Grentry: ένα ρήγμα στην κυριαρχία του χρηματιστικού κεφαλαίου στην Ευρώπη
της συλλογικότητας connessioniprecarie
Τo τεχνικό δεδομένο είναι απλό: οι λεγόμενοι «θεσμοί» (το νέο όνομα που η ελληνική κυβέρνηση επέτυχε να δοθεί στην Τρόικα) έχουν πολύ περισσότερα να χάσουν απ’ ό,τι η Ελλάδα. Στις σημαντικότερες οικονομικές εφημερίδες, η αλήθεια αυτή λέγεται πλέον ξεκάθαρα και όχι μόνο μέσα απ’ τις γραμμές: σε περίπτωση ελληνικού default, και ακόμη περισσότερο σε περίπτωση Grexit, περισσότερα θα είχαν να χάσουν οι χώρες που είναι οι πιο εκτεθειμένες, ιδίως η Γαλλία και η Γερμανία, και οι άλλοι πιστωτές. Έτσι, πρόσφατα ο Βόλφγκανγκ Μούνχάου έγραψε χωρίς κανένα έλεος ότι, αν αυτό συμβεί, η Άνγκελα Μέρκελ και ο Φρανσουά Ολάντ «θα περάσουν στην ιστορία ως οι μεγαλύτεροι losers στην χρηματοπιστωτική ιστορία». Ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας (ΕΜΣ) είναι όντως ένα κλουβί για τις χώρες που συνάπτουν και δέχονται δάνεια, αλλά είναι επίσης και ένας μηχανισμός μέσω του οποίου το πρόβλημα του απαιτητού των ώριμων πιστώσεων επιστρέφει αναπόφευκτα πάνω στο κεφάλι των πιστωτριών χωρών. Η χρεωκοπία των πρώτων είναι ένα οικονομικό πρόβλημα και για τις δεύτερες –ιδίως γι’ αυτές. Το άρθρο δημοσιεύτηκε στους Financial Times και μεταφράστηκε στην Sole24ore∙ άρα, μπορούσαν να το διαβάσουν ακόμα και εκείνοι οι Ιταλοί σχολιαστές, αναλυτές και πολιτικοί οι οποίοι συνεχίζουν να επαναλαμβάνουν σαν «μάντρα» τον τελείως αβάσιμο ισχυρισμό ότι στο επίκεντρο της διαμάχης βρίσκονται «τα λεφτά μας», ή –παραλλαγή στο ίδιο θέμα- η «αξιοπιστία» της Ελλάδας. Ο οικονομολόγος Χανς-Βέρνερ Ζινν, μέλος της συμβουλευτικής επιτροπής του γερμανικού υπουργείου οικονομικών, παρατήρησε επίσης ότι ένα άλλο «μάντρα», αυτό της «φυγής των ιδιωτικών κεφαλαίων» από την Ελλάδα προς άλλες χώρες, θα έπρεπε να ανησυχεί εξίσου –και ίσως περισσότερο- αυτές τις άλλες χώρες, παρά την Ελλάδα. Το σύστημα TARGET2, το οποίο ρυθμίζει τη μεταβίβαση τίτλων και κεφαλαίων μεταξύ των ευρωπαϊκών ιδιωτικών τραπεζών μέσω μιας πολύπλοκης τριγωνοποίησης μεταξύ των κεντρικών τραπεζών των εμπλεκόμενων χωρών και της ΕΚΤ, στην ουσία επιβάλλει μια δημοσιοποίηση των ιδιωτικών δανείων από τις κεντρικές τράπεζες. Για να το πούμε απλά: η μεταφορά ιδιωτικών κεφαλαίων από μία ελληνική ιδιωτική τράπεζα σε μία γερμανική ιδιωτική τράπεζα συντελείται μέσω χρέωσης της ελληνικής κεντρικής τράπεζας στην ΕΚΤ, η οποία με τη σειρά της χορηγεί τις πιστώσεις TARGET2 στην γερμανική κεντρική τράπεζα. Η προειδοποίηση του Ζινν εξηγείται λοιπόν σε αυτό το πλαίσιο: η υποτιθέμενη «φυγή κεφαλαίων» από τις ιδιωτικές ελληνικές τράπεζες θα πρέπει να προκαλεί ανησυχία ιδίως στις χώρες όπου πηγαίνουν τα κεφάλαια αυτά, διότι αποτελεί έναν τρόπο με τον οποίο οι Έλληνες πολίτες προστατεύουν τις αποταμιεύσεις τους μετακυλίοντας το βάρος μιας πιθανής αθέτησης πληρωμών στις κεντρικές τράπεζες των άλλων χωρών και στην ΕΚΤ.
Οπότε, αυτό που δήλωσε χθες [στις 19/6] ο Ντάισελμπλουμ, ότι «οι αναλήψεις από τους ελληνικούς τρεχούμενους λογαριασμούς είναι ανησυχητικές» και αποτελούν ένδειξη «μεγάλης ανησυχίας για το μέλλον», δεν έχει μόνο μία ανάγνωση. Αρκεί να δει κανείς ένα διάγραμμα των ισοζυγίων TARGET2 για να συνειδητοποιήσει ότι η Γερμανία είναι μακράν η πιο εκτεθειμένη χώρα. Όπως και οι πιστώτριες χώρες του Ταμείου Διάσωσης και της ΕΚΤ, η Γερμανία μπορεί να αποφασίζει μόνη της πόσο θα χάσει. Από τότε που ξεκίνησε η κρίση, το ελληνικό χρέος είναι τώρα πολύ περισσότερο στα χέρια των «θεσμών» παρά ιδιωτών επενδυτών. Οι χρεωμένες χώρες, αντιθέτως, έχουν να χάσουν μόνο τα χρέη τους.
Είναι σαφές ότι αυτό πλήττει την ικανότητα της Ελλάδας για μελλοντικές δαπάνες και τη δυνατότητά της να χρεωθεί περαιτέρω ώστε να αντλήσει κεφάλαια από την αγορά. Αλλά η συζήτηση αυτή δεν είναι του παρόντος, και δεν είναι καθόλου προφανές ότι ο μόνος τρόπος για να αντλήσει κανείς κεφάλαια είναι να περάσει μέσα από τα νύχια των κανόνων του ΔΝΤ και της ΕΚΤ. Όπως φαίνεται και από την υπογραφή της συμφωνίας με τη Ρωσία για τον αγωγό TurkStream, η εικόνα μιας χώρας χωρίς καμία δυνατότητα ελιγμών είναι μακριά από την αλήθεια. Πάνω απ’ όλα, είναι όλο και λιγότερο σαφές στους Έλληνες πολίτες τι έχουν να κερδίσουν με το να είναι αξιόπιστοι στα μάτια των «αγορών».
Αυτό φυσικά δεν δικαιολογεί κάποια θριαμβολογία. Το σημείο εκκίνησης είναι μια χώρα, η Ελλάδα, που βρίσκεται ήδη πέρα από το σημείο της κατάρρευσης, αλλά που, ακριβώς γι’ αυτό, έχει όλο και λιγότερα να χάσει. Η διαχείριση της κρίσης από το δίδυμο Τσίπρα-Βαρουφάκη φαίνεται πολύ πιο συνειδητή από όσο πολλοί νομίζουν, και δείχνει υψηλή τακτική νοημοσύνη. Δεν είναι μόνο ευστροφία, δεν είναι μόνο θεωρία παιγνίων∙ είναι καρπός όχι ευκαταφρόνητης κατανόησης των ευρωπαϊκών χρηματοπιστωτικών μηχανισμών. Όσο περνά ο καιρός, τόσο περισσότερο η αίσθηση ευθύνης που όλοι αξιώνουν από την Ελλάδα ρίχνει τη σκιά της στις άλλες συνιστώσες τού Eurogroup. Όσο περισσότερο εμφανίζονται δημόσια συμπεριφορές απλώς αλαζονικές και στερούμενες παντελώς περιεχομένου, όπως το ξέσπασμα της Κριστίν Λαγκάρντ ότι για να βρεθεί λύση «πρέπει να υπάρχουν ενήλικες στην αίθουσα», τόσο πιο συγκεκριμένα αναδύονται οι ελληνικές θέσεις. Είναι αλήθεια, οι «τρεις θεσμοί» είναι οι ίδιοι που συγκροτούσαν την Τρόικα. Αλλά η αλλαγή ονόματος παράγει τα αποτελέσματά της: έτσι, ακούμε το ΔΝΤ να μιλάει για τον εαυτό του∙ ή, ο προαναφερθείς Ντάισελμπλουμ, όταν ερωτάται αν μια ευρωπαϊκή σύνοδος μπορεί να αποφασίσει κάτι πέρα από όσα συζήτησε το Eurogrοup, απαντά ότι, προφανώς, «αφού είναι ηγέτες, μπορούν να λαμβάνουν αυτόνομες αποφάσεις». Για να το πούμε με απλά λόγια: το όπλο στον κρόταφο της Ελλάδας έχει αδειάσει, και η συζήτηση πλέον διαρκώς στρέφεται από ένα τεχνικό προς ένα πολιτικό επίπεδο. Είναι αλήθεια, όπως μεταδίδουν οι εφημερίδες, ότι οι εταίροι της Ελλάδας έχουν «χάσει την υπομονή τους». Αλλά η απώλεια της υπομονής δεν είναι αρετή των ισχυρών.
Μιλώντας για τη γραμμή της ελληνικής κυβέρνησης, γνωρίζουμε ότι κάποιοι ίσως δυσανασχετήσουν.Πρέπει όμως να λέμε τα πράγματα όπως είναι, και γι’ αυτό πρέπει να διαλύσουμε και άλλο ένα μύθο, αυτή τη φορά από την πλευρά των κινημάτων ενάντια στη λιτότητα. Αυτό που αντιμετωπίζουμε δεν είναι απλώς πρόβλημα δημοκρατίας ή εθνικής κυριαρχίας. Αν ήταν έτσι, δεν θα είχαμε λόγο να προτιμήσουμε την κυριαρχία έντεκα εκατομμυρίων Ελλήνων από την κυριαρχία ογδόντα δύο εκατομμυρίων Γερμανών, που επίσης εκπροσωπούνται νομίμως από την κυβέρνησή τους. Εξάλλου, το να συνδέουμε τη δημοκρατία με τη στάση μιας κυβέρνησης που βρέθηκε στην εξουσία με το 36,3% λόγω του εκλογικού νόμου, είναι μια μάλλον περιοριστική αντίληψη της δημοκρατίας. Δεν πρόκειται για τυπικό αλλά για πολιτικό ζήτημα: είμαστε με την Ελλάδα επειδή για πρώτη φορά μια κυβέρνηση κάνει ευφυή και ταξική χρήση της χρηματοοικονομικής αστάθειας, επειδή στο επίκεντρο της διαμάχης βρίσκεται η συνειδητή βούληση να μην κοπούν κι άλλο δημόσιες υπηρεσίες, μισθοί και συντάξεις, αντίθετα να τους δοθεί νέα ώθηση, επειδή αυτό δεν γίνεται μέσα από μία προσφυγή σε επικίνδυνες και αναποτελεσματικές «μικρές πατρίδες» αλλά, αντίθετα, μέσα από μια αναφορά στην Ευρώπη σε όλες της τις διαστάσεις. Ταξική χρήση δεν σημαίνει ότι η εργατική τάξη χάρη σε αυτά τα μέτρα θα δείξει την άκαμπτη ανταγωνιστικότητά της, ούτε ότι θα καταλάβει το κράτος για λογαριασμό της. Σε αντίθεση με αυτούς τους δύο συμμετρικούς ισχυρισμούς,ταξική χρήση σημαίνει ότι, μέσα σε μια πολύπλοκη και αρθρωμένη αντίφαση, μετά από πολλά χρόνια τα μέτρα που προτείνονται δεν αποβλέπουν στο να κάνουν τη μεγάλη μάζα του πληθυσμού οικονομικά φτωχότερη και πολιτικά καθυποταγμένη στην κυριαρχία του κεφαλαίου.Γύρω από αυτό, και όχι από το αποτέλεσμα μιας ψηφοφορίας, θα ανασυγκροτηθεί στην Ελλάδα μία δημοκρατική προοπτική για την Ευρώπη.
Αυτό δεν εξαντλεί το καθήκον των κινημάτων, τα οποία αποτελούν την πραγματική βάση που καθιστά δυνατή αυτή την αντιπαράθεση και τα οποία πρέπει να μπορούν να εμπλακούν σε μια πολιτική μάχη με τον εχθρό μέχρι και μέσα στους θεσμούς, προωθώντας όμως αυτόνομα τη δική τους ατζέντα. Γι’ αυτό, δεν αρκεί η αλληλεγγύη προς την Ελλάδα∙ πρέπει να μπορέσουμε να συνδυάσουμε το αίτημα για αξιοπρεπές εισόδημα με τις συνθήκες εκμετάλλευσης που συνεπάγεται το καθεστώς του μισθού, και να συγκρουσθούμε με τις τάσεις διαχείρισης της κινητικότητας. Το βήμα αυτό δεν βρήκαν ακόμη το θάρρος να το κάνουν τα κινήματα που δραστηριοποιούνται σε διεθνικό επίπεδο, μετά την ημέρα Blockupy της 18ης Μαρτίου. Ωστόσο, προς αυτή την κατεύθυνση πρέπει να επιμείνουμε, συγκροτώντας μια δύναμη κρούσης που να αφορά όχι μόνο την κοινή γνώμη, αλλά να αγγίζει το ίδιο το κέντρο της σύγκρουσης: την αγορά εργασίας. Το καθήκον που έχουμε μπροστά μας είναι να συμπληρώσουμε το χώρο που άνοιξε το Blockupy αναλαμβάνοντας τις ευθύνες μας όσον αφορά τα αιτήματα για αξιοπρεπές εισόδημα και άδεια παραμονής για όλους στην Ευρώπη, στην οπτική μιας διεθνικής απεργίας.
Όπως παρατηρεί ο Μαρκ Μπιουκάναν στην ελληνική εφημερίδα Καθημερινή, αυτό που παρακολουθούμε δεν είναι μία οικονομική διαπραγμάτευση, αλλά μία σύγκρουση δυνάμεων όπου «οι τεχνικές λεπτομέρειες και οι πίνακες των πληρωμών είναι τα εργαλεία μέσω των οποίων η μια πλευρά ασκεί την εξουσία και η άλλη προβάλλει αντίσταση σε αυτήν».
Όπως κι αν έχει, η διελκυστίνδα σχετικά με την Ελλάδα έχει ανοίξει ένα ρήγμα στην παντοκρατορία του κεφαλαίου στην Ευρώπη. Αυτό που χρειάζεται τώρα είναι να το διευρύνουμε, αφήνοντας κατά μέρος τα κολλήματα με τις εθνικές/λαϊκές κυριαρχίες. Οι αντιδράσεις μπορεί να είναι πολύ βίαιες, όπως και εκείνες ενός πατέρα-αφέντη που βρίσκεται σε κρίση επειδή βλέπει την εξουσία του να αμφισβητείται, και οι συνέπειες για τους Έλληνες εξακολουθούν να είναι βαριές. Κάτι, όμως, έχει σπάσει προς τη σωστή κατεύθυνση.
Πρώτη δημοσίευση: Grentry. Il dominio della finanza in Europa e la sua crisi
Μετάφραση: Α.Γ.