H καθαρεύουσα και ο Στάλιν
του Άκη Γαβριηλίδη
Σε νεότερο σημείωμά του στην Καθημερινή, ο Θεοδωρόπουλος επαναφέρει και αναπτύσσει την πρότασή του να επανέλθει η διδασκαλία της καθαρευούσης, συνοδεύοντάς την με διάφορες σκέψεις και αφηγήσεις θρυλούμενων περιστατικών οι οποίες υποτίθεται ότι την τεκμηριώνουν –πάντοτε βασισμένων στο γνωστό θέμα τού μίσους για τη δημοκρατία. Η απομάκρυνση λοιπόν (εκ) της καθαρευούσης παρουσιάζεται ως μία ολέθρια συνέπεια του εξισωτισμού και της ανομίας της μεταπολίτευσης, η οποία πρέπει να επανορθωθεί εάν «θέλουμε να αναθεωρήσουμε, μαζί με τον δικομματισμό και την ηθική επικυριαρχία της αρχαϊκής αριστεράς».
Το πρόβλημα του ισχυρισμού αυτού είναι ότι αν, στα όσα –όχι και πολλά ούτως ή άλλως- έχουν γραφεί σχετικά, υπάρχει κάτι που να θυμίζει θεωρίες της «αρχαϊκής αριστεράς», αυτό είναι ο ίδιος ο συλλογισμός του Τάκη.
Ο συλλογισμός αυτός εγκαθιδρύει μία γραμμική, εκφραστική αιτιότητα ανάμεσα στις κοινωνικοπολιτικές και τις γλωσσικές εξελίξεις:
όπως η δημοκρατία στη μεταπολίτευση ερμηνεύθηκε ως μια χαλαρή σχέση του πολίτη με τους νόμους του κράτους, χαλαρότητα η οποία τροφοδότησε το πελατειακό πολιτικό σύστημα –«αν είσαι καλός πελάτης, οι νόμοι δεν ισχύουν ακριβώς για σένα»– έτσι και η δημοτική λειτούργησε ως το εργαλείο μετάφρασης των κοινωνικών σχέσεων και της παιδείας στον ελάχιστο κοινό παρονομαστή.
Σε αυτή την αιτιώδη σύνδεση ανάμεσα σε όσα συμβαίνουν στην κοινωνία αφενός και στη γλώσσα αφετέρου, εμείς που είμαστε κάπως παλιότεροι και έχουμε αναμνήσεις από τις δεκαετίες του 70 και του 80 δεν θα δυσκολευθούμε να αναγνωρίσουμε κάτι που τότε αποκαλούνταν θεωρία της αντανάκλασης και ήταν το σήμα κατατεθέν ενός χυδαίου και επιφανειακού μαρξισμού: η γλώσσα είναι ένα εποικοδόμημα, ένα «εργαλείο μετάφρασης των κοινωνικών σχέσεων», οι οποίες είναι η «βάση», η «υποδομή».
Το ίδιο διάστημα, ένας συνοπτικός όρος που χρησιμοποιούνταν για να αποδώσει –και να απαξιώσει- τέτοιες απόψεις, ήταν συχνά ο όρος «σταλινισμός». Ο όρος αυτός ούτως ή άλλως δεν ήταν ιδιαίτερα ακριβής γενικώς, αλλά ειδικά προκειμένου για τη γλώσσα ήταν ξεκάθαρα εσφαλμένος. Διότι επί του ερωτήματος αν η γλώσσα αποτελεί αντανάκλαση της κοινωνίας είχε εκφρασθεί ρητά όχι ο «σταλινισμός», αλλά ο Ιωσήφ Βησσαριόνοβιτς αυτοπροσώπως. Και η απάντησή του ήταν ξεκάθαρα:όχι.
Την απάντηση μάλιστα αυτή έχει υπόψη του, και επικαλείται σε μια συζήτησή του με τους εξεγερμένους Γάλλους φοιτητές του Μάη του 68, ο Ζακ Λακάν. Όταν ερωτήθηκε εκεί ποια είναι κατά τη γνώμη του «η θεωρία της γλώσσας που συνυποθέτει ο μαρξισμός», ο Λακάν απάντησε:
Για εκείνη που συνυπέθεσε ιστορικά, δεν έχω να σας προσφέρω με την ταπεινή πληροφόρησή μου (…) παρά τριάντα σελίδες του Στάλιν που έθεσαν τέρμα στις τέρψεις του μαρρισμού (απ’ τ’ όνομα του φιλολόγου Μαρρ ο οποίος θεωρούσε τη γλώσσα «εποικοδόμημα»).
Απόψεις του απλού, κοινού νου αναφορικά με τη γλώσσα, ιδιαίτερα πάνω στο σημείο ότι δεν είναι εποικοδόμημα, που τοποθετούν έκτοτε τον μαρξισμό σε πολύ ανώτερη θέση απ’ τον λογικό νεο-θετικισμό όσον αφορά τη γλώσσα[1].
Και, προσθέτω εγώ, σε πολύ ανώτερη θέση απ’ τον νεο-καθαρευουσιανισμό/ τακισμό (απ’ τ’ όνομα του επιφυλλιδογράφου Τάκη ο οποίος θεωρούσε το ίδιο, και ο οποίος θέλει να «αναθεωρήσει τις κόκκινες γραμμές της αρχαϊκής αριστεράς του 70» τη στιγμή που ο ίδιος βρίσκεται πολύ πιο πίσω από γραμμές που είχε αναθεωρήσει ο ίδιος ο Στάλιν από το 1950).
Γιατί όμως άραγε έχει ανάγκη ο Τάκης αυτή την εκ πρώτης όψεως παράδοξη προσφυγή στην ερμηνεία των φαινομένων της γλώσσας μέσω της «κοινωνίας»;
Θεωρώ ότι, παρά την εκ πρώτης όψεως ορθολογική και μάλιστα αιτιοκρατική διατύπωσή της, η ερμηνεία αυτή επιτελεί μια μυστικιστική λειτουργία.
Ο κοινωνικός ντετερμινισμός μπαίνει στο παιχνίδι για να προσφέρει μία καθησυχαστική απάντηση στο ερώτημα τι είναι οι γλώσσες, και στο άγχος που δημιουργεί η ενδεχομενικότητα και η ανοικτότητα αυτού του ερωτήματος.
Πραγματικά, δεν έχουμε την παραμικρή ιδέα για το τι είναι ένας λαός, ούτε για το τι είναι μια γλώσσα (είναι γνωστό ότι οι γλωσσολόγοι μπορούν να κατασκευάσουν μια γραμματική, δηλ. αυτό το ενιαίο σύνολο που αποτελείται από περιγράψιμες ιδιότητες και που αποκαλείται γλώσσα, λαμβάνοντας απλώς ως δεδομένο το factum loquendi, δηλ. το απλό γεγονός ότι οι άνθρωποι μιλούν και συνεννοούνται μεταξύ τους, το οποίο παραμένει απροσπέλαστο στην επιστήμη), και, παρ’ όλα αυτά, ολόκληρη η πολιτική μας κουλτούρα βασίζεται στη συσχέτιση των δυο αυτών εννοιών. Η ρομαντική ιδεολογία, που εγκαθίδρυσε συνειδητά αυτή τη σύνδεση και, με τον τρόπο αυτό, επηρέασε σε μεγάλο βαθμό τόσο τη σύγχρονη γλωσσολογία όσο και την ακόμα και τώρα κυρίαρχη πολιτική θεωρία, προσπάθησε να αποσαφηνίσει κάτι ασαφές (την έννοια του λαού) με κάτι ακόμα πιο ασαφές (την έννοια της γλώσσας)[2].
Aπό αυτή την άποψη, η πεποίθηση ότι η γλώσσα «μεταφράζει κοινωνικές εξελίξεις» μπορεί να ενταχθεί στην ίδια κατηγορία με διάφορες άλλες θεωρίες απροκάλυπτα ανορθολογικού-ενορατικού τύπου που γνωρίζουν διάδοση ιδίως στο διαδίκτυο, ότι η ελληνική γλώσσα «έχει μαθηματική δομή», «αντιστοιχεί στην κίνηση των πλανητών», «επικοινωνεί απευθείας με τους υπολογιστές» κ.ο.κ. Όπως εξάλλου και με τη θεωρία του εθνικού μας γλωσσολόγου –την οποία αποδίδει ψευδεπίγραφα στον Βιτγκενστάιν– ότι η γλώσσα «μου» είναι τα όρια του κόσμου μου, άρα ότι κάθε γλώσσα –ή πάντως η ελληνική- αντιστοιχεί σε μια συγκεκριμένη «θέαση του κόσμου» την οποία και «εκφράζει».
Για το ότι τέτοιες θεωρίες είναι τόσο λογικά όσο και πολιτικά άστοχες, έχουμε δημοσιεύσει κείμεναστο παρελθόν σε αυτό εδώ το μπλογκ. Αυτό που μας απασχολεί εδώ, είναι η διαθετική [affective] λειτουργία, η οποία είναι κοινή σε όλες τις παραπάνω θεωρίες (εξίσου όσο και η πεποίθησή τους περί του εξαιρετικού καθεστώτος της ελληνικής γλώσσας): προορισμός τους είναι να καθησυχάσουν το υποκείμενο απέναντι στο άγχος που γεννά η ενδεχομενικότητα της γλώσσας, και να το διαβεβαιώσουν ότι αυτή υπακούει σε ένα έσχατο νόημα. Αποτελούν δηλαδή εναλλακτικούς τρόπους να πειστούμε ότι η γλώσσα δεν είναι τυχαία. Μια διατύπωση η οποία μπορεί να ανοίγει την πόρτα στην πιο απόλυτη αιτιοκρατία, και ταυτόχρονα στην πιο απόλυτη βουλησιαρχία και τις συνωμοτικές θεωρίες.
Από αυτή την άποψη, ίσως –ακριβώς- δεν είναι τυχαίο ότι το άγχος αυτό δεν γεννιέται «στο υποκείμενο» έτσι γενικά, αλλά δείχνει να προτιμά ιδίως άνδρες μίας ορισμένης ηλικίας.
Το άγχος λοιπόν αυτό είναι εκδήλωση της κρίσης τού white male privilege, της δυσανεξίας τού «κυρίαρχου υποκειμένου» απέναντι στον κομμουνισμό της γλώσσας, τον οποίο βιώνει ως απειλή διότι του υπενθυμίζει ότι δεν είναι τόσο κυρίαρχο. Πρόκειται για την τραυματική συνειδητοποίηση ότι είμαστε ριγμένοι στη γλώσσα, δεν την ελέγχουμε εμείς –ή μάλλον για την εξέγερση απέναντι σε αυτή τη συνειδητοποίηση, την άρνηση να την πιστέψουμε και να συμβιβαστούμε με τον ανυπόφορο εξισωτισμό που αυτή συνεπάγεται. Η γλώσσα δεν μπορεί να είναι απλώς αυτό που μας πέφτει στο κεφάλι, και μέσα σε αυτήν δεν μπορεί να είμαστε όλοι (και όλες) ίσα κι όμοια· πρέπει να υπάρχει κάποια τάξη, κάποιος προορισμός, κάποια αναγκαιότητα, που να μας λυτρώνει από την ενδεχομενικότητα, το μετασχηματισμό και τη φθορά.
Γι’ αυτό, το νόημα που προσπαθούν εναγωνίως να βρουν –ή να προσδώσουν- στη γλώσσα αυτά τα υποκείμενα σε κρίση, (δηλαδή το νόημα του νοήματος, της ίδιας της Συμβολικής Τάξης), είναι πάντοτε η χάραξη ορίων και ιεραρχήσεων, η επινόηση διακρίσεων που να περιχαρακώνουν ένα «κράτος εν κράτει» μέσα στη γλώσσα, μία θέση με μεγαλύτερο κύρος.
Το κύρος, ακριβώς, (δηλαδή αυτό που ορίζει τον Κύριο, ταυτόχρονα τον Άντρα και τον Ιδιοκτήτη), είναι αυτό που με αφοπλιστική ειλικρίνεια περιγράφει ο εθνικός μας γλωσσολόγος ως στόχο της χειρονομίας του να εκδώσει χωριστό λεξικό με τον απίστευτο τίτλο Εμπλούτισε το λεξιλόγιό σου – Λεξικό των πιο απαιτητικών λέξεων της Νέας Ελληνικής. Ένα λεξικό το οποίο καθόσον γνωρίζω δεν έχει όμοιό του σε καμία άλλη γλώσσα του κόσμου, και που βασίζεται σε μία τελείως αυθαίρετη και αντιεπιστημονική διάκριση των λέξεων σε … «απαιτητικές» και μη. Η οποία προφανώς στερείται οποιασδήποτε μεθοδολογικής αυστηρότητας και δεν υπόκειται σε κανένα λογικό έλεγχο: στο ερώτημα γιατί αυτές ειδικά οι 4.000 λέξεις κρίνονται ως «οι απαιτητικές της νέας ελληνικής» και όχι και άλλες εκατό, ή εκατό λιγότερες, η μόνη δυνατή απάντηση είναι «επειδή έτσι αποφάσισα εγώ».
Αυτή η κυρίαρχη απόφαση, τώρα, αφορά η ίδια την κυρι-αρχία, δηλαδή την αρχή του κυρίου και του κύρους, όπως με πληθωρικό τρόπο ομολογεί η πρώτη πρόταση της πρώτης σελίδας του Λεξικού. Η πρώτη φράση της Εισαγωγής λοιπόν μας πληροφορεί ότι
Υπάρχουν λέξεις στο λεξιλόγιό μας που έχουν μία άλλη βαρύτητα, ένα άλλο άκουσμα, μία άλληαίγλη, ένα άλλο κύρος (υπογραμμίζω εγώ).
Για όποιον δεν πείστηκε ακόμα ότι το όλο εγχείρημα έχει σχέση με την εγκαθίδρυση ιεραρχιών, η καταιγιστική παρέλαση macho σημαινόντων συνεχίζεται και στη συνέντευξη που –όπως είναι φυσικό- παραχώρησε στη ναυ-αρχίδα του ελληνικού τύπου ο επιμελητής τού λεξικού. Και ιδίως μέσα σταπαραδείγματα που αυθορμήτως επιλέγει –μια πρακτική η οποία, ήδη για τον Φρόιντ, αποτελούσε επίσης πρόσφορο πεδίο εκτύλιξης της ασυνείδητης επιθυμίας μαζί με τα όνειρα ή τις παραπραξίες. Ήδη από την αρχή, λοιπόν, και εδώ μας ξεκαθαρίζεται τι είναι και τι κάνει το λεξικό με τη βοήθεια δύο παραδειγμάτων που αναφέρει ο κύριος καθηγητής στην πρώτη του απάντηση.
Το πρώτο είναι το εξής:
Υπάρχει, για παράδειγμα, στο λεξικό η λέξη «αρχολίπαρος», η οποία σημαίνει το πρόσωπο που επιθυμεί και επιδιώκει πάρα πολύ τα αξιώματα. Μαζί με αυτό θα βρει ο χρήστης και τα συνώνυμα «αρχομανής», «σπουδάρχης», «σπουδαρχίδης», «φίλαρχος», «θεσιθήρας».
Το δεύτερο παράδειγμα αφορά, ούτε λίγο ούτε πολύ, τον ξυλοδαρμό.
Θα πεις «χαστούκι», θα πεις «σκαμπίλι», αλλά το «ράπισμα» είναι κάτι άλλο.
Η νοσταλγία λοιπόν του δασκάλου –μία άλλη σημασία τού κύριος είναι, ως γνωστόν, δάσκαλος· «κύριε, να πω;»- για τον παράδεισο προ της μεταπολιτευτικής ισοπέδωσης, τείνει κανείς να πιστέψει ότι δεν αφορά τόσο τη λέξη, όσο την ίδια την πρακτική: ο κόλαφος εισφέρει μεγαλύτερη αίγλη, βαρύτητα και κύρος σε αυτόν που τον χρησιμοποιεί αντί για το χαστούκι, αλλά η σωματική τιμωρία του μαθητή, όπως και αν την αποκαλέσουμε, εισφέρει μεγαλύτερη αίγλη, βαρύτητα και κύρος στο δάσκαλο, τον οποίο πλέον ουδείς σέβεται στους ανομικούς καιρούς μας.
Αναμφίβολα, μ’ όποιον δάσκαλο καθήσεις, τέτοια γράμματα θα μάθεις. Όποιος λοιπόν αποζητά τσελεμεντέδες για να μάθει πώς να πουλάει μούρη και να αποκτά βαρύτητα, αίγλη και κύρος απέναντι στους άλλους, ξέρει πού θα τους αναζητήσει. Εμείς οι υπόλοιποι μπορούμε να αφήσουμε τους ανωτέρω κυρίους να βράζουν στο ζουμί της απελπισίας τους για τα χαμένα μεγαλεία του ελέγχου και της κυριαρχίας πάνω στη γλώσσα –τα οποία ούτως ή άλλως ποτέ δεν είχαν, ούτε αυτοί ούτε κανείς άλλος. Και ούτε βέβαια θα αποκτήσουν ποτέ. Με όσα λένε, το πολύ πολύ να εντυπωσιάσουν όσους εντυπωσιάζονται από ταχυδακτυλουργίες –και όσους θέλουν να εντυπωσιάζουν οι ίδιοι. Ας μην παριστάνουν όμως ότι τους ενοχλούν όσοι θέλουν «οι νόμοι να μην ισχύουν γι’ αυτούς». Αυτοί είναιπου θέλουν να εξαιρούνται από το νόμο της γλώσσας, (τον οποίο απαξιωτικά περιγράφουν ως «ελάχιστο κοινό παρονομαστή»), δηλαδή από τη γλώσσα ως Νόμο, και να κηρύσσουν την κατάσταση εξαίρεσης απ’ αυτόν. Όλοι όμως ξέρουμε, μάλλον και οι ίδιοι, ότι αυτό είναι μάταιο: ούτε η καθαρεύουσα θα επιστρέψει ποτέ, ούτε ο αρχολίπαρος, ούτε καν ο σπουδαρχίδης …
[1] Ζακ Λακάν, Απαντήσεις, Έρασμος, Αθήνα 1982, σ. 22.
[2] Giorgio Agamben, «Le lingue e i popoli» [Οι γλώσσες και οι λαοί], δημοσιευμένο στο Mezzi senza fine, Bollati Boringhieri, Torino 1996, σ. 54 επ.
πηγή:
https://nomadicuniversality.wordpress.com/2015/06/11/h-%CE%BA%CE%B1%CE%B8%CE%B1%CF%81%CE%B5%CF%8D%CE%BF%CF%85%CF%83%CE%B1-%CE%BA%CE%B1%CE%B9-%CE%BF-%CF%83%CF%84%CE%AC%CE%BB%CE%B9%CE%BD/