Ανθρωπινο, πολύ ανθρώπινο; – Ζιλ Ντωβέ
Μια απάντηση στο κείμενο Κανονιστική Ιστορία και η Κομμουνιστική Ουσία του Προλεταριάτου. Αρχικά δημοσιεύτηκε ως παράρτημα στη γαλλόφωνη έκδοση τουΌταν Πεθαίνουν οι Εξεγέρσεις.
*
Εναπόκειται στους αναγνώστες να κρίνουν αν, όπως πιστεύει η Théorie Communiste, το Όταν Πεθαίνουν οι Εξεγέρσεις εξηγεί ό,τι συνέβη μέσω αυτού που δε συνέβη. Πιστεύουμε ότι σε εκείνο το άρθρο παρουσιάζουμε αρχικά αυτά που οι προλετάριοι έπραξαν, και έπειτα ό,τι δεν ήταν σε θέση ή δεν ήθελαν να πράξουν. “Όμως, μόνο αρνητικά διδάγματα μπορούν να αντληθούν από τα γεγονότα [δλδ. τους αγώνες του γερμανικού προλεταριάτου από το 1919 μέχρι το 1923]… Αυτό που μάθαμε ήταν το πώς δεν πρέπει να δράσουμε”[1]. Το πηγαινέλα στο χθες και το σήμερα έχει τους κινδύνους του, όμως είναι πιο διαφωτιστικό από μια εξήγηση σύμφωνα με την οποία κάθε κοινωνικό κίνημα αναπόφευκτα καταλήγει εκεί που το ωθεί η εποχή του.
“…η ανθρωπότητα αναθέτει στον εαυτό της μόνο καθήκοντα τα οποία μπορεί να εκπληρώσει, γιατί, αν παρατηρήσουμε προσεκτικότερα, θα διαπιστώσουμε ότι και το ίδιο το καθήκον ξεπηδά πάντα μόνο όπου έχουν διαμορφωθεί κι όλας οι υλικοί όροι για την εκπλήρωσή του ή, τουλάχιστον, βρίσκονται στη διαδικασία της διαμόρφωσής τους.”[2]
Έστω. Μένει σε εμάς να προσδιορίσουμε αυτούς τους όρους, και το σκοπό στον οποίον αντιστοιχούν. Αλλιώτικα περιοριζόμαστε στο να δείχνουμε πώς συνέβη αυτό που έμελλε να συμβεί. Η ανασυγκρότηση των δυο τελευταίων αιώνων ταξικών αγώνων στη βάση της γνώσης που έχουμε τώρα για αυτούς δεν είναι ένα εγχείρημα χωρίς ενδιαφέρον. Όμως ποιο προνόμιο επιτρέπει τον παρατηρητή του έτους 2000 να γνωρίζει πως η δική του σκοπιά είναι τελικά η σωστή; Τίποτα δε μπορεί να μας εγγυηθεί ότι το έτος 2050, με 50 χρόνια καπιταλισμού παραπάνω, μια ακόμα ευρύτερη ανασκόπηση δε θα διαπιστώσει τους τρόπους με τους οποίους, για x+y λόγους, οι προλετάριοι του έτους 2000 (των Théorie Communiste και Ντωβέ συμπεριλαμβανομένων) παρέμειναν ιστορικά περιορισμένοι από τα όρια του καιρού τους. Μια τέτοια ανάλυση θα μπορούσε να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η ώρα του κομμουνισμού δεν είχε έρθει το 2000 περισσότερο από ότι το 1970 ή το 1919, όμως τώρα, [το 2050], εγκαινιάζεται μια νέα περίοδος, που θα επιτρέψει τη σύλληψη του παρελθόντος από τη νέα, την ορθή σκοπιά. Τίποτα δεν το εγγυάται, πλην της βεβαιότητας ότι μια ολότελα διαφορετική ιστορική εποχή ξεκίνησε γύρω στα τέλη του 20ου αιώνα. Το δίχως άλλο, η πεποίθηση της Théorie Communiste υποστηρίζεται από μια στέρεα επιχειρηματολογία. Παρόλα ταύτα, δεν αποτελεί καρικατούρα [κριτικής] να πούμε ότι μοιάζει με μια νέα εκδοχή της ‘τελικής κρίσης’. Σε αυτή την εκδοχή, έχουμε να κάνουμε με μια φάση κατά την οποία προλεταριάτο και κεφάλαιο υποτίθεται στέκονται ενώπιος ενωπίω, κάτι που επιτρέπει στο προλεταριάτο να θέσει υπό αμφισβήτηση την ίδια του την ύπαρξη ως τάξη, και άρα να θέσει ξεκάθαρα το ζήτημα του κομμουνισμού.
Αυτό που απορρίπτουμε σε αυτή την προσέγγιση, περισσότερο κι από την ίδια τη θεωρητική θέση, είναι αυτός ο τρόπος να τοποθετεί κανείς τον εαυτό του σε σχέση με τον κόσμο, αυτός ο ουλτιματισμός.[3]
Ο καπιταλισμός θα πάψει να μπορεί να αναπαραχθεί μόνο όταν οι προλετάριοι πάψουν να τον παράγουν. Δεν υπάρχουν αντικειμενικά όρια στα κοινωνικά συστήματα. Οι προλετάριοι αναθέτουν στον εαυτό τους μόνο τα καθήκοντα που μπορούν και θέλουν να επιτελέσουν.
Η TC αποφεύγει τον υποθετικό λόγο και την υποτακτική έγκλιση. Όμως, όπως ένα από τα γνωρίσματα της γλώσσας είναι η προβολή στο μέλλον, έτσι και ο άνθρωπος χαρακτηρίζεται από την ικανότητά του να μπορεί σκέφτεται αυτό που μπορεί να γίνει, να επανερμηνεύει το παρελθόν στη βάση των συλλογικώνεπιλογών των κοινωνικών ομάδων, και άρα να αναστοχάζεται πάνω σε αυτό που θα μπορούσε να είχε γίνει. Η ιστορία είναι συνύπαρξη δυνατοτήτων και βουλήσεων. Η ελευθερία δε συνίσταται στο να κάνει κανείς αυτό που θέλει, ό,τι κι αν είναι αυτό, αλλά να θέλει αυτό που μπορεί να κάνει. Κάτι που είναι ένας άλλος τρόπος για να πει κανείς ότι “οι άνθρωποι δημιουργούν την ίδια τους την ιστορία, τη δημιουργούν όμως όχι όπως τους αρέσει, όχι μέσα σε συνθήκες που οι ίδιοι διαλέγουν, μα μέσα σε συνθήκες που υπάρχουν άμεσα, που είναι δοσμένες και που κληροδοτήθηκαν από το παρελθόν”[4]. Συνθήκες που δεν επινόησαν οι ίδιοι, αλλά που είναι μέσα στις δυνάμεις τους να τροποποιήσουν.
‘Βούληση’, ‘ελευθερία’, ‘Άνθρωπος’: όλες αυτές οι λέξεις διαταράσσουν τη θεωρητική αυστηρότητα της TC. Δυστυχώς, όταν απορρίπτουμε κάθε έννοια που υπάρχει έξω από τον καπιταλισμό είναι σαν να καταδικάζουμε τους εαυτούς μας στο να μη σκεφτόμαστε τίποτα πλην του καπιταλισμού. Η μοίρα του καπιταλισμού δεν μπορεί να γίνει αντικείμενο σκέψης μονάχα στη βάση του καπιταλισμού. Η απόρριψη κάθε έννοιας που αναφέρεται σε κάτι έξω από τη δομή κεφαλαίου/μισθωτής εργασίας συνεπάγεται την ανοικοδόμηση ενός μοντέλου που είναι μη-διαψεύσιμο ακριβώς επειδή αναφέρεται μόνο στον εαυτό του. Σε τι θα χρησίμευε ένας προλεταριακός στρουκτουραλισμός;
Δεν υποθέτουμε αξιωματικά την ύπαρξη μιας απερίσταλτης, ανιστορικής ανθρώπινης ουσίας που στο τέλος θα φτάσει να διαρρήξει τα καπιταλιστικά δεσμά.
“Κάτω από την εργασία, η δραστηριότητα”, γράφαμε στην αρχή ενός άρθρου τουLa Banquise.[5] Ιδεαλισμός; Όλα εξαρτώνται από αυτό το κάτω από. Θα ήταν λάθος να συλλάβουμε τον καπιταλισμό σαν μια φυλακή από την οποία, μια μεγαλειώδη αυγή, θα δραπετεύσει μια δυνητικότητα που σήμερα υπάρχει εκεί έγκλειστη. Κάτι τέτοιο θα προϋπέθετε μιαν ήδη υπάρχουσα θετικότητα, που βρίσκεται υπό περιορισμό από το κεφάλαιο και περιμένει να ελευθερωθεί.
Αυτό που υπάρχει, απεναντίας, ούτε πρωτύτερα ούτε εξωτερικά στο κεφάλαιο, μα συνυπόστατα με αυτό, ως απαραίτητος όρος για τη λειτουργία του, είναι η καθολικότητα της ζωντανής εργασίας, από την οποία τρέφεται καθημερινά το κεφάλαιο.
Όχι με την έννοια ότι εκλαμβάνουμε την εργασία ως ένα από τα ουσιώδη γνωρίσματα του ανθρώπου οριζόμενου ως homo faber.
Πιο απλά, οι προλετάριοι δεν είναι ζώα. Ο άνθρωπος δε δουλεύει όπως ένα ζώο. Και η πιο χειρωνακτική θέση απαιτεί κάτι παραπάνω από απλή δαπάνη μυϊκής δύναμης: μια λαβή, μια αναμονή χειρονομίας, μια τεχνογνωσία που δεν εξαλείφεται από τον ταηλορισμό. Πρόκειται για επίκτητες ικανότητες που οι εργάτες είναι σε θέση να μεταδώσουν σε άλλους. Αυτή η δυνατότητα συμπεριλαμβάνει τη δυνατότητα αναπαράστασης αυτού που οι άλλοι εργάτες κάνουν και είναι, ακόμη κι αν ζουν 10,000 χλμ. μακριά. Ένα άλογο μπορεί να αρνηθεί να κάνει την εργασία που απαιτούν από αυτό, μπορεί να σκοτώσει τον αφέντη του, να δραπετεύσει και να ζήσει ελεύθερο μέχρι το τέλος της ζωής του, όμως δε μπορεί να ξεκινήσει μια νέα μορφή ζωής, η οποία να αναδιοργανώνει και τη ζωή του πρώην του αφέντη. Το κεφάλαιο είναι κεφάλαιο μόνο επειδή εκμεταλλεύεται όχι απλά το προϊόν της εργασίας, αλλά και το ίδιο το ανθρώπινο: τη δυνατότητα για εργασία, μια ενέργεια που είναι πάντα συλλογική, που το κεφάλαιο διαχειρίζεται χωρίς ποτέ να μπορεί να κυριαρχήσει απόλυτα, και από την οποία εξαρτάται· αυτή η δυνατότητα για εργασία, αυτή η ενέργεια μπορεί να φέρει το κεφάλαιο σε κατάσταση κρίσης – ή ακόμη και να επαναστατήσει εναντίον του.
Η προλεταριοποίηση δεν είναι η απώλεια ενός κάποιου προϋπάρχοντος πράγματος, αλλά η εκμετάλλευση μιας ανθρώπινης ικανότητας. Η αλλοτρίωσηείναι διιστορική μόνο στο βαθμό που το κεφάλαιο ανακεφαλαιώνει ένα παρελθόν που χάνεται στις χιλιετίες. Κάτι γίνεται άλλο: πρόκειται ασφαλώς για ένα από τα γνωρίσματα της μισθωτής εργασίας. Έχουμε να κάνουμε με μια απαλλοτρίωση, όχι μιας κάποιας αόριστης ανθρωπινότητας, αλλά του χρόνου που χάθηκε, της ενέργειας που χρησιμοποιήθηκε, των πράξεων που επιβληθήκαν από το κεφάλαιο και άρα αξιοποιήθηκαν. Αυτό που χάνει ο προλετάριος μέρα με τη μέρα δεν ένα κομμάτι μιας αιώνιας φύσης, αλλά η δύναμη της ζωής, μια κοινωνική ικανότητα που το ζώο δεν κατέχει, και άρα αποτελεί μια πραγματικότητα εσωτερική της μισθωτής σχέσης. Δεν τίθεται ζήτημα εισαγωγής μιας ανθρώπινης διάστασης στην ανάλυση, αλλά στο να δούμε ότι αυτή βρίσκεται ήδη εκεί.
Μια θεμελιώδης συμβολή της γερμανο-ολλανδικής αριστεράς και των επιγόνων της ήταν να τονίσει αυτό το γεγονός:
“Ο εργάτης, ακόμα κι από την οικονομική σκοπιά, είναι κάτι παραπάνω από μια μηχανή, επειδή παράγει για τον καπιταλιστή περισσότερο από το κόστος του, και πάνω από όλα επειδή κατά την εργασία του εκδηλώνει τη δημιουργικότητά του, την ικανότητα να παράγει περισσότερα και καλύτερα από κάθε άλλη παραγωγική τάξη των προηγούμενων περιόδων. Όταν ο καπιταλιστής μεταχειρίζεται το προλεταριάτο λες και είναι ζώο, μαθαίνει γρήγορα από την εμπειρία του ότι τα ζώα δε γίνεται να επιτελέσουν ό,τι επιτελεί ο εργάτης, επειδή η παραγωγικότητα των υπερεκμεταλλευόμενων εργατών μειώνεται ραγδαία. Εδώ βρίσκεται η ρίζα των αντιφάσεων του σύγχρονου συστήματος εκμετάλλευσης και ο ιστορικός λόγος για την αποτυχία του, την αδυναμία του να σταθεροποιηθεί.”[6]
Το περιοδικό Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα, όπως η συμβουλιακή ιδεολογία [councilism], περιστέλλει το γενικό χαρακτήρα που αποτελεί το θεμέλιο της μισθωτής εργασίας στη διάσταση της διαχείρισής της. Αυτό όμως δε μπορεί να μας κάνει να αγνοήσουμε ό,τι αυτά τα ρεύματα, που αντανακλούν τους αγώνες για αυτο-δραστηριότητα και αυτονομία ενάντια σε αφεντικά, γραφειοκρατία και κράτος, έφεραν στο φως: o καπιταλισμός τοποθετεί το προλεταριάτο σε μια κατάσταση καθολικότητας.
Το σημαντικό δεν είναι ότι οι προλετάριοι παράγουν τα πλούτη (που κατά κύριο λόγο μας κάνουν φτωχότερους), αλλά ότι αποτελούν οι ίδιοι μια όλο και πιο ευρεία αλλά ποτέ ολική εμπορευματοποίηση της δραστηριότητας και της ζωής. Αφού ο προλετάριος είναι το εμπόρευμα που παράγει όλα τα άλλα, τα περιέχει, και κρατά το κλειδί για την εκμετάλλευσή του. Όταν αρνείται τον εαυτό του ως εμπορευματοποιημένο ον, μπορεί να επαναστατικοποιήσει τον κόσμο του εμπορεύματος. Καμία εκμεταλλευόμενη τάξη του παρελθόντος δεν βίωνε μια παρόμοια δυνατότητα.
Στην πραγματικότητα, ακόμη κι όταν πέθαιναν από υπερεργασία, ο σκλάβος, ο δουλοπάροικος, ο αγρότης υπό το ζυγό της αγγαρείας και του φόρου, ο τεχνίτης και ο εργάτης πριν τη βιομηχανική επανάσταση, βρίσκονταν υπό εκμετάλλευση μόνο σε ένα κομμάτι της ύπαρξής τους, ένα μεγάλο τμήμα της οποίας ήταν εκτός του ελέγχου της κυρίαρχης τάξης. Το περιβόλι του δουλοπάροικου δεν ενδιέφερε τον αφέντη του. Οι σύγχρονοι προλετάριοι παράγουν την ολότητα της υλικής ζωής, τη χάνουν, και την παίρνουν πίσω με τη μορφή του εμπορεύματος και του θεάματος, μια διαδικασία που παίρνει τη μορφή της παγκόσμιας κυκλοφορίας αγαθών και εργασίας. Αυτός είναι ο λόγος που ο καπιταλισμός είχε χαρακτηριστεί πριν από 150 χρόνια ως η πραγμάτωση, αν όχι η ολοκλήρωση, μιας διπλής τάσης προς την καθολίκευση της ανθρωπότητας και της αλλοτρίωσής της.
Ανάμεσα στο 1830 και το 1848, μια μειοψηφία αντιλήφθηκε ότι η κοινωνία βρισκόταν μπροστά σε ένα οριακό σημείο: οι προλετάριοι δε μπορούν παρά να επανοικειοποιηθούν την ολότητα των όρων ζωής, “όχι μόνο για να πετύχουν την αυτόνομη δραστηριότητα, αλλά επίσης για να εξασφαλίσουν απλώς την ίδια τους την ύπαρξη”.[7] Η επανάσταση που προαναγγέλλεται, θα χρησιμοποιήσει τις παραγωγικές δυνάμεις, αλλά δε θα είναι επανάσταση των παραγωγών. Η τεχνολογία έχει νόημα μόνο σαν ένα δημιουργικό ξεδίπλωμα των ατόμων, με το ξεπέρασμα των επαγγελματικών ικανοτήτων: “τώρα η απομόνωση των ατόμων και το ιδιαίτερο ιδιωτικό κέρδος κάθε ανθρώπου είναι αυτά που έχουν γίνει τυχαία”.[8]
“Σε αντίθεση με τους απελεύθερους δουλοπάροικους που δεν είχαν παρά να αναπτύξουν ελεύθερα και να επιβάλλουν τις ήδη υπαρκτές συνθήκες ύπαρξής τους, και άρα σε τελική ανάλυση δε μπορούσαν να φτάσουν πιο πέρα από την ελεύθερη εργασία, πρέπει οι προλετάριοι, για να επιβληθούν προσωπικά, να καταργήσουν την ίδια τη συνθήκη ύπαρξής τους, που είναι ταυτόχρονα και συνθήκη ύπαρξης της μέχρι τώρα κοινωνίας: πρέπει να καταργήσουν την εργασία. Έρχονται έτσι σε άμεση αντίθεση με τη μορφή μέσω της οποίας δίνουν τα άτομα μια συνολική έκφραση στην κοινωνία, δηλ. το κράτος, και για να επιβάλλουν την προσωπικότητά τους, θα πρέπει να ανατρέψουν το κράτος.”[9]
Πέρα από την προφανή αντίφαση που έχει να κάνει με το ότι η αυξανόμενη παραγωγή του πλούτου εξαθλιώνει τους παραγωγούς του, οι πιο ριζοσπάστες αντιλήφθηκαν την ύπαρξη ενός ιστορικού ανοίγματος, μέσω της αντίφασης τηςεργασίας, “που είναι τώρα η μόνη δυνατή αλλά, όπως βλέπουμε, αρνητική μορφή αυτόνομης δραστηριότητας.”[10]
Μια νέα φιγούρα θα μπορούσε να αναδυθεί μέσα από τη σύγκρουση ανάμεσα στους τεχνίτες, πέρα από τον δημιουργό-καλλιτέχνη και τον προλετάριο-δούλο της μηχανής. Χάρη στην εμπορευματοποιημένη εργασία, που ήταν ανεξάρτητη και αδιάφορη προς το περιεχόμενό της αλλά συλλογική, κατέστη εφικτή η σκέψη της συνεργασίας, και η υπέρβαση της μορφής-μισθός (που ήταν υπερβολικά πρόσφατη για να εμφανίζεται ως ‘φυσική’).
Το ‘Προλεταριάτο’ συνεπώς έγινε κατανοητό ως αυτό που θα συγκροτήσει μιαν άλλη κοινωνία. Ήδη συγκροτεί ένα είδος κοινωνίας, καθώς οι τάξεις διαλύονται μέσα του. Απορροφά τεχνίτες και αγρότες, έλκει ένα ποσοστό ‘διανοούμενων’ αλλά χωρίς να σχηματίζει ένα μπλοκ ή μια οντότητα. Εκφράζει μια κοινωνική αποσύνθεση (ή και μια ανασύνθεση όπως ελπίζουν οι επαναστάτες). Οι προλετάριοι βιώνουν ανεργία, φτώχια, ξεριζωμό, τη διάλυση της οικογένειας, των εθίμων, των ταυτοτήτων, των αξιών, και ταυτόχρονα δρουν συλλογικά (όπως βλέπουμε στις εξεγέρσεις, τον χαρτισμό, τα σωματεία, την Union Ouvrièreτης Τριστάν, αλλά και τον Λουδισμό, στον οποία τα κατοπινά σωματεία προσέδωσαν τη ψευδή εικόνα μιας άγριας δύναμης, αυθόρμητης μα περιορισμένης). Το προ του 1848 προλεταριάτο αποτελεί ένα σύνολο αρκετά διαχωρισμένο για να μπορεί να ασκεί αυτοκριτική, αλλά και με αρκετά χαρακτηριστικά κοινότητας για να επιθυμεί την πάλη, και από τη διάλυση των φραγμών ανάμεσα σε εργάτη/μη-εργάτη, τεχνίτη/μεροκαματιάρη, χειρώνακτα/διανοούμενο… να μπορεί να πάρει τα χαρακτηριστικά μιας ελεύθερης ένωσης. Το κατοπινό οργανωμένο εργατικό κίνημα οικειοποιήθηκε αλλά και αρνήθηκε αυτή την κληρονομιά, και ο κομμουνιστικός ορίζοντας για πάνω από έναν αιώνα μεταβλήθηκε σε κοινωνιολογικό ζήτημα.
Υπό το βάρος της εποχής, ο ίδιος ο Μαρξ, παρότι στόχευε σε “μια περιγραφή των χαρακτηριστικών της κομμουνιστικής κοινωνίας”[11], την σκεφτόταν όλο και περισσότερο στη βάση του καπιταλισμού, και αν και αποσκοπούσε στην κριτική της πολιτικής οικονομίας φυλακίστηκε μέσα της. Τι το ενδιαφέρον έχει μια επιστημονική ‘απόδειξη’ της εκμετάλλευσης, αντί της παρουσίασης του πώς η εκμετάλλευση εκμεταλλεύεται αυτό που μπορεί να παράξει τον κομουνισμό;
Το ζήτημα δεν είναι να προκρίνουμε τον ‘νεαρό’ Μαρξ έναντι του ‘ώριμου’, αλλά να κατανοήσουμε ότι ο ‘νεαρός’ περιέχει τον ‘ώριμο’ περισσότερο από ότι ο ‘ώριμος το ‘νεαρό’. Έτσι, αυτή η θεωρητική οπισθοχώρηση αντηχεί μια διαδικασία ιστορικής σταθεροποίησης. Η προοπτική φαίνεται φτωχή στην Αʹ Διεθνή ή την Κομμούνα σε σύγκριση με εκείνη των μέσων του αιώνα, που ο συγγραφέας των Χειρογράφων του 1844 συνέθεσε με τον καλύτερο τρόπο, όμως εκφράστηκε και από άλλους.[12]
Το 1848 δε συνέβη η επανάσταση, και θα ήταν μάταιο να περιμένουμε ότι η είσοδος των Η/Υ θα καταστήσει επιτέλους ‘ιστορικά αναγκαίο’ εν έτει 2000 αυτό που υποτίθεται θα είχε καταφέρει η μεγάλης κλίμακας μηχανοποιημένη βιομηχανία το 1914 ή η προϊούσα αυτοματοποίηση μετά το 1960.
Η αλήθεια είναι ότι κάθε βαθιά αναδιοργάνωση του παραγωγικού συστήματος φτωχαίνει υλικά τους εργάτες, αλλά επίσης τους απαλλοτριώνει από μια σχετική κυριαρχία πάνω στην εργασία τους, και εξαπολύει αντίσταση και εξεγέρσεις, συχνά συντηρητικές, αλλά κάποτε και επαναστατικές. Η αμφισβήτηση από τον καπιταλισμό των μορφών της μισθωτής εργασίας ανοίγει ένα μονοπάτι ρήξης με τη μισθωτή συνθήκη. Κάθε φορά που συμβαίνει αυτό, τίποτα δεν εγγυάται ότι ένα κομμουνιστικό κίνημα θα μπορέσει ή θα θελήσει να επωφεληθεί της κατάστασης, όμως η δυνατότητα υπάρχει εκεί, κάτι που κάνει το προλεταριάτο να είναι η “τάξη της ανατροπής”.[13]
Μια υπόθεση: Ζούμε σε μια νέα εποχή, κατά την οποία ο καπιταλισμός είναι ικανός να δημιουργεί πόλους κέρδους, να καινοτομεί τεχνικά και να πολλαπλασιάζει τα καταναλωτικά αγαθά, να δημιουργεί απασχόληση ή/και εισόδημα, να ειρηνεύει ταραχές, χωρίς όμως να μπορεί να ενοποιήσει τη παγκόσμια κοινωνία της γενικευμένης εργασίας. Ταυτόχρονα, αυτή η τελευταία καθίσταται χωρίς ουσία. Από τα δυσώδη κατώγια της Λιλ ή του Μάντσεστερ του 1840 μέχρι τα καθιστικά των εργατικών κατοικιών όπου η TV και το VCR βρίσκονται σε περίοπτη θέση, το ζήτημα παραμένει το ίδιο: πώς να εργαστούν οι μισθωτοί όταν αυτό είναι κερδοφόρο, και τι να τους κάνουμε όταν δεν είναι; Στο ένα άκρο, η Κίνα με τα 100 εκατομμύρια ξεριζωμένους από την επαρχία που η καπιταλιστική πόλη αδυνατεί να ενσωματώσει. Στο άλλο άκρο της αλυσίδας, το Seine-Saint-Denis, ένα παρισινό προάστιο: σχολείο μέχρι τα 22, προγράμματα εκπαίδευσης, ασήμαντες, επισφαλείς θέσεις εργασίας· επιδόματα. Ανάμεσα στα δύο άκρα, οι ΗΠΑ. Για τον Εμανουέλ Τοντ (L’ Illusion Economique), “η μεγαλύτερη επιτυχία του αμερικανικού συστήματος παραγωγής είναι αντιοικονομική”. Το ζήτημα δεν είναι αν υπάρχει ή όχι έξοδος από αυτή την κατάσταση για το κεφάλαιο, αλλά αν αυτή ξανανοίγει ένα δρόμο για το προλεταριάτο, ως μια τάξη όχι εργατών, αλλά της κριτικής της εργασίας.
Το όριο του κεφαλαίο είναι ότι δε μπορεί να υπάρξει χωρίς την εργασία, την οποία πράγματι γενικεύει. Οδηγεί εκατομμύρια ατόμων να μπουν στη μισθωτή εργασία, και ταυτόχρονα αφήνει στην εργασία ένα ασήμαντο ρόλο. Για να διορθωθεί αυτό, στοχαστές όπως ο Andre Gorz πρότειναν την αποσύνδεση του χρήματος από την εργασία, έτσι ώστε όλοι να έχουν ένα μερίδιο στην κατανάλωση, είτε συμμετέχουν στην παραγωγή είτε όχι. Μια τέτοια κοινωνία είναι αδύνατη: ακόμα και δέκα φορές πιο αυτοματοποιημένος, ο κόσμος μας συνεχίζει να εξαρτάται από την εργασία. Οι προλετάριοι παραμένουν το αναγκαίο κακό του καπιταλισμού.
Μια ερώτηση: είναι εφικτή η μετάβαση από μια φάση όπου το κεφάλαιο απορρίπτει πολλούς προλετάριους (και ιδιαίτερα τους νέους), στην απόρριψη αυτού του κόσμου και της εργασίας του από τους προλετάριους (και ιδιαίτερα από τους νέους); Ό,τι είναι να γίνει θα γίνει από αυτές τις “μάζες που δημιουργούνται από τη δραστική διάλυση της κοινωνίας, ειδικότερα από τη μεσαία τάξη, και σχηματίζουν το προλεταριάτο…”.
“Αναγγέλλοντας τη διάλυση της προγενέστερης τάξης του κόσμου, το προλεταριάτο δεν κάνει τίποτε άλλο παρά να εκφράζει το μυστικό της ίδιας του της ύπαρξης, γιατί είναι η ντε φάκτο διάλυση της τάξης αυτής. Ζητώντας την άρνηση της ατομικής ιδιοκτησίας, το προλεταριάτο ανυψώνει σε αρχή της κοινωνίας εκείνο που η κοινωνία έθεσε σαν αρχή γι’ αυτό, αυτό που προσωποποιεί, χωρίς να έχει αυτό το ίδιο συμμετάσχει σε τούτο καθόλου, μια και είναι το αρνητικό αποτέλεσμα της.”[14]
Στη βάση αυτού που είχε μπροστά του –δηλαδή την προϊούσα εκβιομηχάνιση–, ο Μαρξ συνέλαβε θεωρητικά μια περίοδο (μελλοντική) διαταραχής των τάξεων, που θα ήταν το αποτέλεσμα μιας βαθιάς κοινωνικής κρίσης και ταυτόχρονα της συνειδητής δράσης των προλετάριων. Για τον Μαρξ, το προλεταριάτο του 1844, αλλά και εκείνο εκατό ή διακοσίων ετών αργότερα, είναι το σύνολο των κατηγοριών που μοιράζονται το ότι ζουν μονάχα από την πώληση της εργατικής τους δύναμης, είτε εργάζονται είτε όχι· μερικώς απασχολούμενοι, επισφαλείς, προστατευόμενοι από τη νομοθεσία (αν όχι, από έναν αδελφό, ή μια κόρη…), αλλά πάντως ευάλωτοι στην έκπτωση σε μια ευπαθή κατηγορία. Το προλεταριάτο υπάρχει ως η διάλυση των τάξεων με την έννοια ότι αποτελεί και προκαλεί αυτή τη διάλυση. Είναι ταυτόχρονα το προϊόν και η διαδικασία της διάλυσης αυτής, μέσω μιας επανάστασης “κατά την οποία, μετέπειτα, το προλεταριάτο απαλλάσσεται από καθετί που του έχει ακόμα μείνει από την προηγούμενη θέση του στην κοινωνία”[15]. Δεν τίθεται ζήτημα σχηματισμού ενός μπλοκ εν είδει στρατού, αλλά ενεργοποίησης της άρνησης που ήδη είναι [το προλεταριάτο], πηγαίνοντας πέρα τόσο από τον ατομικισμό όσο και τη μαζικοποίηση.
“…σε αντίθεση προς αυτές τις παραγωγικές δυνάμεις έχουμε την πλειοψηφία των ατόμων, που τους απόσπασαν αυτές τις δυνάμεις, και απογυμνωμένα από κάθε πραγματικό περιεχόμενο ζωής, έγιναν αφηρημένα άτομα, αλλά που όμως μονάχα χάρη σ’ αυτό το γεγονός βρίσκονται σε θέση να έρθουν σε σχέσεις ανάμεσά τους σαν άτομα.”[16]“…η κοινοτική σχέση που αποκτούσαν τα άτομα μιας τάξης, και που καθορίζονταν από τα κοινά τους συμφέροντα εναντίον μιας τρίτης τάξης, ήταν πάντοτε μια κοινότητα που ανήκαν σ’ αυτή τα άτομα μονάχα σαν μέσα άτομα, μονάχα στο βαθμό που ζούσαν μέσα στους όρους ύπαρξης της τάξης τους – μια σχέση που συμμετείχαν όχι σαν άτομα, αλλά σα μέλη μιας τάξης. Στην κοινότητα των επαναστατών προλετάριων, από την άλλη μεριά, που παίρνουν τους όρους ύπαρξής τους και τους όρους ύπαρξης όλων των μελών της κοινωνίας κάτω από τον έλεγχό τους, συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Τα άτομα μετέχουν σ’ αυτή σαν άτομα. Αυτή ακριβώς η συνένωση ατόμων (παίρνοντας σα δεδομένο, φυσικά, το προωθημένο πια στάδιο των παραγωγικών δυνάμεων ) είναι που βάζει τους όρους της ελεύθερης ανάπτυξης και κίνησης των ατόμων κάτω από τον έλεγχό της – όρους που προηγούμενα ήταν εγκαταλειμμένοι στην τύχη κι είχαν αποκτήσει μιαν αυτόνομη ύπαρξη απέναντι στα ξεχωριστά άτομα, εξαιτίας ακριβώς του χωρισμού τους σαν ατόμων, εξαιτίας της αναγκαίας συνένωσής τους που είχε προσδιοριστεί από τον καταμερισμό της εργασίας, και που εξαιτίας του χωρισμού τους σαν άτομα είχε γίνει ένας δεσμός ξένος προς αυτά.”[17]
Σύμφωνα με την TC, “ο προλετάριος του νεαρού Μαρξ είναι το άτομο από το οποίο όλες οι προηγούμενοι κοινωνικοί καθορισμοί έχουν γίνει ενδεχομενικοί, και αυτή η κατάσταση είναι που τίθεται ως επαναστατική”[18]. Όμως, ο προλετάριος που επικαλείται ο Μαρξ είναι κάτι παραπάνω από άτομο, καθώς μοιράζεται (στο κεφάλι του αλλά και στις πράξεις του) τη μοίρα του με εκατομμύρια άλλους. Αν είναι άτομο, είναι ένα άτομο που καταδυναστεύεται από έναν ιστορικό περιορισμό, βρίσκεται ξανά και ξανά ‘αποκλεισμένο’ από την παραγωγή και έπειτα μπαίνει με τη βία σ’ αυτήν, και ταυτόχρονα, επειδή η συνθήκη του δεν το εγκλωβίζει σε ένα εργοστάσιο, ένα επάγγελμα ή έναν τόπο, μπορεί να κάνει ό,τι ο μεταλλεργάτης της CGT δε μπορούσε: να περνά από τη μια κατηγορία στην άλλη, να μη σκέφτεται τον εαυτό το μονόπλευρα ως ‘εργάτη’ ή ‘άνεργο’, να μπορεί να εκδηλώνει μια ρευστότητα, μια ελευθερία…
Οι προλετάριοι μπορούν να παλέψουν ενάντια στην εκμετάλλευση, είτε για να επιβάλλουν απλώς κάποια όρια σε αυτήν, είτε για να βάλουν ένα τέλος σε αυτήν παράγοντας κομμουνιστικές κοινωνικές σχέσεις. Όμως, πώς λειτουργεί ο δεσμός ανάμεσα σε αυτές τις δυο προοπτικές; Όσο αποφασισμένο, όσο αυτόνομο κι αν είναι ένα κίνημα, δε θα μπορέσει να απειλήσει αυτή την κοινωνία παρά μόνο αν εκφράζει ένα πρακτικό αίτημα για μιαν άλλη ζωή, με μια λέξη μονάχα αν οι πράξεις του εμπεριέχουν ή αποκτούν μια διάσταση καθολική. Η κομμουνιστική επανάσταση είναι ακριβώς η στιγμή ενοποίησης του αγώνα ενάντια στην εκμετάλλευση και του αγώνα ενάντια στην αλλοτρίωση. Καμία ιστορική διαλεκτική δε μπορεί να μας προσφέρει εκ των προτέρων το κλειδί για αυτή την ενοποίηση.
___________
[1] Paul Mattick, ‘Otto Rühle and the German Labour Movement’, 1935, in Anti-Bolshevik Communism (Merlin Press, 1978).
[2] Μαρξ, Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας, πρόλογος, σ. 20 (εκδ. Σύγχρονη Εποχή).
[3] Ultimatism — Η πεποίθηση ότι κάποιος είναι σε θέση να συλλάβει την οριστική αλήθεια [σημείωση των άγγλων μεταφραστών].
[4] Μαρξ 18η Μπρυμαίρ.
[5] ‘Sous Le Travail: l’Activité’, La Banquise no. 4, 1986.
[6] Socialisme ou Barbarie no. 1, 1949
[7] Γερμανική Ιδεολογία, σελ. 126.
[8] Γερμανική Ιδεολογία, σελ. 127.
[9] Γερμανική Ιδεολογία, σελ. 118. Η μετάφραση έγινε εκ νέου από το γερμανικό κείμενο.
[10] Γερμανική Ιδεολογία, σ. 126
[11] Amadeo Bordiga, ‘Trajectoire et catastrophe de la forme capitaliste dans la classique et monolithique construction marxiste’, Réunion de Piombino, Σεπτέμβριος 1957.
[12] cf. Alain Maillard, La Communauté des égaux (éd. Kimé, 1999).
[13] Γερμανική Ιδεολογία, σελ. 86.
[14] Μαρξ, Εισαγωγή στην Κριτικη της Εγελιανης Φιλοσοφιας του Κρατους και του Δικαιου, http://www.marxistbooks.gr/likoudi.htm
[15] Γερμανική Ιδεολογία, σελ 127.
[16] Γερμανική Ιδεολογία, σελ. 126.
[17] Γερμανική Ιδεολογία, σελ. 118.
[18] Théorie Communiste no. 14, 1997 p. 19.
ΠΗΓΉ: