Quantcast
Channel: ΔΉΘΕΝ
Viewing all articles
Browse latest Browse all 9990

Η ευκαιρία τού «ΟΧΙ». Για μια κριτική της δημοκρατίας του χρέους

$
0
0

Η ευκαιρία τού «ΟΧΙ». Για μια κριτική της δημοκρατίας του χρέους

 της συλλογικότητας connessioniprecarie
Πόσα «όχι» μπορούν να ειπωθούν σε μια Κυριακή; Τι είδους ευκαιρία προσφέρει το ελληνικό δημοψήφισμα ενάντια το τελεσίγραφο των ευρωπαϊκών θεσμών; Το δημοψήφισμα ήταν μια αναγκαστική επιλογή, διότι τους τελευταίους μήνες, ενάντια στην αξίωση της Ελλάδας να ξεφύγει από την τυραννία του χρέους, παγιώθηκε μια πραγματική και ξεκάθαρη εξέγερση υπέρ της δουλείας. Οι ευρωπαϊκές ελίτ –θεσμικές, οικονομικές και μιντιακές, συντηρητικές και σοσιαλιστικές- συνασπίστηκαν για να αποδείξουν ότι μια τέτοια αξίωση είναι τεχνικά ανέφικτη, αλλά πάνω απ’ όλα πολιτικά απαράδεκτη. Όσοι υφίστανται το χρέος θα πρέπει να κάτσουν στη θέση τους και να αποδεχθούν τους όρους μισθού και εισοδήματος που τους επιβάλλουν οι νεκραναστημένοι «φυσικοί νόμοι» του καπιταλισμού. Οι εβδομάδες πριν από την ανακοίνωση του δημοψηφίσματος σημαδεύονται από την ολοένα και πιο κατάφωρη και χυδαία προσπάθεια απονομιμοποίησης των ισχυρισμών που τολμούσε η ελληνική κυβέρνηση να θέτει προς διαπραγμάτευση. Ο ευρωπαϊκός και παγκόσμιος χαρακτήρας του ελληνικού δημοψηφίσματος δεν συνίσταται στη σύγκρουση ανάμεσα στην Ελλάδα και την υπόλοιπη Ευρώπη, αλλά την προσπάθεια να δοθεί ένα συνολικό μάθημα σε όσους πιστεύουν ότι μπορούν να αντιταχθούν στην τυραννία της χρηματοοικονομίας. Αυτό που παίζεται σήμερα δεν είναι κάποια δισεκατομμύρια ευρώ, ούτε είναι το όνομα του νομίσματος στο οποίο θα καταγράφονται τα χρέη και οι θυσίες. Είναι η εξουσία να αποφασίζεις υπέρ εκείνων που πληρώνουν το υψηλότερο τίμημα της κρίσης.
Σε αυτό το εξ ολοκλήρου πολιτικό έδαφος, η Ελλάδα δεν αποτελεί εξαίρεση, όπως συνήθως παρουσιάζεται. Η Ελλάδα είναι απλώς μία περίπτωση μεταξύ άλλων. Η διαφορά δεν έγκειται στο ύψος του χρέους της, ούτε στη βιωσιμότητά του, αλλά στο γεγονός ότι τους τελευταίους μήνες η Ελλάδα άδραξε την ευκαιρία για να πει «όχι» στις πολιτικές λιτότητας. Το δημοψήφισμα είναι η ευκαιρία να επαναλάβει αυτό το «όχι». Περισσότερο από τη μορφή εμφάνισής της, είναι σημαντική η ίδια η επανειλημμένη απροθυμία να υποβληθεί κανείς σε αυτούς τους κανόνες. Η νομιμότητα αυτής της αξίωσης, να μην υπόκεισαι στη λιτότητα, δεν εξαρτάται από την αριθμητική πλειοψηφία ενός φαντασιακού όντος που ονομάζεται «λαός». Η νίκη τού «Όχι» τρομάζει όχι επειδή θα αναζωογονήσει την πίστη προς τη δημοκρατία, αλλά επειδή θα επέβαλλε ένα έδαφος διαπραγμάτευσης που θεωρείται ως ανώμαλο. Δεν είναι τυχαίο που ο ανέκφραστος κ. Σόιμπλε, με τη συνήθη ωμή ειλικρίνειά του, ξεκαθάρισε ήδη ότι η συμφωνία είναι πλέον δύσκολη, αν όχι αδύνατη. Ωστόσο, η νίκη τού «Όχι» θα καθορίσει σε ποια κλίμακα θα αρθρωθεί το όλο ερώτημα. Ένα ερώτημα που μέχρι τώρα είχε περιοριστεί σε ελληνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο, θα γίνει ξαφνικά παγκόσμιο διότι –σε αντίθεση με την Αργεντινή τού 2001- σήμερα δεν είμαστε αντιμέτωποι με την αθέτηση πληρωμών ενός μόνο κράτους, αλλά πολλών. Για να μην πέσουμε –ή να μη μας ρίξουν- στο βάραθρο, πρέπει να υποβαλλόμαστε κάθε μέρα σε κανόνες που επιβάλλει μια δύναμη την οποία κανείς δεν ελέγχει πλήρως. Γι’ αυτό, εκατομμύρια άνθρωποι βλέπουν ότι η μοίρα των Ελλήνων μπορεί να γίνει και δική τους. Και γι’ αυτό, εκατομμύρια άνθρωποι ίσως δουν τη νίκη τού «Όχι» ως δική τους πιθανή νίκη στο μέλλον.
Ξένισε κάποιους η σχεδόν ψυχαναγκαστική επιμονή με την οποία οι Έλληνες διαπραγματευτές συνέχισαν να λένε ότι μια συμφωνία ήταν κοντά. Και συνεχίζουν να το κάνουν, όταν αναγγέλλουν ότι η συμφωνία θα ακολουθήσει αμέσως μετά το δημοψήφισμα. Η στρατηγική αυτή έχει ως στόχο να διακόψει μια επικοινωνία που διαφορετικά θα ήταν μονής κατεύθυνσης, εφόσον μέχρι σήμερα οι ευρωπαϊκές αρχές δεν διαπραγματεύονταν πραγματικά, αλλά απλώς υπαγόρευαν τους όρους της ελληνικής συνθηκολόγησης. Αυτή η στρατηγική νομιμοποιεί την παρουσία στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων ενός απροσδόκητου μέρους, ενώ ταυτόχρονα απειλεί με την ενεργοποίηση ενός υποκειμένου που βρίσκεται σε λανθάνουσα κατάσταση, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και στην υπόλοιπη Ευρώπη. Το ενδεχόμενο αυτής της αναπάντεχης παρουσίας δικαιολογεί ακόμα και την πιθανή απώλεια των δισεκατομμυρίων ευρώ που έχει δανειστεί η Ελλάδα. Το πραγματικό πρόβλημα της Τρόικας είναι τώρα να αποφύγει αυτή την παρουσία. Το ζήτημα πλέον δεν είναι πώς θα υπολογιστεί το χρέος, αλλά πώς θα επιβληθεί ως ακαταμάχητη πολιτική υποχρέωση. Το χρέος δεν είναι ένα οικονομικό μέγεθος, αλλά η μορφή πολιτικής επιβολής που ασκείται πάνω σε εκατομμύρια άνδρες και γυναίκες, πέρα από κράτη και σύνορα.
Από την άλλη, πρέπει να είναι σαφές σε όλους ότι ο λεγόμενος ελληνικός λαός δεν υπάρχει.Κάποιοι Έλληνες αναγνωρίζονται στα σχέδια της τρόικας επειδή επωφελούνται απ’ αυτά, ή απλώς επειδή τα θεωρούν εγγύηση για μια τάξη αναγκαία και αμετάβλητη. Δεν είναι κάτι καινούριο ότι η κυριαρχία αναπαράγεται συνήθως μέσω των εξουσιαζομένων. Κάποιοι άλλοι, που υφίστανται αυτή την κυριαρχία, συντάχθηκαν με τον ΣΥΡΙΖΑ, όχι επειδή δεν έχουν τίποτα να χάσουν, αλλά επειδή γνωρίζουν ότι, στην απαίσια περίπτωση που το «Ναι» κερδίσει, η αχαλίνωτη αλαζονεία του κεφαλαίου θα τους επιβάλει ακόμη ψηλότερο τίμημα . Ωστόσο, ούτε αυτοί είναι «ο ελληνικός λαός». Δεν είναι το 99% που φανερώνεται στην πράξη ως μια καθησυχαστική όσο και απίθανη υπόσχεση. Είναι ένα μέρος –το δικό μας μέρος- το οποίο εμφανίζεται ως ένα πολύπλοκο πλήθος υλικών θέσεων, ελπίδων, φόβων και παθών. Αυτό το μέρος δεν μπορεί να εκπροσωπηθεί, μπορεί μόνο να βεβαιώσει την παρουσία του. Η πολιτική πράξη της κυβέρνησης Τσίπρα ήταν ότι υπερασπίστηκε αυτό το μέρος, ότι το έβγαλε από μια κυριαρχία που εμφανιζόταν ως αδιαμφισβήτητη. Αυτό είναι ό,τι έχουμε ορίσει και θα συνεχίσουμε να ορίζουμε ως ταξική χρήση της χρηματοοικονομικής αστάθειας. Αυτό ήταν το ασυγχώρητο αμάρτημα του διδύμου Τσίπρα-Βαρουφάκη. Όχι η λογιστική συμβατότητα των προτάσεών τους, ούτε η υπερέκθεση στα ΜΜΕ, ούτε καν η περιφρόνηση των διπλωματικών συμβάσεων. Το ασυγχώρητο αμάρτημά τους ήταν ότι, στις διαπραγματεύσεις, υποστήριξαν τη θέση εκείνων που κανείς δεν περίμενε, κανείς δεν επιθυμούσε, ούτε καν ανεχόταν.
Τις τελευταίες ημέρες, συχνά με τις πιο συζητήσιμες προθέσεις, γίνεται πολύς λόγος για το ότι η Ελλάδα είναι η «πατρίδα της δημοκρατίας» ή η «κοιτίδα του δυτικού πολιτισμού». Και οι δύο αυτές ιδιότητες είναι συζητήσιμες και, κατά βάση, ούτε καν επιθυμητές. Αν δεν υπήρχε η διασκεδαστική και αποσιωπημένη ειρωνεία του μύθου, κατά τον οποίο ο Δίας απήγαγε την Ευρώπη και την οδήγησε στην Ανατολή, όπου ζούσε, αν δεν ήταν η αποκάλυψη της εξω-ευρωπαϊκής καταγωγής της Ευρώπης, δεν θα πολυξέραμε τι να την κάνουμε μια τέτοια γενεαλογία της δημοκρατίας και του πολιτισμού. Η Ελλάδα δεν είναι το παρελθόν μας που πρέπει να διατηρήσουμε, αλλά στοιχείο ενός παρόντος που μας αφορά όλους. Γι’ αυτό ακριβώς μας ενδιαφέρει όλους η πρόκληση που εκπέμπει σήμερα η Ελλάδα απέναντι στη δημοκρατία ως ένα παγκόσμιο σύστημα κυριαρχίας. Αν η δημοκρατία γίνει η πολιτική μορφή της χρηματοοικονομικής τυραννίας, το δημοψήφισμα της Κυριακής δεν είναι η επανενεργοποίηση του χαμένου αρχικού χαρακτήρα της. Είναι μάλλον μια νέα πρόκληση στο ύψος των σημερινών περιστάσεων, στις οποίες το χρέος είναι μια ευρέως διαδεδομένη πολιτική μορφή ικανή να επιβάλλει το καθεστώς της μισθωτής εργασίας, να διαρρηγνύει τον κοινωνικό δεσμό και να εμποδίζει όποια μορφή επικοινωνίας δεν μεσολαβείται από το χρήμα. Το δημοψήφισμα αποκαλύπτει δημοσίως την διαπλοκή μεταξύ χρηματοοικονομικής τυραννίας και δημοκρατικής εκπροσώπησης και απειλεί να σπάσει το στενό δεσμό που τις κρατά σήμερα ενωμένες. Δεν είναι η άμεση έκφραση της βούλησης ενός φαντασματικού ελληνικού λαού, αλλά η ευκαιρία να αρνηθούμε πρακτικά τη δημοκρατία ως πολιτική μορφή της τυραννίας του χρέους.
Μία από τις επιπτώσεις της κρίσης ήταν ότι ενοποίησε και νομιμοποίησε μια κανονιστική τάξη την οποία οι οίκοι της διεθνικής διακυβέρνησης φαίνεται απλώς να διαχειρίζονται. Αυτή η πολιτική λειτουργία ήταν λεπτή και αδιανόητη από ορισμένες απόψεις. Σήμερα, οι κανόνες και οι θεσμοί που προκάλεσαν την κρίση είναι οι μόνοι που νομιμοποιούνται να αποφασίζουν τι μπορεί και τι δεν μπορεί να γίνει για να ζήσουμε με την κρίση ή να την ξεπεράσουμε. Είμαστε αντιμέτωποι με μια οικονομική διεθνική τυραννία που δικαιολογείται από την ίδια τη χρηματοοικονομία και είναι σε θέση να επιβάλει σε μια πρωτοφανή παγκόσμια κυριαρχία, πανταχού παρούσα και αδιαμφισβήτητη.
Την Κυριακή, στην Ελλάδα, δίνεται η ευκαιρία να πούμε «όχι» σε αυτή την κυριαρχία. Είναι δικό μας καθήκον να αδράξουμε αυτή την ευκαιρία. Το «όχι» της Κυριακής μπορεί να ανοίξει ένα μονοπάτι ανάμεσα στις ακλόνητες νεοφιλελεύθερες βεβαιότητες της ευρωπαϊκής governance. Θα ήταν ένα σοβαρό πλήγμα στην εκπροσώπηση, στην οποία πλέον απλώς ανατίθεται να νομιμοποιεί δημοκρατικά την τυραννία του χρέους. Για όλους αυτούς τους λόγους, αυτό που προκύπτει αντιφατικά και μέσα από μεγάλες δυσκολίες δεν είναι ούτε η επαναβεβαίωση μιας κυριαρχίας υπό εξαφάνιση, ούτε η ακραία αντίσταση ενός λαού. Βρισκόμαστε μπροστά σε μια εξέγερση ενάντια στην τυραννία της χρηματοοικονομίας, με την επίγνωση ότι δεν υπάρχει χώρος ελεύθερος από την κυριαρχία της, και ότι ο παγκόσμιος χαρακτήρας επαναπροσδιορίζει εκ βάθρων τις δυνατότητες και τις προϋποθέσεις ύπαρξης όλων όσων θέλουν να της αντιταχθούν ριζικά. Πρόκειται για μια εντελώς νέα κατάσταση, μπροστά στην οποία δεν ωφελεί να ανατρέχουμε στα μαγειρεία του παρελθόντος για να αναζητήσουμε αναλογίες. Η ελληνική εξέγερση είναι η πρώτη ενάντια στο χρέος, η οποία εμπλέκει και κάμπτει τον κρατικό θεσμό προς την κατεύθυνσή της, και γι’ αυτό μας υποχρεώνει να δούμε τα κοινωνικά κινήματα ως έμπρακτη κριτική των δημοκρατικών θεσμών. Διότι αναγκάζει την Ευρώπη να καθρεφτιστεί στην ανεπάρκεια ενός κράτους, αναγνωρίζοντας σε αυτήν τη δική της ανεπάρκεια. Σε αυτό τον πολύπλοκο συσχετισμό δυνάμεων, η κατάσταση απειλεί να ξεφύγει από τον έλεγχο του δημοκρατικού συστήματος κυριαρχίας, ακριβώς όταν αυτό επικαλείται τη δημοκρατική απόφαση. Το να αδράξουμε την ευκαιρία τού «ΟΧΙ» σημαίνει να εισαγάγουμε ένα θανατηφόρο στοιχείο αβεβαιότητας σε ένα σύστημα που είναι σε θέση να εκτιμά τον κίνδυνο μόνο όταν αυτός αφορά τους από κάτω. Είναι η ευκαιρία στην οποία ένα πλήθος, με όλες τις διαφορές που το χαρακτηρίζουν, μπορεί να σηκώσει κεφάλι και να επιβάλλει το δικό του «ΟΧΙ».


Μετάφραση: Α.Γ.

Viewing all articles
Browse latest Browse all 9990

Trending Articles