμός της κοινωνίας που αποδέχομαι με προθυμία και θέρμη είναι σαφέστατα μαρξικός, είμαι μαρξιστής, τί να κάνουμε τώρα, να κόψουμε τις φλέβες μας; Όχι, δεν θα το κάνω. Κοινωνία λοιπόν είναι το σύνολο των σχέσεων με του Ανθρώπου με τη φύση και του Ανθρώπου με τον Άνθρωπο. Η προσέγγιση δεν είναι αξιολογική, δεν είναι κανονιστική, είναι νομίζω σαφέστατο. Είναι διαυγέστατα, κρυστάλλινα περιγραφική. Ο ορισμός όμως αυτός της κοινωνίας δεν μπορεί να γίνει πλήρως κατανοητός εάν δεν διαθέτουμε και μια θεωρία, μία άποψη τουλάχιστον, για την κοινωνιογένεση/ανθρωπογένεση, η οποία μας επιτρέπει να προσεγγίσουμε τον σκληρό πυρήνα του ορισμού της κοινωνίας. Αυτόν τον σκληρό πυρήνα τον καταγράφει η λέξη σχέσεις. Διότι, φίλες και φίλοι, οι όροι δεσμός και σχέση που μεταχειριζόμαστε παραπέμπουν οφθαλμοφανώςσε όρια, σε περιορισμούς. Δεν υπάρχουν σχέσεις χωρίς όρια και περιορισμούς, δεν υπάρχει κοινωνία χωρίς όρια και περιορισμούς. Οι περιορισμοί και τα όρια στην επιθυμία και την ελευθερία μας έκαναν ανθρώπους και συγκρότησαν την κοινωνία. Τί θα γινόταν εάν δεν υπήρχαν αυτά τα όρια και οι περιορισμοί; Δεν θα υπήρχαμε, αυτό θα γινόταν. Τα όρια και οι περιορισμοί είναι μηχανισμοί αναχαίτισης, αναστολής της εγγενούς επιθετικότητας: όταν αναστέλλεται, ο άνθρωπος είναι “καλός” – όταν δεν αναστέλλεται, ο άνθρωπος είναι “κακός’. Δεν θα μιλήσουμε τώρα για τις συνθήκες και τις προϋποθέσεις αναστολής της επιθετικότητας, θα το κάνουμε όταν θα χιονίσει – μέχρι τότε ρίξτε, αν θέλετε, ένα βλέφαρο στον ποιμενικό τρόπο παραγωγής, ίσως φωτίσει κάποια πτυχή του ζητήματος.
Θα πρέπει λοιπόν να εξετάσουμε τις έννοιες της εξέγερσης και της επανάστασης υπό το πρίσμα των περιορισμών της επιθυμίας και της ελευθερίας.
Ποιά είναι η τάση στις εξεγέρσεις όσον αφορά το όρια και τους περιορισμούς; Τείνουν να χαλαρώνουν, να ατονούν, να καταργούνται ή να ελέγχονται, να αναθεωρούνται και να επανακαθορίζονται; Τώρα είναι η κατάλληλη στιγμή να μιλήσουμε για τις μεταφορές της έκρηξης και της σύντηξης, αφού πρώτα πιώ ένα καφεδάκι – το πάει για βροχή ο καιρός, μακάρι να βρέξει, να ξεκουραστώ, να γράψω, να αποφύγω το πότισμα.
Η πρόσφατα επινοημένη μεταφορά της κοινωνικής έκρηξης ερείδεται πάνω στη λατρεία της έκρηξης που εμφανίζεται στον δυτικό πολιτισμό με τη κατασκευή και χρήση των πρώτων πυροβόλων όπλων, κατά τον 14ο και 15ο αιώνα, η χρήση της όμως επεκτείνεται και γενικεύεται με την εμφάνιση της δυναμίτιδας και, ακολούθως, των πυρηνικών όπλων. Ανοίγω ένα λεξικό και διαβάζω τον ορισμό της έκρηξης: ο ακαριαίος ολοκληρωτικός ή μερικός μετασχηματισμός μιας ουσίας σε άερια, τα οποία, επίσης ακαριαία, διαστέλλονται σε όγκο πολύ μεγαλύτερο από τον αρχικό τους, προκαλώντας δυνατό κρότο και ισχυρά μηχανικά αποτελέσματα. Φαίνεται, το επιβεβαιώνει άλλωστε η ύπαρξη της μεταφοράς, πως πρέπει να υπάρχουν κάποια κοινά στοιχεία μεταξύ της εξέγερσης και της έκρηξης – κι αυτά τα κοινά στοιχεία είναι που επέτρεψαν την επινόηση της εν λόγω μεταφοράς. Έτσι, κάθε τι που εκδηλώνεται με αιφνίδιο και βίαιο τρόπο είναι εκρηκτικό: εκρηκτικά γεγονότα, εκρηκτικές εξελίξεις, αλλαγές. Επίσης, κάθε τι που προμηνύει, προεξαγγέλλει βίαια γεγονότα είναι εκρηκτικό: η κατάσταση, η ατμόσφαιρα είναι εκρηκτική, το κλίμα είναι εκρηκτικό. Μια αιφνίδια εκδήλωση περιγράφεται ως έκρηξη - έκρηξη πυρκαγιάς, έκρηξη κρουσμάτων γρίπης, έκρηξη τιμών, έκρηξη πολιτικής κρίσης. Μια μεγάλη και απότομη αύξηση είναι έκρηξη: πληθυσμιακή έκρηξη. Έκρηξη χαρακτηρίζουμε και μια εκδήλωση συναισθημάτων με τρόπο απότομο και βίαιο: έκρηξη οργής.
Η εξέγερση εμπεριέχει όλα αυτά τα στοιχεία της έκρηξης κι αυτό είναι που επιτρέπει την επινόηση της μεταφοράς της κοινωνικής έκρηξης. Η εξέγερση είναι κοινωνική έκρηξη και κάθε κοινωνική έκρηξη είναι εξέγερση. Είναι όμως πολύ παράξενη κοινωνική έκρηξη. Ως κοινωνική είναι παράξενη διότι αυτός που την προκαλεί είναι ο όχλος, εντός του οποίου δεν υπάρχουν δεσμοί – ο όχλος είναι ένα σύνολο μεμονωμένων και εξαθλιωμένων Υποτελών που απευθύνεται προς τον Κύριο, άλλο διαμαρτυρόμενοι και απειλώντας κι άλλοτε ικετεύοντας και παρακαλώντας. Είναι η απουσία των κοινωνικών δεσμών που προκαλεί την εκρηκτικότητα του όχλου, είναι η απουσία των κοινωνικών δεσμών που επιβάλλει την εμφάνιση της τάσης χαλάρωσης και κατάργησης των ορίων της επιθυμίας και της ελευθερίας. Δεν είναι του παρόντος να φέρω στο προσκήνιο ποταπότητες, φαυλότητες και εγκλήματα του όχλου – θα το κάνουμε όμως και αυτό.
Ο όχλος είναι ένα παραπροϊόν της Κυριαρχίας, είναι μια εκδήλωση της συρρίκνωσης του εμμενούς κομμουνισμού, εκλαμβανομένου ως διαδικασία οργάνωσης της ύλης, της ζωής και της κοινωνίας. Η εξέγερση του όχλου είναι η ορατή πλευρά της συρρίκνωσης του εμμενούς κομμουνισμού. Ως παραπέρα και περαιτέρω επιδείνωση αυτής της συρρίκνωσης, η εξέγερση, η κοινωνική έκρηξη είναι καταδικασμένη απότη φύση της να αποτυγχάνει και να ηττάται. Τόσο σε επίπεδο ανθρωπολογικό (μερική ή ολική κατάργηση ορίων επιθυμίας και ελευθερίας) όσο και σε κοινωνικό - ιστορικό, δηλαδή σε επίπεδο διεξαγωγής του κοινωνικού πολέμου.
Με κριτήριο την κατάλυση ή την αναθεώρηση, καταστροφή, επινόηση των ορίων της επιθυμίας και της ελευθερίας, η επανάσταση φέρνει στο προσκήνιο το δεύτερο σκέλος του εν λόγω διλήμματος. Ενώ η εξέγερση είναι το αδιέξοδο ξέσπασμα πολλών και στο χρόνο συσσωρευμένων αδιεξόδων, η επανάσταση είναι μια μακράς διάρκειας επανεξέταση των ορίων της ελευθερίας και της επιθυμίας. Η ποιμενικής προέλευσης δυτική Κυριαρχία όχι μόνο έθεσε εν αμφιβόλω τα ανθρωπολογικά όρια της ανθρωπογένεσης/κοινωνιογένεσης αλλά πρόσθεσε κι άλλα, κοινωνικής προέλευσης, με αποτέλεσμα να φτάσουμε στη εξής κατάσταση: ενώ ο Κύριος επιτρέπει στον εαυτό του απόλυτη ελευθερία και επιθυμία, στους Υποτελείς επιβάλλει τόσα όρια και περιορισμούς ώστε η ίδια η επιθυμία και η ελευθερία να εξοβελίζονται. Τη στιγμή που ο Κύριος παύει να είναι άνθρωπος διότι δεν θέτει, ή, τουλάχιστον, επιθυμεί να μην θέτει όρια στην επιθυμία και την ελευθερία, οι Υποτελείς δεν είναι άνθρωποι, ή, τουλάχιστον, τείνουν να μην είναι άνθρωποι, διότι ο Κύριος τους επιβάλλει τέτοια και τόσα όρια και περιορισμούς που παύουν να είναι άνθρωποι. Με αποτέλεσμα να έχουμε αγγίξει την Αποκάλυψη (Κύριος, πυρηνικά όπλα) εν μέσω ανείπωτης στέρησης, που είναι η συνθήκη και η προϋπόθεση της κοινωνικής έκρηξης.
Η επανάσταση είναι από την μια η διαδικασία κατάργησης της απόλυτης ελευθερίας και επιθυμίας του Κυρίου και από την άλλη διαδικασία κατάργησης των επιβληθέντων στους Υποτελκείς ορίων και περιορισμών στην επιθυμία και την ελευθερία. Το ζήτημα λοιπόν από τη μια είναι το πως θα επιβάλλουμε όρια στην επιθυμία και την ελευθερία του Κυρίου και από την άλλη το πως θα καταργήσουμε τα υπό τον Κύριο επιβληθέντα και επιβαλλόμενα όρια της επιθυμίας και της ελευθερίας. Θα το κάνουμε όπως το κάνει ο Κύριος, μια εκδοχή του οποίου είναι και η εξέγερση; Ή θα το κάνουμε διαφορετικά;
Θα το κάνουμε διαφορετικά. Θα το κάνουμε όχι με πρότυπο την έκρηξη αλλά με πρότυπο την πυρηνική σύντηξη: ο Κύριος και οι μιμητές του (ας) λατρεύουν την έκρηξη – εμείς θα λατρεύσουμε, επιτρεψτε μου την έκφραση, την σύντηξη. Δίνω έναν ορισμό της σύντηξης και σταματάω, κουράστηκα:
η σύντηξη είναι αντίδραση στην οποία δύο ή περισσότεροι ελαφροί πυρήνες που διαθέτουν υψηλότατη ενέργεια συνενώνονται ή συντήκονται με αποτέλεσμα να ανακατανέμονται τα αντίστοιχα νουκλεόνιά τους ( πρωτόνια και νετρόνια), σχηματίζοντας έναν μεγαλύτερο πυρήνα, και να απελευθερώνεται μια ισχυρή ποσότητα ενέργειας.
η πυρηνική σύντηξη είναι ένας τρόπος οργάνωσης της ύλης, είναι μια εκδήλωση του κομμουνισμού της ύλης.
Ο νοών και η νοούσα νοείτω, ο μη νοών και η μη νοούσα μη νοείτω, ου νοείτω.