Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΕΝΟΠΟΙΗΣΗ (μέρος Ι)
Από τον Νώντα Κούκα
Η Ευρωπαϊκή Ένωση και η Οικονομική και Νομισματική Ένωση αποτελούν μορφές οικονομικής ενοποίησης
Όταν υποστηρίζουμε ή όταν απορρίπτουμε μορφές και διαδικασίες που αφορούν στην ίδια τη ζωή μας, καλό είναι να γνωρίζουμε τις βασικές έννοιες μέσω των οποίων αυτές προσδιορίζονται. Ειδικότερα δε, όταν η υποστήριξη ή η εναντίωση γίνεται σημαία επαναστατικών ή «επαναστατικών» δράσεων. Πέρα όμως από κάθε αμφιβολία, οι νουνεχείς άνθρωποι απαγορεύεται να ψηφίζουν, είτε με «ναι» είτε με «όχι», όταν είναι εντελώς ανενημέρωτοι σε ύψιστες κοινωνικές και οικονομικές επιλογές, που σφραγίζουν το μέλλον τόσο των ίδιων όσο και των παιδιών των παιδιών τους.
Ας αρχίζουμε λοιπόν να ενημερωνόμαστε. Η διαίρεση της διεθνούς αγοράς σε επιμέρους εθνικές αγορές προκύπτει από την ύπαρξη περιορισμών στις διεθνείς συναλλαγές. Άλλωστε, αυτό προβλεπόταν από το στάτους των εθνικών κρατών και των οικονομιών τους. Έτσι όμως περιορίζεται η δυνατότητα για ορθολογική εξειδίκευση των χωρών με βάση το συγκριτικό τους πλεονέκτημα• η υλοποίηση οικονομιών μεγάλης κλίμακας παραγωγής στις μικρές χώρες, σε ορισμένους τουλάχιστον κλάδους• καθώς και η μεγιστοποίηση της αποτελεσματικότητας των επιμέρους εθνικών οικονομιών αλλά και της ίδιας της παγκόσμιας οικονομίας. Αρκετά νωρίς, ορισμένες χώρες επιδίωξαν να μειώσουν τούτα τα προβλήματα λαμβάνοντας μέτρα για τη διεύρυνση της εθνικής τους αγοράς μέσω μιας κάποιας μορφής οικονομικής ενοποίησης.
Μορφές οικονομικής ενοποίησης
Η πιο απλή μορφή που μπορεί να πάρει η ενοποίηση ενός μέρους της οικονομίας κάποιας χώρας με τη διεθνή οικονομία, είναι η δημιουργία μιας ελεύθερης ζώνης στη χώρα. Μέσα σε αυτήν μπορούν να εισάγονται ελεύθερα και δίχως επιβαρύνσεις χρηματικά κεφάλαια, πρώτες ύλες και ημικατεργασμένα προϊόντα, για χρησιμοποίηση στην παραγωγή προϊόντων, και τα οποία στη συνέχεια εξάγονται ελεύθερα δίχως να υπόκεινται σε τοπικούς φόρους ή σε άλλες ανάλογες επιβαρύνσεις. Με τη δημιουργία τέτοιων ζωνών, κάποιες χώρες – όπως για παράδειγμα η Ιρλανδία – κατόρθωσαν να αξιοποιήσουν καλύτερα το εργατικό δυναμικό τους και μια σειρά άλλων πλεονεκτημάτων τους.
Πιο προηγμένη μορφή οικονομικής ενοποίησης αποτελεί η δημιουργία από ομάδα χωρών μιας ζώνης ελεύθερων συναλλαγών (ή «ζώνης ελεύθερου εμπορίου»). Οι χώρες-μέλη καταργούν τους περισσότερους δασμούς στις μεταξύ τους εμπορικές συναλλαγές• όμως, η καθεμιά τους διατηρεί το δικό της δασμολόγιο για τις εισαγωγές από χώρες που δεν είναι μέλη της ζώνης ελεύθερων συναλλαγών. Αυτό δημιουργεί πρόβλημα γιατί τα προϊόντα που εισάγονται από τρίτες χώρες στις χώρες-μέλη θα μπαίνουν στη ζώνη από χώρες-μέλη που έχουν τους χαμηλότερους δασμούς. Έτσι, οι χώρες με χαμηλούς δασμούς θα εισπράττουν όλους τους δασμούς για τις εισαγωγές που προορίζονται για ολόκληρη τη ζώνη, ενώ οι χώρες-μέλη με υψηλότερους δασμούς δεν θα μπορούν να εισπράξουν δασμούς για προϊόντα από τρίτες χώρες που τα παραλαμβάνουν μέσω των χωρών με χαμηλούς δασμούς. Είναι απαραίτητη η δημιουργία πολύπλοκου μηχανισμού για να εποπτεύει τη διακίνηση μέσα στη ζώνη των εισαγόμενων προϊόντων, την αναδιανομή των εσόδων από δασμούς μεταξύ των χωρών-μελών κ.ά.
Με τη δημιουργία μιας ζώνης ελεύθερων συναλλαγών αυξάνεται η εξειδίκευση των οικονομικών των χωρών-μελών, διότι η κάθε χώρα-μέλος σταματάει ή μειώνει την παραγωγή προϊόντων που, έπειτα από την κατάργηση των δασμών, τη συμφέρει αφού της έρχεται φτηνότερο να τα εισάγει από άλλες χώρες-μέλη. Αντίστοιχα αυξάνει την παραγωγή προϊόντων που μπορεί να παράγει φθηνότερα από τις άλλες χώρες-μέλη, καθώς και τις εξαγωγές τους σε αυτές. Οι εισαγωγές από τρίτες χώρες μειώνονται, γιατί γι’ αυτές εξακολουθούν να επιβάλλονται δασμοί, οπότε ορισμένα προϊόντα είναι τώρα φθηνότερο να εισάγονται χωρίς δασμούς από χώρες-μέλη. Τα κρατικά έσοδα από δασμούς μειώνονται σημαντικά. Οι τιμές των προϊόντων στις αγορές των χωρών-μελών μειώνονται και η κατανάλωσή τους αυξάνεται.
Μια βαθμίδα παραπάνω οικονομικής ενοποίησης συνιστά η δημιουργία τελωνειακής ένωσης μεταξύ χωρών. Τούτη αποτελεί συμφωνία για την κατάργηση των δασμών στις συναλλαγές μεταξύ των χωρών-μελών και για υιοθέτηση από αυτές ενός κοινού εξωτερικού δασμολογίου για τις εισαγωγές τους από τρίτες χώρες. Με αυτόν τον τρόπο αποφεύγεται το πρόβλημα που αναφέρθηκε παραπάνω. Όσο για τα υπόλοιπα, όπως και στην περίπτωση της ζώνης ελεύθερων συναλλαγών, αυξάνεται η εξειδίκευση και το εξωτερικό εμπόριο (εισαγωγές και εξαγωγές) των χωρών-μελών λόγω της κατάργησης των δασμών στις μεταξύ τους συναλλαγές, επηρεάζονται αρνητικά οι εισαγωγές από τρίτες χώρες, αφού σε αυτές εξακολουθούν να επιβάλλονται δασμοί, μειώνονται οι τιμές των προϊόντων, αυξάνεται η κατανάλωσή τους, μειώνονται τα κρατικά έσοδα από δασμούς κλπ.
Ανεβαίνοντας τη σκάλα, πληρέστερη μορφή οικονομικής ενοποίησης είναι η κοινή αγορά, με την οποία όχι μόνο καταργούνται οι δασμοί για το εμπόριο μεταξύ χωρών-μελών και υιοθετείται κοινό εξωτερικό δασμολόγιο για εισαγωγές από τρίτες χώρες, αλλά επιπλέον καθιερώνεται και η αρχή της ελεύθερης διακίνησης των παραγωγικών συντελεστών (εργασίας, κεφαλαίου κ.ά.) μεταξύ των χωρών-μελών. Λόγω της ελεύθερης διακίνησής τους, η αποδοτικότητα των διαφόρων παραγωγικών συντελεστών, αναμένεται να αυξηθεί, αφού μπορούν να πάνε και να απασχοληθούν στη χώρα-μέλος στην οποία η παραγωγικότητά τους θα είναι μεγαλύτερη.
Τέλος, η ανώτατη βαθμίδα οικονομικής ενοποίησης είναι η οικονομική και νομισματική ένωση, που έχει όλα τα χαρακτηριστικά της κοινής αγοράς, αλλά προϋποθέτει επίσης και την εναρμόνιση των κυριότερων κατηγοριών οικονομικής πολιτικής (π.χ. νομισματικής και πιστωτικής πολιτικής, δημοσιονομικής πολιτικής κ.ά.) που εφαρμόζουν οι χώρες-μέλη, τη χρησιμοποίηση κοινού νομίσματος ή τουλάχιστον την καθιέρωση μόνιμων σταθερών ισοτιμιών μεταξύ των νομισμάτων των χωρών-μελών, τη δημιουργία ορισμένων κοινών θεσμικών οργάνων (π.χ. τη δημιουργία μιας κοινής κεντρικής τράπεζας) κ.ά.
Τα έσοδα και οι δαπάνες της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Οι τρεις κύριες πηγές εσόδων της Ένωσης είναι ο ΦΠΑ των χωρών μελών, από τον οποίο παίρνει 1,4 εκατοστιαίες μονάδες, οι εισπράξεις των χωρών-μελών από δασμούς επιβαλλόμενους σε εισαγωγές από τρίτες χώρες και οι εισπράξεις τους από αντισταθμιστικές εισφορές επιβαλλόμενες σε εισαγωγές γεωργικών προϊόντων. Από τα έσοδα των τελευταίων δύο κατηγοριών των χωρών-μελών η Ένωση παίρνει το 90%. Η σημαντικότερη πηγή εσόδων είναι ο ΦΠΑ.
Ο προϋπολογισμός της Ένωσης αντιπροσωπεύει λίγο περισσότερο από το 1% του Ακαθάριστου Κοινοτικού Προϊόντος. Σχεδόν τα δύο τρίτα των δαπανών αφορούν στη γεωργία και την αλιεία, ενώ σχετικά μικρό ποσοστό των δαπανών σχετίζονται με την κοινωνική και την περιφερειακή πολιτική. Από τον προϋπολογισμό καλύπτεται και το κόστος λειτουργίας των θεσμικών οργάνων της Ένωσης, των χιλιάδων επιτροπών κ.ά.
13/7/2015
Η Ευρωπαϊκή Ένωση και η Οικονομική και Νομισματική Ένωση αποτελούν μορφές οικονομικής ενοποίησης
Όταν υποστηρίζουμε ή όταν απορρίπτουμε μορφές και διαδικασίες που αφορούν στην ίδια τη ζωή μας, καλό είναι να γνωρίζουμε τις βασικές έννοιες μέσω των οποίων αυτές προσδιορίζονται. Ειδικότερα δε, όταν η υποστήριξη ή η εναντίωση γίνεται σημαία επαναστατικών ή «επαναστατικών» δράσεων. Πέρα όμως από κάθε αμφιβολία, οι νουνεχείς άνθρωποι απαγορεύεται να ψηφίζουν, είτε με «ναι» είτε με «όχι», όταν είναι εντελώς ανενημέρωτοι σε ύψιστες κοινωνικές και οικονομικές επιλογές, που σφραγίζουν το μέλλον τόσο των ίδιων όσο και των παιδιών των παιδιών τους.
Ας αρχίζουμε λοιπόν να ενημερωνόμαστε. Η διαίρεση της διεθνούς αγοράς σε επιμέρους εθνικές αγορές προκύπτει από την ύπαρξη περιορισμών στις διεθνείς συναλλαγές. Άλλωστε, αυτό προβλεπόταν από το στάτους των εθνικών κρατών και των οικονομιών τους. Έτσι όμως περιορίζεται η δυνατότητα για ορθολογική εξειδίκευση των χωρών με βάση το συγκριτικό τους πλεονέκτημα• η υλοποίηση οικονομιών μεγάλης κλίμακας παραγωγής στις μικρές χώρες, σε ορισμένους τουλάχιστον κλάδους• καθώς και η μεγιστοποίηση της αποτελεσματικότητας των επιμέρους εθνικών οικονομιών αλλά και της ίδιας της παγκόσμιας οικονομίας. Αρκετά νωρίς, ορισμένες χώρες επιδίωξαν να μειώσουν τούτα τα προβλήματα λαμβάνοντας μέτρα για τη διεύρυνση της εθνικής τους αγοράς μέσω μιας κάποιας μορφής οικονομικής ενοποίησης.
Μορφές οικονομικής ενοποίησης
Η πιο απλή μορφή που μπορεί να πάρει η ενοποίηση ενός μέρους της οικονομίας κάποιας χώρας με τη διεθνή οικονομία, είναι η δημιουργία μιας ελεύθερης ζώνης στη χώρα. Μέσα σε αυτήν μπορούν να εισάγονται ελεύθερα και δίχως επιβαρύνσεις χρηματικά κεφάλαια, πρώτες ύλες και ημικατεργασμένα προϊόντα, για χρησιμοποίηση στην παραγωγή προϊόντων, και τα οποία στη συνέχεια εξάγονται ελεύθερα δίχως να υπόκεινται σε τοπικούς φόρους ή σε άλλες ανάλογες επιβαρύνσεις. Με τη δημιουργία τέτοιων ζωνών, κάποιες χώρες – όπως για παράδειγμα η Ιρλανδία – κατόρθωσαν να αξιοποιήσουν καλύτερα το εργατικό δυναμικό τους και μια σειρά άλλων πλεονεκτημάτων τους.
Πιο προηγμένη μορφή οικονομικής ενοποίησης αποτελεί η δημιουργία από ομάδα χωρών μιας ζώνης ελεύθερων συναλλαγών (ή «ζώνης ελεύθερου εμπορίου»). Οι χώρες-μέλη καταργούν τους περισσότερους δασμούς στις μεταξύ τους εμπορικές συναλλαγές• όμως, η καθεμιά τους διατηρεί το δικό της δασμολόγιο για τις εισαγωγές από χώρες που δεν είναι μέλη της ζώνης ελεύθερων συναλλαγών. Αυτό δημιουργεί πρόβλημα γιατί τα προϊόντα που εισάγονται από τρίτες χώρες στις χώρες-μέλη θα μπαίνουν στη ζώνη από χώρες-μέλη που έχουν τους χαμηλότερους δασμούς. Έτσι, οι χώρες με χαμηλούς δασμούς θα εισπράττουν όλους τους δασμούς για τις εισαγωγές που προορίζονται για ολόκληρη τη ζώνη, ενώ οι χώρες-μέλη με υψηλότερους δασμούς δεν θα μπορούν να εισπράξουν δασμούς για προϊόντα από τρίτες χώρες που τα παραλαμβάνουν μέσω των χωρών με χαμηλούς δασμούς. Είναι απαραίτητη η δημιουργία πολύπλοκου μηχανισμού για να εποπτεύει τη διακίνηση μέσα στη ζώνη των εισαγόμενων προϊόντων, την αναδιανομή των εσόδων από δασμούς μεταξύ των χωρών-μελών κ.ά.
Με τη δημιουργία μιας ζώνης ελεύθερων συναλλαγών αυξάνεται η εξειδίκευση των οικονομικών των χωρών-μελών, διότι η κάθε χώρα-μέλος σταματάει ή μειώνει την παραγωγή προϊόντων που, έπειτα από την κατάργηση των δασμών, τη συμφέρει αφού της έρχεται φτηνότερο να τα εισάγει από άλλες χώρες-μέλη. Αντίστοιχα αυξάνει την παραγωγή προϊόντων που μπορεί να παράγει φθηνότερα από τις άλλες χώρες-μέλη, καθώς και τις εξαγωγές τους σε αυτές. Οι εισαγωγές από τρίτες χώρες μειώνονται, γιατί γι’ αυτές εξακολουθούν να επιβάλλονται δασμοί, οπότε ορισμένα προϊόντα είναι τώρα φθηνότερο να εισάγονται χωρίς δασμούς από χώρες-μέλη. Τα κρατικά έσοδα από δασμούς μειώνονται σημαντικά. Οι τιμές των προϊόντων στις αγορές των χωρών-μελών μειώνονται και η κατανάλωσή τους αυξάνεται.
Μια βαθμίδα παραπάνω οικονομικής ενοποίησης συνιστά η δημιουργία τελωνειακής ένωσης μεταξύ χωρών. Τούτη αποτελεί συμφωνία για την κατάργηση των δασμών στις συναλλαγές μεταξύ των χωρών-μελών και για υιοθέτηση από αυτές ενός κοινού εξωτερικού δασμολογίου για τις εισαγωγές τους από τρίτες χώρες. Με αυτόν τον τρόπο αποφεύγεται το πρόβλημα που αναφέρθηκε παραπάνω. Όσο για τα υπόλοιπα, όπως και στην περίπτωση της ζώνης ελεύθερων συναλλαγών, αυξάνεται η εξειδίκευση και το εξωτερικό εμπόριο (εισαγωγές και εξαγωγές) των χωρών-μελών λόγω της κατάργησης των δασμών στις μεταξύ τους συναλλαγές, επηρεάζονται αρνητικά οι εισαγωγές από τρίτες χώρες, αφού σε αυτές εξακολουθούν να επιβάλλονται δασμοί, μειώνονται οι τιμές των προϊόντων, αυξάνεται η κατανάλωσή τους, μειώνονται τα κρατικά έσοδα από δασμούς κλπ.
Ανεβαίνοντας τη σκάλα, πληρέστερη μορφή οικονομικής ενοποίησης είναι η κοινή αγορά, με την οποία όχι μόνο καταργούνται οι δασμοί για το εμπόριο μεταξύ χωρών-μελών και υιοθετείται κοινό εξωτερικό δασμολόγιο για εισαγωγές από τρίτες χώρες, αλλά επιπλέον καθιερώνεται και η αρχή της ελεύθερης διακίνησης των παραγωγικών συντελεστών (εργασίας, κεφαλαίου κ.ά.) μεταξύ των χωρών-μελών. Λόγω της ελεύθερης διακίνησής τους, η αποδοτικότητα των διαφόρων παραγωγικών συντελεστών, αναμένεται να αυξηθεί, αφού μπορούν να πάνε και να απασχοληθούν στη χώρα-μέλος στην οποία η παραγωγικότητά τους θα είναι μεγαλύτερη.
Τέλος, η ανώτατη βαθμίδα οικονομικής ενοποίησης είναι η οικονομική και νομισματική ένωση, που έχει όλα τα χαρακτηριστικά της κοινής αγοράς, αλλά προϋποθέτει επίσης και την εναρμόνιση των κυριότερων κατηγοριών οικονομικής πολιτικής (π.χ. νομισματικής και πιστωτικής πολιτικής, δημοσιονομικής πολιτικής κ.ά.) που εφαρμόζουν οι χώρες-μέλη, τη χρησιμοποίηση κοινού νομίσματος ή τουλάχιστον την καθιέρωση μόνιμων σταθερών ισοτιμιών μεταξύ των νομισμάτων των χωρών-μελών, τη δημιουργία ορισμένων κοινών θεσμικών οργάνων (π.χ. τη δημιουργία μιας κοινής κεντρικής τράπεζας) κ.ά.
Τα έσοδα και οι δαπάνες της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Οι τρεις κύριες πηγές εσόδων της Ένωσης είναι ο ΦΠΑ των χωρών μελών, από τον οποίο παίρνει 1,4 εκατοστιαίες μονάδες, οι εισπράξεις των χωρών-μελών από δασμούς επιβαλλόμενους σε εισαγωγές από τρίτες χώρες και οι εισπράξεις τους από αντισταθμιστικές εισφορές επιβαλλόμενες σε εισαγωγές γεωργικών προϊόντων. Από τα έσοδα των τελευταίων δύο κατηγοριών των χωρών-μελών η Ένωση παίρνει το 90%. Η σημαντικότερη πηγή εσόδων είναι ο ΦΠΑ.
Ο προϋπολογισμός της Ένωσης αντιπροσωπεύει λίγο περισσότερο από το 1% του Ακαθάριστου Κοινοτικού Προϊόντος. Σχεδόν τα δύο τρίτα των δαπανών αφορούν στη γεωργία και την αλιεία, ενώ σχετικά μικρό ποσοστό των δαπανών σχετίζονται με την κοινωνική και την περιφερειακή πολιτική. Από τον προϋπολογισμό καλύπτεται και το κόστος λειτουργίας των θεσμικών οργάνων της Ένωσης, των χιλιάδων επιτροπών κ.ά.
13/7/2015