Διαλογή ονείρων
Δεν το διάλεξα εγώ όλο αυτό. Είναι το πικρό μου καθήκον, καθαρό φορτίο κι άτιμος σταυρός που κουβαλώ. Μη με ενοχλείτε, σας είπα, είμαι άνθρωπος του καθήκοντος! Μικρός ήθελα πρώτα να γίνω ποδοσφαιριστής, μετά αρχαιολόγος, έπειτα … έπειτα ποιος ξέρει τι; Ακόμα κι εγώ ο ίδιος, εγώ δηλαδή που με αφορά, έχω ξεχάσει πια από χρόνια. Οι φιλοδοξίες τραβήχτηκαν γρήγορα, σαν μαλακία, χέρι πάνω – χέρι κάτω, με αυξανόμενη επιτάχυνση, απομονωμένος σε ένα δωμάτιο με άσπρα ντουβάρια, με έναν Τσαρούχη κι έναν Φασιανόκρεμασμένους και μπόλικη ιδιωτικότητα, σε κάποιο Κέντρο εξωσωματικής γονιμοποίησης ονείρων. Τα μάζεψα όλα σε ένα πλαστικό ποτήρι, τα όνειρά μου καταψύχθηκαν για αργότερα.
Δεν το διάλεξα εγώ όλο αυτό, μα βρήκα το επάγγελμά μου. Κάθε άνδρας της εποχής μου οφείλει να κάνει τέχνη. Δεν θα βρει να φάει, μα δεν θα έβρισκε ακόμα κι αν διάλεγε το οτιδήποτε άλλο για βιοπορισμό. Γρήγορα θα τον βρει ο χρόνος με ένα καρότσι να περιδιαβαίνει τις γειτονιές συλλέγοντας χαρτόκουτα, σκραπ κι εικόνες για τις μελλοντικές του δημιουργίες. Μετά τα χυτήρια και τα ανακυκλωτήρια, μετά το πενιχρό εισόδημα, το χαρτζιλίκι πείνας, η νύχτα θα τον βρει στο διαμέρισμα να γράφει λίγο βρώμικο ρεαλισμό, φλας μυθοπλασία, ιστορίες συμπυκνωμένες που πάσχουν από νανισμό, γραπτά μπονσάι δεντράκια.
Δεν το διάλεξα εγώ όλο αυτό, μα τούτο τον καιρό διαπράττω ύβρη απέναντι στα πεινασμένα πλήθη. Γέννησα απ’ το μυαλό μου μια ιδέα για μια εκπομπή μαγειρικής. Σπαταλώ τις ώρες μου σε ραντεβού και συναντήσεις με καναλάρχες, διευθυντάδες προγραμμάτων και «Έι, μάνατζερ, έχω κάτι φόβους για πούλημα!»*. Κανονίζω τα της αγοραπωλησίας της ύβρεώς μου. Σκέφτομαι, αν ζούσε ο Κνουτ Χάμσουν … μόνος και λιμασμένος με ένα κόκκαλο στα δόντια, γλείφοντας υπολείμματα ωμής πρωτείνης, θα έβλεπε την ιδέα μου στην τηλεόραση μέσα από το δορυφορικό πιάτο σε κάποια ταράτσα της Κοπεγχάγης και θα μου ‘ριχνε Παναγίες!
Δεν το διάλεξα εγώ όλο αυτό μα η ζωή μου γίνηκε μια Σαλαμίνα, περικυκλωμένη από σάπιο νερό και μολυσμένη θάλασσα. Ο πατέρας μου όσο πάει και μοιάζει του Θανάση –ίδια φαλάκρα– απ’ τους «Απόντες», δεκαεννιά χρόνια μετά την πρώτη προβολή, χορεύει μόνος του στην αυλή μακρύ ζειμπέκικο της ήττας για τη χαμένη φάρα μας. Όλη η έως τώρα Τέχνη έχωνε τα ποδάρια της στα παρακάτω παπούτσια :
Έρωτας
Επανάσταση
Θάνατος
Μα ο καλλιτεχνικός τούτος χορός του γέρου μου είναι ξυπόλητος με γανωμένες πατούσες. Νέα ήθη, καινά δαιμόνια!
Δεν το διάλεξα εγώ όλο αυτό μα φέτος θα παραθερίσω στην Αττική γη. Λουλούδια και καυσαέρια στο Θριάσιο, βουτιές με το κεφάλι στην Πειραϊκή. Θα πιάσω φιλίες και παρτίδες με γέρους και μετανάστες, φθηνά μαγιώ, μύκητες στα νύχια των ποδιών και κολατσιό απ’ το σπίτι. Θα απλώσουμε τις ψάθες μας πλάι στους αγωγούς των αστικών λυμάτων. Θα μοιραστούμε το φαί μας με αρουραίους, πλάσματα είναι του Θεού κι εμείς οι φτωχοί ξέρουμε από δίκαιες μοιρασιές κι έντιμες ξήγες!
Δεν το διάλεξα εγώ όλο αυτό μα θα χτυπήσω στα βράχια τους άχρηστους όρχεις μου σαν να ήτανε χταπόδια. Θα βάλω και το κορίτσι μου να καπακώσει τη μήτρα της με ένα ωραίο κοχύλι. Εμείς, δυο νέοι της γενιάς τους, που δεν θα κάνουμε παιδιά μήτε και τα ταξίδια που κάποτε θελήσαμε. Την Ιταλία του Καραβάτζιο με τα φθηνά δωμάτια, το άφθονο κρασί και τις μοιχίες. Την Κούβα του Χέμινγουεϊ και το Λος Άντζελες του Μπουκόφσκι. Ακόμα κι η Σκιάθος του Παπαδιαμάντη φαντάζει τώρα όνειρο θερινής νυκτός. Νυκτός από κείνες τις αποπνικτικές με τσιγάρο κι ερκοντίσιον. Μακριά μας πέφτει ο γραφικός λιμένας του Άγιου Κωνσταντίνου. Τα ναύλα μας φτάνουν μέχρι τις Αφίδνες. Τα όνειρά μας μέχρι τον έναστρο ουρανό.
*Στίχος του Γιάννη Αγγελάκα, ποίημα : HAPPY END II, από τη συλλογή «Πως τολμάς και νοσταλγείς τσόγλανε;», 1999.
https://kospanti.wordpress.com/2015/07/14/%CE%B4%CE%B9%CE%B1%CE%BB%CE%BF%CE%B3%CE%AE-%CE%BF%CE%BD%CE%B5%CE%AF%CF%81%CF%89%CE%BD/