Ο ΒΟΛΕΜΕΝΟΣ. Ετυμολογικά, λέει ο Μπαμπινιώτης, βγαίνει από το ρήμα βολεύω, και φτάνει στον εύβολο, ο οποίος είναι ο «καλότυχος, τυχερός (στη ρίψη του ζαριού)». Ευ+βόλος. , Ενυπάρχει, δηλαδή, το στοιχείο της τύχης. Πχ, έχεις σύγγαμπρο στην πολεοδομία, που σε ενημερώνει εγκαίρως για κάτι καινούργια χωράφια που θα «κοπούν», βρίσκεις κολλητό στη τράπεζα που σου εγκρίνει επισφαλές δάνειο, αγοράζεις το φιλέτο 10, το πουλάς 1000, και είσαι πια «βολεμένος»
Ο ΟΡΙΣΜΟΣ, τώρα, γίνεται πιο συγκεκριμένος: «Αυτός που έχει εξυπηρετηθεί με πλάγια μέσα». Και ήδη καλύπτει ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού. Κατ’ επέκταση, και πάντα κατά τον Μπαμπινιώτη, βολεμένος είναι και «αυτός που έχει επαναπαυθεί σε μία κατάσταση, που ζει άνετα και με ασφάλεια». Αυτός, μπορεί να συγγενεύει με τον πρώτο, να είναι προέκτασή του, η να είναι απλώς «τακτοποιημένος και ευτυχής» χωρις να έχει αναγκαστικά επωφεληθεί από πλάγιους τρόπους.
ΦΥΣΙΟΓΝΩΜΙΚΑ, τώρα, (και εδώ ο Μπαμπινιώτης δεν μπορεί να βοηθήσει – λεξικολόγος είναι ο άνθρωπος!), ο βολεμένος είναι από τις πιο απεχθείς φάτσες που μπορείς να συναντήσεις. Εκείνο που τον ξεχωρίζει από τους άλλους, είναι ότι είναι απελπιστικά συνηθισμένος! «Άχρωμο και άοσμο» θα τον έλεγαν εάν ήταν χημική ουσία. Το συνηθισμένο παρουσιαστικό του το απέκτησε από την φυσική του τάση να θέλει, και να καταφέρνει, να περνάει απαρατήρητος. Κάπως έτσι, καταντάει και ο σκύλος να μοιάζει με το αφεντικό του…
ΠΩΣ μου’ρθε αυτό τώρα, με τους βολεμένους; Δεν ξέρω, και ειλικρινά δεν έχω κάποιον υπ’ όψιν μου συγκεκριμένα. Όμως …να: τυχαίνει τον τελευταίο καιρό να προσέχω δίπλα και γύρω μου όλο και πιο πολλές «συνηθισμένες φατσούλες», που τώρα όμως, ξεχωρίζουν σαν την μύγα μες το γάλα. Και τους είναι πιο δύσκολο να συνεχίζουν να κάνουν τις μουλωχτές πάπιες…