Εβάλαμε πολλές περικοκλάδες στο ποίημα. Πολλά αχ και βαχ σε αμμουδιές και σε λιμάνια. Οι μεγαλειότατοι πολιτευτές οι δεκανείς, οι λοχίες, οι σκοπευτές, οι μούτες, μας κυνήγησαν αδυσώπητα. Διόρισαν αρμόδιους στις ειδήσεις για να σβήνουν λίγο λίγο τη μνήμη να σβήνουν την κάψα. Ιδρύσαν φοβερά ιδρύματα, σκόρπισαν υποτροφίες στα ταλέντα για να πάθουν πατατράκ. Με μπουλντόζες γκρέμισαν τη Μακρόνησο. Το γαλάζιο τάγμα. Την υδροφόρα απ’ το Λαύριο γεμάτη κατσαρίδες, τα περιστατικά ουτοπίας, τα σφυροδρέπανα και τα πυροφάνια, τους πρόσφυγες και τους άστεγους. Τα γίδια που έγλειφαν το αλάτι απ’ τα λιθάρια. Φέρανε μέντιουμ αστρολόγους χαρτορίχτρες κλαδάκια δάφνης για να κρεμάσουν τους ποιητές να υμνήσουν το Αιγαίο και τη θάλασσα να σβήσουν το φαγωμένο δέρμα απ’ τις ψείρες και να κουρέψουν με το ψαλίδι της λήθης τα μακριά τρελά μαλλιά του θανάτου