Η μπαλάντα του νεροχύτη
by ΑΝΤΩΝΗΣ ΑΝΤΩΝΑΚΟΣ
Να ρίχνεις τη λοξή σου ματιά σε όλα
τα πλάσματα και να χορεύεις στο ταψί
Αμερικάνους ρεαλιστές που εκδίδουν
τώρα τις αλητείες τους και τις μοσχοπουλάνε
στο εξωτερικό σαν το κρέας της φώκιας.
Κι όπως τα μυρμήγκια μεταφέρουν
τεράστια ψίχουλα στις τρύπες τους
κι όπως τα χελιδόνια χτίζουν αυτές τις φωλιές
από άχυρο και λάσπη κι όπως αποθέτεις
τρυφερά τα ζουμάκια σου στο νεροχύτη κι όπως
όπως προλαβαίνω να τα πω όλα σ’ αυτή τη ζωή
και να νιώσουν οι γυναίκες ευτυχισμένες
μέσα στον καύσωνα της κουζίνας, με τους
ατμούς και τις μυρουδιές και τα καρότα
τις πιπεριές και τα μούρα, βάζοντας αγάπη
και κρίσεις ηθικής στην κατσαρόλα και πιπέρι
και ίσα που προλαβαίνω να γράψω για τα
υπέροχα χλωρά κρεμμύδια στους κήπους
των φίλων μου. Τα κολοκυθάκια, τα φασολάκια,
τα χείλη της όταν γύρισε απ’ το τρελοκομείο
η αγάπη μου, απ’ το νεκρόδειπνο νοικοκυραίων,
απ’ το έτοιμο φαγητό που μυρίζει ιδρωμένη
μασχάλη και φτερούγες πουλιών που δεν πέταξαν.
Όταν γύρισε απ’ τον έρωτα δίχως σεξ κι απ’ το σεξ
δίχως έρωτα κι απ’ τα ποιήματα άλλων που
γράφτηκαν για να βραβευτούν από ειδικούς
και ειδήμονες και τώρα πρέπει να προλάβω
να περιγράψω το χτυποκάρδι της σφήκας μέσα
στο μπουκάλι της λεμονάδας, να προλάβω να σε δω
απ’ το καθρεφτάκι του αυτοκινήτου να κατουράς
τόσο ήσυχα ειρηνικά και σφυριχτά και να σε θαυμάσω
εγώ ο θεούλης, ο ματάκιας, ο δημιουργός, ο παντοκράτωρ.
τα πλάσματα και να χορεύεις στο ταψί
Αμερικάνους ρεαλιστές που εκδίδουν
τώρα τις αλητείες τους και τις μοσχοπουλάνε
στο εξωτερικό σαν το κρέας της φώκιας.
Κι όπως τα μυρμήγκια μεταφέρουν
τεράστια ψίχουλα στις τρύπες τους
κι όπως τα χελιδόνια χτίζουν αυτές τις φωλιές
από άχυρο και λάσπη κι όπως αποθέτεις
τρυφερά τα ζουμάκια σου στο νεροχύτη κι όπως
όπως προλαβαίνω να τα πω όλα σ’ αυτή τη ζωή
και να νιώσουν οι γυναίκες ευτυχισμένες
μέσα στον καύσωνα της κουζίνας, με τους
ατμούς και τις μυρουδιές και τα καρότα
τις πιπεριές και τα μούρα, βάζοντας αγάπη
και κρίσεις ηθικής στην κατσαρόλα και πιπέρι
και ίσα που προλαβαίνω να γράψω για τα
υπέροχα χλωρά κρεμμύδια στους κήπους
των φίλων μου. Τα κολοκυθάκια, τα φασολάκια,
τα χείλη της όταν γύρισε απ’ το τρελοκομείο
η αγάπη μου, απ’ το νεκρόδειπνο νοικοκυραίων,
απ’ το έτοιμο φαγητό που μυρίζει ιδρωμένη
μασχάλη και φτερούγες πουλιών που δεν πέταξαν.
Όταν γύρισε απ’ τον έρωτα δίχως σεξ κι απ’ το σεξ
δίχως έρωτα κι απ’ τα ποιήματα άλλων που
γράφτηκαν για να βραβευτούν από ειδικούς
και ειδήμονες και τώρα πρέπει να προλάβω
να περιγράψω το χτυποκάρδι της σφήκας μέσα
στο μπουκάλι της λεμονάδας, να προλάβω να σε δω
απ’ το καθρεφτάκι του αυτοκινήτου να κατουράς
τόσο ήσυχα ειρηνικά και σφυριχτά και να σε θαυμάσω
εγώ ο θεούλης, ο ματάκιας, ο δημιουργός, ο παντοκράτωρ.