Τέσσερα νέα κείμενα από τους Θιασώτες της Δυσνομίας (Diskordia)
by totalxliberation
Πηγή: Diskordia
Για έναν ορισμό του έθνους
Το συγκεκριμένο κείμενο έχει ως αντικείμενο μελέτης την ιστορία του φαινομένου του έθνους και την πραγμάτωσή του στο ιστορικό προσκήνιο. Επίσης, γίνεται μια προσπάθεια ανάλυσης των σκοπών του και των προεκτάσεών του στην κοινωνική διοίκηση, οι οποίοι ιστορικά είναι άμεσα συνδεδεμένοι με την ανάπτυξη του εθνικισμού και την εμφάνιση-παγίωση της αστικής τάξης. Έπειτα, καθώς η έννοια του έθνους χωρίς έναν πληθυσμό που το αισθάνεται και το στηρίζει δεν μπορεί να έχει υπόσταση, γίνεται μνεία στην εθνική ταυτότητα και τους μηχανισμούς αναπαραγωγής της.
Για έναν ορισμό του έθνους…
Ο παραδοσιακός ορισμός για το έθνος, που εμφανίζεται πρώιμα στον Ηρόδοτο και φτάνει μέχρι σήμερα παραλλαγμένος, είναι αυτός που ορίζει ως έθνος ένα σύνολο ατόμων με κοινή καταγωγή, γλώσσα, θρησκεία, ιστορία, ήθη κι έθιμα και διάφορα άλλα χαρακτηριστικά (εξαρτάται στο ποιος το ορίζει και σε τι στοχεύει ώστε να προσθέσει/παραλείψει επιμέρους στοιχεία). Πάνω σε αυτόν τον ορισμό βασίζουν κατά κύριο λόγο οι εθνικιστές τις ρητορείες τους, προσθέτοντας λίγο συνωμοσιολογία και μια πρέζα μεταφυσικής. Μία διαφορετική προσέγγιση επιχειρήθηκε από την γαλλική φιλελεύθερη φιλοσοφία, σύμφωνα με την οποία έθνος είναι το σύνολο των πολιτών ενός κράτους, ρίχνοντας το βάρος στην υπηκοότητα και τα αστικά δικαιώματα.
Οι δύο ορισμοί είναι διάτρητοι για διαφορετικούς λόγους έκαστος. Ξεκινώντας από τον φιλελεύθερο, μπορούμε να πούμε ότι είναι ελλιπής όσο αφορά την ερμηνεία του εθνικού φαινομένου, ή πιο σωστά του φαινομένου της πολιτιστικής πολυμορφίας και διαφορετικότητας. Επίσης, θέτει στο επίκεντρο των αξιών το αστικό έθνος- κράτος, την υπεράσπιση του έναντι των άλλων κρατών, και την τήρηση των νόμων του. Η παραδοσιακή αντίληψη για το έθνος επανήλθε ως αντίδραση στην φιλελεύθερη στα μέσα του 19ου αιώνα χοντρικά, μέσα από τον γερμανικό ρομαντικό εθνικισμό (Völkische Bewegung) από τον οποίο τροφοδοτήθηκε ιδεολογικά ο ναζισμός. Δεν παύει όμως να είναι εξίσου παραπλανητική και προϊόν της φαντασίας. Κι αυτό διότι αδυνατεί να καταγράψει ποιά είναι όλα τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά που χτίζουν την εθνική συνείδηση. Η κοινή καταγωγή αίματος σαν ιδέα στεγάζεται σε ημιμαθείς και προγονόπληκτους εγκεφάλους, διότι κάθε γωνιά της γης (με εξαίρεση ίσως μόνο τις απομονωμένες φυλές πρωτόγονων) είναι μια πανσπερμία λαών, που αναμιγνύονται είτε ελεύθερα, είτε μέσα από σειρά πολέμων, κατακτήσεων, βιασμών κλπ. Όσο η ιδέα αυτή χάνει έδαφος το βάρος πέφτει στα πολιτιστικά χαρακτηριστικά, τα οποία όμως «μπασταρδεύονται» και μπολιάζονται με μεγαλύτερη ευκολία απ’ ότι αναπαράγονται οι άνθρωποι. Αν η θρησκεία είναι στοιχείο εθνικής ομοιογένειας δεν εξηγείται πως υπάρχουν έθνη με περισσότερα από ένα θρησκεύματα χωρίς να παύουν να αισθάνονται έθνος, κι από την άλλη δεν εξηγεί γιατί π.χ. οι Έλληνες δεν ανήκουν στο ίδιο έθνος με τους ομόδοξους Ρώσους. Αναλόγως ισχύει για όλα αυτά τα στοιχεία, και για παράδειγμα η γλώσσα δεν ενώνει εθνικά τους Άγγλους με τους Νεοζηλανδούς, ούτε χωρίζει τους τρίγλωσσους Ελβετούς.
Εμείς θεωρούμε το έθνος σαν μια φαντασιακή κοινότητα, ένα κενό που αντλεί το νόημα του από αυτούς που προσπαθούν να του προσδώσουν νόημα. Και για να το πούμε πιο απλά, το έθνος δεν στηρίζεται λογικά σε κάτι, έθνος είναι η θέληση των ανθρώπων να ανήκουν σε ένα έθνος, είναι μια νεφέλη, μια απάτη που στηρίζει μια μορφή εξουσίας-ετερονομίας. Η ερμηνεία αυτής της φαντασίωσης επεκτείνεται στη σφαίρα της μαζικής ψυχολογίας και όχι μόνο, αλλά το παρόν κείμενο έχει άλλου είδους στόχευση. Κλείνοντας το πρώτο μέρος, η εξήγηση που δεχόμαστε για την πολιτιστικές ομοιότητες/διαφορές μεταξύ των κοινοτήτων είναι τόσο απλή που μάλλον μοιάζει προδοτική στα μάτια ενός φασίστα. Είναι προφανές ότι ομάδες ανθρώπων που μοιράζονται κοινές συνθήκες ζωής και έχουν μια σχετική απομόνωση από τους άλλους, αναπτύσσουν κοινά πολιτιστικά χαρακτηριστικά(στην επιβίωση, την συμβίωση, την έκφραση και τον προσανατολισμό). Παρ’ όλα αυτά, η απομόνωση τους είναι ιδεατή(σαν αυτό που στην φυσική ονομάζεται ιδανική), χρησιμεύει μόνο σχηματικά στην μελέτη της εθνολογίας, και είναι τόσο σχετική όσο και τα ιδεολογήματα περί ανάδελφων εθνών και εθνικής καθαρότητας.
Αναδρομή στις ρίζες του Έθνους-Κράτους
Το έθνος ως όρος και έννοια μπορεί να χρονολογηθεί πριν από τον 18ο αιώνα στη Δυτική Ευρώπη (Μ.Βρετανία, Γαλλία, Ισπανία) όπου προέκυψε σαν αποτέλεσμα των ισχυρών πολιτιστικών και πολιτισμικών δεσμών του πληθυσμού αλλά και λόγω της συγκεντρωτικής και ομογενοποιητικής πολιτικής που άσκησαν οι άρχουσες τάξεις. Στη συνέχεια η Γαλλική Επανάσταση με τις παρακαταθήκες της, έθεσε τα θεμέλια για την ανάπτυξη της “εθνικής ταυτότητας”, η οποία δημιούργησε καινούρια βάση στη κατασκευή των εθνικών κρατών. Το πόσο ιστορικά πρόσφατα είναι τα έθνη φανερώνεται όχι μόνο από την ιδεολογική τους βάση, αλλά και από τον μαζικό χαρακτήρα ανάπτυξής τους, την συγκεντρωτική πολιτική τους εξουσία και την κοσμική της θεμελίωση. Βέβαια οι λόγοι και οι αιτίες για την ανάπτυξη των εθνικών κρατών ως μορφή Κυριαρχίας δεν είναι απόλυτα ίδιοι ούτε εμπίπτουν στην ίδια χρονική περίοδο, έχουν όμως τις ρίζες τους στην αναδιάρθρωση της εξουσίας και της καταπίεσης.
Εκεί που εμείς θέλουμε όμως να εστιάσουμε, είναι στη δημιουργία των εθνικών κρατών που προκύπτει από την εμφάνιση της ιδεολογίας και των πόθων του εθνικισμού τον 19ο και 20ο αιώνα, όταν δηλαδή αποτέλεσε θεσμική πολιτική. Η διείσδυση του κράτους σε κάθε κοινωνικό πεδίο δεν είναι ανεξάρτητη από αυτό. Η κρυστάλλωση του αισθήματος του συνανήκειν με εγκόσμια κριτήρια, η λατρεία της ιδιαιτερότητας, η εξιδανίκευση του λεγόμενου “κοινού” παρελθόντος και η πολιτικοποίηση των πολιτισμικών γνωρισμάτων αποτελούν προϊόντα της εθνικιστικής κρατικής μηχανής. Θέλουμε να θίξουμε το ζήτημα της επινόησης και κατασκευής της εθνικής συνείδησης, να αποκωδικοποιήσουμε την έννοια του “Έθνους” και να την αποδομήσουμε, καθώς αποτελεί τεχνητή και μεταφυσική έννοια, ένα νεωτεριστικό ιδεολογικό κατασκεύασμα του κράτους.
Το σύγχρονο σύστημα κρατών πρωτοεμφανίστηκε τον 17ο αιώνα και έχει ως βασικό χαρακτηριστικό το μονοπώλιο της βίας μιας άρχουσας τάξης σε συγκεκριμένα εδαφικά πεδία. Επίσης, είναι η δομή η οποία έχει το μονοπώλιο του καταναγκασμού και καταπίεσης στον πληθυσμό που ζει σε μία επικράτεια του. Εδώ πρέπει να τονιστεί, ότι κράτος και έθνος δεν είναι ταυτόσημες έννοιες αλλά συγχέονται στο εθνικό κράτος, το οποίο προέκυψε ως αποτέλεσμα της ιδεολογίας του εθνικισμού. Η εθνικιστική ιδεολογία δεν άλλαξε την μορφή οργάνωσης των κρατών, αλλά με την πολιτισμική σύλληψη του “’έθνους” εμβάθυνε και επέκτεινε το πεδίο δράσης της κυριαρχίας. Το Έθνος με βάση τα εθνικιστικά κινήματα αποτελεί τον λόγο και την γενεσιουργό αιτία για την δημιουργία ενός κράτους και αποτελεί τον φορέα που θα νομιμοποιήσει τις κινήσεις και τις πολιτικές του, ενώ ταυτόχρονα λόγω των πολιτισμικών και ηθικών του προεκτάσεων, επιφέρει και την νομιμοποίηση από πλευράς του κοινωνικού ιστού, την οποία επιτυγχάνει με την πατριωτική προπαγάνδα και πλύση εγκεφάλου.
Τα εθνικά κράτη διαφέρουν από τις μορφές κυριαρχίας των προηγούμενων αιώνων όπως οι αυτοκρατορίες, βασιλείες, φέουδα κτλ και αυτό διότι το εθνικό κράτος έχει φέρει εις πέρας την “εθνικοποίηση” των μαζών μέσα από τον συγκεντρωτισμό που ασκεί στους πληθυσμούς που εμπεριέχει και την σταδιακή τους ομογενοποίηση μέσα από την μαζική κουλτούρα. Έπειτα, εισάγει νέες έννοιες και θεσμούς που αφορούν τον καθορισμό των πληθυσμιακών ομάδων σε σχέση με άλλες και επιβάλλει ένα νέο είδος διαχείρισης και άσκησης εξουσίας στους υπηκόους του.
Η ταύτιση των πληθυσμών με το Έθνος
Μία από τις καινούριες έννοιες που εμφανίζονται, και επιβάλλονται μέσω της αφομοίωσης των μειονοτήτων, είναι έννοια της εθνικής ταυτότητας. Η έλευση της εθνικής ταυτότητας έχει τις ρίζες της στη Γαλλική Επανάσταση αλλά ουσιαστικά σφυρηλατήθηκε μέσα από τους γεωπολιτικούς πολέμους που ακολούθησαν. Επίσης, εν μέσω των πολέμων έκανε την εμφάνισή της η θεσμική διαφοροποίηση ενός πληθυσμού από τους “Άλλους”. Κατά κύριο λόγο αυτό έγινε για να δικαιολογήσει και να νομιμοποιήσει την βία και τις διακρίσεις σε βάρος ενός άλλου πληθυσμού. Σύμφωνα με την εθνική ταυτότητα, οι πληθυσμοί που ζουν στα γεωγραφικά όρια του κράτους ονομάζονται πλέον υπήκοοι του Έθνους και είναι ένας κατονομαζόμενος πληθυσμός που παρουσιάζει μια μαζική δημόσια κουλτούρα, η οποία προκύπτει από ένα συνονθύλευμα πολιτισμικών και ιστορικών χαρακτηριστικών, έχει κοινά ήθη και παραδόσεις και μέσω αυτών εκφράζει την (υποτιθέμενη) ιδιαιτερότητά του και την διαφοροποίησή του έναντι των Άλλων. Επίσης “μοιράζεται” κοινή ιστορική εδαφική επικράτεια, κοινούς μύθους όπως αυτός της κοινής καταγωγής και κοινές ιστορικές μνήμες, λειτουργεί μέσα στα πλαίσια μιας κοινής κρατικής οικονομίας και έχει υποχρεώσεις απέναντι στους νόμους του Κράτους.
Ο μέγιστος βαθμός ταύτισης του πληθυσμού με το Έθνος και την πατρίδα επιτυγχάνεται μέσω της καλλιέργειας της εθνικής συνείδησης. Η εθνική συνείδηση σε μια κοινωνία, δημιουργεί ένα είδος συνοχής και αποτρέπει φαινόμενα ενδοκοινωνικής αστάθειας ανάμεσα στις τάξεις αυτής. Επίσης διευκολύνει τις κρατικές-κυβερνητικές αποφάσεις οι οποίες προβάλλονται ως πατριωτικός αγώνας που έχει ανάγκη την εθνική ενότητα και την εθνική συσπείρωση. Ο τρόπος με τον οποίο αυτή καλλιεργείται ποικίλει, αλλά έχει και στέρεες βάσεις. Το κράτος έχει δημιουργήσει τις απαιτούμενες δομές και τα μέσα για την αναπαραγωγή της εθνικής συνείδησης. Ένας από τους κατεξοχήν φορείς για την δημιουργία της, είναι ο θεσμός της εκπαίδευσης που έρχεται πρώτος για να μεταφέρει τις αντιλήψεις και τον αξιακό κώδικα του πατριωτισμού. Έπειτα, η τεράστια δύναμη και επιρροή των μέσων ενημέρωσης και θεάματος που έχουν τη δυνατότητα να δημιουργούν αντιλήψεις και συνειδήσεις έρχονται για να ολοκληρώσουν την διαδικασία της πατριδολαγνείας. Η προβολή-επιβολή συγκεκριμένων συμβόλων (σημαία, ιστορικές ημερομηνίες, έθιμα, “εχθροί” της πατρίδας), η διαιώνιση αντιλήψεων περί ενός ενιαίου συνόλου και λαού με κοινή καταγωγή, είναι τα πρώτα ψήγματα που στόχο έχουν να δημιουργούν συναισθηματική έπαρση και συναισθηματικούς δεσμούς με αυτά (καθώς η λογική εδώ δεν έχει θέση). Παράλληλα, με τη διαστρέβλωση γεγονότων (κοινωνικών, ιστορικών και μη) δίνει το απαραίτητο έδαφος για να αναπτυχθούν οι απαιτούμενες αντιθέσεις και εναντιώσεις απέναντι σε όλους όσους κρίνονται κατά την Κυριαρχία επικίνδυνοι.
Οι σκοπιμότητες και τα οφέλη του κρατικού εθνισμού
Η διαχείριση μεγάλων πληθυσμιακών ομάδων και η επιβολή σε αυτές, τη στιγμή που αναμεταξύ τους παρουσιάζουν διαφορές πολλών επιπέδων (ταξική-οικονομική, πολιτισμική, φυλετική, θρησκευτική κτλ) ιστορικά επέφερε μια πληθώρα κοινωνικών ασταθειών, καθώς τα αντικρουόμενα συμφέροντα των κοινοτήτων δεν διευκόλυναν την ύπαρξη συνθηκών ομαλότητας στο κράτος (Anthony D.Smith). Εδώ είναι που ο εθνικισμός και τα ιδεώδη του κατάφεραν, αν όχι να κατευνάσουν, να μειώσουν ριζικά τις αντιδράσεις των κοινωνιών απέναντι στην κρατική καταπίεση και αυτό διότι το ιδεολογικό του υπόβαθρο στην βάση του, την υπερασπίζεται, την δικαιολογεί και την θεωρεί φυσική κατάσταση. Αυτό που έχει ανάγκη και πετυχαίνει το κράτος μέσω του εθνικισμού, είναι να υπάρχει ο μέγιστος βαθμός συνοχής του πληθυσμού που εξουσιάζει και η ταύτισή του με τις προσταγές του. Αυτό δεν γίνεται λόγω ύπαρξης αντικειμενικών παραμέτρων που ορίζουν την συνοχή, αλλά επιτυγχάνεται μέσω της ταύτισης και θρησκευτικής προσήλωσης με το Έθνος και τα ιδεώδη που επιτάσσει. Όσο μεγαλύτερος είναι ο βαθμός στον οποίο ο πληθυσμός μοιράζεται και αισθάνεται αυτά τα χαρακτηριστικά και όσο περισσότερα είναι αυτά, τόσο διευκολύνεται η διαχείρισή του από το κράτος. Έτσι, ένας πληθυσμός ο οποίος συντεταγμένα λειτουργεί εν τει ενώσει, κάτω από ένα κοινό όνομα προασπίζοντας την πατρίδα και το έθνος ουσιαστικά υπερασπίζεται το ίδιο το κράτος και την κυριαρχία.
Επομένως το εννοιολογικό περιεχόμενο της λέξης “έθνος” δεν μπορεί να αποκοπεί από την άμεση προϋπόθεσή του η οποία είναι το κράτος. Ιστορικά και κοινωνιολογικά το κράτος είναι η εξέλιξη του οργανωτικού μοντέλου επιβολής της εξουσίας που ασκούνταν από τις άρχουσες τάξεις. Το Έθνος αποτελεί μια επινόησή του, η οποία χρησιμοποιείται από πολιτισμικό πρίσμα, για να εδραιωθούν τεχνητοί διαχωρισμοί, οι οποίοι έχουν ως βάση λόγου δύο παραμέτρους, τους “αυτόχθονες” και τους ξένους. Το Έθνος είναι αυτό που δηλώνει και επιβάλλει την ένωση σε μια μοναδική πολιτιστική και πολιτική οντότητα η οποία επιτάσσει και νομιμοποιεί τις άνισες σχέσεις επιβολής ορισμένων πάνω σε άλλους. Η επιχειρηματολογία για τους διαχωρισμούς δεν έγκειται σε ορθολογιστικά κριτήρια αλλά στην διαιώνιση προκαταλήψεων, ιστορικών μύθων και μιας κουλτούρας μίσους απέναντι σε όσους κρίνονται εχθροί της πατρίδας. Επίσης, με την συνδρομή των νόμων του κράτους, προσδιορίζει ποιες πληθυσμιακές ομάδες έχουν δικαίωμα ύπαρξης στο συγκεκριμένο εδαφικό πεδίο, δικαιολογεί και υπερασπίζεται τις “θυσίες” που πρέπει να γίνουν για χάρη του Έθνους, οι οποίες έχουν πολλές φορές χαρακτήρα μαζικών απελάσεων, γενοκτονιών και εξόντωσης πληθυσμών. Έπειτα, ορίζει τα νομικά δικαιώματα για τους μη “αυτόχθονες” και τέλος μέσω του εθνικισμού επιδιώκει να υπάρχει υποταγή και αφομοίωση, αν όχι απομόνωση και εξοστρακισμός, των “διαφορετικών” από το εθνικό πρότυπο.
Ο εθνικός βούρκος σήμερα
Ο εθνικός βούρκος σήμερα
Ένας από τους βασικούς στόχους μας είναι η αποκωδικοποίηση της ιδεολογίας που παράγει ο ελληνικός ρατσισμός, και η επίθεση στο έθνος και τους εθνικιστές. Αναγνωρίζουμε το έθνος ως μια αυτοδύναμη εξουσία, που προφανώς συναρθρώνεται με άλλες μορφές καταπίεσης (κεφάλαιο, φύλο, κλπ). Αυτό σημαίνει ότι δεν ψάχνουμε πίσω από κάθε ρατσιστικό παραλήρημα ένα γιατί (από αυτά τα ορθολογικά «γιατί» που ξέρουμε). Δεν ψάχνουμε παντού μια κρατική μεθόδευση, ή ένα λανθασμένο-παραπλανημένο σκεπτικό που οδηγεί τον θύτη, και πιο πολύ γιατί δεν το ψάχνει ο ίδιος ο θύτης. Από την άλλη, για να μην προσβάλλουμε τον ελληνικό κράτος ως προς το εθνικιστικό μένος του, η έκφραση του ρατσισμού είναι η σύνθεση των κρατικών-παρακρατικών πολιτικών σε συναγωνισμό με την ελληνική κοινωνία. Η τελευταία είναι ουσιαστικά ο βόθρος που ανέχεται/εκτρέφει/στελεχώνει τους φασίστες.
Στην παρούσα συνθήκη της κρίσης, το έδαφος για τον φασισμό σίγουρα είναι πρόσφορο. Ένα έγκλημα που ξεκίνησε σαν εθνική συμφιλίωση(1974), αργότερα αναβαθμίστηκε σε εθνική ενότητα (στους καιρούς της ανάπτυξης), και από την εποχή μετά τον Δεκέμβρη του 2008 μετατρέπεται σταθερά σε σύμπραξη για την εθνική σωτηρία ενάντια σε κάθε «Άλλο». Το ζήτημα όμως είναι ότι ο εθνικισμός/φασισμός δεν είναι παρθενογένεση, δεν δεχόμαστε ότι ο αθώος ελληνικός λαός στην απόγνωση του παραπλανήθηκε και εναπόθεσε τις ελπίδες του στην Χρυσή Αυγή. Αυτό μπορούμε να το δούμε με αρκετά ιστορικά καρέ (αντιαλβανικά πογκρόμ δεκαετίας 90’, συλλαλητήρια για την Μακεδονία, το πογκρόμ του 2004 μετά τον αγώνα Ελλάδας-Αλβανίας, κλπ). Απλά η ξενοφοβία, το εξοντωτικό μίσος, που κάποτε κατευναζόταν από μια σχετική ευημερία και γκλαμουριά, τώρα συναντά την αγανάκτηση των «προδομένων» μικρομεσαίων. Όσο κι αν η κρίση αποτελεί καταλύτη για το φασισμό, δεν αποτελεί άλλοθι για κανέναν φασίστα.
Han Ryner: Αντιπατριωτισμός (μετάφραση)1
Θα καταφέρω άραγε εδώ, να αποφύγω αυτές τις σκέψεις και εκτιμήσεις που ανήκουν περισσότερο σε άρθρα για την πατρίδα και τον πατριωτισμό;
Ο αντιπατριωτισμός ήταν η αντίδραση της λογικής και του συναισθήματος, τη στιγμή που ο πατριωτισμός κυριαρχούσε. Πήρε ποικίλες μορφές ανάλογα με το βαθμό στον οποίο βασιζόταν περισσότερο ή λιγότερο ενσυνείδητα στον ατομικισμό, στην αγάπη για όλους τους ανθρώπους, στην αγάπη για έναν άνθρωπο (όπως με την Camille την αδερφή των Horatii) . Ακόμα μπορεί να βασιζόταν σε μια λογική ή συναισθηματική προτίμηση για τους νόμους και τα ήθη μιας ξένης χώρας.
Ο Βούδας ήταν κατ’ ανάγκη εχθρικός σε οποιαδήποτε πατριωτική αποκλειστικότητα, ένας άνθρωπος ο οποίος δεν αναγνώριζε καν τι μπορεί να οριστεί ως ανθρώπινος σωβινισμός, αλλά επέκτεινε την αγάπη του σε όλα τα έμβια όντα. Στην Ελλάδα οι σοφιστές ήταν αντιπατριώτες. Ο Σωκράτης, ο μεγαλύτερος των σοφιστών διακήρυττε: “Δεν είμαι Αθηναίος, είμαι πολίτης του κόσμου”. Καταδίκασε την πατρίδα στο όνομα των “άγραφων νόμων”, δηλαδή στο όνομα της συνείδησης. Άλλοι Σοφιστές την απέρριπταν με βάση έναν πιο φλογερό ατομικισμό. Εντούτοις, ο σύγχρονός τους ο Αριστοφάνης απεχθανόταν την δημοκρατική πατρίδα του γιατί θαύμαζε την αριστοκρατική οργάνωση της Σπάρτης (Έτσι ο Paul Bourget και ο Leon Daudet , θαμπωμένοι από την δύναμη ακρίβειας της γερμανικής διοίκησης, αφέθηκαν για χρόνια σε έναν αφελή και απλοϊκό πατριωτισμό: νεαροί ζιγκολό που αναπόφευκτα παραδόθηκαν στον πιο φοβερό “τρόμο”). Ο Πλάτωνας και ο Ξενοφών, φτωχοί μαθητές του Σωκράτη, που τον νόθευσαν και τον χρησιμοποίησαν όπως περίπου o Charles Maurras πλαστογράφησε και χρησιμοποίησε τον Auguste Comte , έχουν παρόμοια συναισθήματα με αυτά του Αριστοφάνη. Ο Ξενοφών κατέληξε να μάχεται την “πατρίδα” του, μέσα από τις τάξεις των Λακεδαιμόνιων.
Οι Κυρηναϊκοί φιλόσοφοι ήταν επίσης αντιπατριώτες. Ένας εξ’ αυτών, ο Θεόδωρος ο Άθεος επαναλάμβανε την φράση πολλών σοφών ανθρώπων “Πατρίδα μου είναι ο Κόσμος”. Προσέθετε “Το να θυσιάζει κανείς τον εαυτό του για την πατρίδα, σημαίνει να αποκηρύσσει την σοφία για να σώσει τους τρελούς”. Σε αυτό, κάνει λάθος: Σημαίνει να βοηθάς τους τρελούς να καταστρέψουν τους εαυτούς τους.
Οι Κυνικοί φανερά και τολμηρά διακήρυτταν τον αντιπατριωτισμό. Ο Αντισθένης συγκεκριμένα ενέπαιζε όλους όσους ήταν περήφανοι που ήταν αυτόχθονες, μια δόξα που μοιράζονται -σημειώνει- με συγκεκριμένο αριθμό γυμνοσαλιάγκων και θαυμάσιων ακριδών. Ο Διογένης για να διακωμωδήσει τις “συναισθηματικές “ ενέργειες των πατριωτών, διέσχισε με το πιθάρι του μια πόλη υπό πολιορκία. Ο μαθητής του, ο Κράτης από την Κρήτη, δήλωνε “Δεν είμαι πολίτης των Θηβών, αλλά του Διογένη”.
Ο Πλούταρχος επαναπροσεγγίζει τους Επικούρειους και τους Στωικούς και τον περιφρονητικό και πρακτικό τους αντιπατριωτισμό, που τους απέτρεπε από το να συμμετάσχουν σε οποιαδήποτε δημόσια διαδικασία και ενασχόληση. Ο Επικούρειος αναγνώριζε μόνο συγκεκριμένα συναισθήματα και κρατούσε την καρδιά του για λίγους φίλους, οι οποίοι μπορεί να ήταν από οποιαδήποτε χώρα. Ο Στωικός επέκτεινε την αγάπη του προς όλους τους ανθρώπους. Πειθαρχούσε «στη φύση που έκανε τον άνθρωπο φίλο του ανθρώπου, όχι από συμφέρον αλλά πηγαία». Τέσσερεις αιώνες πριν τον Χριστιανισμό, είχε την σύλληψη της έννοιας του φιλανθρωπισμού, που ενώνει σε ένα ενιαίο σύνολο-ομάδα, όλους όσους συμμετέχουν στο Λόγο, θεούς και ανθρώπους.
Οι πρώτοι Χριστιανοί ήταν τόσο αντιπατριωτικοί όσο, οι Στωικοί, οι Επικούρειοι και τόσοι άλλοι σοφοί . Οι Χριστιανοί της Ιουδαίας, δεν συγκινήθηκαν από το γκρέμισμα της Ιερουσαλήμ. Όσοι ήτανε στην Ρώμη, πεισματικά προέβλεψαν την πτώση της. Αγαπούσαν μόνο την επουράνια πατρίδα και ο Τερτυλλιανός είπε στο όνομα τους: “Αυτό που είναι πιο ξένο σε εμάς, είναι τα δημόσια πράματα”. Ήταν πιστοί στο πνεύμα του Ευαγγελίου, όπου μια συγκεκριμένη παραβολή, όπως για παράδειγμα αυτή του καλού Σαμαρείτη, θα μεταφραζόταν από έναν πραγματικά χριστιανό Γάλλο, στην παραβολή του καλού Πρώσου, ενώ ένας Γερμανός ευαγγελικός θα την μετέφραζε στην παραβολή του καλού Γάλλου. Η έννοια “καλός” δεν θα είχε το ίδιο νόημα που δίνει ο Hindenburg για τον ακαδημαϊκό Joffre .
Καθολικισμός σημαίνει οικουμενικότητα. Ο Καθολικισμός είναι διεθνής κι επομένως αν είναι ειλικρινής και συνειδητός, αποτελεί μια μορφή αντιπατριωτισμού. Μια πρόσφατη Διεθνής θέλει να αντικαταστήσει τον πόλεμο με την επανάσταση και τις εχθροπραξίες μεταξύ των εθνών με την ταξική πάλη. Οι αρχές του καθολικισμού δεν επιτρέπουν την διάκριση σε πιστούς και άπιστους. Οι μοντέρνοι καθολικοί καυχιούνται για τον πατριωτισμό τους χωρίς να συνειδητοποιούν ότι με αυτό αρνούνται τον καθολικισμό. Έτσι, τα μέλη των Σοσιαλιστικών ή Κομμουνιστικών κομμάτων που συναινούν στην “εθνική άμυνα” θα έπρεπε να σταματήσουν να προσδιορίζονται σαν Σοσιαλιστές. Το νόημα του καθολικισμού ζει ακόμα σε λίγους ανθρώπους όπως στον Gustav Dupin, συγγραφέα του “Ο καταχθόνιος πόλεμος”, στον Grillot de Givry, συγγραφέα του “Ο Χριστός και η πατρίδα”, στον Dr. Henri Mariave, συγγραφέα του “Ανώτατη Φιλοσοφία”.Ως εκ τούτου, προκαλούν αποστροφή στους λεγόμενους “αδερφούς” τους.
Ο αντιπατριωτικός λόγος και αλήθεια, δεν αναλύθηκε ή εξηγήθηκε από κανέναν πιο ισορροπημένα και με καθαρή συνείδηση από τον Τολστόι. Στην μπροσούρα του “Πατριωτισμός και Κυβέρνηση” δείχνει σε τι έκταση και βαθμό ο πατριωτισμός είναι μια οπισθοδρομική ιδέα, άκαιρη και επιζήμια. Ως συναίσθημα ο πατριωτισμός είναι κακός και επιβλαβής˙ ως δόγμα είναι παράλογο, από τη στιγμή που είναι ξεκάθαρο πως αν κάθε λαός και κάθε κράτος αναγνωρίζει τον εαυτό του ως τον καλύτερο και μεγαλύτερο μεταξύ των άλλων, τότε όλοι έχουν κάνει ένα παράξενα τεράστιο λάθος. Έπειτα εξηγεί πως “αυτή η παλιά ιδέα, που βρίσκεται σε μια απαίσια και σκανδαλώδη αντίθεση- με την όλη τάξη των πραγμάτων, η οποία έχει σε πολλές της πτυχές διαφοροποιηθεί, συνεχίζει να επηρεάζει τους ανθρώπους και να καθοδηγεί τις πράξεις τους. Μόνο όσοι βρίσκονται στην εξουσία και εκμεταλλεύονται την εύκολα κατευθυνόμενη ανοησία των μαζών, βρίσκουν επωφελές να διατηρηθεί αυτή η αντίληψη, η οποία πλέον δεν έχει κανένα νόημα ή χρησιμότητα. Το πετυχαίνουν αυτό γιατί κατέχουν τον ξεπουλημένο Τύπο, το δουλοπρεπές πανεπιστήμιο, το βάρβαρο στρατό και η διεφθαρμένη οικονομία, δηλαδή τα ισχυρότερα μέσα για να επηρεάζουν τους ανθρώπους.
Εκτός από περιπτώσεις που πρόκειται για τις διεκδικήσεις ιθαγενών πληθυσμών σε αποικίες, ή τα αποσχιστικά ρεύματα μερικών Ιρλανδών, Βρετανών, Οξιτανών (occitanians), η λέξη πατριωτισμός σχεδόν πάντα στηρίζεται, στις ψευδολογίες μιας μόδας. Οι θυσίες που ζητούνται για την πατρίδα, θέλουν να θυσιάσουν εμάς σε μια άλλη θεότητα, το Έθνος, που κατέστρεψε και λήστεψε τις “πατρίδες” μας όποιες και αν είναι αυτές. Κανένας μας πλέον δεν έχει πατρίδα στα μεγάλα και ετερογενή μοντέρνα έθνη.
Η αγάπη για τον τόπο της γέννησής μας είναι ανόητη, παράλογη και εχθρική προς την εξέλιξη αν παραμείνει αποκλειστική. Αν επρόκειτο να γίνει ένα μέσο για την ανάπτυξη της νοημοσύνης, θα την δόξαζα και θα την εξυμνούσα με τον ίδιο τρόπο που ένας άνθρωπος που ξεκουράζεται στην σκιά ενός δέντρου, “ευχαριστεί” τον σπόρο.
Από την αγάπη μου για την γη των παιδικών μου χρόνων και για την γλώσσα που, θα έλεγα πρώτη “χαμογέλασε” στα αυτιά μου, προέρχεται η αγάπη για όλες τις ομορφιές της φύσης και την «σκεπτική» (pensive) μουσική όλων των ανθρώπινων γλωσσών.
Ας με διδάξει η περηφάνια στο βουνό μου, να θαυμάζω άλλες κορυφές…
Ας με διδάξει η ευγένεια του ποταμού μου να κοινωνώ με το όνειρο όλων των ποταμών… Τη μαγεία του δάσους μου να μάθω να τη βρίσκω στη χάρη όλων των δασών… Μακάρι η αγάπη για μια γνωστή ιδέα να μην με αποτρέψει από μια καινούρια ή έναν εμπλουτισμό που έρχεται από μακριά…
Ας με διδάξει η ευγένεια του ποταμού μου να κοινωνώ με το όνειρο όλων των ποταμών… Τη μαγεία του δάσους μου να μάθω να τη βρίσκω στη χάρη όλων των δασών… Μακάρι η αγάπη για μια γνωστή ιδέα να μην με αποτρέψει από μια καινούρια ή έναν εμπλουτισμό που έρχεται από μακριά…
Με τον ίδιο τρόπο που ένας ενήλικας ξεπροβάλλει μέσα από ένα παιδικό σώμα, οι πρώτες ομορφιές χρησιμεύουν ιδανικά για εμάς για να κατανοήσουμε, να γευτούμε και να κατακτήσουμε όλες τις ομορφιές. Τι φτώχεια και κακομοιριά ακούμε μέσα σε αυτές τις αφελείς μνήμες μια φτωχής και συγκινητικής γλώσσας που μας αποτρέπει από το να ακούσουμε και άλλες γλώσσες! Ας αγαπήσουμε στις παιδικές μας αναμνήσεις, εκείνο το αλφάβητο που μας επιτρέπει να διαβάσουμε όλα τα κείμενα που μας προσφέρονται από τα συνεχή και αλλεπάλληλα πλούτη της ζωής μας.
[1] Han Ryner (1861-1938): Γάλλος ατομικιστής αναρχικός. Επηρεασμένος αρκετά από την ελληνική φιλοσοφία, κυρίως από τους Επικούρειους και τους Στωικούς. Το κείμενο του «Αντιπατριωτισμός» που επιλέξαμε να μεταφράσουμε γράφτηκε το 1934, μπορεί να μην ταυτιζόμαστε με όλα όσα γράφει, όμως μας φάνηκε χρήσιμο όπως και απλογραμμένο. Οι υποσημειώσεις και τα έντονα γράμματα είναι δική μας επέμβαση στο κείμενο. Η μετάφραση έγινε από τα αγγλικά, και η πηγή του κειμένου είναι το Marxist Internet Archive.
[2] Παρμένο από έναν ρωμαϊκό μύθο. Οι Horatii ήταν τρίδυμοι αδερφοί από την Ρώμη, που μονομάχησαν με τους τρίδυμους Curιatii από την Alba Longa, όταν οι δυο πόλεις βρίσκονταν σε πόλεμο. Η Camille, αδερφή των Horatii και παντρεμένη με έναν από τους Curiatii, δολοφονήθηκε από τον αδερφό της για προδοσία.
[3] Λάθος του συγγραφέα που κατατάσσει τον Σωκράτη στους Σοφιστές.
[4] Ο Paul Charles Joseph Bourget (1852-1935) ήταν Γάλλος μυθιστοριογράφος και κριτικός. Η φήμη του Bourget’s ως μυθιστοριογράφου είναι βέβαιη σε μερικούς ακαδημαϊκούς κύκλους διανοουμένων αλλά παρ’ όλη την επιτυχία τους στην εποχή του, τα μυθιστορήματά του είναι ξεχασμένα πλέον από το ευρύ κοινό.
[5] Leon Daudet (1867-1942): Γάλλος συγγραφέας και δημοσιογράφος, μοναρχικός.
[6] Charles Maurras (1868-1952): Γάλλος εθνικιστής συγγραφέας, ηγέτης της Action Francaise, μοναρχικής υπερσυντηρητικής οργάνωσης.
[7] Auguste Comte (1798-1857): Γάλλος φιλόσοφος. Ήταν πρωτεργάτης της επιστήμης της κοινωνιολογίας και ιδρυτής του δόγματος του θετικισμού. Ανέπτυξε την θετικιστική φιλοσοφία σαν θεραπεία της κοινωνικής δυσφορίας που επήλθε μετά τη Γαλλική Επανάσταση, καλώντας για ένα κοινωνικό μοντέλο το οποίο θα βασίζεται στις επιστήμες. Θεωρείται σαν τον πρώτο φιλόσοφο της επιστήμης με την μοντέρνα έννοια του όρου. Ήταν μεγάλη επιρροή στη σκέψη του 19ου αιώνα και επηρέασε τα έργα άλλων κοινωνιολόγων όπως του Karl Marx, του George Stuart Mill…
[8] Paul von Hindenburg (1847-1934): Γερμανός στρατιωτικός, σημαντική φιγούρα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, γίνεται αργότερα πρόεδρος της Δημοκρατίας. Είναι αυτός που παρέδωσε την κυβέρνηση στους εθνικοσοσιαλιστές.
[9] Joseph Joffre (1852-1931): Διοικητής του γαλλικού στρατού στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Η αυτοπραγμάτωση του εθνικού κορμού
Τώρα που το ελληνικό όνειρο έγινε εφιάλτης και η ραχοκοκαλιά της εθνικής οικονομίας τσακίζεται για τα καλά καθώς κατρακυλάει στον γκρεμό, μπορούμε να πούμε πως οι μάσκες έπεσαν. Αντιλήψεις, νοοτροπίες ακόμα και ιδεολογήματα που βρίθουν ρατσισμό και λογικές ολοκληρωτισμού, αναδύθηκαν μέσα στη γενικότερη θολή σκέψη που επικρατεί σε σύσσωμα κομμάτια της ελληνικής κοινωνίας. Η εθνική επιβίωση και ο κορμός της ένιωσαν πως απειλούνται. Η ελληνική πολιτεία μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα άφησε πίσω τις όποιες ιδεολογικές και πολιτικές της καταβολές. Πλέον η πιο ισχυρή ταυτότητα είναι αυτή της εθνικότητας και ο Κόσμος μόνο η πατρίδα. Ο πατριωτισμός και η εθνολαγνεία είναι φαινόμενα τα οποία περιφερόντουσαν πάντα στις αντιλήψεις του πληθυσμού. Η ειδοποιός διαφορά είναι πως τώρα απέκτησαν συγκροτημένη υπόσταση και οτιδήποτε δεν περικλείεται στο μενού τους αποτελεί ξένο σώμα. Σώμα που πρέπει να εξοντωθεί.
Με μια διαφορετική ανάγνωση, έχουμε την ισχυρή επανασυγκρότηση εθνικιστικών και ρατσιστικών σχημάτων: έθνος – φυλή – και “εχθρικές υπάρξεις”. Άλλωστε, η δήλωση του Αντ. Σαμαρά “Θα ανακαταλάβουμε τις πόλεις μας” είναι κομβική για να συνειδητοποιήσει κανείς σε ποια ακριβώς εποχή ζούμε. Καθώς η λογική δεν έχει θέση στις εθνομαλακίες που σερβιρόμαστε, κάτι έπρεπε να συμπληρώσει το κενό. Κάτι το οποίο θα συγκέντρωνε το μείζων μέρος του πληθυσμού υπό μια ιδέα. Και δεν είναι απαραίτητο να περιέχει λογική, αρκεί το περιτύλιγμα να τέρψει την όραση του καταναλωτή. Αυτή δεν θα ήταν άλλη από την ιδέα ή αλλιώς το αίσθημα του πατριωτισμού. Ο πατριωτισμός ούτως η άλλως απευθύνεται στο παράλογο, στο συναίσθημα, ουσιαστικά στην έπαρσή του ατόμου που αναγνωρίζει τον εαυτό του ως μέρος μιας κοινότητας με ενιαία χαρακτηριστικά και ανώτερα σε σχέση με τους Άλλους.
Και εδώ είναι που αξίζει να κοιτάξουμε την κατάσταση λίγο πιο αναλυτικά και ίσως… πιο άβολα για μερικούς ιεροκήρυκες και τις επαναστατικές τους πελατείες.
Ενάντια σε έναν κόσμο…
Που η ταξική διαστρωμάτωση του, δεν αποτρέπει την έκφραση διάφορων και ποικιλόμορφων ρατσιστικών, εθνικιστικών και σαφώς «αγνών» πατριωτικών ιδεών και ενίοτε συμπεριφορών. Αυτή η κατάσταση όσο αποτελεί κρατικό σχεδιασμό άλλο τόσο αποτελεί και ένα βαθύ κοινωνικό φαινόμενο. Συμπυκνώνεται σε μια φαντασιακή ανάγκη που προωθεί βίαιες και εχθρικές πρακτικές (συνήθως όταν έχει το πάνω χέρι στο συσχετισμό δυνάμεων) απέναντι σε οτιδήποτε διαφορετικό, απροσάρμοστο και μη κανονικό δηλαδή σε ό,τι κριθεί ως πλεονάζων. Οι διάφορες μορφές και τα αποτελέσματα αυτού του πολύπλοκου φαινομένου εξαρτώνται και καθορίζονται από την εκάστοτε κοινωνική και ιστορική συγκυρία. Περιέχεται από πληθώρα σχεδιασμών, στρατηγικών ή και αυθόρμητων εκφράσεων όπου όλες στοχεύουνε στο «Άλλο». Έπειτα θα ασχοληθούμε με τις πρακτικές εκφάνσεις του από την πολιτική ατζέντα των διάφορων ακροδεξιών, δημοκρατικών και «σοσιαλιστικών» πολιτικών κομμάτων, αλλά και από τον κρατικό μηχανισμό.
Λετ δε ραν μπιγκίν!
Ας ξεκινήσει λοιπόν ο στίβος σαπίλας ανάμεσα στο δημοκρατικό κράτος και στην «εξαπατημένη» ελληνική κοινωνία. Ένας αγώνας δρόμου στον οποίο αφετηρία θέτουμε την ημερομηνία της 4ης Αυγούστου του 2012 .Μια καλοστημένη και πολυδιαφημισμένη διασκευή των γνωστών σε όλους ανεπίσημων εκκαθαρίσεων η αλλιώς «σκούπες» .Γιατί ως αισχροί και ξεπεσμένοι προγονόπληκτοι επέλεξαν το αρχαιοελληνικό προσωνύμιο του Δια «προστάτη» της φιλοξενίας (Ξένιος Ζευς), αδημονώντας να δείξουν στους φίλους τους μετανάστες το «greek hospitality”. Ένας φιλόξενος σχεδιασμός που έχει απελάσει 6.972 μετανάστες, έχει προσαγάγει πάνω από 80.000 και έχει συλλάβει 5.334 μετανάστες και αυτά τα λίγα καταγεγραμμένα στην χρονική περίοδο εννιά μηνών μόνο στο λεκανοπέδιο Αττικής. Κερασάκι στην τούρτα του ρατσιστικού γεύματος μια κοινωνία που καλογυαλίζει σαν εθελόδουλη υπηρέτρια τα παπούτσια του σαδιστικού αφεντικού της. Έτσι σκοντάφτουμε στο ευρύ τόξο των ψηφοφόρων των δημοκρατικών κομμάτων της δεξιάς και αριστερής κοινοβουλευτικής πολιτικής σκηνής. Σύσσωμοι και με τον σταυρό στο χέρι όλοι οι ελληναράδες σπεύδουν να ψηφίσουν τους ικανότερους δηλαδή στην προκειμένη αυτούς που τους τάζουν «ησυχία-τάξη-ασφάλεια» και δωράκι η μιζέρια. Περιμένοντας στη συνέχεια σαν καλοί και φρόνιμοι μαθητές να ανταμειφθούν για τις επιλογές τους, δηλαδή να αντικρίσουν όσα περισσότερα «κέντρα φιλοξενίας», ή για να μην γελιόμαστε, στρατόπεδα συγκέντρωσης μεταναστών. Στα χαρούμενα πρόσωπα τον αιμοδιψών ελλήνων που εισακούστηκαν τα αιτήματα τους, διαγράφεται το «αγνό» ερώτημα γιατί είναι τόσοι μετανάστες στην μικρή και αδύναμη χώρα μας. Ένα ερώτημα που άμεσα απαντάει ο ελληνικός στρατός και τα χιλιάδες ελληνόπουλα φαντάροι, που αυτή την στιγμή βρίσκονται σε στρατιωτικές βάσεις σε 16 χώρες του εξωτερικού.
Ένα μεγάλο πόδι μου πατάει τη γλώσσα!
Αν κάποιοι οραματίζονται να πάθουμε αφυδάτωση λογαριάζουν χωρίς τον ξενοδόχο. Η φιλανθρωπία της ελληνικής κοινωνίας συνοδεύετε με επιδόρπιο μισάνθρωπα πογκρόμ και σαδιστικούς βιασμούς για την επικύρωση της «ανδρίλας» που βρωμάει ο έλληνας. Αναρίθμητα τα γεγονότα που εκατοντάδες αγνοί πατριώτες παίρνουν τον νόμο στα χέρια τους και επιλέγουν να καθαρίσουν ότι τους μυρίζει. Αλλά για να μην χαθούμε στην άβυσσο του ελληνικού ρατσιστικού μίσους θα απαριθμήσουμε κάποια πρόσφατα γεγονότα, που οι χρυσαυγίτες πήραν το χρίσμα να αρχίσουν τις εκκαθαρίσεις. Από εμπρησμούς σε σπίτια και τζαμιά μέχρι σε ανελέητο κυνηγητό μεταναστών στους κεντρικούς δρόμους της Αθήνας (βλ. 11 Μαΐου 2011). Από συμβολικές ενέργειες τύπου, καρφωμένη γουρουνοκεφαλή σε τζαμί στην καβάλα, μέχρι και απομονωμένα θανατηφόρα χτυπήματα σε περαστικούς φτωχοδιαβόλους. Το θέατρο του παραλόγου συνεχίζεται τώρα και στο στόχαστρο δεν βρίσκονται οι παλιότεροι κολασμένοι αλλά η νέα φουρνιά. Τα τάγματα εφόδου παραμέρισαν τους πλέον αφομοιωμένους μεν, μετανάστες δε, Αλβανούς δεύτερης γενιάς και αφιερώθηκαν στους μαυριδερούς ανατολίτες (Πακιστανοί, Αφγανοί και ενίοτε Αφρικανοί). Η ρατσιστική βουλιμία έχει και προτιμήσεις και επίπεδα, δηλαδή πάνω από όλα το έθνος, μετά η θρησκεία, μετά η λευκή φυλή και τέλος οι επιλογές.
Η παρανομοποίηση της εργασίας ως διαρκές κίνητρο
Aυτό που δεν σκέφτεται ο μέσος ελληναράς που θα γκρινιάξει να γίνει κάτι με το “πρόβλημα των λαθρομεταναστών” ή αυτοί που σε κάποια πολιτική συζήτηση στο καφενείο φωνάζουν κι ωρύονται που τα παιδιά τους δε βρίσκουν δουλειά γιατί τους τις έχουν “κλέψει” όλες οι μετανάστες, είναι το πόσα και ποιά συμφέροντα εξυπηρετεί για το κράτος και την οικονομία του η παρανομοποίηση της εργασίας των μεταναστών. Προτιμούν να συντηρούν την εικόνα του εισβολέα που ήρθε να του κλέψει γη και ύδωρ από τον τόπο του. Ένας από τους πιο επικίνδυνους μύθους που κυκλοφορεί εδώ και δύο δεκαετίες, είναι η γνωστή σε όλους μας σιχαμένη καραμέλα πως δηλαδή οι μετανάστες παίρνουν τις δουλειές των ντόπιων. Στ’ αλήθεια, πόσοι έλληνες ήταν διατεθειμένοι να δουλέψουν ως εργάτες στις χειρότερες και πιο ανθυγιεινές συνθήκες, χωρίς καμία ασφάλιση με αντάλλαγμα ένα πενιχρό μεροκάματο; Ίσως αν βγάζανε την μικροαστική τους υπερηφάνεια από τη μέση, τώρα να τους ήταν πιο εύκολο να κατανοήσουν την ανάγκη του κράτους να εκμεταλλεύεται τους μετανάστες ως φθηνό εργατικό δυναμικό χωρίς δικαιώματα. Μπορεί το κράτος να ξεκίνησε τον κύκλο αυτής της εκμετάλλευσης, ο ίδιος ο έλληνας όμως τον διαιωνίζει. Όταν για παράδειγμα επιλέγει να προσλάβει έναν μετανάστη το κάνει επειδή είναι η οικονομικότερη επιλογή, επιβεβαιώνοντας το ότι ο ρατσισμός ρίχνει τα μεροκάματα. Πόσο τυχαίο μπορεί να είναι πως οι περισσότεροι υπέρμαχοι του Έλληνα εργάτη απέναντι στους ξένους, ξινίζουν τα μούτρα με την πρώτη απεργία; Πολλά είναι τα παραδείγματα στα οποία διακρίνεται η ανάγκη για παρανομοποίηση των μεταναστών προς συμφέρον του έλληνα και του ελληνικού κράτους αλλά οι ρατσιστικές αντιλήψεις και επιθέσεις φαίνονται να πληθαίνουν, όπως ακριβώς και η εκμετάλλευση. Έτσι λοιπόν, οδηγούμαστε στο εξής -ρητορικό- ερώτημα: Ο μετανάστης έχει ανάγκη τον έλληνα ή ο έλληνας τον μετανάστη;
Ένα παράδειγμα είναι το ανοικτό στρατόπεδο συγκέντρωσης που λέγεται Άγιος Παντελεήμονας. Φυσικά η παραπληροφόρηση έχει καταφέρει είτε να διαστρεβλώσει, είτε να καπελώσει την υπόθεση, όπως βέβαια συμφέρει όλους όσους κάνουν καλή ζωή πατώντας πάνω σε ζωές άλλων κι ίσως έτσι να μην είναι τόσο προφανές το τι στ’ αλήθεια συμβαίνει. Κάπου εδώ όμως είναι που μπαίνει στο προσκήνιο η ελληνική μαφία και η ΕΛ.ΑΣ -άλλωστε δε φαντάζομαι να τρέφουμε ακόμα αυταπάτες για τον ρόλο της τελευταίας στο όλο ζήτημα.
Οι μετανάστες που έχουν μαγαζιά δέχονται συνεχώς απειλές για την περιουσία τους και καλούνται να πληρώσουν για να μπορούν να τις διατηρήσουνε “άσπαστες”. Πολλές φορές προσλαμβάνονται μπράβοι για λογαριασμό ιδιοκτητών που ενοικιάζουν σπίτια σε μετανάστες για την είσπραξη ενοικίων η οποία συνοδεύεται από απειλές και τραμπουκισμούς. Και μια επιτροπή κατοίκων που μπούχτισε με τους ξένους και αναζητεί το σωτήρα της μεταξύ υπουργείου Δημόσιας Τάξης και φασιστικού παρακράτους.
Εκτός από αυτές τις περιπτώσεις, τα ίδια πρόσωπα εμπλέκονται και σε ακόμη δυο μπίζνες: το εμπόριο γυναικών και ναρκωτικών. Οι οίκοι ανοχής της περιοχής υπάρχουν εδώ και δεκαετίες και αντικατοπτρίζουν ωμά την εκμετάλλευση. Νταβατζήδες είναι τις περισσότερες φορές έλληνες ενώ υπάρχουν και οι περιπτώσεις που τον ρόλο αυτό τον έχουν και ακροδεξιοί. Για το εμπόριο ηρωίνης δεν υπάρχουν πολλά να ειπωθούν τα οποία να μη ξέρουμε. Είναι σίγουρα ο πιο γρήγορος και αποδοτικός τρόπος αποδυνάμωσης και χτυπάει πολύ εύκολα τις κοινωνικές ομάδες που ζουν την εξαθλίωση. Έτσι μια λυκοφιλία ανάμεσα σε μπάτσους, πράκτορες, επιχειρηματίες και μαφιόζους «μαζεύουνε» τους χρήστες σε συγκεκριμένα μέρη-πιάτσες, κρατώντας συγκεκριμένα μέρη της πόλης «καθαρά» . Το ίδιο συμβαίνει με όλες τις ομάδες του περιθωρίου, όπως προφανώς και με τους μετανάστες.
Μήπως τελικά για την γκετοποίηση συνοικιών ευθύνονται επιφανείς, ευυπόληπτοι πολίτες; Μήπως τελικά οι “εγκληματίες” είναι ελληνικής καταγωγής;
[1] Οι αριθμοί αυτοί ισχύουν μέχρι τέλη Μαΐου 2013, όταν και τυπώθηκε η μπροσούρα.
[2] Καθαρά σημαίνει: φιλήσυχη-ασφαλή εικόνα για τους έλληνες υπηκόους-καταναλωτές, άρα και καλύτερη κυκλοφορία του εμπορεύματος, το θέαμα μιας ευρωπαϊκής πόλης που θάβει κάτω από το χαλί τα προβλήματα της. Κάτω από το χαλίσημαίνει: στα γκέτο, εκεί που στοιβάζουν το περιθώριο. Πιάτσες πρέζας και εξαθλιωμένοι τοξικομανείς, πιάτσες σωματεμπορίου και γυναίκες σε συνθήκες ομηρίας, συνοικίες αποκλεισμένων μεταναστών. Η επέκταση της Αμυγδαλέζας στο κέντρο της Αθήνας δηλαδή.
Λαός, το αριστερό αντίβαρο
Έχουμε ήδη αναφερθεί αρκετά σε αυτό που ονομάζουμε ελληνικό ρατσιστικό βούρκο, ή αλλιώς μικρομεσαίοι, νοικοκυραίοι κλπ. Τον κυρίως εθνικό κορμό δηλαδή, που μιλά στο όνομα της πατρίδας (κρατώντας στον πυρήνα της αντίληψης του λίγο από αίμα, ένδοξους προγόνους κλπ). Αυτό έρχεται να συμπληρώσει η αριστερή πτέρυγα του πατριωτισμού. Σε μια προσπάθεια να εξορθολογικοποιήσει την αντίληψη περί πατρίδας, η Αριστερά βάζει στο επίκεντρο τον Λαό. Είτε συνειδητά πατριωτικά (με το σχήμα πατρίδα=λαός), είτε αποφεύγοντας να αναφερθεί σε σημαίες, ο Λαός της αριστεράς και η Πατρίδα της δεξιάς είναι για μας σιαμαίες αυταπάτες. Ο αριστερός πατριωτισμός, πέρα από την λαϊκιστική λειτουργικότητα του, έχει τις θεωρητικές ρίζες του στην ιδεολογία του αντι-ιμπεριαλισμού, στην οποία αφιερώνουμε τις παρακάτω παραγράφους.
Κάποτε στη Ρωσία…
Μια φορά και έναν καιρό, ο θείος Λένιν έγραψε ένα βιβλίο στο οποίο περιέγραφε τον ιμπεριαλισμό σαν ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού. Κι έκτοτε τα ανίψια του (είτε τα επίσημα της Κομμουνιστικής Διεθνούς, είτε τα νόθα των διαφόρων αιρέσεων) αποφάσισαν πως ο αντικαπιταλισμός πρέπει, για να είναι επίκαιρος, να αντιστέκεται στην παντοδυναμία των ιμπεριαλιστικών κέντρων. Το παλιό διεθνιστικό ρητό «ο εχθρός βρίσκεται στην ίδια μου τη χώρα» αντικαταστάθηκε από το «ένας είναι ο εχθρός, ο ιμπεριαλισμός». Κι έτσι καθιερώθηκαν διάφορες στρεβλώσεις.
Η εργατική τάξη (άσχετα αν δεν την αναγνωρίζουμε σαν επαναστατικό υποκείμενο) ταυτίστηκε στις λενινιστικές αναλύσεις με τον διαταξικό όρο «λαός». Και όταν μιλάμε για πιο «αδύναμα» κράτη, ήτοι οι ηττημένοι του ιμπεριαλισμού, τότε ειδικά συσκοτίζονται οι σχέσεις εκμετάλλευσης κάτω από το πέπλο του βασανισμένου λαού (βασανισμένα αφεντικά!?!)
Η μετατροπή του εθνικού πολέμου σε κοινωνικό-ταξικό αποσύρθηκε από την σοσιαλιστική ατζέντα, και την θέση του πήρε ο εθνικοαπελευθερωτικός πόλεμος. Το αδύναμο κράτος και κεφάλαιο παύει να είναι εκμεταλλευτικό δηλαδή, πρέπει να συμμαχήσει με τους φτωχοδιαβόλους και όλοι μαζί, έχοντας συγκροτήσει τον Λαό, να αντισταθούν στο ιμπεριαλιστικό μπλοκ. Η επανάσταση αναβάλλεται…
Ως προς το δεύτερο αυτό σημείο βρισκόταν σε σύγχυση η ΚΔ, ώσπου ο πατερούλης Στάλιν αποφάσισε να χωρίσει τα χωράφια του οριστικά με τον έτερο υποψήφιο χαλίφη, τον Τρότσκυ. Ο κομμουνιστικός πατριωτισμός πήρε σάρκα και οστά κάτω από τα πυρά του Β Παγκοσμίου Πολέμου, και κληρονομήθηκε στις επόμενες σταλινικές/μαοϊκές γενιές. Οι τροτσκιστές προσκόλλησαν στο όνομα τους τον διεθνισμό (οι αρχαιολόγοι των επαναστατικών κινημάτων τους μνημονεύουν σαν κομμουνιστές-διεθνιστές), χωρίς να βγάλουν προφανώς τον Λαό από το λεξιλόγιο τους.
Είμαστε εμείς Ελλάδα τα παιδιά σου!
Δεν μπορούμε να αφήσουμε ασχολίαστες τις συχνές αναφορές αντιεξουσιαστών στην εθνική αντίσταση του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ (η ΟΠΛΑ αυθαίρετα μπαίνει κάτω από το χαλί, για να αποφεύγονται τα αλλεργικά σοκ). Οι προβληματισμοί μας για την ΕΑΜολαγνεία δεν σχετίζονται προφανώς με την αντικομμουνιστική επιχειρηματολογία του τότε εθνικοφασιστικού μπλοκ (από Γ.Παπανδρέου μέχρι Χίτες και ταγματασφαλίτες). Επίσης, δεν ταυτίζονται με τις θέσεις του Α.Στίνα και του περίγυρου του (πως οι γερμανοί στρατιώτες είναι ταξικά μας αδέρφια και πρέπει να τους πείσουμε με προκηρύξεις να γυρίσουμε τον πόλεμο σε επανάσταση), γιατί δεν αντιλήφθηκε την ιδιαιτερότητα της κατάστασης του ναζισμού, επαναφέροντας τα διεθνιστικά προτάγματα της περιόδου του Ά Παγκοσμίου Πολέμου.
Ο πιο χλιαρός μας προβληματισμός είναι ότι αρνούμαστε να ανάγουμε ιστορικά παραδείγματα σε θέσφατα. Στην προσπάθεια μας να ξεφορτωθούμε την ιδεολογία και τα παραμορφωτικά γυαλιά της, δεν χτίζουμε επαναστατικά μνημεία, δεν θεμελιώνουμε μια πλαστή ενότητα μεταξύ μας με επίκεντρο το παρελθόν. Δεν έχουμε ανάγκη από πολιτικούς προγόνους, για να νιώσουμε πως κάνουμε κάτι σημαντικό κι ελπιδοφόρο. Βέβαια, αυτό έχει την ίδια αξία κι όταν αναφερόμαστε σε πιο κοντινά πολιτικά παραδείγματα (π.χ. Ισπανική Επανάσταση του ’36).
Πιο συγκεκριμένα για το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, μπορεί σε κάποιους να αναβλύζει ενθουσιασμός από την μαχητικότητα του, καθώς και από ατίθασες μορφές που δεν ευθυγραμμίστηκαν με το ΚΚΕ, όπως ο Άρης Βελουχιώτης, δεν πρέπει όμως να ξεχνάμε και τις άλλες πτυχές του. Ο αγώνας του ήταν καθαρά εθνικός, χωρίς επαναστατικά-αντικαπιταλιστικά στοιχεία, κι αυτό το παραδέχονταν με ειλικρίνεια οι πρωτεργάτες του. Σαν θεμελιακές αξίες είχε την ορθοδοξία, τα ελληνικά ιδεώδη και σύμβολα, και αγωνιστές που τα αμφισβήτησαν εκτελέστηκαν με συνοπτικές διαδικασίες σαν προβοκάτορες. Ήταν το μακρύ χέρι της σταλινικής ΕΣΣΔ, και της λογικής της για τα Λαϊκά Μέτωπα, αλλά και όταν παρέκλινε εξ αιτίας του «άτακτου» Άρη, δεν έχανε τον εθνικισμό του.
Εν συντομία, παραδεχόμαστε την αναγκαιότητα να σταματηθεί η ναζιστική πολεμική μηχανή, η υπεύθυνη μεταξύ άλλων για το έγκλημα των εγκλημάτων, το Ολοκαύτωμα. Ο τρόπος με τον οποίο όμως πολεμήθηκε δεν πρέπει να αφομοιώνεται άκριτα στις μετα-νεωτερικές αντιφασιστικές συνταγές μας.
«Φονιάδες των λαών Αμερικάνοι…»
Και φτάνουμε στην χρυσή τριλογία του ελληνικού αντι-ιμπεριαλισμού: Πόλεμος στο Ιράκ, τη Γιουγκοσλαβία, το Αφγανιστάν. Οι πρωταγωνιστές σχεδόν ίδιοι: ο “κακός” για τους ..δυτικούς γίνεται καλός για τους αριστερούς, άσχετο αν είναι δικτάτορας ή δολοφόνος. Στην περίπτωση μάλιστα της Γιουγκοσλαβίας, οι σφαγές που διέπραξαν τα “ορθόδοξα αδέρφια μας” αποκρύφτηκαν πολύ έντεχνα από το κράτος, τα ΜΜΕ και την πλειοψηφία της Αριστεράς…
Από την άλλη πλευρά η… συμμαχία του “καλού”, η προηγμένη και προοδευτική Δύση που μοιράζει Δικαιοσύνη και Ειρήνη, που εδραιώνει τη δημοκρατία. Η κρατική μηχανή και τα χρηματοοικονομικά αρπακτικά, παραμονεύουν και συνεργάζονται για να εξαπλώσουν και να εδραιώσουν γερά τον καπιταλιστικό βόθρο τους…
Από την άλλη πλευρά η… συμμαχία του “καλού”, η προηγμένη και προοδευτική Δύση που μοιράζει Δικαιοσύνη και Ειρήνη, που εδραιώνει τη δημοκρατία. Η κρατική μηχανή και τα χρηματοοικονομικά αρπακτικά, παραμονεύουν και συνεργάζονται για να εξαπλώσουν και να εδραιώσουν γερά τον καπιταλιστικό βόθρο τους…
Κι η Αριστερά σχεδόν σύσσωμη, μπολιάζει με εσωστρέφεια κι αποπροσονατολισμό τα πιθανά τάργκετ γκρουπ της. Ο κόκκινος επαναστατικός διεθνισμός αναμείχθηκε με τον γαλάζιο εθνικισμό, και το βιολετί υβρίδιο άνοιξε την τάπα του πατριωτισμού, κι όχι μόνο του ντόπιου αλλά και εκείνων που “βάλλονταν από τον ιμπεριαλισμό”, διαφυλάσοντας την εθνική ενότητα. Ως βαλλόμενοι, αυτόματα “θυματοποιήθηκαν”, πήραν άτυπα συγχωροχάρτια για τα εγκλήματα τους. Ο Σαντάμ, o Μιλόσεβιτς, o Οσάμα, και τα καθεστώτα τα οποία “αντιπροσώπευαν” έμειναν σε μεγάλο βαθμό στο απυρόβλητο, ή δέχτηκαν ελαφριά μόνο κριτική – συνήθως τόση όση απαιτούνταν για να κρατηθούν τα προσχήματα.
Δόθηκε με τον τρόπο αυτό το κατάλληλο υπόβαθρο για την ενδυνάμωση του πατριωτισμού, μέσα από την απενοχοποίησή του. Θεωρήθηκε -όντας πρόχειρο κι έτοιμο- ως ένα αυταπόδεικτα εκ των ενδεδειγμένων, όχημα συσπέιρωσης του λαού, εκτιμώντας πως κάπου στη συνέχεια, αφού παρέα με τους καθόλου ή λίγο πατριώτες, τσακίσουμε τους πολύ πατριώτες θα βάλουμε στην ατζέντα και τα υπόλοιπα ζητήματα… Ακόμη και κομμάτια του αντιεξουσιαστικού χώρου, έδωσαν -και καλά έκαναν- το βάρος στη μαχητικότητα, αφήνοντας όμως παράλληλα λίγο πίσω την αντίθεση στον πατριωτισμό. Πέφτοντας ίσως στην παγίδα του ντετερμινισμού της σύγκρουσης :”μέσα απ τη σύγκρουση, δεν μπορεί, θα υπάρξει εκτροπή και ριζοσπαστικοποίηση”…
Δόθηκε με τον τρόπο αυτό το κατάλληλο υπόβαθρο για την ενδυνάμωση του πατριωτισμού, μέσα από την απενοχοποίησή του. Θεωρήθηκε -όντας πρόχειρο κι έτοιμο- ως ένα αυταπόδεικτα εκ των ενδεδειγμένων, όχημα συσπέιρωσης του λαού, εκτιμώντας πως κάπου στη συνέχεια, αφού παρέα με τους καθόλου ή λίγο πατριώτες, τσακίσουμε τους πολύ πατριώτες θα βάλουμε στην ατζέντα και τα υπόλοιπα ζητήματα… Ακόμη και κομμάτια του αντιεξουσιαστικού χώρου, έδωσαν -και καλά έκαναν- το βάρος στη μαχητικότητα, αφήνοντας όμως παράλληλα λίγο πίσω την αντίθεση στον πατριωτισμό. Πέφτοντας ίσως στην παγίδα του ντετερμινισμού της σύγκρουσης :”μέσα απ τη σύγκρουση, δεν μπορεί, θα υπάρξει εκτροπή και ριζοσπαστικοποίηση”…
Η.. κατακρεουργημένη λοιπόν ελλαδίτσα του ’40, παραμένει πτωχή και “αδικημένη” πλην τίμια και περήφανη. Η Αριστερά της στηρίζει το “μικρό κακό” ενάντια στο “μεγάλο”. Εστιάζει την προσοχή της στο να τραβήξει κόσμο χωρίς να προκαλέσει. Θίγεται από την αναπαραγωγή του πρότυπου του “τεμπέλη έλληνα” και κατά τα πρότυπα του “πολέμα τη φωτιά με φωτιά”, πολεμάει τον πατριωτισμό με πατριωτισμό.
Σε μεγάλο βαθμό επομένως, αντί να τραβήξει κόσμο τραβιέται από αυτόν, αντί να ριζοσπαστικοποιήσει συνειδήσεις συντηρητικοποιείται από τις μικροαστικές εξ’ αυτών. Κι έτσι μεγαλώνει και το “μικρό κακό“. Ο “δικαιολογημένος” καθόσον δημοκρατικός και προοδευτικός ελληνικός πατριωτισμός, μεγαλώνει και βγάζει δόντια, καθαρά και γυαλιστερά αλλά ύπουλα και κοφτερά.
Η αντιμνημονιακή πατριωτική συστράτευση
Η εποχή που ξεκινά με την εμφάνιση της κρίσης, περίπου το 2008 και συνεχίζεται μέχρι σήμερα, βρίσκει την ελληνική αριστερά στο δοκιμαστήριο. Τα trends της προηγούμενης δεκαετίας (βλέπε αντι-αμερικανισμός, αντι-παγκοσμιοποίηση) έχουν παλιώσει και έχουν γίνει cult φορεσιές για τους πλέον μονολιθικούς. Τώρα ο αντι-ιμπεριαλισμός πρέπει να ανανεωθεί, να γίνει αντι-γερμανικός, και να θέσει τον ελληνικό λαό εκ νέου στη θέση του θύματος.
Ο λόγος ενός κομματιού της αριστεράς έπιασε τους παλμούς των ελλήνων, και αντικατέστησαν τη λέξη καπιταλισμός με τη λέξη μνημόνιο, την πηγή όλων των δεινών. Έπαψε ρητά να πολεμά το σύστημα εκμετάλλευσης και πολεμά μόνο μια σκληρή εκδοχή του. Όμως αυτό, παρότι κρύβει μια αντίφαση, κατασκευάζει ένα εύηχο σχήμα που φάγαμε στη μάπα τα τελευταία χρόνια: Οι ξένες δυνάμεις (τρόικα, γερμανία κλπ) επιβάλλουν στον ελληνικό λαό συνθήκες κατοχής. Ακόμα και γι’ αυτούς που ταίριαξαν δίπλα-δίπλα τον καπιταλισμό και το μνημόνιο στις καταγγελίες τους, ο εχθρός προσωποποιήθηκε στην Μέρκελ, τους δαιμόνιους καιροσκόπους, εν ολίγοις όλους πλην των ελλήνων.
Το κακό δεν είναι μόνο πως αθωώνονται τα ελληνικά αφεντικά, ούτε το ότι πάλι η αριστερά λαϊκίζει. Η αντιμνημονιακή συστράτευση επιπλέον συντήρησε και όξυνε τις εθνικιστικές ορδές, γιατί αγκάλιασε πολλές συνομωσιολογικές θεωρίες που συνάντησε στις πλατείες (ας μην ξεχνάμε πως ο αντισημιτισμός είναι κλασσικό ένδυμα του ελληνισμού), και έδωσε στους μικρομεσαίους το αίσθημα της αθωότητας και της δίκαιης αγανάκτησης. Και όταν οι έλληνες μιλούν για ξένη κατοχή, το αντιμετωπίζουν με ξύλο στους ξένους.