Ψηλαφώντας τα γεγονότα
Πλίνθοι, κέραμοι, υποθέσεις και απορίες
της Κατερίνας Δέδε
Καθώς προσπαθούμε να συνέλθουμε από τα αλλεπάλληλα σοκ, αρχίζουμε να ψηλαφίζουμε την πραγματικότητα και να στεκόμαστε απέναντι σε αυτή. Είναι πολύ νωρίς ακόμα. Τα όσα λέγονται και γράφονται αυτές τις μέρες αρθρώνονται σε συνθήκες μετατραυματικού άγχους. Το κείμενο που ακολουθεί δεν αποτελεί, βέβαια, εξαίρεση· επιχειρεί, απλώς, να κατανοήσει κάποια σημεία αυτών των ημερών.
***
Γιατί έγινε το δημοψήφισμα; Γιατί τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή; Τα ερωτήματα μας απασχολούν όλους — εκτός από εκείνους έχουν λύσει εύκολα το γρίφο, κάνοντας λόγο για «ολέθριο λάθος». Μια λογική εξήγηση (και βέβαια όχι η μόνη) είναι γιατί τότε –λίγο πριν τη λήξη του προγράμματος– τέθηκε το δίλημμα: ή υπογράφετε αυτό που σας δίνουμε ή σας δείχνουμε την πόρτα. Και μόλις τότε η κυβέρνηση (και ο ΣΥΡΙΖΑ;) αντιλήφθηκε ότι η διαπραγμάτευση επί πέντε μήνες ήταν ένα τέχνασμα. Το χειρότερο: Το ίδιο δίλημμα θα το έβρισκε ξανά μπροστά της σε πέντε μήνες και μετά σε άλλους τρεις ή έξι! Έχοντας τη βεβαιότητα ότι η αποβολή της Ελλάδας από το ευρώ επιχείρησε να αντιμετωπίσει μια και καλή αυτή την απειλή. Ενδεχομένως, ο μόνος εύσχημος τρόπος ήταν ένα δημοψήφισμα που δεν θα τίναζε τη διαπραγμάτευση στον αέρα, αλλά θα την πάγωνε. Το ερώτημα του δημοψηφίσματος αποδείχθηκε επιδέξια διατυπωμένο, δηλαδή αξιοποιήσιμο διαπραγματευτικά όποιο και να ήταν το αποτέλεσμα. Το 62% του «όχι» –παρότι μάλλον ήταν δυσκολότερα διαχειρίσιμο διαπραγματευτικά– ενδεχομένως εξισορροπήθηκε με την εξουσιοδότηση των υπολοίπων πολιτικών αρχηγών. Και έτσι ο Τσίπρας πήγε πλέον με άλλους όρους στις Βρυξέλες. Όχι ως μια ακόμα «κακή» ελληνική κυβέρνηση, αλλά εκπροσωπώντας το 62% της χώρας και με τη στήριξη του πολιτικού κόσμου. Εκ των υστέρων, φαίνεται ότι η αναγγελθείσα σύνοδος των 28 ήταν μια κίνηση πανικού-εκβιασμού των εταίρων. Κι αυτό γιατί είχε έρθει η ώρα να συζητηθεί επιτέλους η επαπειλούμενη έξοδος. Το οικονομικό σχέδιο υπήρχε και το είχε εκπονήσει «υπό κανονικές συνθήκες» ο κοντόφθαλμος Σόιμπλε, ο οποίος όμως είχε αγνοήσει μια σειρά παράγοντες που απουσιάζουν «υπό Κ.Σ.»: συμμαχίες που ενδεχομένως να προέκυπταν, την πολιτικο-οικονομική συγκυρία εκτός ΕΕ, τη γεωπολιτική σημασία, αλλά και κάτι εντελώς άυλο: τους ιστορικούς συμβολισμούς. Όλοι αυτοί όμως οι παράγοντες «επέβαλαν» την πολιτική συζήτηση που η κυβέρνηση εξαρχής επιθυμούσε. Παράλληλα, όμως, αποτέλεσαν το έναυσμα για μια διεθνή συζήτηση γύρω από την οικονομική πολιτική της ευρωζώνης αλλά και το μέλλον της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Κι αυτό συνιστά το μεγαλύτερο πολιτικό επίτευγμα του ΣΥΡΙΖΑ: ότι κατάφερε να ανοίξει ένας διάλογος σχετικά με ένα νέο όραμα για την Ευρώπη. Κατά πόσον αυτός ο διάλογος θα μείνει ζωντανός μένει να αποδειχθεί.
Ο ΣΥΡΙΖΑ είχε στηρίξει, παλιότερα, με σθένος την άποψη ότι «το ευρώ δεν είναι φετίχ». Και τώρα η κυβέρνηση κάνει πίσω και υπογράφει μια επώδυνη συμφωνία προκειμένου να παραμείνουμε στο ευρώ. Δεν είναι αυτή η μεγαλύτερη «κωλοτούμπα»; Μήπως αντί να καταφεύγουμε σε εύκολους χαρακτηρισμούς, να προσπαθήσουμε να κατανοήσουμε το γιατί; Φοβάμαι ότι εδώ τα πράγματα δεν εύκολα για καμία πλευρά. Κι αυτό γιατί το κόμμα φαίνεται πως εξάντλησε όλο τον διαθέσιμο πολιτικό χρόνο του κάνοντας αντιπολίτευση και ποντάροντας στο ότι οι προηγούμενες κυβερνήσεις δεν διαπραγματεύτηκαν – άρα, ο ΣΥΡΙΖΑ που θα διαπραγματευόταν, θα τα κατάφερνε. Κι ήταν όλοι τόσο δέσμιοι αυτού του ανορθολογικού ντετερμινισμού που παρέμειναν μέχρι τέλους απροετοίμαστοι για μια διαφορετική εξέλιξη. Δεν εκπονήθηκε από κανέναν ένα αναλυτικό και λεπτομερές σχέδιο για μια ενδεχόμενη (ή επιθυμητή) έξοδο της χώρας από το ευρώ. Και φθάσαμε μόλις το τελευταίο διάστημα να ετοιμάζεται(;) ένα υποτυπώδες και ασαφές σχέδιο! Πήγαμε δηλαδή να δώσουμε μια μάχη χωρίς να έχουμε καταστρώσει ένα σχέδιο υποχώρησης σε περίπτωση ήττας ή επίθεσης σε περίπτωση σύγκρουσης…
Δυστυχώς, αυτή είναι η μεγαλύτερη πολιτική ήττα του ΣΥΡΙΖΑ. Και κάπως έτσι βρεθήκαμε ξεβράκωτοι με δύο εναλλακτικές: συμφωνία ή έξοδος με το γνωστό σχέδιο «τρία ου», δηλαδή κουτουρού. Και τώρα πολλοί υποστηρίζουν ότι ο Τσίπρας δεν έπρεπε να κλείσει αυτή τη συμφωνία αλλά να βγάλει τη χώρα μια και καλή από το ευρώ. Και μετά, τι; Όλοι προσπαθήσαμε λίγο πολύ να φανταστούμε αυτό το «μετά» τούτες τις μέρες. Των περισσότερων η φαντασία δεν μπορούσε να φτάσει πέραν μιας κατάστασης χάους με κλειστές τράπεζες, ελλείψεις σε βασικά αγαθά, ξεχαρβαλωμένα νοσοκομεία κ.ά. που θα πυροδοτούσε μια ανεξέλεγκτη βία και άνοδο της ΧΑ, με ό,τι αυτό θα σήμαινε για γηγενείς και μετανάστες. Και γιατί αυτό δεν έπρεπε η κυβέρνηση να το αποτρέψει με κάθε τρόπο; Ήταν ελάσσονος σημασίας για την Αριστερά; Και ήταν μείζονος η δραχμή; Δηλαδή μετατρέψαμε το σλόγκαν «ευρώ με κάθε κόστος», σε «δραχμή με κάθε κόστος;» Διανύσαμε όλο αυτόν τον δρόμο για να κάνουμε φετίχ τη δραχμή;
Είναι προφανές ότι πολλοί από όσους αρνούνται να υποστηρίξουν την επιλογή της κυβέρνησης έχουν ιδεολογικές ενστάσεις. Και πώς όχι; Είναι ηλίου φαεινότερο ότι ο ΣΥΡΙΖΑ ηττήθηκε ιδεολογικά και πολιτικά σε πολλά σημεία με τη συμφωνία. Παραδεχόμαστε ωστόσο ότι το ιδεολογικό και πολιτικό οπλοστάσιο της Αριστεράς εξαντλήθηκε τόσο εύκολα; Δεν έμεινε τίποτα στη φαρέτρα της για το οποίο αξίζει να παλέψουμε και, τώρα –που ο ΣΥΡΙΖΑ βρίσκεται στην εξουσία– να το κάνουμε πραγματικότητα; Ξεμείναμε από οράματα ή μήπως από πολιτικές μεταρρυθμίσεις που θα απαιτήσουμε τώρα (εντονότερα παρά ποτέ) από μία κυβέρνηση της Αριστεράς;
Όλοι οι δρόμοι είναι ανοιχτοί. Και «έρχεται η στιγμή ν’ αποφασίσουμε με ποιους θα πάμε και ποιους θ’ αφήσουμε». Κι αυτή η επιλογή έχει πάντα κόστος. Και θα είναι πάντα βαρύτερο από το δημοσιονομικό. Γι’ αυτό οι χαρακτηρισμοί «αποστάτες» ή «δοσίλογοι» δεν έχουν θέση στον πολιτικό διάλογο. Τουλάχιστον όχι της Αριστεράς.
Η Κατερίνα Δέδε είναι ιστορικός (Ινστιτούτο Ιστορικών Ερευνών/Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών)
https://enthemata.wordpress.com/2015/07/19/dede-3/