Για το Δήμο Θέο
του Φώτη Τερζάκη
Θα ήθελα να πω πολλά επαινετικά λόγια για τον Δήμο Θέο, που είχα τη χαρά να τον γνωρίσω όχι μόνον ως δημιουργό, αλλά και προσωπικά ως σκεπτόμενο άνθρωπο και συνομιλητή· θα αντισταθώ όμως σε αυτή μου την παρόρμηση, αφήνοντάς το έργο αυτό σε άλλους οι οποίοι τον ξέρουν από πιο κοντά και έχουν στενότερη σχέση με τη ζωή και το έργο του. Για να μην καταχραστώ τον χρόνο σας, θα περιοριστώ να εκθέσω λίγες σκέψεις που μου γεννάει αυτό το έργο, επιχειρώντας εντέλει να φωτίσω τί είναι εκείνο που συνδέει τις δύο ταινίες της σημερινής ημέρας – το τηλεοπτικό ντοκυμανταίρ που είδαμε νωρίτερα και τη μεγάλου μήκους μυθοπλασία που θα δούμε σε λίγο.
Το πρώτο πράγμα που πρέπει να πούμε είναι ότι ο Δήμος Θέος είναι ένας από τους πιο αυτοστοχαζόμενους δημιουργούς του ελληνικού κινηματογράφου – πράγμα διόλου αυτονόητο για έναν καλλιτέχνη, ανεξαρτήτως της αξίας του. Ανήκει στο σπάνιο είδος του σκηνοθέτη-φιλοσόφου και οι ταινίες του, πέραν οτιδήποτε άλλου, πρέπει να διαβάζονται σαν περιπέτειες της σκέψης. Αναρωτιέται από την πρώτη στιγμή για τη φύση του μέσου που χρησιμοποιεί, της κινηματογραφικής εικόνας, και αυτό τον έφερε σε έναν φιλοσοφικό προβληματισμό, τον οποίον αναπτύσσει παράλληλα και εκτός κινηματογράφου άλλωστε, σε μία σειρά βιβλίων. Ξεκινώντας από τη σύγχρονη σημειολογία θα οδηγηθεί, από την παρακαμπτήριο της φαινομενολογίας, μέχρι τη βυζαντινή φιλοσοφία της εικόνας, στον Ιωάννη Δαμασκηνό, και τα ερωτήματα που η μία παράδοση θέτει στην άλλη ορίζουν ταυτόχρονα τους δύο θεματικούς άξονες των ενδιαφερόντων του: το πολιτικό και το ιερό. Αν μπορώ να το πω έτσι, η σφαίρα του πολιτικού θέτει διαρκώς υπό ερώτησιν το ιερό και τις σημασίες του, και η σφαίρα του ιερού θέτει υπό ερώτησιν το πολιτικό και τις πρακτικές του. Η διαμεσολάβηση είναι δύσκολη, και θα την επιχειρήσει με τον μόνο τρόπο που μπορεί να επιχειρηθεί: προσφεύγοντας στο μεσολαβητικό πεδίο της ιστορίας. Με τον τρόπο αυτό παράγεται ένα έργο πλούσιο σε ερωτήματα, χωρίς διόλου να υποτιμά την αυτοτελή αξία της κινηματογραφικής φόρμαςκαι την υποβλητική δύναμη της κινηματογραφημένης εικόνας.
Μορφολογικά, ο Δήμος Θέοςφαίνεται συνδέει τις δύο σφαίρες του πολιτικού και του ιερού με τις δύο λειτουργίες της εικόνας: την εικόνα-σημείο, από τη μία πλευρά, και την εικόνα-σύμβολο (που βρίσκεται εγγύτερα στη βυζαντινή έννοια της εικόνας), από την άλλη. Η εικόνα-σημείο ορίζεται με τους όρους της σύγχρονης φορμαλιστικής γλωσσολογίας, στο πλαίσιο της οποίας αποφασιστικό ρόλο παίζει το δόγμα της αυθαιρεσίας του σημαίνοντος. Η διατύπωση είναι αθώα, κρύβει όμως τρομερές σημασίες μέσα της των οποίων δεν φαίνεται να είχε επίγνωση ο Σωσσύρ και οι πρώτοι θεμελιωτές. Διότι αν η σχέση μεταξύ του σημαίνοντος και του σημαινομένου είναι συμβατική, εξωτερική, αν δεν αναδύεται από τα μύχια του πράγματος, ποια είναι η δύναμη που την επιβάλλει; Είναι η εξουσία του ομιλούντος, που στηρίζεται πάντα, δεν χρειάζεται να το πω, σε εξω-γλωσσικές μορφές καταναγκασμού. Κατονομάζω σημαίνει κυριαρχώ· η δυνατότητα τού ορίζειν είναι η θέση του κυρίου στο πλέγμα κυρίου-και-δούλου, είτε μιλάμε για άλλους ανθρώπους είτε για τη δαμασμένη φύση. Ιδού γιατί η έννοια και η λειτουργία τού σημείου αντιστοιχεί στη σφαίρα του πολιτικού.
Η εικόνα-σύμβολο αντιπροσωπεύει κάτι πιο περίπλοκο, που δεν έχω τον χρόνο εδώ να εκθέσω σε όλες του τις λεπτομέρειες. Σε αντίθεση με το σημείο, βασίζεται στον άρρηκτο εγγενή δεσμό της εκφοράς με το εκφερόμενο, σαν οργανική έκφραση του τελευταίου. Εδώ, το εκφέρον δεν εκπροσωπεί το εκφερόμενο (πολιτική λειτουργία) αλλά εκφράζειτο εκφερόμενο: σαν να λέμε, υπηρετεί την αυτοκατάφασή του και διευρύνει τη δύναμή του (με τη σπινοζική έννοια του όρου). Σκεφτείτε: όλο το ανεξάντλητο ρεπερτόριο των μυθικών συμβόλων, αυτή η «μητρική γλώσσα της ανθρωπότητας» όπως έλεγε ο Χέρντερ,λειτουργεί με αυτό τον δεύτερο τρόπο· είναι εικόνες που κρατούν μέσα τους όλη τη ζωτική δύναμη του εικονιζομένου, τηνεκφραστικότητατου ίδιου τού πράγματος – και κάτι από αυτό διατηρείται στις ιδεογραμματικές γλώσσες και γραφές… Γ’ αυτό λέμε ότι η έννοια και λειτουργία του συμβόλου αντιστοιχεί στη σφαίρα του ιερού.
Θεωρώ αυτές τις θεμελιώδες παραδοχές –και αν αποδίδω πιστά τη σκέψη τού Δήμου Θέου– ως απαραίτητη προϋπόθεση για να καταλάβουμε το κινηματογραφικό του εγχείρημα, και ιδίως τη διαδρομή που οδηγεί από το Κιέριον του 1968 στηΔιαδικασία του 1976. Στο Κιέριον, αυτή την «πρώτη ελληνική πολιτική ταινία» όπως γενικά λέγεται και ισχύει, επιχειρείται μια ανατομία της μακρόχρονης εξάρτησης του νεοελληνικού κράτους από τα οικονομικά και στρατηγικά κέντρα της Δύσης σε έναν βαθμό αφαίρεσης που ισχύει για όλες τις σχέσεις περιφέρειας και μητρόπολης στη σύγχρονο κόσμο (θα μπορούσε να αφορά εξίσου, για παράδειγμα, πολλές χώρες της Λατινικής Αμερικής…). Μέσα στα πολύπλοκα δίκτυα εξουσίας που συνθέτουν τον αφηγηματικό ιστό της ταινίας,εμπλέκεται και η ίδια η φιλμική εξιστόρηση σαν αγώνας για επανασημασιοδότηση του αδιαφανούς ιστορικού γεγονότος από την πλευρά τού εξουσιαζομένου. Εδώ έγκειται ο βαθιά πολιτικός χαρακτήρας της ταινίας.
Με τη Διαδικασία, ο σκηνοθέτης προβάλλει την ιστορική του ερωτηματοθεσία σε έναν προ-ιστορικό, δηλαδή ανθρωπολογικό τόπο. Θα έλεγα ότι αναζητάει τη μυθική καταγωγή της εξουσίας εν γένει – προβάλλοντας το ιστορικό σενάριο της κυριαρχίας και της εξάρτησης σε έναν αρχετυπικό illotempore. Το σενάριο που διαδραματίζεται κάπου στο Αιγαίο της δεύτερης π.Χ.χιλετηρίδας, μοιάζει με αλληγορία των σύγχρονών του πολιτικών συμβάντων: η σχέση Κρήτης-Λυκαβηττού είναι η σχέση Αμερικής και Ελλάδας, ο ανταγωνισμός Κρήτης και Μυκηνών είναι ο ψυχροπολεμικός ανταγωνισμός, η αδελφοκτόνα μονομαχία Ετεοκλή και Πολυνείκη είναι ο ελληνικός Εμφύλιος, ο σφετερισμός τού Κρέοντα είναι η δικτατορία των Συνταγματαρχών, οι εξεγερμένοι χοιροβοσκοί είναι η χειραγωγήσιμη προλεταριακή μάζα… Μέχρις εδώ, το πράγμα θα ήταν ίσως ένας φτηνός αλληγορικός διδακτισμός – είδος που έχει, σημειωθήτω, βαθιές ρίζες: ο πρώτος διδάξας είναι ο Πλάτων, ο οποίος χειραγωγεί ένα μυθικό υλικό –τον μύθο της Ατλαντίδας στον Κριτία, για παράδειγμα– προκειμένου να υποβάλει πολιτικές βλέψεις για τη σύγχρονή του Αθήνα. Ο Δήμος Θέος όμως κάνει κάτι πέραν αυτού. Η κεντρική σύγκρουση είναι ανάμεσα σε δύο ιερατικές φιγούρες: της Αντιγόνης, που εκπροσωπεί την αυτόχθονηιερή βασιλεία στο όνομα ενός προαιώνιου μητρικού δικαίου, και του αρχιερέα Κινύρα που εκπροσωπεί το πανίσχυρο ιερατείο της Μητρόπολης, ερμηνευτή και νομιμοποιητή των βουλών μιας απρόσωπης, πατριαρχικής εξουσίας. Έτσι η πολιτική σύγκρουση διασταυρώνεται με ένα βαθύτερο, ανθρωπολογικό ερώτημα περί των σχέσεων του πολιτικού με το ιερό. Το ερώτημαθα μπορούσε να διατυπωθεί κάπως έτσι: είναι η σφαίρα του ιερού καταστατικά διαπλεγμένη με την εξουσία, έσχατη πηγή και νομιμοποίηση της πολιτικής κυριαρχίας, ή μήπως συνιστά μία ανεξάρτητη οντολογική αρχή, απ’ όπου θα μπορούσε ενδεχομένως να αντληθεί κάθε δύναμη αντίστασηςστην κυριαρχία;
Τα ερώτημα αυτό, θεωρώ, διαποτίζει όλο το έργο, κινηματογραφικό και μη κινηματογραφικό, του Δήμου Θέου. Δεν το απαντά φυσικά, διότι καθήκον της τέχνης δεν είναι να δίνει απαντήσεις. Διερευνά όμως με ανεξάντλητη συνέπεια και επιμονή αναρίθμητες πτυχές του – και, πράγμα που είναι το σημαντικότερο από κινηματογραφική άποψη, αναπλάθει όψεις τής ιερής τελετουργίας με ενάργεια και αυθεντικότητα που λίγες φορές συναντάμε στον μυθοπλαστικό κινηματογράφο: δείτε, για παράδειγμα, τη σκηνή της θυσίας τού τράγου με τις επικλήσεις στο παλάτι, ή τη σκηνή της ταφής τού Πολυνείκη με τα κτερίσματα στη Διαδικασία, ή ακόμα τηνκατανυκτική αγιογραφική επιτέλεση στον Καπετάν Μεϊτάνο… Και παρεμπιπτόντως, να πω ότι το ίδιο ερώτημα κατευθύνει το ερευνητικό του ενδιαφέρον στο τηλεοπτικό ντοκυμανταίρ για τα δερβίσικα τάγματα στην Οθωμανική αυτοκρατορία. Τα ερωτήματα προς το τουρκολόγο καθηγητή Βασίλη Δημητριάδη εκμαιεύουν αυτόν ακριβώς τον αντιφατικό χαρακτήρα των μυστικών αδελφοτήτων του Ισλάμ: από τη μία πλευρά αντιπροσωπεύουν αυτές μιαν απόσυρση από τις εγκόσμιες υποθέσεις και την ταραχή της ιστορίας, απόσυρση και καταφυγή σε εκστατικές πρακτικές που τις περισσότερες φορές στην ιστορία τους επέσυραν την υποψία της αίρεσης, ή τουλάχιστον της «ανορθοδοξίας», από την άλλη πλευρά γίνονται άμεσες ή έμμεσες γέφυρες για την πολιτισμική επέκταση του Ισλάμ κα περιστασιακά καθαγιάζουν τα όπλα ή και το ίδιο το κυριαρχικό αξίωμα του Σουλτάνου· ακόμη πιο γενικά μιλώντας, από τη μία πλευρά έγιναν το μεγάλο ιστορικό φίλτρο μέσ’ από το οποίο διηθήθηκε στηνεπικράτεια του Ισλάμ η τεράστια ποικιλομορφία του θρησκευτικού υποστρώματος της Ανατολικής Μεσογείου, της Βορείου και Ανατολικής Αφρικής, της Μεσοποταμίας, μέχρι τις κεντρασιατικές στέπες και τον Ινδοκαύκασο, από την άλλη πλευρά στάθηκαν η θρησκευτική γλώσσα στην οποία όλοι αυτοί οι τοπικοί πολιτισμοί άρθρωσαν τις αντιστάσεις τους στην αραβομουσουλμανική ηγεμονία. Και τέλος, μπαίνοντας στη νεωτερικότητα, εξέφρασαν σε πρώτη φάση την αντίσταση των συντεχνιών στην κρατική κεντροποίηση (αυτός είναι ο λόγος της επανειλημμένης καταστολής τους: σφαγή των Μπεκτασί από τον Μαχμούντ τον Β΄ μετά την εξέγερση του 1824-25 στην Ισταμπούλ, και η γενική απαγόρευσή τους το 1928 από τον Κεμάλ Ατατούρκ), και σε δεύτερη φάση συντάχθηκαν με τις εθνικοαπελευθερωτικές δυνάμεις και κινήματα ενάντια στη δυτική αποικιοκρατία (και μέσω αυτής της παράδοσης είναι που χάλκευσαν δεσμούς με τον σύγχρονο ισλαμισμό).
Στη Διαδικασία, εν πάση περιπτώσει, συμπαρατίθενται και αντιπαρατίθενται οι δύο αυτές αντιφατικές λειτουργίες του ιερού· με τον τρόπο αυτό, μπορούμε να πούμε, η τεταμένη σχέση ανάμεσα στη σφαίρα τού πολιτικού και τη σφαίρα τού ιερού εντέλει αντανακλάταιστην ίδια την έννοια του ιερού και την αναδιπλασιάζει: διττή λειτουργία η οποία συμπυκνώνεται στις αντιτιθέμενες φιγούρες της ιέρειας και του ιερατείου. Και, αξίζει να σημειωθεί, σε αυτή τη νέα διττότητα εξακολουθεί να αντιστοιχεί εκείνη η πρώτη σημασιοδοτική διαφορά που μας υποκίνησε, ανάμεσα στο σύμβολοκαι το σημείο: η ιέρεια, ένσαρκο ιερογλυφικό σύμβολο που αντηχεί τον ακατάληπτο ψίθυρο της Μητέρας-Γης· το ιερατείο, πανούργος ερμηνευτής σημείων που εναποθέτει στον λόγο του σκοπιμότητες μιας νέας, πολιτικής τάξης πραγμάτων. Εδώ, στην έμφυλη αναδιατύπωση αυτής σχέσης, συνυφαίνεται, όπως καταλαβαίνετε, ένα άλλο μεγάλο ιστορικό και ανθρωπολογικό πρόβλημα που επί μακρόν απασχόλησε τους ερευνητές τού πολιτισμού – το πρόβλημα της μεταβολής των δομών συγγένειας που τυποποιήθηκε στην, πολλές φορές άγονη και πάντα ιδεολογικά φορτισμένη, διαμάχη περί της λεγόμενης «μητριαρχίας». Δεν θα μπω εδώ φυσικά σε αυτό το ζήτημα, που ωστόσο πιστεύω ότι απέχει μακράν από να το έχει λύσει η σύγχρονη ανθρωπολογία. Η εικονοπλασία ωστόσο του Δήμου Θέου εν τοις πράγμασιν το θέτει. Το δράμα του δεν είναι βέβαια η Αντιγόνη του Σοφοκλή· ο δανεισμός όμως ονομάτων και μοτίβων θέλει εμφατικά να δηλώσει μια συγγένεια. Αυτή, πιστεύω, βρίσκεται σε εκείνο που γενικώς θεωρείται πως είναι το μεγάλο θέμα του Θηβαϊκού κύκλου: η μετάβαση από το εθιμικό δίκαιο της αιματοσυγγένειας–το μοτίβο της καθαγιασμένης αιμομιξίας μάς καθοδηγεί– στο δίκαιο της νέας πολιτικής τάξης σε μια ταξικά διαιρεμένη κοινωνία.
*****
Το παραπάνω κείμενο αποτελεί την εισήγηση του Φώτη Τερζάκη στη συζήτηση «Εξουσία ιερατείο και μηχανισμοί εξάρτησης» που έγινε το Σάββατο 30/5 /15 στην Αλκυονίδα στα πλαίσια του αφιερώματος στο σκηνοθέτη Δήμο Θέο. Στη συζήτηση συμμετείχαν επίσης οι: Δημοσθένης Αγραφιώτης, Γιάγκος Ανδρεάδης, Γιάννης Γεράσης, Φώτης Τερζάκης
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ (σύνοψη της ταινίας)
1400 π.Χ. και σ’ ένα νησί του Αιγαίου, ο γάμος της Αντιγόνης, κόρης της αποθανούσης βασίλισσας με τον αδελφό της Πολυνείκη αναβάλλεται, ενώ ο Κρέοντας διορίζεται αρχηγός του στρατού. Ο Πολυνείκης επιχειρεί να αρπάξει την εξουσία, αλλά το εγχείρημά του αποτυγχάνει κι έτσι αναγκάζεται να καταφύγει στην Καρία της Μικράς Ασίας, απ’ όπου μετ’ ολίγον επιστρέφει επικεφαλής στρατού και πολιορκεί το νησί. Ιερείς και άρχοντες πιέζουν την Αντιγόνη να παντρευτεί, αλλά εκείνη ανακηρύσσει βασιλιά τον ετεροθαλή αδελφό της Ετεοκλή. Ο αρχιερέας Κινύρας πείθει τα δύο αντιμαχόμενα μέρη να λύσουν τις διαφορές τους με μια μονομαχία μεταξύ Πολυνείκη και Ετεοκλή. Όταν οι μονομάχοι αλληλοσκοτώνονται, ο Κρέοντας απαγορεύει την ταφή του Πολυνείκη, όμως η Αντιγόνη παρακούει την εντολή του και συλλαμβάνεται. Ο Κινύρας δεν κατορθώνει να τη σώσει κι η Αντιγόνη πυρπολείται δημοσίως από τον ίδιο τον Κρέοντα. Η άφιξη της κρητικής αντιπροσωπείας και η είδηση ότι πραγματοποιήθηκε ειρήνη με τις Μυκήνες αφήνει τον Κρέοντα έκθετο και μετέωρο. Το Ιερατείο έχει νικήσει κι ο Κινύρας θέτει πλέον σε εφαρμογή ένα σχέδιο κοινωνικών μεταρρυθμίσεων.
πηγή:
https://periodikotrypa.wordpress.com/2015/06/10/%CE%B3%CE%B9%CE%B1-%CF%84%CE%BF-%CE%B4%CE%AE%CE%BC%CE%BF-%CE%B8%CE%AD%CE%BF/#like-7360