Αλμυρά λεμόνια και πικρά ροδάκινα
Ο τίτλος παράλογος, αλλά εμπνευσμένος από ένα θεατρικό έργο («Μπλε/Πορτοκαλί» του Τζο Πένχαλ), που μιλάει για έναν ασθενή που πάσχει από σχιζοφρένεια –ή μήπως όχι;
Ο Κρις, νεαρός, φτωχός Αφρικανός μετανάστης στη Βρετανία τού σήμερα, παρουσιάζει αρκετά συμπτώματα: του λείπει ο αυτοέλεγχος, έχει ακουστικές και οπτικές παραισθήσεις (βλέπει τα πορτοκάλια μπλε), υποφέρει από μανία καταδίωξης και αδυνατεί να διαχειριστεί απλά καθημερινά συμβάντα.
Το έργο πραγματεύεται τον ρατσισμό και την ίδια στιγμή εγκύπτει στην ψυχική ασθένεια: ο Κρις βλέπει -πιθανότατα έχει- παντού εχθρούς. Οι αστυνομικοί τον κακομεταχειρίζονται, οι χούλιγκαν τον βρίζουν όπου τον δουν, του πετούν φιστίκια και ουρούν στην πόρτα του. Πλέον, με τη διάγνωση της ασθένειας, ο στιγματισμός του γίνεται ακόμη μεγαλύτερος.
Οι εκπρόσωποι των υπηρεσιών πρόνοιας δεν τον πιστεύουν. «Νιώθεις μοναξιά και φόβο, γι’ αυτό προσποιείσαι, ώστε να βρεις ένα ασφαλές κατάλυμα», του λέει ο αρμόδιος, στο νοσοκομείο όπου εισάγεται, να εξετάσει την περίπτωσή του ψυχίατρος.
Το θέατρο φωτογραφίζει τη ζωή, είναι γνωστό, ακόμη και αν το έργο δεν περιγράφει εμάς τους ίδιους. Βέβαια, ανθρώπους σαν τον Κρις, «ξένους» ή «διαφορετικούς» κάθε λογής, διακρίνουμε γύρω μας να παλεύουν πράγματι με τον φόβο, την απειλή, τη μοναξιά. Εκείνους που στα μάτια ορισμένων «νοικοκυραίων», «φυσιολογικών» και «αξιοσέβαστων» φέρουν ένα στίγμα.
Η εκλογική αναμέτρηση, όμως, αποκάλυψε κάτι ακόμα: ότι βλέπουμε το «αλλότριο» ακόμα και στους γείτονες, τους φίλους, τους συμφοιτητές και στους συγγενείς μας. Σε αυτούς με τους οποίους μέχρι προχθές τρώγαμε και γελούσαμε, σε αυτούς στους οποίους συμπαρασταθήκαμε -ή μας συμπαραστάθηκαν- στην ανεργία, στη δυστυχία, στα προβλήματα. Aλλαξε κάτι ή υπήρχε ήδη και δεν το παραδεχόμασταν;
Η κοινωνική -και πολιτική;- μισαλλοδοξία φαίνεται πως ελλόχευε βαθιά μέσα μας και μας έχει διαβρώσει πολύ. Τη ζήσαμε καθημερινά στη διάρκεια του προεκλογικού αγώνα, την είδαμε γύρω μας και δεν αντιδράσαμε –ίσως να την επιδείξαμε κι εμείς στην προσπάθεια να πείσουμε για την αλήθεια των θέσεών μας.
Οι τελευταίες δεκαπέντε-είκοσι ημέρες το απέδειξαν: δεν ανεχόμαστε το «άλλο», όποιο και αν είναι αυτό. Με αφορμή ένα δημοψήφισμα, το αποκορύφωμα της δημοκρατίας, οι «φιλελέδες» και οι «δωσίλογοι» ήρθαν αντιμέτωποι με τα «κομμούνια» και τους «άπλυτους» -ακούστηκαν και γράφτηκαν κι άλλες ασχήμιες εκατέρωθεν.
Ο εμφύλιος πόλεμος, όμως, στην Ελλάδα τελείωσε κάπου 60 χρόνια πίσω. Τρομάξαμε να επουλώσουμε τα τραύματα που μας προκάλεσε. Οι χαρακτηρισμοί αυτοί θα έπρεπε να βρίσκονται πια μόνο στα βιβλία της Ιστορίας και, ως λαός, να έχουμε διδαχτεί από τα λάθη μας, να έχουμε ξεπεράσει τους διχασμούς και να ζούμε και να εργαζόμαστε αρμονικά, παρά τις ιδεολογικές διαφορές μας.
Πού κρυβόταν αυτό το φλεγόμενο μίσος; Περισσή οργή στις ουρές των τραπεζών, επιτιμητικά σχόλια και αιχμηρά βλέμματα στο σουπερμάρκετ. Καβγάδες στις οικογένειες. Σκληρές εκφράσεις και επικίνδυνοι χαρακτηρισμοί στα μέσα ενημέρωσης και στις ιστοσελίδες κοινωνικής δικτύωσης.
Λες και στην πλειονότητά μας εδώ και τέσσερα-πέντε χρόνια δεν βιώνουμε την ίδια οικονομική βία, δεν αντιμετωπίζουμε τα ίδια προβλήματα…
Συνέβαλαν και οι κραυγάζοντες -δημοσιογράφοι και πολιτικοί, υπέρμαχοι της μιας και της άλλης πλευράς- στα δελτία και στις εκπομπές, όπου πλειοδότησαν οι ύβρεις και οι αρές, για το καλό της ενημέρωσης του λαού φυσικά –παρεμπιπτόντως και της τηλεθέασης ή της επανεκλογής οψέποτε στη Βουλή.
Μπράβο μας. Μέχρι στιγμής, ευτυχώς, μείναμε μόνο στα λόγια. Αν και καμιά φορά το δηλητήριο εισχωρεί ευκολότερα μέσα από τις λέξεις. Μια γρατσουνιά μπορεί να εξελιχθεί σε κακοφορμισμένη πληγή.
Δεν περισσεύει πουθενά λίγη λογική και έστω στοιχειώδης ψυχραιμία; Και η ανθρωπιά μας; Πού πήγε; Μας έμεινε καθόλου ή μήπως δεν είχαμε ποτέ και αρκούσε η οικονομική κρίση -όσο βαθιά και αν είναι- για να το ανακαλύψουμε; Αν συνεχίσουμε έτσι, σε λίγο όλοι θα γευόμαστε αλμυρά τα λεμόνια, πικρά τα ροδάκινα και ο ήλιος θα αρχίσει να βγαίνει από τον Βορρά. Ισως, χειρότερα, γίνουμε ρωμαϊκή αρένα.