«Όταν έγινε η γενική επίθεση στις οικονομικές και πολιτικές θέσεις της γερμανικής και της ιταλικής εργατιάς, όταν πνίγηκε η ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι των εργατών, η ελευθερία του τύπου και η δημοκρατία, ακολούθησε και η γενική επίθεση στον πολιτισμό γενικά».
Η ουσία του ζητήματος της υπεράσπισης του πολιτισμού τίθεται από τον Μπρεχτ με ένα ερώτημα: «Γιατί ρίχνεται στη θάλασσα σαν σαβούρα ο πολιτισμός ή ό,τι μας έχει απομείνει από τον πολιτισμό; Γιατί η ζωή εκατομμυρίων ανθρώπων, των περισσοτέρων φτωχαίνει, απογυμνώνεται και καταστρέφεται εντελώς ή σχεδόν εντελώς»; Και απαντά ο ίδιος.«Μερικοί από μας απαντούν σ’ αυτή την ερώτηση. Λένε: Εξαιτίας της ωμότητας… Η ωμότητα δεν προέρχεται από την ωμότητα, αλλά από τα κέρδη που δεν θα μπορούσαν να υπάρξουν χωρίς αυτήν». Επομένως, βάζει ανοιχτά το ζήτημα της πάλης ενάντια στα κέρδη, άρα ενάντια στον καπιταλισμό που γεννά και το φασισμό. Γι’ αυτό στη δεύτερη ομιλία του συμπληρώνει: «Όταν έγινε η γενική επίθεση στις οικονομικές και πολιτικές θέσεις της γερμανικής και της ιταλικής εργατιάς, όταν πνίγηκε η ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι των εργατών, η ελευθερία του Τύπου και η δημοκρατία, ακολούθησε και η γενική επίθεση στον πολιτισμό γενικά».
Ομιλία στο 1ο Διεθνές Συνέδριο Συγγραφέων για την Υπεράσπιση του Πολιτισμού1
Μια απαραίτητη διαπίστωση στον αγώνα ενάντια στη βαρβαρότητα
Σύντροφοι, θα επιθυμούσα, χωρίς να θέλω να πω κάτι καινούργιο, να μιλήσω λίγο για την καταπολέμηση των δυνάμεων εκείνων που σήμερα ετοιμάζονται να πνίξουν στο αίμα και στη βρωμιά τον δυτικό πολιτισμό, ή τα απομεινάρια του πολιτισμού που για έναν αιώνα μας είχαν αφήσει στη διάθεση της εκμετάλλευσης. Θέλω να επιστήσω την προσοχή σας μόνο σ’ ένα σημείο, αυτό που κατά τη γνώμη μου πρέπει να ξεκαθαριστεί εντελώς, αν θέλει κανείς να καταπολεμήσει αποτελεσματικά και πάνω απ’ όλα ολοκληρωτικά τις δυνάμεις αυτές.
Οι συγγραφείς που γνώρισαν τη φρίκη του φασισμού στο ίδιο τους το σώμα ή σε άλλα σώματα και τρόμαξαν, ακόμη κι αν έχουν αυτή την εμπειρία κι αυτό το φόβο, δεν είναι σε θέση να τον καταπολεμήσουν μια και καλή. Μερικοί θα πίστευαν ίσως πως η περιγραφή αυτής της φρίκης θα έφτανε, ιδιαίτερα όταν υπάρχει μεγάλο λογοτεχνικό ταλέντο και πραγματική οργή. Πράγματι είναι πολύ σημαντικές οι περιγραφές αυτού του είδους. Εδώ γίνονται πράγματα φρικιαστικά. Αυτό δεν επιτρέπεται να συμβαίνει. Σκοτώνονται άνθρωποι. Κι αυτό δεν πρέπει να συμβαίνει. Μα χρειάζεται περισσότερη συζήτηση; Θα πεταχτεί κανείς όρθιος και θα πέσει στην αγκαλιά των βασανιστών; Σύντροφοι, οι συζητήσεις χρειάζονται.
Ίσως να πεταχτεί κανείς όρθιος, αυτό δεν είναι τόσο δύσκολο. Αλλά μετά ακολουθεί το αγκάλιασμα κι αυτό είναι πιο δύσκολο. Η οργή υπάρχει, ο αντίπαλος είναι καθορισμένος. Πώς θα τον κάνει όμως κανείς να πέσει; Ο συγγραφέας μπορεί να πει: Το έργο μου είναι να καταγγείλω την αδικία και μετά ν’ αφήσω τον αναγνώστη να τα βγάλει πέρα. Μετά όμως θα αποκτήσει μια περίεργη εμπειρία. Θα δει ότι η οργή όπως και η συμπόνια είναι κάτι το μπερδεμένο, κάτι που υπάρχει σε διάφορες ποσότητες και μπορεί να τελειώσει. Και το χειρότερο είναι: Τελειώνει στο μέτρο εκείνο όπου αρχίζει να γίνεται πιο απαραίτητο. Κάποιοι σύντροφοι μου έλεγαν: Την πρώτη φορά που αναφέραμε ότι οι φίλοι μας σφάζονταν, ακούστηκαν κραυγές φρίκης και πολλές φωνές πρόσφεραν βοήθεια. Τότε σφάχτηκαν εκατό. Όταν όμως σφάχτηκαν χίλιοι κι η σφαγή δεν σταματούσε, απλώθηκε σιωπή κι ήταν πολύ λίγες οι φωνές που πρόσφεραν βοήθεια. Αλλά έτσι είναι: «Όταν συσσωρεύονται τα εγκλήματα, κανείς δεν τα βλέπει. Όταν τα βάσανα γίνονται αβάσταχτα, κανείς πια δεν ακούει τις κραυγές. Όταν σκοτώνεται ένας άνθρωπος, πέφτει κάτω λιπόθυμος κι αυτός που τον βλέπει. Είναι πολύ φυσικό. Όταν τα εγκλήματα ακολουθούν το ένα μετά τ’ άλλο σαν τις σταγόνες της βροχής, τότε κανείς πια δεν φωνάζει να σταματήσουν».
Έτσι είναι, λοιπόν. Πώς μπορεί κανείς να το ελέγξει; Δεν υπάρχει, λοιπόν, κανένας τρόπος να εμποδίσουμε τον άνθρωπο να αδιαφορεί για τη φρίκη που υπάρχει; Γιατί αδιαφορεί; Αδιαφορεί γιατί δεν βλέπει καμιά δυνατότητα να επέμβει. Ο άνθρωπος δεν χάνει τον καιρό του με τον πόνο κάποιου άλλου, όταν δεν μπορεί να τον βοηθήσει. Το χτύπημα μπορεί κανείς να το συγκρατήσει όταν ξέρει πότε και πού, γιατί και για ποιο σκοπό δίνεται. Κι όταν μπορεί κανείς να το συγκρατήσει, όταν υπάρχει αυτή η πιθανότητα ακόμη κι αν είναι πολύ μικρή, τότε μπορεί να προκαλέσει και τη συμπόνια για το θύμα. Και μπορεί και διαφορετικά, όχι όμως για πολύ, τουλάχιστον όχι τόσο, όσο τα χτυπήματα πέφτουν πάνω στο θύμα το ένα μετά τ’ άλλο. Λοιπόν: Γιατί δίνεται το χτύπημα; Γιατί ρίχνεται στη θάλασσα σαν σαβούρα ο πολιτισμός ή ό,τι μας έχει απομείνει από τον πολιτισμό; Γιατί η ζωή εκατομμυρίων ανθρώπων, των περισσοτέρων φτωχαίνει, απογυμνώνεται και καταστρέφεται εντελώς ή σχεδόν εντελώς;
Μερικοί από μας απαντούν σ’ αυτή την ερώτηση. Λένε: εξαιτίας της ωμότητας. Πιστεύουν ότι θα ζήσουν μια φοβερή έκρηξη ενός μεγάλου τμήματος της ανθρωπότητας, ενός τμήματος που θα μεγαλώνει όλο και πιο πολύ, θα ζήσουν ένα τρομερό γεγονός που δεν θα ‘χει κάποια φανερή αιτία, που θα γίνει ξαφνικά και ίσως θα εξαφανιστεί, ας ελπίσουμε, το ίδιο ξαφνικά, θα ‘ναι το ορμητικό ξέσπασμα μιας αχαλίνωτης βαρβαρότητας που για πολλά χρόνια παρέμενε καταπιεσμένη ή βαθιά κρυμμένη.
Όσοι απαντούν έτσι νιώθουν φυσικά κι οι ίδιοι ότι μια απάντηση τέτοιου είδους δεν είναι αρκετή. Κι ακόμη νιώθουν ότι δεν πρέπει να δίνει κανείς στην ωμότητα το χαρακτήρα φυσικών δυνάμεων, ακατανίκητων δυνάμεων της κόλασης.
Λένε, λοιπόν, πως παραμελήθηκε η διαπαιδαγώγηση του ανθρώπινου γένους. Κάτι παραλείφθηκε ή δεν μπόρεσε να γίνει μέσα στη βιασύνη. Τώρα πρέπει να το αναπληρώσουμε. Πρέπει στη θέση της ωμότητας να βάλουμε την καλοσύνη. Πρέπει να επαναφέρουμε τα μεγάλα λόγια, τους όρκους που κάποτε βοήθησαν, τις αναλλοίωτες έννοιες: Αγάπη για την ελευθερία, αξιοπρέπεια, δικαιοσύνη, έννοιες που η επίδρασή τους έχει επιβεβαιωθεί ιστορικά. Και χρησιμοποιούν τους μεγάλους όρκους. Τι συμβαίνει; Ο φασισμός, στην κατηγορία ότι είναι ωμός, απαντά εγκωμιάζοντας φανατικά την ωμότητα. Όταν τον κατηγορούν για φανατισμό, απαντά εγκωμιάζοντας το φανατισμό. Όταν του καταλογίζουν ότι παραβιάζει τη λογική, φωνάζει μ’ όλη του τη δύναμη για την καταδίκη της λογικής.
Κι ο φασισμός πιστεύει ότι η διαπαιδαγώγηση έχει παραμεληθεί. Περιμένει πάρα πολλά από την επιρροή που θ’ ασκήσει στα ανθρώπινα μυαλά κι από την εμπέδωση της επιρροής αυτής στις ανθρώπινες καρδιές. Προσθέτει στην ωμότητα των άντρων βασανιστηρίων την ωμότητα των σχολείων του, των εφημερίδων του, του θεάτρου του. Εκπαιδεύει ολόκληρο το έθνος και το εκπαιδεύει ολημερίς. Δεν έχει και πολλά να δώσει στη μεγάλη πλειοψηφία, κι αυτό σημαίνει ότι την εκπαιδεύει σκληρά. Δεν δίνει φαγητό, επομένως πρέπει να της διδάξει την αυτοπειθαρχία. Δεν μπορεί να βάλει σε τάξη την παραγωγή του και χρειάζεται πολέμους, έτσι πρέπει να την εκπαιδεύσει για τη σωματική ανδρεία. Χρειάζεται θύματα και πρέπει να την εκπαιδεύσει στο πνεύμα της θυσίας. Είναι κι αυτά ιδανικά, απαιτήσεις από τον άνθρωπο, μερικά, μάλιστα, είναι υψηλά ιδανικά, υψηλές απαιτήσεις.
Ξέρουμε, λοιπόν, τι εξυπηρετούν αυτά τα ιδανικά, ξέρουμε ποιος εκπαιδεύει και ποιον πρέπει να ωφελήσει αυτή η εκπαίδευση – πάντως όχι αυτόν που εκπαιδεύεται. Τι γίνεται όμως με τα δικά μας ιδανικά; Ακόμα κι εκείνοι από εμάς που θεώρησαν σαν τη ρίζα του κακού την ωμότητα, τη βαρβαρότητα, μιλούν, όπως είδαμε, μόνο για παιδεία, μόνο για τις επεμβάσεις στο πνεύμα και πουθενά αλλού. Μιλούν για το πώς θα μάθουν στους ανθρώπους την καλοσύνη. Η καλοσύνη όμως δεν θα προέλθει από την απαίτηση για καλοσύνη, καλοσύνη κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες, ακόμη και κάτω από τις χειρότερες, όπως κι η ωμότητα δεν θα προέλθει από την ωμότητα.
Προσωπικά δεν πιστεύω στην ωμότητα για χάρη της ωμότητας. Η ανθρωπότητα πρέπει να προστατευτεί από την κατηγορία πως κι η ίδια θα ήταν ωμή, αν δεν ήταν τόσο μεγάλο το κέρδος. Είναι πνευματώδης ο ελιγμός του φίλου μου Φόιχτβάνγκερ όταν λέει: η κακία προηγείται της ιδιοτέλειας – όμως δεν έχει δίκιο. Η ωμότητα δεν προέρχεται από την ωμότητα, αλλά από τα κέρδη που δεν θα μπορούσαν να υπάρξουν χωρίς αυτήν.
Στη μικρή χώρα απ’ την οποία κατάγομαι, κυριαρχούν καταστάσεις που είναι λιγότερο φοβερές απ’ αυτές που υπάρχουν σε πολλές άλλες χώρες. Κάθε βδομάδα, όμως, θανατώνονται πέντε χιλιάδες από τα καλύτερα ζώα. Αυτό είναι κάτι δυσάρεστο, δεν πρόκειται όμως για το ξέσπασμα μιας ξαφνικής αιμοβορίας. Αν ήταν έτσι, τότε η κατάσταση θα ήταν λιγότερο δυσάρεστη. Η θανάτωση των ζώων και η καταστροφή του πολιτισμού δεν έχουν σαν αφορμή βάρβαρα ένστικτα. Και στις δύο περιπτώσεις καταστρέφεται ένα μέρος από τα αγαθά που με κόπο δημιουργήθηκαν, κι αυτό γιατί κατέληξαν να γίνουν βάρος. Μπροστά στην πείνα που επικρατεί και στις πέντε ηπείρους, αυτά τα μέτρα είναι, αναμφίβολα, εγκλήματα, δεν έχουν όμως καμιά σχέση με τη μοχθηρότητα, σε καμιά περίπτωση. Σήμερα, στις περισσότερες χώρες της γης επικρατούν κοινωνικές καταστάσεις, όπου βραβεύονται όλων των ειδών τα εγκλήματα κι οι αρετές στοιχίζουν πολύ. «Ο καλός άνθρωπος είναι ανυπεράσπιστος, και ο ανυπεράσπιστος ποδοπατάται, με την ωμότητα, όμως, μπορεί όλα να τα ‘χει κανείς. Η κακία μπορεί να υπάρχει για δέκα χιλιάδες χρόνια. Αντίθετα, η καλοσύνη χρειάζεται φρουρά, αλλά δε βρίσκει».
Ας αποφύγουμε, λοιπόν, να την απαιτήσουμε απλά από τους ανθρώπους. Ας μη ζητάμε πράγματα αδύνατα! Ας μην κατηγορήσουμε τους εαυτούς μας πως ακόμα κι εμείς θα καλούσαμε τους ανθρώπους να κατορθώσουν το υπεράνθρωπο, δηλαδή ν’ αντέξουν στο όνομα των υψηλών αρετών φοβερές καταστάσεις, οι οποίες, βέβαια, μπορούν αλλά δεν πρέπει να αλλάξουν! Ας μη μιλάμε μόνο για τον πολιτισμό!
Να λυπηθούμε τον πολιτισμό, αλλά πρώτα να λυπηθούμε τους ανθρώπους! Ο πολιτισμός σώζεται όταν σώζονται οι άνθρωποι. Ας μη μας παρασύρει ο ισχυρισμός ότι οι άνθρωποι υπάρχουν για τον πολιτισμό κι όχι ο πολιτισμός για τους ανθρώπους. Κάτι τέτοιο θα θύμιζε υπερβολικά την πρακτική των μεγάλων αγορών, όπου οι άνθρωποι είναι εκεί για τα ζώα κι όχι τα ζώα για τους ανθρώπους.
Σύντροφοι, ας σκεφτούμε τη ρίζα του κακού! Μια μεγάλη θεωρία, η οποία υιοθετείται από όλο και περισσότερες ανθρώπινες μάζες στον πλανήτη μας, που ακόμη είναι πολύ νέος, λέει ότι η ρίζα όλων των κακών βρίσκεται στις σχέσεις ιδιοκτησίας. Αυτή η θεωρία, όπως κι όλες οι μεγάλες θεωρίες, υιοθετήθηκε από εκείνες τις ανθρώπινες μάζες που υποφέρουν περισσότερο από τις υπάρχουσες σχέσεις ιδιοκτησίας και τις βάρβαρες μεθόδους που τις υπερασπίζουν. Θα γίνει πραγματικότητα σε μια χώρα που καταλαμβάνει το ένα έκτο της επιφάνειας της γης, εκεί όπου οι καταπιεσμένοι και οι άκληροι κατέλαβαν την εξουσία. Εκεί δεν υπάρχει πια καταστροφή των τροφίμων, ούτε καταστροφή του πολιτισμού.
Πολλοί από εμάς τους συγγραφείς, που έχουμε γνωρίσει και τρομάξει με τη φρίκη του φασισμού, δεν κατάλαβαν ακόμη αυτή τη θεωρία και δεν κατάφεραν ακόμη ν’ ανακαλύψουν τη ρίζα αυτής της ωμότητας που τους τρομάζει. Γι’ αυτούς υπάρχει πάντοτε ο κίνδυνος να θεωρήσουν τις θηριωδίες του φασισμού σαν περιττές θηριωδίες. Εμμένουν στις σχέσεις ιδιοκτησίας γιατί πιστεύουν ότι για την υπεράσπισή τους δεν είναι αναγκαίες οι θηριωδίες του φασισμού. Αλλά οι θηριωδίες αυτές είναι αναγκαίες για τη διατήρηση των σχέσεων ιδιοκτησίας που επικρατούν. Στο σημείο αυτό οι φασίστες δεν λένε ψέματα, λένε την αλήθεια. Οσοι από τους φίλους μας νιώθουν φρίκη με τις θηριωδίες του φασισμού όσο κι εμείς, αλλά θέλουν και να διατηρήσουν τις σχέσεις ιδιοκτησίας ή συμπεριφέρονται αδιάφορα απέναντί τους, δεν μπορούν να κάνουν έναν μακροχρόνιο και ισχυρό αγώνα ενάντια στη βαρβαρότητα που εξαπλώνεται όλο και πιο πολύ, γιατί δεν είναι σε θέση να καθορίσουν και να επιφέρουν τις κοινωνικές εκείνες συνθήκες κάτω από τις οποίες η βαρβαρότητα θα ήταν περιττή. Οσοι, όμως, αναζητώντας τη ρίζα του κακού, κατέληξαν στις σχέσεις ιδιοκτησίας, κατέβηκαν όλο και πιο βαθιά, πέρασαν μέσα από μια κόλαση όλο και μεγαλύτερων φρικαλεοτήτων, μέχρι που έφτασαν εκεί όπου ένα μικρό τμήμα της ανθρωπότητας θεμελίωσε την ανελέητη εξουσία του. Και τη θεμελίωσε πάνω στην ιδιοκτησία του ενός, που χρησιμεύει στην εκμετάλλευση του συνάνθρωπου και που γι’ αυτό πρέπει να την υπερασπίζεται με νύχια και με δόντια, με άρνηση ενός πολιτισμού, ο οποίος δεν προσφέρεται πια για την υπεράσπισή του ή δεν είναι πια κατάλληλος γι’ αυτή, και ακόμα με την εγκατάλειψη όλων των αρχών της ανθρώπινης συνύπαρξης γενικά, για τις οποίες η ανθρωπότητα με τόσο θάρρος και για τόσα πολλά χρόνια αγωνίστηκε απεγνωσμένα.
Σύντροφοι, ας μιλήσουμε για τις σχέσεις ιδιοκτησίας!
Αυτά ήθελα να πω για τον αγώνα ενάντια στη βαρβαρότητα που διαρκώς εξαπλώνεται, για να έχει αναφερθεί εδώ κι αυτό ή τουλάχιστον να το έχω αναφέρει κι εγώ.
Ιούνης 1935
ΜΠΕΡΤΟΛΤ ΜΠΡΕΧΤ
H υπεράσπιση του Πολιτισμού
«Όταν έγινε η γενική επίθεση στις οικονομικές και πολιτικές θέσεις της γερμανικής και της ιταλικής εργατιάς, όταν πνίγηκε η ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι των εργατών, η ελευθερία του τύπου και η δημοκρατία, ακολούθησε και η γενική επίθεση στον πολιτισμό γενικά».
Στο κείμενο για «Το συμφέρον στην Τέχνη» γράφει: «Με εξαίρεση τα πέρα για πέρα εγωιστικά συμφέροντα της άρχουσας τάξης, η κατάσταση δεν ήταν δηλαδή καθόλου μα καθόλου ανεπίδεκτη αλλαγής: Με τη ριζική κατάργηση του ισχύοντος κοινωνικού συστήματος μπορούσε να εκλείψει η ίδια η αθλιότητα. Έτσι, οι συγγραφείς θα μπορούσαν να αναλύονται και να χρησιμοποιούνται στο βαθμό, που είναι λειτουργοί από κοινωνική άποψη, εκπροσωπούν ή επηρεάζουν ορισμένα κοινωνικά στρώματα, αναλαμβάνουν την ευθύνη ή χρεώνονται μ’ αυτή για γεγονότα, που αφορούν την αλλαγή ή την παραμονή της κοινωνίας. Γι’ αυτό την κάθε επί μέρους εξωτερίκευσή τους ο μελετητής μπορεί να την εξετάζει όχι μονάχα από την άποψη της συνέπειας του έργου τους, αλλά πιο πέρα: Από την άποψη της αλληλοεξάρτησης του έργου τους με τα κοινωνικά ζητήματα». Έτσι συνδέει άμεσα την Τέχνη με τα κοινωνικά ζητήματα, με τα ταξικά δηλαδή συμφέροντα.
Ομιλία στο 2ο Διεθνές Συνέδριο Συγγραφέων για την Υπεράσπιση του Πολιτισμού2
Πριν από τέσσερα χρόνια διαδραματίζονταν στη χώρα μου μια σειρά φοβερά γεγονότα τα οποία έδειχναν ότι ο πολιτισμός, σ’ όλες του τις εκδηλώσεις, διέτρεχε θανάσιμο κίνδυνο. Η φασιστική εξέγερση ξεσήκωσε αμέσως σ’ ένα μεγάλο μέρος της Γης τις πιο σφοδρές διαμαρτυρίες, οι βιαιοπραγίες του προκάλεσαν απέχθεια. Παρ’ όλα αυτά, οι μεγάλες συνάφειες παρέμειναν για πολλούς απ’ αυτούς τελείως σκοτεινές. Μεμονωμένα γεγονότα, παρ’ όλο που έγιναν αντιληπτά, δεν αναγνωρίστηκε η γενική ουσιαστική σημασία που είχαν για την ύπαρξη ή μη ύπαρξη του πολιτισμού.
Τα τερατώδη γεγονότα στην Ισπανία, ο βομβαρδισμός ανοιχτών πόλεων και χωριών, οι σφαγές ολόκληρων πληθυσμών ανοίγουν σε όλο και περισσότερους ανθρώπους τα μάτια για τη σημασία που έχουν ορισμένα γεγονότα, τα οποία στην ουσία δεν είναι λιγότερο φοβερά, απλά δεν εμφανίζονται τόσο δραματικά, που συνέβηκαν τότε σε χώρες όπως η δική μου, όπου ο φασισμός κατέλαβε την εξουσία. Ανακάλυψαν πια την κοινή φοβερή αιτία που οδήγησε στην καταστροφή της Γκερνίκα και την κατάληψη των κτιρίων των γερμανικών συνδικάτων το Μάη του ’33. Η κραυγή εκείνων που θανατώνονται σε δημόσιους χώρους δυναμώνει τη σιγανή ανώνυμη κραυγή εκείνων που βασανίζονται πίσω από τους τοίχους των άντρων της Γκεστάπο. Οι φασιστικές δικτατορίες άρχισαν να εφαρμόζουν και στα ξένα προλεταριάτα τις μεθόδους που εφάρμοζαν στα δικά τους.μεταχειρίζονται τον ισπανικό λαό σαν να ήταν ο γερμανικός ή ο ιταλικός. Οταν οι φασιστικές δικτατορίες κατασκευάζουν σμήνη από αεροπλάνα, τότε ο λαός τους δεν παίρνει βούτυρο κι ο ξένος λαός παίρνει βόμβες. Τα κτίρια των συνδικάτων υπερασπίζονταν το βούτυρο κι εναντιώνονταν στις βόμβες: γι’ αυτό κι έκλεισαν. Ποιος μπορεί ακόμη σήμερα ν’ αμφιβάλλει αν ο τρόπος με τον οποίο οι δικτατορίες αλληλοδανείζονται τα στρατιωτικά τους συντάγματα είναι ο ίδιος τρόπος με τον οποίο έδωσαν στο εμπόριο του προϊόντος εργατική δύναμη μια τεράστια ώθηση στέλνοντας στο κεφάλαιο τάγματα πολιτών της εθελοντικής υπηρεσίας εργασίας.
Όταν έγινε η γενική επίθεση στις οικονομικές και πολιτικές θέσεις της γερμανικής και της ιταλικής εργατιάς, όταν πνίγηκε η ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι των εργατών, η ελευθερία του τύπου και η δημοκρατία, ακολούθησε και η γενική επίθεση στον πολιτισμό γενικά.
Αργά και μ’ έμμεσο τρόπο εξομοιώθηκε η καταστροφή των συνδικάτων με την καταστροφή των καθεδρικών ναών και άλλων μνημείων του πολιτισμού. Και βέβαια ακολούθησε εδώ η επίθεση στο κέντρο του πολιτισμού.
Ο γερμανικός και ο ιταλικός λαός, όταν του στέρησαν τις οικονομικές και πολιτικές του θέσεις, έχασε κάθε δυνατότητα πολιτικής παραγωγικότητας – ακόμη κι ο κύριος Γκέμπελς βαριέται στα θέατρά του – ο ισπανικός λαός, υπερασπίζοντας τη γη και τη δημοκρατία του με τα όπλα, κατακτά και υπερασπίζει την παραγωγικότητα του πολιτισμού: με κάθε εκτάριο γης κι ένα τετραγωνικό εκατοστό καναβάτσο του Πράδο.
Αν είναι έτσι, αν ο πολιτισμός είναι κάτι το αναπόσπαστο από τη συνολική παραγωγικότητα των λαών, αν η ίδια βίαιη επίθεση μπορεί ν’ αφαιρέσει από το λαό το βούτυρο και το σονέτο, αν είναι, λοιπόν, ο πολιτισμός κάτι το τόσο υλικό, τότε τι πρέπει να γίνει για την υπεράσπισή του;
Τι μπορεί ο ίδιος να κάνει; Μπορεί να χτυπήσει τον εαυτό του; Τον χτυπά, άρα λοιπόν: μπορεί. Ο αγώνας έχει τις διάφορες φάσεις του. Τα πολιτιστικά παραγωγικά άτομα συχνά αποστασιοποιούνται καταρχήν συχνά μόνο παρορμητικά από τα φρικιαστικά γεγονότα στη χώρα τους. Αλλά ήδη ο χαρακτηρισμός της βαρβαρότητας σαν βαρβαρότητας σημαίνει: να χτυπά κανείς τον εαυτό του. Μετά συνενώνονται κατά της βαρβαρότητας, κάτι που είναι απαραίτητο να γίνει για να μπορεί κανείς να χτυπά τον εαυτό του. Από τη διαμαρτυρία προχωρούν στην έκκληση και από το παράπονο στην αγωνιστική κραυγή. Δεν δείχνουν μόνο με το δάχτυλο τις εγκληματικές πράξεις, αλλά ονοματίζουν τους εγκληματίες και προτρέπουν να τιμωρηθούν. Αναγνωρίζουν ότι η καταδίκη της καταπίεσης πρέπει να τελειώσει με τον αφανισμό των καταπιεστών, ότι η ευσπλαχνία για τα θύματα της βίας πρέπει να γίνει ασπλαχνία για τους θύτες, ο οίκτος να γίνει οργή κι η απέχθεια απέναντι στη βία να γίνει η ίδια βία. Στη βία του ενός, όπως και στη βία των προνομιούχων τάξεων, πρέπει ν’ αντιταχθεί η συντριπτική βία του λαού.
Γιατί οι πόλεμοι δεν σταματούν πια. Τα ιταλικά αεροπορικά σμήνη που επιτέθηκαν στην άτυχη Αβησσυνία, ανυψώνονται στον αέρα με ζεστά ακόμη τα λάδια της μηχανής τους κι ενώνονται με τα γερμανικά για να χτυπήσουν μαζί τον ισπανικό λαό. Δεν πρόλαβε ακόμη να τελειώσει η μάχη και πετούν κιόλας πάνω από την Κίνα τα αεροπλάνα της ιμπεριαλιστικής Ιαπωνίας.
Στους πολέμους αυτούς, όπως και σ’ όλους τους άλλους πολέμους για τους οποίους μιλήσαμε, πρέπει να κηρυχθεί ο πόλεμος, κι αυτός ο πόλεμος πρέπει να διεξαχθεί σαν κανονικός πόλεμος.
Ο πολιτισμός, που για καιρό, πολύ καιρό τον υπερασπίζονταν με πνευματικά όπλα, δέχτηκε επιθέσεις από υλικά όπλα, αυτόν όμως που δεν είναι μόνο κάτι το πνευματικό μα και κάτι το ιδιαίτερα υλικό, πρέπει τώρα να τον υπερασπίσουμε με υλικά όπλα.
Ιούλης 1937
Κίνδυνος από τα κτήνη της διανόησης
Αν ο πόλεμος, για παράδειγμα, ήταν ο πατέρας όλων των πραγμάτων, τότε θα έπρεπε να καλέσει κανείς σε πατροκτονία.
Οι φασίστες, σαν παλιοί μπογιατζήδες που είναι, ζωγραφίζουν συνήθως στον τοίχο το διάβολο που θα μπορούσε να ‘ναι δυσάρεστος γι’ αυτούς. Σκέφτομαι όμως πως καθώς είναι καλό να ‘ναι δυσάρεστο γι’ αυτούς, θα ‘πρεπε κανείς να ‘ναι ο ίδιος αυτός ο διάβολος. Όταν θέλει κανείς να τους βλάψει (και πρέπει να το θέλει, αν πράγματι επιθυμεί να κάνει καλό στην ανθρωπότητα), δεν έχει παρά να κοιτάξει τον τοίχο και να παρατηρήσει τι ζωγράφισαν. Ζωγράφισαν, για παράδειγμα, το κτήνος της διανόησης. Πολλοί από εμάς κοιτάζουν αυτόν τον τοίχο και βλέπουν την εικόνα αυτού του κτήνους και λένε: Πράγματι αυτό που δεν θέλουν να έχουν είναι η διανόηση κι έχουν δίκιο. Η διανόηση είναι αυτό που πρέπει να κινητοποιήσει κανείς εναντίον τους. Όμως δεν κατάλαβαν καλά την εικόνα, αν πιστεύουν ότι κι ο φασισμός έχει την ίδια γνώμη μ’ αυτούς, ότι δέχεται κι αυτός την άποψη πως αρκεί η ύπαρξη της καλοσύνης για να νικηθεί για πάντα η κακία, πως αρκεί η λογική για να νικηθεί η ανοησία. Παρέβλεψαν ουσιαστικά το σημαντικότερο: τη λέξη «κτήνος». Στην πραγματικότητα, αυτό είναι και το κύριο ερώτημα: Πώς μπορούμε να γίνουμε κτήνη της διανόησης, κτήνη με την έννοια που οι φασίστες θεωρούν απειλητική για την κυριαρχία τους. Ένα κτήνος είναι κάτι το δυνατό, το τρομακτικό, το καταστροφικό. Ακούγεται βάρβαρα. Πιστεύετε όμως ότι η βαρβαρότητα μπορεί να καταπολεμηθεί με την αθωότητα; Θα ήταν σαν να θέλαμε ν’ ανακόψουμε την ορμή ενός ξίφους προτάσσοντας τις αρτηρίες μας. Πρέπει να μάθουμε να το κατανοούμε: Και η καλοσύνη βλάπτει. Βλάπτει την ωμότητα. Το κάθαρμα δολοφονεί, αλλά ενεργεί μόνο με το φόνο όταν θέλει να εξαφανίσει κάτι από τον κόσμο. Καταλαβαίνετε: Δεν εννοώ να γυρίσουμε πίσω και να σκοτώσουμε τον Χίτλερ. Αυτό θα ήταν κτηνώδες, αλλά όχι έξυπνο. Πρέπει όμως να χρησιμοποιήσει κανείς κάτι το θανατηφόρο, αλλιώς το κάθαρμα θα συνεχίσει να ζει μέχρι το τέλος των ημερών του ή τουλάχιστον των δικών μας ημερών. Πώς μπορούμε εμείς οι συγγραφείς να γράφουμε θανατηφόρα;
Ξέρουμε ότι γύρω από τα φασιστικά κράτη υψώνεται ένα τεράστιο, χοντρό τείχος από κενές, πρόχειρες, παραφθαρμένες φιλοσοφίες που από πίσω του πραγματοποιούνται τα κέρδη. Αυτό το τείχος από καπνό είναι ένα θαύμα της τεχνικής προπετασμάτων καπνού. Πολλοί από εμάς ασχολούνται τώρα με το ν’ αποδείξουν το χαρακτήρα αυτού του αερίου, την αστάθεια του τείχους και τα λοιπά. Φοβάμαι πως αυτό δεν είναι θανατηφόρο. Αντίθετα, θανατηφόρο είναι ν’ αποδείξουμε αυτά που γίνονται πίσω από το τείχος. Αυτό απαιτεί περισσότερη δουλειά, περισσότερη μελέτη, βρίσκεται έξω από τον τομέα μας ουσιαστικά, γι’ αυτό και δεν το καταλαβαίνουμε και τόσο καλά, είναι κάτι πρακτικό, είναι όμως θανατηφόρο.
Τέχνη ή πολιτική;
Καταλαβαίνω την ερώτησή σας. Με βλέπετε να κάθομαι εδώ και να κοιτάω πέρα από τον πορθμό που δεν έχει τίποτα το πολεμικό. Πώς φτάνω λοιπόν ν’ ασχολούμαι με τον αγώνα του ισπανικού λαού ενάντια στους στρατηγούς του; Σκεφτείτε, όμως, γιατί κάθομαι εδώ. Πώς μπορώ να κρατήσω έξω από τα γραπτά μου ό,τι έχει επηρεάσει τη ζωή μου; Ακόμη και τα ίδια μου τα γραπτά; Γιατί κάθομαι εδώ σαν εξόριστος και εκτός απ’ όλα τ’ άλλα μου έχουν στερήσει τους αναγνώστες μου και τους ακροατές μου, των οποίων τη γλώσσα γράφω κι αυτοί δεν είναι άνθρωποι που τους έδινα μόνο ποιήματα, αλλά και άνθρωποι που τους αξίζει το πιο βαθύ μου ενδιαφέρον. Μπορώ να γράφω μόνο γι’ αυτούς για τους οποίους ενδιαφέρομαι. Τα ποιήματα είναι ακριβώς όπως τα γράμματα. Και τώρα οι άνθρωποι αυτοί υποβάλλονται σ’ απερίγραπτα δεινά. Πώς θα μπορούσα να μη γράψω για όλα αυτά; Και όπου κι αν κοιτάξω, ακόμη κι αν κοιτάξω λίγο πέρα από εκεί που τελειώνει αυτός ο πορθμός, βλέπω ανθρώπους που υποφέρουν από τέτοιες συμφορές. Αλλά αν καταστραφεί η ανθρωπιά, δεν θα υπάρχει πια τέχνη. Τέχνη δεν είναι να βάζει κανείς ωραίες λέξεις τη μια δίπλα στην άλλη. Πώς να συγκινήσει η τέχνη τους ανθρώπους, όταν δεν συγκινείται η ίδια από τη μοίρα τους. Αν εγώ σκληρύνω απέναντι στα βάσανά τους, τότε πώς θα ξαλαφρώσω τις καρδιές τους με το γράψιμό μου; Κι όταν δεν προσπαθώ να βρω μια διέξοδο για τα βάσανά τους, τότε πώς θα μπορέσουν αυτοί να βρουν το δρόμο για τα γραπτά μου; Το μικρό έργο για το οποίο μιλάμε, αναφέρεται στον αγώνα της γυναίκας ενός ψαρά από την Ανδαλουσία ενάντια στους στρατηγούς. Προσπαθώ να δείξω πόσο δύσκολα αποφασίζει να κάνει αυτόν τον αγώνα κι ότι πιάνει το όπλο μόνο στην έσχατη ανάγκη. Είναι μια έκκληση στους καταπιεσμένους να ξεσηκωθούν ενάντια στους καταπιεστές τους στο όνομα της ανθρωπιάς. Γιατί στους καιρούς αυτούς η ανθρωπιά πρέπει να γίνει αγωνιστική για να μην εξοντωθεί. Το έργο αυτό είναι ακόμη ένα γράμμα στη γυναίκα του ψαρά, για να τη διαβεβαιώσω ότι όσοι μιλούν τη γερμανική γλώσσα δεν είναι όλοι με το μέρος των στρατηγών και δε στέλνουν στη χώρα της βόμβες και άρματα μάχης. Αυτό το γράμμα το γράφω στο όνομα πολλών Γερμανών, μέσα κι έξω από τα γερμανικά σύνορα, των περισσότερων Γερμανών. Γι’ αυτό είμαι σίγουρος.
Φλεβάρης 1938
Το συμφέρον στην Τέχνη
1. Ξέρουμε με πόσο ύποπτο ζήλο πολεμάει η άρχουσα τάξη την αντίληψη ότι η τέχνη της εξυπηρετεί μονάχα τα δικά της συμφέροντα ή – για να είμαστε πιο ακριβολόγοι – ότι επιθυμία της είναι να βλέπει μέσα στην τέχνη της την εκπροσώπηση των δικών της συμφερόντων. Η άρχουσα τάξη προσποιείται ότι απορρίπτει με αγανάκτηση κάθε τέχνη, που εκπροσωπεί συμφέροντα, ακόμα κι αν πρόκειται για τέχνη, που κατά τύχη, εκπροσωπεί τα δικά της (διότι, φυσικά, εννοούμε συμφέροντα ταξικά, που αντιστρατεύονται άλλα ταξικά συμφέροντα). Μας παραπέμπει και μας υπενθυμίζει τα ωραία συναισθήματα καλοσύνης, συμπόνιας και ενθουσιασμού, που ένιωσε να γεννιούνται μέσα της, όταν απολάμβανε την τέχνη. Τέτοια συναισθήματα ποτέ, μα ποτέ, δε γεννιούνται συνδεδεμένα με ιδιοτελείς υπολογισμούς και κερδοσκοπικές διαθέσεις. Ξεχνούν, δυστυχώς, οι άνθρωποι της άρχουσας τάξης, πόσο ενθουσιασμό μπορούν να δημιουργήσουν τα ιδιοτελή συμφέροντα! Η πρόταση του Φλόριαν Γκάιερ: «Κατευθείαν στην καρδιά της γερμανικής διχόνοιας», είναι αυτονόητο ότι φέρνει αγαλλίαση σ’ εκείνους, που η γερμανική ομοψυχία με τίμημα εξυπηρετεί τα πέρα για πέρα σκοτεινά συμφέροντά τους. Εκείνοι, που είναι οι έμψυχες αιτίες για το ότι δεν υπάρχει μια τέτοια σύμπνοια, βρίσκουν την έκκληση για ενότητα «μεγαλόπνοη» και «μεγαλεπήβολη». Η έκκληση για ενότητα με κάθε θυσία σημαίνει, βέβαια, ότι δεν πρέπει μελλοντικά να αποβλέπει κανένας σε κέρδη υλικής φύσης, επομένως, ούτε κι αυτοί στα δικά τους. Είναι μια έκκληση για αυταπάρνηση (των άλλων), για πνεύμα θυσίας (των θυσιασμένων απ’ αυτούς). Απλώνοντας αδερφικά το χέρι σ’ εκείνους που μέχρι τώρα εκμεταλλεύονταν, φαντάζονται τους εαυτούς τους γεμάτους από αυταπάρνηση. Επειδή δεν παραιτούνται από το να στρέψουν τα κανόνια ενάντια σ’ εκείνους που εκμεταλλεύονται; Δεν παραιτούνται από το να προπηλακίζουν τους ποδοπατημένους; Παραιτούνται από όλο το μίσος που γεννάει η μοχθηρία τους! Σ’ αυτή την αυταπάρνησή τους βλέπουν κάτι το ασύλληπτο, κάτι το εκπληκτικό, κάτι το υπεράνθρωπο, που χωρίς να το θέλουν τους φέρνει δάκρυα στα μάτια. Αυτό αποδεικνύει, πως βαθιά μέσα στον άνθρωπο, υπάρχουν πράγματα, που ο ίδιος δεν μπορεί να τα διανοηθεί. Είναι η τέχνη, που ανεβάζει τον άνθρωπο πάνω κι από τον ίδιο τον εαυτό του. – Σε κάθε συνάθροιση πιστών μπορεί κανείς να διαπιστώσει, πόσο εύκολα συγκινούνται οι άνθρωποι, όταν βλέπουν να εκπροσωπούνται τα συμφέροντά τους. Ακόμα και των πιο σκληρών τοκογλύφων τα μάτια βουρκώνουν, όταν βλέπουν ότι δεν είναι μόνοι τους. Τους φαίνεται ότι όσο περισσότεροι είναι, τόσο πιο πολύ δίκιο έχουν. Γενικά μάλιστα τους αρκεί αυτή η συγκίνηση, αν δε θίγονται τα συμφέροντά τους, και ανθρώπινη αντίδραση δεν είναι να περιμένει κανείς από αυτούς. Το πιο γερό χαρτί των νατουραλιστών στη δραματουργία του τέλους του 19ου αιώνα ήταν η συμπόνια. Ντυμένοι στα πανάκριβα σμόκιν, μαύροι σαν την πίσσα κάθονταν οι εκμεταλλευτές και τα πιο ασυνείδητα πρωτοπαλίκαρά τους σε ακριβές θέσεις στο θέατρο και έχυναν δάκρυα για τη μοίρα της Ρόζας Μπερντ, που περίμενε παιδί εξώγαμο. Τι είχε συμβεί; Εδειχνε το ένα πλάσμα συμπόνια για το άλλο; Είχε τελειώσει η εποχή της βαρβαρότητας; Εφεύρισκε ο δολοφόνος την πέμπτη εντολή; Αντιλαμβάνονταν οι καταπιεστές, αιφνιδιασμένοι τουλάχιστον για μερικά λεπτά, τα συμφέροντα των καταπιεσμένων; Τουλάχιστον νοερά; Οχι, βέβαια. Απλά βρίσκονταν στους νατουραλιστές. Ολα όσα έδειχναν αυτοί από τη σκηνή ήταν η φύση. Η φύση απαιτούσε να μείνει έγκυος αυτή η κοπέλα. Απαιτούσε επίσης να σκοτώσει τον καρπό της κοιλιάς της και να τιμωρηθεί γι’ αυτό. Οι κοινωνικές καταστάσεις παρουσιάζονταν σαν φυσικές καταστάσεις. Ο δολοφόνος δε χρειαζόταν να αποκηρύξει το φόνο για να προκαλέσει οίκτο, γιατί ο φόνος ήταν πράγμα τόσο φυσικό όσο και ο οίκτος. Οταν φώναζε εκείνος, τον οποίο ο δολοφόνος έκανε να φωνάζει, δε φαινόταν πιο φυσικός απ’ όσο ο δολοφόνος, που ένιωθε οίκτο γι’ αυτόν. Γιατί αυτοί, που έχυναν εδώ δάκρυα, έμεναν κλαίγοντας πιστοί στην κοινωνική κατάσταση, που απαγόρευε σ’ ένα τμήμα του πληθυσμού τη διαιώνιση του είδους, αφού του άφηνε την επιλογή ανάμεσα στη φυλακή και στο φτωχοκομείο. Δε θα έπρεπε να εγκαταλειφθεί τουλάχιστον η ιδέα της φυλακής; Αν όχι σε τούτο το έργο, τουλάχιστον σε άλλα; Ενα τέταρτο του αιώνα αργότερα υπήρξαν, βέβαια, θεατρικά έργα, που συγκινούσαν τον κόσμο, γιατί κηρύσσονταν υπέρ της κατάργησης του εξαναγκασμού των γεννήσεων. Τάσσονταν επιτέλους αυτοί, που συγκινούνταν τώρα, ενάντια στα συμφέροντά τους; Και υπήρχε επομένως στο θεατή αυτή η γενικά ανθρώπινη ένσταση, την οποία και μόνο έπρεπε να επικαλείται;
Για να καταλάβουμε ότι οι άνθρωποι που συγκινούνταν τώρα, δεν είχαν παραιτηθεί από τα συμφέροντά τους και δεν είχαν υιοθετήσει μια γενικά ανθρώπινη άποψη, δε χρειάζεται παρά να μελετήσουμε την κοινωνική ιστορία εκείνης της εικοσιπενταετίας. Η άρχουσα τάξη είχε υποστεί μια καινούργια κοινωνική σύνθεση. Αστικά κοινωνικά στρώματα είχαν αντικαταστήσει εν μέρει τα φεουδαρχικά και με έναν καθόλου ανεξερεύνητο τρόπο ο εξαναγκασμός των γεννήσεων είχε χάσει τη σπουδαιότητά του (ορθολογισμός, αλλαγή στην τεχνική του πολέμου και λοιπά). Αλλά η τρομερά αυξανόμενη εξαθλίωση επέβαλε αναγκαστικά τη συζήτηση για κατάργηση της απαγόρευσης των εκτρώσεων. Η άρχουσα τάξη δεν έβλεπε πια καμιά δυνατότητα για να δημιουργήσει νέο χώρο, με πολεμικές περιπέτειες, για τον υπεραυξανόμενο χωρίς εισοδήματα πληθυσμό. Ο τελευταίος της πόλεμος είχε αποτύχει και μάλιστα σε διεθνή κλίμακα, αφού και η αστική τάξη στις νικήτριες χώρες δεν είχε μπορέσει να ξεπεράσει τις δυσκολίες της. Από πού δημιουργήθηκε, λοιπόν, η τραγική επίδραση των θεατρικών έργων, που διακήρυχναν την κατάργηση της απαγόρευσης των εκτρώσεων στις εξαθλιωμένες μάζες; Και μάλιστα η επίδραση των θεατρικών αυτών έργων επάνω στους κρατούντες ή σ’ εκείνους, που κατά τη γνώμη των κρατούντων, ενδιαφέρονταν ακόμα για τη διατήρηση του κυρίαρχου συστήματος; Η επίδραση αυτή οφειλόταν στην εντύπωση ότι υπήρχε μια κατάσταση, που δεν μπορούσε ν’ αλλάξει. Πραγματικά, ο καπιταλισμός δεν μπορούσε να προχωρήσει χωρίς περιορισμό των γεννήσεων. Σε ποιους δεν είχαν τραγική επίδραση αυτά τα έργα; Σ’ εκείνους, που ήδη έβλεπαν τη δυνατότητα να εφαρμόσουν την ελευθερία των γεννήσεων, σ’ εκείνους, επομένως, που δεν ενδιαφέρονταν πια για τη διατήρηση των συνθηκών, που απαιτούσαν ρύθμιση των γεννήσεων. Με εξαίρεση τα πέρα για πέρα εγωιστικά συμφέροντα της άρχουσας τάξης, η κατάσταση δεν ήταν δηλαδή καθόλου μα καθόλου ανεπίδεκτη αλλαγής: με τη ριζική κατάργηση του ισχύοντος κοινωνικού συστήματος μπορούσε να εκλείψει η ίδια η αθλιότητα. Ο συγκινημένος άνθρωπος δεν είχε παρασυρθεί, λοιπόν, μακριά από τα συμφέροντά του μέσα από ένα καλλιτεχνικό βίωμα. Αντίθετα, η συγκίνησή του οφειλόταν στα συμφέροντά του, επειδή είχε για προϋπόθεσή της την επιβεβαίωση μιας κατάστασης αμετάβλητης, που ευνοούσε αυτόν και μόνο.
2. Έτσι οι συγγραφείς θα μπορούσαν να αναλύονται και να χρησιμοποιούνται στο βαθμό, που είναι λειτουργοί από κοινωνική άποψη, εκπροσωπούν ή επηρεάζουν ορισμένα κοινωνικά στρώματα, αναλαμβάνουν την ευθύνη ή χρεώνονται μ’ αυτή για γεγονότα, που αφορούν την αλλαγή ή την παραμονή της κοινωνίας. Γι’ αυτό την κάθε επιμέρους εξωτερίκευσή τους ο μελετητής μπορεί να την εξετάζει όχι μονάχα από την άποψη της συνέπειας του έργου τους, αλλά πιο πέρα: Από την άποψη της αλληλοεξάρτησης του έργου τους με τα κοινωνικά ζητήματα. Γιατί, πώς θα θεωρήσει η κριτική κάτι ιερό, όταν δεν είναι για την κρίση ιερό; Και πώς θα μπορούσε να ικανοποιηθεί η απαίτηση μερικών συγγραφέων να κριθούν για την όλη προσωπικότητά τους, όταν ολόκληρη η προσωπικότητά τους – όποια κι αν είναι – δεν ικανοποιεί πια τις δικές μας απαιτήσεις, όπως θα ήθελε; Είναι γνωστό ότι, για να ζήσουν, οι αετοί πρέπει να πίνουν νερό. Αλλά κι όταν πραγματικά ζυγιάζονται ψηλά πάνω από τα νερά – όπως λένε – τα ψάρια του βυθού σε τι τα ωφελεί αυτό; Δε θα χρειαζόταν να καταφύγουμε σε τέτοιες εικόνες και αλληγορίες για να αποκρούσουμε τις απαιτήσεις των συγγραφέων μας στον καιρό μας, που υπάρχουν απαιτήσεις υπερεπείγουσες για ζητήματα πολύ πιο σοβαρά, όπως η απαίτηση των πλατιών μαζών που ζητάνε τα απολύτως αναγκαία για την επιβίωσή τους. Αν καταφύγαμε στην πιο πάνω αλληγορική εικόνα, το κάναμε, επειδή το πέταγμα των πουλιών προδίνει την κατάσταση που επικρατεί στο βυθό, γιατί οι κανονισμοί, που ισχύουν στο βυθό, δημιουργούν σύγχυση στο πέταγμα στα ύψη. Το βάθος μιας σκέψης μπορεί να μετρηθεί στον καιρό μας μονάχα από το βάθος του κοινωνικού στρώματος, που αγγίζει αυτή η σκέψη ακόμα. Δεν πρόκειται για απλούστευση (πώς θα μπορούσε να απεικονίσει κανείς κάτι απλά σε ένα χώρο, όπου κυριαρχεί η διαφωνία;). Πρόκειται για κάτι το πολύπλοκο – επομένως κάθε τάση για διφορούμενα και αποχρώσεις πρέπει να εξαφανιστεί. Η επίδειξη καταρρέει κάτω από τα χτυπήματα της φυσικής, που λέει ότι κάθε τι συγκεκριμένα αισθητό μπορεί να συμπληρώνεται μονάχα με κάτι συγκεκριμένα αισθητό, επομένως να μην εμπλουτίζονται οι συμβολικές παραστάσεις του με άλλες συμβολικές παραστάσεις. Για μια τέτοια μέθοδο χρειάζεται συλλογική δουλειά, σύστημα παρατήρησης στηριγμένο στη σύγκριση, αμοιβαίος έλεγχος και μια έννοια βιώματος, που επιτρέπει το βίωμα στην ανθρωπότητα σα σύνολο (αλλά και σαν κάτι γεμάτο αντιφάσεις). Ετσι εμφανίζεται το άτομο σε μια διαρκή κρίση, η κριτική γίνεται σχεδόν τρόπος ύπαρξής του. Για το σκοπό αυτό πρέπει να βρεθεί ο ορισμός (κι εδώ στόχος είναι η ομοφωνία), για το τι επιτέλους πρέπει να ισχύει σα διανόηση. Γιατί αυτή η έννοια της «ακτινοβολίας μιας προσωπικότητας», που είναι κάτι το τελείως αφηρημένο και που ακριβώς από αυτό το «άπιαστο» της φύσης της αντλεί η «προσωπικότητα» τα οφέλη της, είναι μια έννοια πέρα για πέρα άχρηστη. Είναι μια έννοια, που μένει προσκολλημένη στην αισθητική και μόνο και δεν μπορεί να ανοίξει πανιά για πιο πέρα. Αν σ’ αυτό το ζήτημα δούλευε η λογική, θα έπρεπε να προχωρήσουμε πιο βαθιά και να χαράξουμε μια όσο γίνεται πιο ευδιάκριτη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στα συμπλέγματα ιδεών και στις μεμονωμένες ιδέες. Κι αυτές τις ιδέες πάλι δε θα έπρεπε να τις τοποθετήσουμε στη σφαίρα της γενικότητας, αλλά να στοχαστούμε, ότι απορρέουν από συμφέροντα οικεία σε ορισμένες ομάδες. Με κανέναν τρόπο δεν θα έπρεπε ν’ αφήσουμε να διατηρηθεί η επιφανειακή εντύπωση, ότι οι άνθρωποι των γραμμάτων είναι μια ομάδα, η οποία με τις ιδέες της εκπροσωπεί τα συμφέροντα τα δικά της. Γιατί τότε αυτή η «ομάδα» θα έπρεπε να τοποθετηθεί στον ελεύθερο χώρο πάνω από όλες τις άλλες ομάδες, οπότε θα παρήγαγε και πάλι ανεξέλεγκτα, αφού δε θ’ αντιμετώπιζε καμιά αντι-ομάδα, δηλαδή χωρίς σύστημα αναφοράς. Ακόμα και εκεί, που η λογοτεχνία φαίνεται σαν ένα τμήμα της κοινωνίας, που γράφει (ωραία), αλλά, που ολοφάνερα εξαρτιέται από ένα άλλο τμήμα της κοινωνίας – συγκεκριμένα από την αστική τάξη -, αν θέλουμε να επιτύχουμε την επιδιωκόμενη εξέταση της διανόησης, δε θα πρέπει να αντιμετωπίσουμε μια τέτοια λογοτεχνία σαν μια ενιαία ομάδα με κατ’ αποκοπή νοικιασμένη γραφίδα. Εδώ, εντελώς αντίθετα, προτάθηκε μια αντιμετώπιση από την ατομική σκοπιά. Γιατί ακριβώς η προσωπικότητα, έχοντας σαφή όρια από άλλες προσωπικότητες, δίνει με τις διαφορές της από τις άλλες προσωπικότητες, όχι μονάχα διαφορετικούς βαθμούς της εννοιολογικής κάλυψης των συμφερόντων ορισμένων ομάδων, αλλά και μια κλίμακα των διαφοροποιήσεων αυτών των συμφερόντων. Γιατί η αστική τάξη δεν προχώρησε στο δρόμο της ενιαία, αλλά με πολύ ανόμοιο τρόπο.
Το πεδίο της Τέχνης
Δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι για την Τέχνη γράφουν κατά κύριο λόγο άνθρωποι, που απ’ αυτήν έφτιαξαν το ιδιαίτερο πεδίο της δραστηριότητάς τους. Γι’ αυτό τονίζουν την ιδιαιτερότητα αυτού του τομέα και τον χωρίζουν από κάθε άλλον.
Πιο πολλούς οπαδούς μπορούμε να κερδίσουμε με την άποψη ότι η Τέχνη πρέπει να είναι ανθρώπινη και ο άνθρωπος καλλιτέχνης, παρά με την άποψη ότι η Τέχνη είναι ανθρώπινη και ο άνθρωπος είναι καλλιτέχνης. Άλλωστε, πολύ απέχει από το να είναι ο άνθρωπος ο μοναδικός καλλιτέχνης ανάμεσα στα ζώα, είναι όμως ένας από τους μεγαλύτερους.
Μερικοί, που υποδείχνουν μια ειδική θέση στην Τέχνη, έχουν καταχραστεί τα λόγια του Λένιν για το επιτρεπτό (και την ωφελιμότητα) του οραματισμού. Εκείνος μιλάει για πολιτική και ασφαλώς δεν εννοεί ότι ο πολιτικός πρέπει (και επιτρέπεται) να ασχολείται με όσα είναι δουλειά του καλλιτέχνη. Απλά το θεωρεί ανθρώπινο. Θα ήταν καλύτερα να προσεγγίσουμε τη συμβουλή του Λένιν απ’ τη σκοπιά ότι και οι καλλιτέχνες επιτρέπεται (και πρέπει) να έχουν οραματισμούς. Το ίδιο ισχύει και για τις συναισθηματικές παρορμήσεις, που δεν τις έχει βάλει ακόμα σε τάξη η λογική και που πρέπει να συνυπολογίζονται και να χρησιμοποιούνται τόσο από τον πολιτικό, όσο και από τον καλλιτέχνη, έτσι, όπως είναι, δηλαδή, σε κατάσταση ακαταστασίας. Βέβαια, αυτό σημαίνει ήδη, πως υπολογίζουν και μεταχειρίζονται το ότι η λογική κάνει με τις συναισθηματικές παρορμήσεις κάθε λογής πράγματα, προσωρινά κι εμπειρικά. Όμως τίποτα πιο λαθεμένο δεν υπάρχει, από το να παραχωρήσουμε πάλι στην Τέχνη, ακριβώς εκείνο το πεδίο των άκριτων συναισθηματικών παρορμήσεων.