Για το δημοψήφισμα, τον τηλεοπτικό λαό και το κίνημα των ΑΤΜ
Γράφουν οι Αθανάσιος Γεωργιλάς και Νικόλας Γκίμπης
Το ρολόι της πολιτικής δεν κυλά ποτέ με τον ίδιο χρόνο. Άλλοτε οι δείκτες του γυρνάνε τόσο αργά ώστε δίνουν την αίσθηση μιας ανυπόφορης στασιμότητας. Άλλοτε γυρνάνε πίσω και τότε είναι που η ιστορία γράφει τις πιο βάρβαρες σελίδες της και άλλοτε, όπως τώρα, τα γεγονότα χλευάζουν οποιαδήποτε προσπάθεια επιχειρεί να τα δαμάσει και να τα αναλύσει.
Το τι, ποιος και γιατί το έκανε θα αφήσουμε τον χρόνο να το αποκαλύψει. Επειδή όμως οι εξελίξεις απαιτούν από όλους μας να αναλάβουμε δράση και καθαρή στάση απέναντι τους, γράφουμε γιατί θέλουμε να επισημάνουμε πως από εδώ και πέρα οφείλουμε όλοι να κατανοήσουμε αυτό που έφτασε στο τέλος του και το νέο που πρέπει να αναδυθεί.
§
Δεν είναι το δημοψήφισμα που προκαλεί πτωχευτικό γεγονός στη χώρα, αλλά είναι η πτώχευση που έφερε ante portas το δημοψήφισμα ως έξοδο διαφυγής από τις ευθύνες της κυβέρνησης.
§
Επί της αρχής, τα δημοψηφίσματα είναι σημαντικά εργαλεία άμεσης δημοκρατίας και ως τέτοια τα αντιλαμβανόμαστε. Όμως, αναγνωρίζουμε πως μπορούν κάλλιστα από μοχλοί κρίσης και υπέρβασης του αντιπροσωπευτικού κοινοβουλευτισμού να μετατραπούν σε σωτήρες του, όταν τα πράγματα φτάσουν σε αδιέξοδο για τον πρώτο. Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις όπου τα δημοψηφίσματα χρησιμοποιούνται ως θεραπευτικές οδοί για ένα αναίμακτο coup d’état της εξουσίας. Όπως και στη συγκεκριμένη περίπτωση όπου ο κος Τσίπρας παίζει τη λύρα του όχι για να χορέψει πεντοζάλη τις αγορές αλλά την ελληνική κοινωνία.
§
Τα δημοψηφίσματα προϋποθέτουν πολιτικά σώματα τα οποία αποφασίζουν και υλοποιούν τα ίδια τις αποφάσεις τους. Το παρόν δημοψήφισμα είναι μέχρι στιγμής δεσμευτικού χαρακτήρα μόνο στη μισή του περίπτωση («ΝΑΙ»), στην άλλη περίπτωση («ΟΧΙ») καλύπτεται από ένα πέπλο «δημιουργικής ασάφειας». Με πυθικούς χρησμούς όμως είναι αδύνατο να συγκροτηθεί μια, έστω και εφήμερη, δημόσια σφαίρα διαβούλευσης. Η ασάφεια αυτή μοναδικό σκοπό έχει να υφαρπάξει την δίκαιη και συναισθηματική απόρριψη του «ΝΑΙ» από το πολιτικό σώμα σε ένα «ΟΧΙ» που ερμηνεύει κατά όπως την βολεύει η κυβέρνηση.
§
Το συγκεκριμένο δημοψήφισμα διαφημίζεται γενικώς και αορίστως ως δυνατότητα να ανοίξει το πεδίο του δημοσίου διαλόγου και της πραγματικής πολιτικής. Πιθανολογούμε πως η έκβασή του μάλλον το ακριβώς αντίθετο θα σημάνει. Σε περίπτωση επικράτησης του «ΝΑΙ», οι Θεσμοί επιτέλους θα βρουν σ’ αυτό το δημοψήφισμα ένα ισχυρό όπλο λαϊκής νομιμοποίησης που τόσο καιρό τους έλειπε ώστε να δικαιολογήσουν την ατζέντα τους, θα πάψουν να είναι διορισμένοι τεχνοκράτες και ο ίδιος ο λαός μέσω της ψήφου του θα τους κηρύξει επίσημους πολιτικούς εκπροσώπους της διαχείρισης του ΑΕΠ και της πολιτικής των μεταρρυθμίσεων. Στην περίπτωση δε του «ΟΧΙ» δίνεται επίσης λευκή επιταγή στην κυβέρνηση να συνεχίσει τους παρασκηνιακούς ερασιτεχνισμούς και ό,τι δεν κατάφερε να της δώσει επί 4 μήνες η λαϊκή εντολή των εκλογών για την έκβαση των διαπραγματεύσεων, ως δια μαγείας θα της το δώσει η λαϊκή εντολή του δημοψηφίσματος.
§
Κατανοούμε γιατί η κυβέρνηση επιλέγει να μεταθέσει την ευθύνη των δικών της διπλωματικών και πολιτικών αποτυχιών στον λαό. Δεν καταλαβαίνουμε γιατί η ΕΕ επιθυμεί την αυτόδιάλυση της. Αν μία χώρα εντός ευρωζώνης πτωχεύσει, αυτό ισοδυναμεί και με την αποτυχία του οράματος της νομισματικής και οικονομικής ένωσης. Και η βαρβαρότητα ενός πιθανολογούμενου περάσματος από την ομοσπονδιακή ενοποίηση της ΕΕ στον κατακερματισμό και την τόνωση του διακρατικού μίσους, κυρίως θα οφείλεται στην υπεροψία των ισχυρών κρατών-μελών και θα επιβεβαιώσει τη διπλοπροσωπία τους.
§
Ο μόνος λόγος που εξηγεί με κάποια λογική βάση αυτήν την αδιαλλαξία δεν είναι οι τεχνο-οικονομικές διαφοροποιήσεις που προέκυψαν στις διαπραγματεύσεις, αλλά το ιδεολογηπτικό σύμπλεγμα του «όλα ή τίποτα». Υπ’ αυτό το πρίσμα ακόμα και μια σοσιαλδημοκρατική μεταρρύθμιση της οικονομίας φαντάζει αδιανόητη. Μπροστά στην αριθμητική ορθοδοξία και τον πραγματίστικο αντικειμενισμό καμιά εναλλακτική ηθικο-πολιτική πρόταση δεν είναι ανεκτή. Η ΕΕ τρίζει τα δόντια του ολοκληρωτισμού στα μούτρα της Ελλάδας.
§
Όσο δε για την ελληνική κοινωνία, αυτή η μονομαχία μεταξύ hard αντικειμενισμού εναντίον light σοσιαλδημοκρατίας την αφορά όσο αφορά και το πρόβατο αναφορικά με το αν θα το κατασπαράξει ο λύκος ή αν θα το σφάξει ο χασάπης.
§
Το ίδιο ακριβώς συμπέρασμα αποπνέει και το δίλημμα του δημοψηφίσματος. Το μπρος γκρεμός («ΝΑΙ») και πίσω ρέμα («ΟΧΙ») καταλήγουν εξίσου στο ίδιο χαντάκι την χώρα.
§
Η ένδεια, η σαστιμάρα και η, για ακόμη μια φορά, κριτική υποστήριξη με τις οποίες αντιμετωπίζουν το αποπλανητικό δημοψήφισμα η Αριστερά και η μαρξιστική διανόηση δείχνουν το πόσο πατούσε στην πραγματικότητα και ο προηγούμενος ριζοσπαστικός λόγος τους. Στην καλύτερη των περιπτώσεων τα αριστερά επιχειρήματα αντιγράφουν τον λόγο του Άδωνη αφού τώρα ανακαλύπτουν πως είναι ανέφικτη η πολιτική και «μένουμε στο ευρώ» και «σκίζουμε τα μνημόνια». Πέρα από ένα αδιανόητο «ΝΑΙ» το οποίο εμπεδώνεται με τη μορφή χωρικής γενοκτονίας, το «ΟΧΙ» επιχειρηματολογεί μεταξύ ενός «διπλωματικού χαρτιού» και «πολιτικού ρίσκου». Τα παραπάνω υποδηλώνουν παντελή απουσία πολιτικής σκέψης και θέλησης για μια οποιαδήποτε πραγματική «αντι – ΝΑΙ» επιλογή.
§
Με λαό θεατή στα γεγονότα το δημοψήφισμα δεν μπορεί παρά να έχει το ειδικό βάρος μιας δημοσκόπησης.
§
Οι μέχρι στιγμής αντιδράσεις του λαού είναι απογοητευτικές και σε κανένα βαθμό δεν μπορούν, ούτε κατά διάνοια, να αντικατοπτρίσουν την πολιτική κρισιμότητα της κατάστασης. Στο ένα άκρο του φάσματος βλέπουμε έναν επικοινωνιακό βομβαρδισμό στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης υπέρ της μιας ή της άλλης πρότασης, ο οποίος κορυφώνεται με συλλαλητήρια που περισσότερο θυμίζουν τουριστικές φιέστες σε κάποιο εξωτικό νησί ή πανηγυρισμούς κάποιας νίκης της Εθνικής Ελλάδος, παρά με κοινωνικές δυνάμεις που είναι έτοιμες να επωμιστούν τα βάρη όλων αυτών που ζητούν και διεκδικούν. Στο άλλο άκρο του φάσματος βλέπουμε να επιτελείται ένα άναρχο «από τα κάτω» bank run μέσα στον πανικό, μια ατομικιστική αναδίπλωση δίχως ίχνος πραγματικής αλληλεγγύης του ενός για τον άλλον σε τούτες τις δύσκολες ώρες και ένας διάχυτος αλληλοσπαραγμός.
§
Η κοινωνική σύγχυση, που ευνοείται ακόμη περισσότερο απ’ την queer στάση της κυβέρνησης, δείχνει μια αντίδραση όπου τα θέλουμε όλα χωρίς την παραμικρή θυσία και χωρίς ψεγάδι συνείδησης του ηθικού χρέους που καλούμαστε να αναλάβουμε: και με το ευρώ κάτω απ’ το μαξιλάρι ή σε τραπεζικούς λογαριασμούς του εξωτερικού αλλά και με δυνατό εγχώριο τραπεζικό σύστημα, και στην ευρωζώνη αλλά και χωρίς μνημονιακά μέτρα και δημοσιονομική πειθάρχηση, και αυτοδύναμη εκσυγχρονισμένη ευρωπαϊκή χώρα αλλά και νεοαποικία χρέους, και στο club των δυνατών αλλά και φορολογική κόλαση. Όμως, αργά ή γρήγορα θα πρέπει να κατανοήσουμε πως όλα αυτά μαζί απλά δεν γίνονται και πως πολιτική σημαίνει ακριβώς εκείνες τις κρίσιμες στιγμές που δεν γίνεται να βρεθεί ποσοτική ισοδυναμία για την ανθρώπινη υπόσταση και την ποιότητα της ζωής που διάγουμε, πως, στο τέλος, δεν «είναι όλα σχετικά», αλλά χρειάζεται χωρίς δισταγμούς και αναλογιζόμενοι τη σημασία των αποφάσεών μας να επιλέξουμε κυριολεκτικά μεταξύ «άσπρου» ή «μαύρου».
§
Τα κοινωνικά κινήματα και όλοι όσοι επικαλούνται στα λόγια και στα συνέδρια την υπόθεση της ανθρώπινης χειραφέτησης βρίσκονται στον αυτόματο πιλότο. Ο ακρωτηριασμός της πολιτικής φαντασίας είναι πρόδηλος: likes, tweets, πορείες, συγκεντρώσεις, ανυπόγραφες ανακοινώσεις δίχως πραγματικά κανένα νόημα και δίχως κανέναν πραγματικό αντίκτυπο, μόνο και μόνο για να σέρνουν το πτώμα του παρελθόντος τους και να καλούν την κοινωνία στα μνημόσυνα των επερχόμενων ηττών. Κοινωνικά ιατρεία, φαρμακεία, ελεύθεροι κοινωνικοί χώροι, αυτοδιαχειριζόμενα μέσα ενημέρωσης, εναλλακτικές πλατφόρμες επικοινωνίας, συλλογικές κουζίνες, αυτοδιευθυνόμενα εργοστάσια και αστικές συνεταιριστικές επιχειρήσεις παίρνουν τη μορφή του δούρειου ίππου της κυβερνητικής εξουσίας κατά της κοινωνίας αντί να ανοιχτούν στην κοινωνία τώρα που βράζει το σίδερο, αντί να καλέσουν συνελεύσεις κοινοτήτων και πολιτών για συντονισμό και αντιμετώπιση όλων των έκτακτων ζητημάτων, να καθησυχάσουν και να σταθούν δίπλα σε όλους αυτούς που είναι τα φυσικά πρόσωπα που έχουν κατακρεουργηθεί απ’ την κρίση και όχι κάποιο αφηρημένο επαναστατικό υποκείμενο, να αποδείξουν τις δυνάμεις τους και να νοηματοδοτήσουν με συγκεκριμένο τρόπο το «ΟΧΙ» που ζητούν κατά τ’ άλλα να υπερψηφιστεί.
§
Τα δημοψηφίσματα δεν είναι πανάκεια, ούτε ιερό τοτέμ για να μένουμε προσκολλημένοι λατρευτικά επάνω τους. Αυτό που η χώρα χρειάζεται είναι να αναλάβουμε εμείς οι ίδιοι την αντί-οργάνωση της κοινωνικής ζωής, την επάρκεια στην τοπική οικονομία και τις δικές μας πολιτικές δομές λήψης αποφάσεων. Αυτά δεν αποτελούν πρελούδια ενός επαναστατικού μανιφέστου· είναι οι ελάχιστοι όροι επιβίωσης μιας κοινότητας ανθρώπων και όλα τα ανωτέρω ήταν οι μόνες ικανές και αναγκαίες συνθήκες ώστε να ορίσουνε και το νόημα του «ΝΑΙ» και του «ΟΧΙ» σε αυτό το δημοψήφισμα.
§
Στην παρούσα του μορφή το συγκεκριμένο δημοψήφισμα είναι ένα φιάσκο. Με το «ΝΑΙ» να συμβολίζει μια άνευ όρων παράδοση και την απόλυτη σήψη σε πολιτικό, οικονομικό, ηθικό και ψυχολογικό πεδίο για τις επόμενες δεκαετίες και το «ΟΧΙ» απλώς να επιτείνει το τηλεοπτικό σήριαλ της διαπραγμάτευσης μέχρι να φτάσει η κυβέρνηση σε μια συμφωνία ισοδύναμων εξοντωτικών μέτρων με αυτά που υπερασπίζεται το «ΝΑΙ», η μόνη υπεύθυνη πολιτικά στάση είναι αυτή της αποχής απ’ τις κάλπες. Απονομιμοποιούμε τη διαδικασία του εν λόγω δημοψηφίσματος, απονομιμοποιούμε κατ’ επέκταση την ίδια την ουσία της διαπραγμάτευσης, την καθιστούμε άχρηστη μέσω της αδιαφορίας μας προκειμένου να μπλοκάρουμε οποιονδήποτε διάλογο μεταξύ «Θεσμών» και κυβέρνησης εις το όνομα του ελληνικού λαού. Μόνο μέσω του ξεπεράσματος των υπαρχουσών αντιφάσεων που φέρουν ο τεχνοκρατικός και γραφειοκρατισμός σχεδιασμός των κοινωνικών σχέσεων και η παντελώς αποστασιοποιημένη πολιτική απ’ τις καθημερινές μας αγωνίες θα μπορέσουμε να κοιταχτούμε μεταξύ μας και να δούμε τι θα κάνουμε με τις ζωές μας, στο «εδώ και τώρα» και στο «από εδώ και στο εξής».