Ακόμα και οι τυφλοί μπόρεσαν να δουν το ρεσιτάλ χυδαιότητας και αυταρχισμού που παρέδωσε η κυβέρνηση Σαμαρά με την απόφασή της να κλείσει την ΕΡΤ, απολύοντας χιλιάδες εργαζόμενους και στέλνοντας σαφές μήνυμα προς τη μεριά της κοινωνίας: είμαστε αποφασισμένοι να προχωρήσουμε στην υλοποίηση του προγράμματός μας και όποιος σταθεί εναντίον μας θα είμαστε εδώ και εν μέσω μιας νυκτίς με πυγμή, αυθαιρεσία και καταστολή, στην υπηρεσία της υπεράσπισης του καθεστώτος, θα τον εκμηδενίσουμε. Την ίδια στιγμή στο πλευρό των κυβερνητικών επιλογών στέκονται οι φασίστες της Χρυσής Αυγής αλλά και οι ανεκδιήγητοι αναγνώστες της ακροδεξιάς φυλλάδας Στόχος, οι οποίοι πανηγυρίζουν για το τέλος ενός θεσμού που, κατά τι δική τους «κρίση» αποτελεί σύμβολο της «αμαρτωλής γενιάς του Πολυτεχνείου» που ευθύνεται για όλα τα κακά του τόπου.
Από την πρώτη μέρα που ανεπιτυχώς η κυβέρνηση προσπάθησε να βάλει λουκέτο στην δημόσια τηλεόραση, οι διάφοροι υπερασπιστές του δόγματος των αυτο-ρυθμιζόμενων αγορών άρχισαν να κάνουν λόγο για το πόσο διεφθαρμένος οργανισμός είναι η ΕΡΤ, πόσο ζημιογόνος προς το δημόσιο οικονομικό συμφέρον, για την αναξιοκρατία σε ότι αφορά τον διορισμό του προσωπικού, για το πόσο παχυλές είναι οι μηνιαίες απολαβές των εργαζόμενων της, και διάφορες παρόμοιες ιστορίες που προσπαθούν να δικαιολογήσουν τον ιδεολογικό φανατισμό της τεχνοκρατικής πολιτικής ελίτ και των ευρωεξτρεμιστών που δουλεύουν ακούραστα προσπαθώντας να μας πείσουν ότι η ελληνική κοινωνία είναι ανίκανη για όλα, και, συνεπώς δεν έχει άλλη διέξοδο παρά μόνο αν ακολουθήσει πιστά την προτεσταντική ηθική του καπιταλιστικού φαντασιακού. Αγνοούν, όμως, ότι ακόμα και οι συμπορευόμενοί τους στο δόγμα των περικοπών και της απόλυτης κυριαρχίας των αγορών κατέκριναν την στάση της κυβέρνησης. Κι ενώ η στάση του πρωθυπουργού παραμένει ίδια, πως η ΕΡΤ αποτελεί μια ζημιογόνα επιχείρηση, ένα βάρος στην εθνική οικονομία από το οποίο πρέπει να απαλλαγούμε, οι αναφορές της Humanite φανερώνουν μια άλλη πραγματικότητα, ότι αντίθετα με τα όσα λέγονται η ΕΡΤ αποκόμιζε κέρδος και, σε γενικές γραμμές, συνέβαλε θετικά στη διαμόρφωση του πολιτικού και πολιτισμικού γίγνεσθαι της χώρας, ενώ τοSpiegel επισημαίνει ότι τα Γερμανικά κανάλια κοστίζουν περισσότερο στην τσέπη του Γερμανού φορολογούμενου, απ’ ότι αντίστοιχα η ΕΡΤ στην περίπτωση της Ελλάδας. Τέλος, ο Φοιτητικός Σύλλογος Πανεπιστημίου Στερεάς Ελλάδας τονίζειότι «τα μεγάλα ιδιωτικά κανάλια κοστίζουν πολύ περισσότερο [από τα δημόσια] στο ελληνικό κράτος και κατά συνέπεια στην τσέπη του λαού».
ΕΡΤ και αντιφάσεις
Από την άλλη πλευρά, δεν είναι μυστικό ότι πολλοί από τους εργαζόμενους της ΕΡΤ αμείβονται πλουσιοπάροχα. Αποτελεί πρόκληση, όμως, η εξομοίωση όλων όσων έχουν για χρόνια συνεισφέρει, πολιτισμικά αλλά και πολιτικά στην ΕΡΤ με τα λίγα υψηλόβαθμα στελέχη της που στην ουσία αποτελούν φορείς κρατικής προπαγάνδας, όπως και το τσουβάλιασμα όλων των εργαζόμενων που προσέφεραν ψυχή και σώμα (έναντι χαμηλών αμοιβών) για την ομαλή λειτουργία του οργανισμού με την μειοψηφία αυτών που «τρώνε με χρυσά κουτάλια». Γνωρίζουμε πως δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις όπου εκφωνητές αποκαλούν βάνδαλους διαδηλωτές οι οποίοι προσπαθούν ν’ ανακαταλάβουν μια πλατεία όταν απωθούνται βίαια από δυνάμεις των ΜΑΤ εξασκώντας το αυτονόητο δικαίωμα της διαμαρτυρίας. Γνωρίζουμε και για τις αναξιοκρατικές σχέσεις εργασίας εντός της ΕΡΤ, κάτι που ούτε λίγο ούτε πολύ αφορά κάθε κερδοσκοπικό οργανισμό, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και παγκοσμίως! Έτσι, λοιπόν, ένα από τα βασικότερα θέματα που πρέπει να συζητηθούν εδώ είναι τα θεσμικού τύπου προβλήματα που αφορούν την λειτουργία του μηχανισμού αυτού, κυρίως σε ότι αφορά τον ρόλο του μέσα στην κοινωνία.
Πρώτα απ’ όλα η ΕΡΤ ουδέποτε υπήρξε μια πλήρως δημόσια επιχείρηση, αλλά κατά βάση αποτελεί μια κρατική μηχανή που απλά απευθύνεται στο δημόσιο. Ο πρωταρχικός της ρόλος είναι να εκτελεί αποφάσεις που εγκρίνουν οι διάφοροι γραφειοκρατικοί – ίσως και κομματικοί – μηχανισμοί, και αυτό επιβεβαιώνεται έπειτα από την απόφαση του ΣτΕ να ανασταλεί η κυβερνητική απόφαση, όπου και ο παλιός χαρακτήρας της επέστρεψε, ενώ οι συζητήσεις κοινωνικού προβληματισμού (κυρίως στην ΕΡΤ3) που κυριαρχούσαν καθ’ όλη την διάρκεια που εξέπεμπε «πειρατικά», δίνουν και πάλι τη θέση τους δειλά δειλά στον καθωσπρεπισμό. Είναι, λοιπόν, προφανές σε αυτή την φάση της γενικευμένης κρίσης, πως οι κρατικοί θεσμοί κάθε άλλο παρά ικανοί είναι να διαχειριστούν ένα τόσο σοβαρό ζήτημα, κάνοντας αυτό που ξέρουν καλύτερα: φιμώνουν, απολύουν και καταστέλλουν. Σαφώς είναι πολύ δύσκολο για την ελληνική (όπως και κάθε) κοινωνία να ξεχάσει τις προ-μνημονιακές “δόξες” χαράζοντας τη δική της πορεία αυτόνομα, δίχως την ανάγκη πίστης σε κάποιον «μπαμπά-κράτος», προτάσσοντας έτσι τη δημιουργία μιας πραγματικά δημόσιας σφαίρας, ενός ανοιχτού – για όλους τους πολίτες – πολιτικού σώματος. Ο ελευθεριακός χώρος μέχρι στιγμής υπήρξε ο μόνος που συνεχώς έκανε λόγο για την απόρριψη του κράτους και των θεσμών του, αλλά εμφανίζεται αδύναμος να εκμεταλλευτεί την συγκεκριμένη ευκαιρία αυτοδιαχείρισης όταν αυτή παρουσιάζεται. Μήπως, όμως, βρισκόμαστε στην κατάλληλη στιγμή όπου όλοι όσοι είναι διατεθειμένοι να παλέψουν με όλες τους τις δυνάμεις για την επαναλειτουργία της ΕΡΤ θα πρέπει να προτείνουν μια διαφορετικού τύπου επαναλειτουργία, όχι από το κράτος αλλά από την ίδια την κινηματική βάση της κοινωνίας;
Περί διαφθοράς
Για τους διάφορους θιασώτες του δόγματος των αυτο-ρυθμιζόμενων αγορών διεφθαρμένο είναι μονάχα ότι ανήκει στο δημόσιο, μονάχα ότι φέρει τη σφραγίδα του «κοινωνικού αγαθού». Δεν μας εξηγούν βέβαια ότι εφόσον (με βάση τη δική τους λογική) ολόκληρη η κοινωνία είναι εμποτισμένη από την λογική της λαμογιάς και της κατεργαριάς, τότε πώς είναι δυνατόν ο ιδιωτικός τομέας να αποτελεί την μοναδική εξαίρεση; Δεν είναι, εξίσου, και οι ιδιωτικές επιχειρήσεις δημιούργημα της ίδιας της κοινωνίας η οποία νοσεί ή, μήπως, κάποια μεταφυσικού τύπου ερμηνεία κρύβεται πίσω από το δόγμα της «σοβαρότητας» και της «υπευθυνότητας» που προτείνουν; Ή μήπως η διαφθορά αποτελεί ελληνικό μονοπώλιο; Αντίστοιχα, στις «πολιτισμένες» χώρες (πρότυπα για εμάς) της Δύσης, η διαφθορά κρύβεται κάτω από τον μανδύα της νομιμότητας, του εξορθολογισμού και της αυστηρής εφαρμογής των νόμων, όπου οι διευθυντές τραπεζών μπορούν και αυξάνουν τους μισθούς τους μέσω διαδικασιών που δεν έρχονται σε αντίθεση με τον ποινικό κώδικα, φοροδιαφεύγουν με τον ίδιο εξίσου τρόπο (ιδιαίτερα αν υπολογίσουμε το γεγονός ότι οι διάφορες κυβερνήσεις με ειδικές διατάξεις επιτρέπουν φοροαπαλαγές σε μεγαλοεπιχειρηματίες), ενώ στην Ελλάδα, απεναντίας, διεφθαρμένος είναι αυτός που δεν τηρεί τα νόμιμα μέσα οικονομικών συναλλαγών. Ούτε φυσικά οι προσλήψεις σε πολλές Ευρωπαϊκές χώρες γίνονται «αξιοκρατικά», όπως πολλοί νομίζουμε. Αντιθέτως μεγάλο κομμάτι εργαζομένων εξασφαλίζει μια θέση εργασίας επειδή τυχαίνει να γνωρίζει άτομα που θα τον προτείνουν στον υπεύθυνο προσλήψεων μιας επιχείρησης, ή, πολλές φορές και τον ίδιο τον διευθυντή. Πρόκειται για το γνωστό networking ή lobbying που λένε στην Αγγλία, και που πολλοί μάλιστα θεωρούν τον εαυτό τους περήφανο αν πραγματικά είναι καλοί σε αυτό. Συνεπώς τα περί αναξιοκρατίας στην ελληνική ραδιοφωνία και τηλεόραση, δεν αποτελούν τίποτα περισσότερο από φθηνές δικαιολογίες, καθώς η διαφθορά αποτελεί πεμπτουσία των κοινωνιών που ζούμε, αναπόσπαστο κομμάτι του φαντασιακού της συνεχόμενης αύξησης των παραγωγικών δυνατοτήτων, της απεριόριστης αύξησης κεφαλαίων με όποιο κόστος και μέσο, της λογικής του να «φάμε» όσο το δυνατό περισσότερο, από όπου και κανένας θεσμός ή επιχείρηση δεν ξεφεύγει.
Ακόμη, όμως, και αν υιοθετήσουμε τις απόψεις αυτές, ότι η ΕΡΤ είναι ένα οχυρό διαφθοράς και αναξιοκρατίας που θα πρέπει πάση θυσία να κλείσει, τότε πέφτουμε σε μια διττή αντινομία: εφόσον όσοι διορίζονται στο δημόσιο έχουν από πίσω τους κάποιον κομματικό επίτροπο που αναλαμβάνει να τους εξασφαλίσει μια θέση επιβίωσης, τότε πώς είμαστε σίγουροι ότι το νέο προσωπικό που θα στελεχώσει την ΝΕΡΙΤ δεν θα αποτελείται εξίσου από διεφθαρμένους υπηρέτες της κυβέρνησης; Μπορεί κανείς να βασιστεί στις υποσχέσεις του Σαμαρά, ότι δήθεν η τρικομματική έχει αποκηρύξει το «αμαρτωλό» παρελθόν των πελατειακών σχέσεων, όταν σοβαρές υποψίες υπάρχουν πως στο μουσείο της Ακρόπολης διορίστηκαν όλοι οι ψηφοφόροι του Σαμαρά; Τί σημαίνει κάτι τέτοιο; Μήπως παρομοίως, το εργατικό δυναμικό της ΝΕΡΙΤ θα αποτελείται εξ’ ολοκλήρου από φερέφονα Νεοφιλελεύθερων πολιτικών, όπως, πάνω κάτω ισχύει στις περισσότερες αγγλοσαξωνικές χώρες, αλλά και, δεδομένου ότι η Χρυσή Αυγή πλέον έχει αποκτήσει έρεισμα στην ελληνική κοινωνία (φυσικά, πάντοτε με τη βοήθεια των ιδιωτικών καναλιών), πολλοί από τους νέους εργαζόμενους θα είναι και συμπαθούντες προς το φασιστικό αυτό σχήμα (άλλωστε, υπάρχουν ενδείξεις περί μελλοντικής συνεργασίας μεταξύ Νέας Δημοκρατίας και Χρυσής Αυγής); Πώς μπορεί να βασιστεί κανείς στις εξαγγελίες της γαλάζιας παράταξης ότι ο πόλεμος ενάντια στη διαφθορά έχει ξεκινήσει, όταν ο υπουργός Δημόσιας Τάξης Ν. Δένδιας όχι μόνο αρνείται να εξετάσει τους βασανισμούς κατά ακτιβιστών εντός αστυνομικών τμημάτων, τις σχέσεις Χρυσής Αυγής με την αστυνομία, και αντί γι’ αυτό, απειλεί την Guardian με μηνύσεις, λόγω της εκτεταμένης κάλυψης ενός γεγονότος που θυμίζει δικτατορικό καθεστώς; Ή μήπως η ίδια κυβέρνηση θα έμπαινε και στη διαδικασία να σφραγίσει ακόμη και τα γραφεία της Guardian αν είχε τη δυνατότητα να το πράξει, όπως ακριβώς έπραξε με την ΕΡΤ μέσα σε μια νύχτα; Ποιά ήταν, τέλος, η στάση των κρατικών αρχών κατά τη διάρκεια της δημοσιοποίησης της λίστας Lagarde από τον Κώστα Βαξεβάνη, μια λίστα που όχι μόνο η πολλά υποσχόμενη νέα κυβέρνηση, αλλά και οι προηγούμενες από την πρώτη στιγμή όφειλαν να είχαν ερευνήσει; Ας μην τρέφουμε, λοιπόν, αυταπάτες καταπίνοντας αμάσητα φτηνές δικαιολογίες.
Έχουμε την τηλεόραση που μας αξίζει
Η ΕΡΤ δεν αποτελεί κάποιο ύψιστο δείγμα πολιτισμού, ιδιαίτερα αν συνυπολογίσει κανείς ότι μέσω της ΕΡΤ προβάλλεται και η Eurovision και διαφόρων ειδών εκφυλισμένα πανηγυράκια. Όμως, μέσω της ΕΡΤ κατάφεραν κάποιοι να μάθουν για προσωπικότητες σαν τον Μπαρμπα-Γιάννη Ταμτάκο (ιστορική φιγούρα του ελληνικού εργατικού κινήματος), πράγμα ανήκουστο για τα δεδομένα των ιδιωτικών καναλιών. Θα μπορούσε, λοιπόν, να υπάρξει κάποιου είδους δημόσια τηλεόραση η οποία θα στέκεται δίπλα στον πολίτη, θα προβάλλει τη γνώμη του, δημιουργώντας έτσι μια δημοκρατική πλατφόρμα (όσο αυτό είναι εφικτό για τα δεδομένα της τηλεόρασης) αντί να προωθεί μονομερείς απόψεις και λειτουργώντας σαν προπαγανδιστική μηχανή; Σαν μια πρώτη πρόχειρη ιδέα, θα μπορούσαν να υπάρξουν εκπομπές στις οποίες δημοσιογράφοι μαζί με τα συνεργία τους θα επισκέπτονται διάφορες περιοχές της χώρας, καλώντας τους κατοίκους σε κεντρικά σημεία να εκφράσουν όλοι την άποψή τους για τα μείζονα ζητήματα, ζωντανά σε πανελλήνια προβολή. Τί μπορούμε να πούμε, όμως, όταν κατά τη διάρκεια αυτών των εκπομπών, η πλειοψηφία θα προτιμά να βρεθεί στον καναπέ της για να παρακολουθήσει τον Σουλεϊμάν ή τα μεσημαριανάδικα αντί να προβληματίζεται για την γνώμη των συμπολιτών της μερικά χιλιόμετρα παραπέρα; Τί μπορούμε να πούμε όταν ελάχιστοι είναι αυτοί που γνωρίζουν την εκπομπή Παρασκήνιο, ενώ σχεδόν όλοι χάσκουμε μπροστά στο γυαλί βλέποντας τον Πρέκα να ωρύεται, τους παπάδες να καταριούνται ομοφυλόφιλους και μετανάστες ή την ξανθιά καχεκτική να ποζάρει με το νέο της συνολάκι της; Τί μπορούμε να πούμε όταν οι πολίτες-πελάτες ενδιαφέρονται λιγότερο να μάθουν για το ποιός ήταν ο Κορνήλιος Καστοριάδης ή για το έργο του Κώστα Αξελού και προτιμούν να παρακολουθούν κάκιστης ποιότητας μεταγλωττισμένα σίριαλ; Γιατί εμείς την ίδια στιγμή εκφράζουμε την αγανάκτησή μας για τις δηλώσεις Κεδίκογλου και της Νεοφιλελεύθερης παρέας του, οι οποίοι ανοιχτά σχεδόν μας λένε πως είναι προτιμότερο να έχουμε σκυλάδικο σε κάθε γειτονιά αντί μια συμφωνική ορχήστρα στο κανάλι, εφόσον το σκυλάδικο βγάζει πιο πολλά λεφτά, πως είναι προτιμότερο να μένουμε κοινωνικά απαθείς, αμέτοχοι και πολιτικά νεκροί, αντί να γνωρίζουμε τον Καρούζο και τον Ελύτη, ή να προβληματιζόμαστε με στιγμιότυπα της παγκόσμιας ιστορίας;
Απαντήσεις στα ερωτήματα αυτά δεν μπορούν να δοθούν έτσι απλά, καθώς το ζήτημα εδώ είναι βαθύτερο, αγγίζει τη συνολική πολιτισμική, ηθική, αξιακή και πολιτική κατάπτωση που χαρακτηρίζει όχι μόνο την ελληνική, αλλά και όλες τις κοινωνίες που δέχονται το Δυτικό φαντασιακό αναντίρρητα. Μπορούν, όμως, να υπάρξουν αντιπροτάσεις με σκοπό την μεταστροφή του κλίματος που δημιουργούν τα μέσα ενημέρωσης και ψυχαγωγίας, εφόσον πάντα επιθυμούμε και μεταστροφή σε όλη την κοινωνία, κάτι που φυσικά προϋποθέτει ρήξη με τον άθλιο καταναλωτικό πολιτισμό, με τα ιδανικά του κέρδους και του αλληλοφαγώματος, του κρετίνικου ατομικισμού που έχει μετατρέψει ολόκληρες ηπείρους σε παραγωγικά ζόμπι. Υπάρχουν, τέλος, οι δυνατότητες για να πετύχουμε κάτι παραπάνω και η κατάλληλη στιγμή για να διεκδικήσουμε κάτι τέτοιο βρίσκεται μπροστά τώρα, όπου το ζήτημα της δημόσιας τηλεόρασης τίθεται πλέον παντού και κυριαρχεί στον δημόσιο λόγο. Αλλά θα πρέπει να καταλάβουμε ότι δεν υπάρχει μέση οδός. Ας πούμε όχι, λοιπόν, στην αναδιάρθρωση του χρέους, στις υποσχέσεις για ανάπτυξη, στο success story, και ΝΑΙ στην αναδιάρθρωση της ίδιας μας της ζωής, ΝΑΙ στον επανακαθορισμό των αναγκών μας και τον επαναπροσδιορισμό του συλλογικού μας προσανατολισμού. Διότι σε μερικά πράγματα δεν υπάρχουν μεσαίες λύσεις. Ή με το σκυλάδικο ή με τον κοινωνικό προβληματισμό. Ή με την αποχαύνωση ή με την δημιουργία. Ή με την ελευθερία ή με τον αυταρχισμό (ο οποίος αυταρχισμός αρχικά ξεκινά από μέσα μας, εδραιώνεται με την πολιτική μας απάθεια και αμορφωσιά και στη συνέχεια σαν γάγγραινα μολύνει όλο το κοινωνικό σύνολο, οδηγώντας μας στον φασισμό, στον απόλυτο θάνατο). Καί τα δυο μαζί δεν γίνονται!